ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΤΟ ΧΡΗΜΑ ΚΑΙ Ο ΝΟΥΣ

 

Όταν όλα είναι απομονωμένα από τον εγωισμό, δεν μένει τίποτα παρά σκόνη,

και στον ερχομό της καταιγίδας, μόνον λάσπη.

–Benjamin Constant

 

Η δύναμη να δημιουργεί μια συλλογική παραίσθηση είναι μόνον ένας από τους τρόπους με τους οποίους το χρήμα επηρεάζει τις αντιλήψεις μας. Αυτό το κεφάλαιο θα εξετάσει μερικές από τις ισχυρές ψυχολογικές και πνευματικές επιπτώσεις του χρήματος: στον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο, στη θρησκεία μας. Στη φιλοσοφία μας, ακόμα και στην επιστήμη μας. Το χρήμα έχει αναμειχθεί στο μυαλό μας, στις αντιλήψεις μας στην ταυτότητά μας. Αυτός είναι ο λόγος που, όταν ξεσπάει μια χρηματοοικονομική κρίση, φαίνεται ότι ξηλώνεται ο ιστός της πραγματικότητας – ότι καταρρέει ο κόσμος. Ωστόσο, αυτός είναι και ένας λόγος μεγάλης αισιοδοξίας, επειδή το χρήμα είναι ένα κοινωνικό κατασκεύασμα το οποίο έχουμε τη δύναμη να αλλάξουμε. Ποια νέα είδη αντιλήψεων και ποια νέα είδη συλλογικών δράσεων θα συνοδεύουν το νέο είδος χρήματος;

Να ‘μαστε στο Κεφάλαιο 3, κι εγώ δεν έχω ακόμα δώσει τον ορισμό του «χρήματος»! Οι περισσότεροι οικονομολόγοι ορίζουν το χρήμα βάσει των λειτουργιών του, ως μέσο συναλλαγής, μονάδα υπολογισμού και μέσο αποθήκευσης. Κατά συνέπεια, τοποθετούν πολύ νωρίς την προέλευση του χρήματος, κάπου πέντε χιλιάδες χρόνια πριν με την εμφάνιση των συνήθων αγαθών όπως τα σιτηρά, το ελαιόλαδο, τα βοοειδή ή ο χρυσός να επιτελούν αυτές τις λειτουργίες. Όταν όμως εγώ μιλάω για χρήμα, αναφέρομαι σε κάτι πολύ διαφορετικό, κάτι που πρωτοεμφανίστηκε στην Ελλάδα τον έβδομο αιώνα πΚΕ. Αυτή πιστεύω ήταν η πρώτη φορά που το χρήμα ξέφυγε από την εμπορευματική του μορφή και απέκτησε ξεχωριστή υπόσταση. Από τότε και μετά, μπορούμε να μιλάμε όχι μόνο για το τι κάνει το χρήμα, αλλά και για το τι είναι το χρήμα.

Οι δοξασίες των οικονομολόγων υποστηρίζουν ότι τα νομίσματα εφευρέθηκαν για να παρέχουν μια εγγύηση του βάρους και της καθαρότητας του υποκείμενου μετάλλου. Σύμφωνα με αυτές, η αξία των νομισμάτων καθοριζόταν απολύτως από τον χρυσό ή το ασήμι από τα οποία ήταν κατασκευασμένα. Στην πραγματικότητα, η ιστορία της προέλευσης της νομισματοκοπίας είναι φαντασίωση κάποιου οικονομολόγου, όπως έγινε και με τη συσχέτιση της προέλευσης του χρήματος με τον αντιπραγματισμό καθώς και με την εικασία της έλλειψης. Είναι μια φαντασίωση με ένδοξη καταγωγή, για να είμαστε ακριβείς. Ο Αριστοτέλης έγραψε,

Δεν ήταν εύκολο να μεταφερθούν όλα τα αναγκαία, γι’ αυτό συμφώνησαν μεταξύ τους να δίνουν και να παίρνουν στις συναλλαγές κάτι χρήσιμο και ταυτόχρονα εύχρηστο για τις βιοτικές ανάγκες, όπως για παράδειγμα σίδερο ή ασήμι ή κάτι παρόμοιο. Στην αρχή καθόρισαν το  μέγεθος και το βάρος κι έπειτα του έδωσαν κάποιο ιδιαίτερο γνώρισμα για να γλιτώσουν από συχνά μετρήματα, επειδή το ιδιαίτερο γνώρισμα ορίστηκε ως απόδειξη της αξίας του.(1)

Αυτή η εξήγηση φαίνεται αρκετά λογική, όμως τα ιστορικά τεκμήρια δείχνουν να την αντικρούουν. Τα πρώτα-πρώτα νομίσματα, που κόπηκαν στη Λυδία, ήταν φτιαγμένα από ένα κράμα από χρυσό και ασήμι, το οποίο επικράτησε να ονομάζεται ήλεκτρο, με κυμαινόμενη σύσταση.(2) Η νομισματοκοπία γρήγορα εξαπλώθηκε στην Ελλάδα, όπου παρόλο που υπήρχε συνέπεια βάρος και την καθαρότητα των νομισμάτων, συχνά τα νομίσματα είχαν αξία μεγαλύτερη από την εμπορευματική αξία του ασημιού από το οποίο είχαν κατασκευαστεί.(3) Μάλιστα, κάποιες πόλεις κράτη (μεταξύ των οποίων και η Σπάρτη) έκοβαν νομίσματα από ευτελή μέταλλα όπως ο σίδηρος, ο χαλκός, ο μόλυβδος ή ο κασσίτερος: αυτά τα νομίσματα είχαν αμελητέα εγγενή αξία παρόλα αυτά λειτουργούσαν ως χρήμα.(4) Και στις δύο περιπτώσεις, τα σφραγισμένα νομίσματα είχαν μια αξία (την οποία, σύμφωνα με τον ιστορικό Richard Seaford, πρέπει να αποκαλούμε «παραστατική αξία») μεγαλύτερη από ένα πανομοιότυπο αλλά ασφράγιστο δίσκο μετάλλου. Γιατί; Τι ήταν αυτή η μυστηριώδης δύναμη που κατοικοεδρεύει σε ένα απλό έμβλημα ; Δεν ήταν εγγύηση βάρους και καθαρότητας, ούτε μια προέκταση της προσωπικής ισχύος ενός ηγεμόνα ή μιας θρησκευτικής αρχής. Ο Seaford παρατηρεί ότι «Ενώ οι σφραγίδες στο χαρτί φαίνεται να εκφράζουν τη δύναμη του ιδιοκτήτη της σφραγίδας, οι σφραγίδες στα νομίσματα δεν παραπέμπουν σε κανέναν δεσμό ανάμεσα στο νόμισμα και την προέλευσή του».(5) Αντί γι’ αυτό, τα εμβλήματα των νομισμάτων

πιστοποιούν ότι το μέταλλο έχει μια συγκεκριμένη αξία. Και το κάνουν αυτό όχι μεταβιβάζοντάς του κάποια δύναμη (μαγική ή άλλου είδους) στο κομμάτι του μετάλλου, αλλά επιβάλλοντάς του μία μορφή που του προσφέρει αναγνωρισιμότητα και το συγκαταλέγει σε μια διακριτή κατηγορία πραγμάτων, την κατηγορία των αυθεντικών νομισμάτων…. Το έμβλημα του νομίσματος… λειτουργεί στην ουσία ως ένα απλό διακριτικό σημείο.(6)

Τα διακριτικά σημεία δεν έχουν καμιά εγγενή δύναμη· η δύναμή τους προέρχεται από την ερμηνεία που τους αποδίδουν οι άνθρωποι. Στο βαθμό που μια κοινωνία διατηρεί κοινές ερμηνείες, τα διακριτικά σημεία ή τα σύμβολα αποκτούν κοινωνική δύναμη. Το νέο είδος χρήματος που αναδείχτηκε στην αρχαία Ελλάδα αντλούσε την αξία του από μια κοινωνική συμφωνία, τεκμήριο της οποίας ήταν τα εμβλήματα πάνω στα νομίσματα.(7) Αυτή η συμφωνία είναι η ουσία του χρήματος. Αυτό θα πρέπει να είναι προφανές σήμερα, που το περισσότερο χρήμα είναι ηλεκτρονικό και το υπόλοιπο έχει περίπου την ίδια αξία με ένα κομμάτι χαρτιού υγείας, όμως το χρήμα αποτελεί συμφωνία από τον καιρό της αρχαίας Ελλάδας. Εκείνοι οι μεταρρυθμιστές που υποστηρίζουν ότι το χρυσό νόμισμα είναι ένας τρόπος να επιστρέψουμε στις παλιές καλές ημέρες του «αληθινού χρήματος» προσπαθούν να επιστρέψουν σε κάτι που ποτέ δεν υπήρξε, εκτός ίσως από σύντομες ιστορικές περιόδους, περίπου σαν ιδανικό. Πιστεύω ότι το επόμενο βήμα στην εξέλιξη του ανθρώπινου χρήματος δεν θα είναι μια επιστροφή σε προηγούμενη μορφή νομίσματος, αλλά η μεταμόρφωσή του από ασυνείδητη σε συνειδητή έκφραση των συμφωνιών μας.

Στη διάρκεια 5.000 χρόνων, το χρήμα εξελίχθηκε από απλό εμπορευματικό είδος, σε σύμβολο που υπερέβη το υλικό που είναι φτιαγμένο και τελικά σε καθαρό σύμβολο σήμερα. Τα Ιερά Οικονομικά επιδιώκουν όχι να αναιρέσουν αυτήν την εξέλιξη αλλά να την ολοκληρώσουν. Η συμφωνία που αντιπροσωπεύει το χρήμα δεν είναι απομονωμένη από τα άλλα συστήματα διακριτικών και συμβόλων σύμφωνα με τα οποία λειτουργεί ο πολιτισμός μας. Μπορούμε να συμπεριλάβουμε στο χρήμα νέες συμφωνίες για τον πλανήτη, το είδος, και το τι ορίζουμε ως ιερό. Για μεγάλο χρονικό διάστημα ορίζαμε ως ιερά την «πρόοδο», την εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, την κατάκτηση της φύσης. Το χρηματικό μας σύστημα υποστήριζε αυτούς τους στόχους. Οι στόχοι μας αλλάζουν τώρα, και μαζί με αυτούς και οι μεγάλες μετα-ιστορίες των οποίων τμήμα αποτελεί η συμφωνία που λέγεται χρήμα: η Ιστορία του Εαυτού, η Ιστορία των Ανθρώπων και η Ιστορία του Κόσμου.

Ο σκοπός αυτού του βιβλίου είναι να αφηγηθεί μια νέα ιστορία του χρήματος· να δείξει τι νέες συμφωνίες μπορούμε να συμπεριλάβουμε σε αυτά τα παραστατικά ταλισμάν, έτσι ώστε το χρήμα να είναι σύμμαχος και όχι εχθρός, του καινούριου κόσμου που η καρδιά μας λέει ότι είναι εφικτός.

Δεν είναι τυχαίο ότι η αρχαία Ελλάδα, το μέρος από όπου προήλθε το συμβολικό χρήμα, γέννησε επίσης τη σύγχρονη έννοια του ατόμου, τις έννοιες της λογικής και της συλλογιστικής και όλων των φιλοσοφικών θεμελίων του σύγχρονου νου. Στο εμπεριστατωμένο του αριστούργημα Money and the Ancient Greek Mind, ο μελετητής της ελληνικής αρχαιότητας καθηγητής Richard Seaford ερευνά την επίδραση του χρήματος στην ελληνική κοινωνία και σκέψη, φωτίζοντας τα χαρακτηριστικά του χρήματος που το κάνουν μοναδικό. Μεταξύ άλλων, το χρήμα είναι την ίδια στιγμή και χειροπιαστό και αφηρημένο, είναι ομοιογενές, απρόσωπο, αποτελεί σκοπό και μέσον για όλη την οικουμένη, και είναι απεριόριστο. Η είσοδος αυτής της νέας, μοναδικής δύναμης στον κόσμο είχε σοβαρές συνέπειες, πολλές από τις οποίες είναι πλέον τόσο έντονα συνυφασμένες με τα πιστεύω μας και τον πολιτισμό μας, την ψυχή και την κοινωνία μας, που δεν μπορούμε καν να τις αντιληφθούμε, πόσο μάλλον να τις αμφισβητήσουμε.

Το χρήμα είναι ομοιογενές, δηλαδή ασχέτως με τις διαφορές που έχουν να κάνουν με την εξωτερική τους εμφάνιση, τα κέρματα ως χρήμα είναι ολόιδια (αν είναι της ίδιας ονομαστικής αξίας). Καινούρια ή παλιά, μαυρισμένα ή λαμπερά, όλα τα κέρματα της μίας δραχμής είναι ισοδύναμα. Αυτό ήταν κάτι καινούριο τον έκτο αιώνα πΚΕ. Ενώ στην αρχαϊκή εποχή, παρατηρεί ο Seaford, η δύναμη εκχωρείται από μοναδικά αντικείμενα που φέρουν υπερφυσικές ιδιότητες (π.χ. ένα σκήπτρο που πίστευαν ότι δόθηκε από τον Δία), με το χρήμα συμβαίνει το αντίθετο: η δύναμή του εκχωρείται από ένα αναγνωρισμένο διακριτικό που αναιρεί τις αποκλίσεις της καθαρότητας και του βάρους. Η ποιότητα δεν είναι σημαντική, μόνον η ποσότητα είναι. Επειδή το χρήμα είναι μετατρέψιμο σε όλα τα υπόλοιπα πράγματα, μεταδίδει αυτό το χαρακτηριστικό του στα άλλα πράγματα και τους δίνει εμπορευματική αξία – αντικείμενα τα οποία εφόσον τηρούν κάποια κριτήρια, αντιμετωπίζονται ως πανομοιότυπα. Το μόνο που έχει σημασία είναι η ποσότητα. Το χρήμα, λέει ο Seaford, «προάγει γενικώς  μια αίσθηση ομοιογένειας ανάμεσα στα πράγματα». Όλα τα πράγματα είναι ισοδύναμα, επειδή μπορούν να πουληθούν έναντι χρημάτων, τα οποία με τη σειρά τους μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αγοραστούν άλλα πράγματα.

Στον κόσμο των εμπορευμάτων, τα αντικείμενα είναι ισοδύναμα με χρήματα που μπορούν να τα αντικαταστήσουν. Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η «αξία» τους – μία αφηρημένη έννοια. Αισθάνομαι μια απόσταση, μια απογοήτευση στο άκουσμα της φράσης «Μπορείτε φυσικά να αγοράσετε ένα καινούριο». Μπορείτε να δείτε πώς αυτό προάγει έναν αντι-ματεριαλισμό, μια αποστασιοποίηση από τον φυσικό κόσμο στον οποίο κάθε άνθρωπος, κάθε τόπος και κάθε πράγμα είναι ξεχωριστό, μοναδικό; Δεν είναι περίεργο που οι Έλληνες φιλόσοφοι αυτής της αρχαιότητας άρχισαν να δίνουν υψηλότερη θέση στο αφηρημένο έναντι του αληθινού, με αποκορύφωμα τη δημιουργία από τον Πλάτωνα ενός κόσμου τέλειων μορφών πολύ πιο αληθινού από τον κόσμο των αισθήσεων. Δεν είναι περίεργο που μέχρι σήμερα μεταχειριζόμαστε τον φυσικό κόσμο τόσο υπεροπτικά. Δεν είναι περίεργο που ύστερα από δύο χιλιάδες χρόνια εγκλωβισμού στη νοοτροπία του χρήματος, έχουμε τόσο πολύ συνηθίσει την ιδέα ότι όλα τα πράγματα μπορούν να αντικατασταθούν που συμπεριφερόμαστε λες και θα μπορούσαμε, αν καταστρέφαμε τον πλανήτη, να αγοράσουμε απλώς έναν καινούριο.

Ονόμασα αυτό το κεφάλαιο «Το χρήμα και ο νους». Όπως συμβαίνει και με την παραστατική αξία του χρήματος, έτσι και ο νους, είναι μια αφηρημένη έννοια που ταξιδεύει με ένα υλικό όχημα. Όπως συμβαίνει και με την παραστατική αξία του χρήματος, η ιδέα του νου ως μιας ξεχωριστής, μη υλικής υπόστασης αναπτύχθηκε στη διάρκεια χιλιάδων χρόνων, φέρνοντάς μας στη σύγχρονη αντίληψη μιας άυλης συνειδητότητας, ενός εξαϋλωμένου πνεύματος. Τελικά, και στην κοσμική και στη θρησκευτική σκέψη, αυτή η αφαίρεση έγινε πιο σημαντική από το υλικό όχημα, όπως ακριβώς η «αξία» ενός αντικειμένου έγινε πιο σημαντική από τα φυσικά του γνωρίσματα.

Στην εισαγωγή ανέφερα ότι έχουμε δημιουργήσει έναν θεό κατ’ εικόνα του χρήματος: μια αόρατη δύναμη που κινεί όλα τα πράγματα, που δίνει ζωή στον κόσμο, ένα «αόρατο χέρι» που διευθύνει την ανθρώπινη δραστηριότητα, μη υλικό αλλά πανταχού παρόν. Πολλές από αυτές τις ιδιότητες του Θεού ή του πνεύματος παραπέμπουν στο παρελθόν, στους προ-σωκρατικούς φιλοσόφους που ανέπτυξαν τις ιδέες τους ακριβώς τη στιγμή που το χρήμα κυριαρχούσε στις κοινωνίες τους. Σύμφωνα με τον Seaford, ήταν οι πρώτοι που έκαναν τη διάκριση ανάμεσα στην ουσία και την εμφάνιση, ανάμεσα στο χειροπιαστό και το αφηρημένο – μία διάκριση τελείως απούσα (ακόμα και με έμμεση αναφορά) από τον Όμηρο. Από το άπειρο του Αναξίμανδρου στον λόγο του Ηράκλειτου και το δόγμα του Πυθαγόρα «Όλα είναι αριθμοί», οι πρώτοι Έλληνες φιλόσοφοι έδιναν έμφαση στην πρωτοκαθεδρία του αφηρημένου: μια αόρατη αρχή που κυβερνάει τον κόσμο. Αυτή η ιδεολογία έχει διεισδύσει στο DNA του πολιτισμού μας σε σημείο που το μέγεθος του χρηματοοικονομικού τομέα να επισκιάζει την αληθινή οικονομία, που η συνολική αξία των χρηματοοικονομικών παραγώγων να έχει γίνει δέκα φορές το παγκόσμιο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, που τα μεγαλύτερα βραβεία της κοινωνίας μας να πηγαίνουν στους μάγους της Γουόλ Στριτ που δεν κάνουν τίποτα παραπάνω από το να χειρίζονται σύμβολα. Για τον χρηματιστή που βρίσκεται μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή του, ισχύει πράγματι η ρήση του Πυθαγόρα: «Όλα είναι αριθμοί».

Ένα σύμπτωμα αυτού του διχασμού πνεύματος-ύλης που δίνει πρωτεύουσα σημασία σε αυτήν τη ρήση είναι η ιδέα «Σίγουρα, η οικονομική μεταρρύθμιση είναι ένας σκοπός που αξίζει, αλλά αυτό που είναι πολύ πιο σημαντικό είναι η μεταμόρφωση της ανθρώπινης συνείδησης». Πιστεύω ότι αυτή η άποψη είναι λάθος, επειδή βασίζεται στο λανθασμένο διαχωρισμό συνείδησης και δράσης, και τελικά του πνεύματος και της ύλης. Σε ένα βαθύ επίπεδο, το χρήμα και η συνείδηση είναι αλληλοεμπλεκόμενα. Το ένα είναι δεμένο με το άλλο.

Η ανάπτυξη της αφηρημένης έννοιας του χρήματος είναι μέρος του απέραντου μετα-ιστορικού πλαισίου. Το χρήμα δεν θα είχε αναπτυχθεί χωρίς τη βάση της αφαίρεσης με τη μορφή λέξεων και αριθμών. Ήδη, η χρήση αριθμών και κατηγοριών μας απομακρύνει από τον αληθινό κόσμο και παρακινεί το μυαλό μας να λειτουργεί με αφηρημένη σκέψη. Η χρήση ενός ουσιαστικού ήδη υποδηλώνει μία ταυτότητα του αντικειμένου που ονομάζεται έτσι· όταν λέμε ότι υπάρχουν πέντε ίδια αντικείμενα, τότε έχουμε ένα σύνολο. Αρχίζουμε να σκεφτόμαστε τα πράγματα ως αντιπροσώπους μιας κατηγορίας, και όχι ως μοναδικά αντικείμενα. Οπότε, μολονότι η χρήση αναγνωρίσιμων κατηγοριών δεν ξεκίνησε με την εμφάνιση του χρήματος, το χρήμα επιτάχυνε πολύ την κυριαρχία της κατηγοριοποίησης σαν έννοια. Επιπλέον, η ομοιογένεια του χρήματος συνόδευσε την γρήγορη εξέλιξη των τυποποιημένων αγαθών που προορίζονται για το εμπόριο. Η τυποποίηση των αγαθών γινόταν σε αδρές γραμμές στην προ-βιομηχανική εποχή, όμως σήμερα τα βιομηχανικά προϊόντα είναι τόσο πανομοιότυπα που μπορούν να αλλάξουν το ψέμα του χρήματος σε αλήθεια.

Καθώς μελετάμε τη μορφή που πρέπει να έχει το χρήμα στο μέλλον, ας έχουμε στον νου μας τη δύναμη του χρήματος να δίνει ομοιογένεια σε ό,τι αγγίζει. Ίσως το χρήμα θα έπρεπε να χρησιμοποιείται μόνον για ότι είναι ή θα έπρεπε να είναι τυποποιημένο, ποσοτικοποιημένο ή κάποιου συγκεκριμένου είδους ίσως θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ένα διαφορετικό είδος χρήματος ή και καθόλου χρήμα στην κυκλοφορία των πραγμάτων που είναι προσωπικά και μοναδικά. Μπορούμε μόνο να συγκρίνουμε τιμές που βασίζονται σε συγκεκριμένες ποσότητες· έτσι, όταν δεχόμαστε περισσότερο από αυτό, κάτι που δεν μπορεί να μετρηθεί, έχουμε δεχτεί ένα μπόνους, κάτι για το οποίο δεν πληρώσαμε. Με άλλα λόγια δεχτήκαμε ένα δώρο. Για την ακρίβεια, μπορούμε να αγοράσουμε τέχνη, όμως αν αισθανθούμε ότι είναι απλώς ένα εμπόρευμα, τότε πληρώσαμε πολλά για να το αποκτήσουμε ενώ αν είναι πραγματική τέχνη, πληρώσαμε απείρως λίγα. Παρόμοια, μπορούμε να αγοράσουμε σεξ αλλά όχι αγάπη· μπορούμε να αγοράσουμε θερμίδες αλλά όχι τροφή. Σήμερα πάσχουμε από τη έλλειψη πραγμάτων που δεν είναι μετρήσιμα, ανεκτίμητων πραγμάτων· από την έλλειψη πραγμάτων που δεν μπορούν να αγοραστούν με χρήματα και από το πλεόνασμα πραγμάτων που μπορούν να αγοραστούν με χρήματα (αν και αυτό το πλεόνασμα είναι τόσο άνισα κατανεμημένο ώστε πολλοί άνθρωποι πάσχουν και από την έλλειψη αυτών των πραγμάτων).(8)

Όπως ακριβώς το χρήμα δίνει ομοιογένεια στα  πράγματα που αγγίζει, με τον ίδιο τρόπο δίνει ομοιογένεια και στους χρήστες του και τους κάνει απρόσωπους: «Διευκολύνει το είδος της εμπορικής συναλλαγής που είναι απογυμνωμένη από όλες τις άλλες σχέσεις».(9) Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι γίνονται απλώς τα δύο μέρη μιας συναλλαγής. Σε αντίθεση με την ποικιλία κινήτρων που χαρακτηρίζουν την προσφορά και την αποδοχή των δώρων, σε μια γνήσια οικονομική συναλλαγή είμαστε όλοι ίδιοι: όλοι θέλουμε να πετύχουμε την καλύτερη συμφωνία. Αυτή η ομοιογένεια στους ανθρώπους που είναι επακόλουθο του χρήματος, στην επιστήμη των οικονομικών  θεωρείται ότι είναι αιτία.  Όλη η ιστορία της εξέλιξης του χρήματος με αρχή τον αντιπραγματισμό υποθέτει ότι είναι βασικό γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης να θέλει να μεγιστοποιήσει το ατομικό συμφέρον. Σε αυτό, οι άνθρωποι θεωρούνται ότι είναι πανομοιότυποι. Όταν δεν υπάρχει καθιερωμένο μέτρο της αξίας, διαφορετικοί άνθρωποι θέλουν διαφορετικά πράγματα. Όταν το χρήμα είναι ανταλλάξιμο με ο,τιδήποτε τότε όλοι οι άνθρωποι θέλουν το ίδιο πράγμα: χρήμα.

Ο Seaford γράφει, «Απογυμνωμένο από κάθε προσωπική συσχέτιση, το χρήμα είναι ανήθικο, επιδεκτικό στο να ανταλλαχθεί από οποιονδήποτε για ο,τιδήποτε, αδιάφορο για όλες τις μη χρηματικές διαπροσωπικές σχέσεις».(10) Σε αντίθεση με άλλα αντικείμενα, το χρήμα δεν διατηρεί κανένα ίχνος της προέλευσής του ούτε εκείνων από τους οποίους έχει περάσει. Ενώ το δώρο έχει πάρει κάτι από τον δότη του, τα χρήματα ολονών είναι ίδια. Αν έχω 2.000 δολάρια στην τράπεζα από τα οποία τα μισά προέρχονται από έναν φίλο μου και τα άλλα μισά από έναν εχθρό μου, δεν μπορώ να επιλέξω να ξοδέψω τα 1.000 δολάρια του εχθρού μου και να κρατήσω τα 1.000 δολάρια του φίλου μου. Κάθε δολάριο είναι ίδιο με το άλλο.

Πολλοί άνθρωποι, σοφά πιθανώς, αρνούνται εκ πεποιθήσεως να ανακατέψουν τις δουλειές με τη φιλία, υποψιασμένοι από την ουσιαστική σύγκρουση ανάμεσα στο χρήμα και τις προσωπικές σχέσεις. Το χρήμα αποπροσωποποιεί τη σχέση, μετατρέποντας τους δύο ανθρώπους που συμμετέχουν σε απλά «μέρη μιας διμερούς συναλλαγής» που παρακινούνται από τον καθολικό στόχο της μεγιστοποίησης του ατομικού συμφέροντος. Αν επιδιώκω να μεγιστοποιήσω το ατομικό μου συμφέρον, πιθανώς εις βάρος σου, πώς μπορούμε να είμαστε φίλοι; Και όταν στην έντονα «χρηματοποιημένη» κοινωνία μας εκπληρώνουμε σχεδόν όλες μας τις ανάγκες με χρήματα, ποια προσωπικά δώρα απομένουν για να χτίσουμε φιλίες;

Το ότι το κίνητρο του κέρδους είναι αντίθετο με οποιοδήποτε ευγενές  προσωπικό κίνητρο είναι σχεδόν αυταπόδεικτο – εξ ου και η φράση, «Μην το παίρνεις προσωπικά, οι δουλειές είναι δουλειές». Σήμερα, ένα κίνημα επιχειρηματικής ηθικής και ένα κίνημα ηθικών επενδύσεων επιδιώκουν να αποκαταστήσουν την αντίθεση ανάμεσα στην αγάπη και το κέρδος, ωστόσο, όσο ειλικρινή κι αν είναι τα κίνητρα, τέτοιες προσπάθειες συχνά μεταλλάσσονται σε δημόσιες σχέσεις, «πράσινο ξέπλυμα» ή φαρισαϊσμούς. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Σε επόμενα κεφάλια θα περιγράψω μία μοιραία αντίφαση που υπάρχει στην προσπάθεια να κάνουμε ηθικές επενδύσεις, όμως για την ώρα απλώς λάβετε υπόψη τη φυσική σας καχυποψία γι’ αυτό καθώς και για οποιοδήποτε ισχυρισμό του τύπου «κάντε καλό στην επιχείρησή σας κάνοντας το καλό».

Κάθε φορά που συναντάμε κάποια φαινομενικά αλτρουιστική επιχειρηματική πρωτοβουλία, συνήθως αναρωτιόμαστε, «Πού κρύβεται η παγίδα;» Με ποιο τρόπο βγάζουν μυστικά χρήματα από αυτήν τη δουλειά; Πότε θα μου ζητήσουν χρήματα; Η υποψία, «Στην πραγματικότητα το κάνει για τα χρήματα» είναι σχεδόν καθολική. Είμαστε γρήγοροι στο να διακρίνουμε οικονομικά κίνητρα σε ο,τιδήποτε κάνουν οι άνθρωποι, και συγκινούμαστε βαθιά όταν κάποιος κάνει κάτι πολύ μεγαλόψυχο ή ανυπόκριτα γενναιόδωρο χωρίς ποταπά κίνητρα. Φαίνεται παράλογο, σχεδόν «θαύμα» ότι κάποιος δίνει χωρίς να έχει απώτερο σκοπό να πάρει πίσω κάτι. Όπως το θέτει ο  Lewis Hyde, «Στις αυτοκρατορίες της τοκογλυφίας η συναισθηματικότητα του ανθρώπου με την καλή καρδιά μας αγγίζει επειδή μας λέει για αυτό που έχει χαθεί». (11)

Ο σχεδόν παγκόσμιος χαρακτήρας της υποψίας απώτερων κινήτρων που αποσκοπούν στο κέρδος αναδεικνύει το χρήμα ως οικουμενικό σκοπό. Φανταστείτε τον εαυτό σας πάλι στο σχολείο, να μιλάτε με τον σύμβουλο επαγγελματικού προσανατολισμού για το ποια είναι τα χαρίσματά σας και πως θα μπορούσατε να τα χρησιμοποιήσετε για να κερδίσετε τα προς το ζην. (δηλαδή για να τα μετατρέψετε σε χρήματα). Η συνήθεια του νου είναι πολύ ισχυρή: όταν ο έφηβος γιος μου Τζίμι μου δείχνει τα παιχνίδια που σχεδιάζει για τον υπολογιστή, μερικές φορές τσακώνω τον εαυτό μου να σκέφτεται πως θα μπορούσε να τα εμπορευματοποιήσει και ποιες προγραμματιστικές βελτιώσεις θα μπορούσε να κάνει ώστε να γίνουν πιο εμπορεύσιμα. Σχεδόν κάθε φορά που κάποιος βρίσκει μια συναρπαστική, δημιουργική ιδέα, αμέσως μετά ακολουθεί η σκέψη «Πώς μπορούμε να βγάλουμε χρήματα από αυτό;»  Όμως όταν το κέρδος  γίνεται ο σκοπός, και όχι απλώς μια παράπλευρη συνέπεια της καλλιτεχνικής δημιουργίας, τότε η δημιουργία παύει να είναι τέχνη, και εμείς ξεπουλιόμαστε. Επεκτείνοντας αυτήν την αρχή στη ζωή γενικώς, ο Robert Graves προειδοποιεί, «Επιλέγετε την εργασία σας που θα σας παρέχει ένα σταθερό εισόδημα και ελεύθερο χρόνο για να προσφέρετε στη Θεά που λατρεύετε τις υπηρεσίες σας για ένα κομμάτι μόνο του χρόνου σας. Ποιος είμαι εγώ για να σας προειδοποιήσω ότι η Θεά απαιτεί ή να την υπηρετείτε προσφέροντάς της όλον τον χρόνο σας ή καθόλου;»(12)

Το χρήμα ως οικουμενικός σκοπός έχει ενσωματωθεί στη γλώσσα μας. Λέμε ότι «εκμεταλλευόμαστε» τις ιδέες μας και χρησιμοποιούμε τη λέξη «τζάμπα» που αρχικώς σήμαινε δωρεάν ως συνώνυμο του χωρίς κανένα όφελος ή αποτέλεσμα. Έχει ενσωματωθεί στα οικονομικά, για την ακρίβεια, στην υπόθεση ότι οι άνθρωποι επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν το ατομικό τους συμφέρον που είναι συνώνυμο του χρήματος. Είναι ενσωματωμένο ακόμα και στην επιστήμη, ως αλγόριθμος προς το συμφέρον της αναπαραγωγής. Και εδώ η αντίληψη του οικουμενικού σκοπού έχει επικρατήσει.

Δεν είναι καθόλου προφανές ότι υπάρχει οικουμενικός σκοπός στη ζωή (είτε αυτός είναι το χρήμα είτε είναι κάτι άλλο). Αυτή η ιδέα προφανώς γεννήθηκε την ίδια στιγμή με το χρήμα· ίσως ήταν το χρήμα που την ενέπνευσε στους φιλοσόφους. Ο Σωκράτης χρησιμοποιούσε μία μεταφορά με την έννοια του χρήματος ακριβώς για να προτείνει την ευφυΐα ως οικουμενική επιδίωξη: «Υπάρχει μόνον ένα νόμισμα για το οποίο πρέπει να ανταλλάξουμε όλα τα άλλα πράγματα [χαρές και λύπες] – η ευφυΐα».(13) Στη θρησκεία αυτό αντιστοιχεί στην αναζήτηση του υπέρτατου σκοπού, όπως η σωτηρία της ψυχής ή η φώτιση, από όπου απορρέουν όλα τα άλλα καλά. Πόσο μοιάζει με την επιδίωξη του χρήματος που είναι απεριόριστη! Αναρωτιέμαι ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα στην πνευματικότητά μας αν εγκαταλείπαμε την επιδίωξη ενός και μοναδικού, αφηρημένου σκοπού που πιστεύουμε ότι είναι η λύση για όλα τα ζητήματα. Πώς θα ήταν να αποδεσμευτούμε από τον ατελείωτο αγώνα να βελτιώσουμε τον εαυτό μας, να προοδεύσουμε στην εκπλήρωση ενός στόχου; Πώς θα ήταν αν αντί για αυτό απλώς διασκεδάζαμε, απλώς υπήρχαμε; Όπως και ο πλούτος, έτσι και η φώτιση είναι ένας στόχος που δεν γνωρίζει όρια, και η επιδίωξη αμφότερων μπορεί να υποδουλώσει. Και στις δύο περιπτώσεις, πιστεύω ότι το αντικείμενο της επιδίωξης είναι ένα κίβδηλο υποκατάστατο για μια ποικιλία άλλων πραγμάτων που οι άνθρωποι στα αλήθεια θέλουν.(14)

Σε μια πλήρως «χρηματοποιημένη» κοινωνία, στην οποία σχεδόν όλα είναι εμπορεύματα ή υπηρεσίες, το χρήμα μετατρέπει την ποικιλία του κόσμου σε ένα ενοποιημένο σύνολο, «ένα μόνο πράγμα που είναι το μέτρο για όλα σχεδόν τα υπόλοιπα και ανταλλάσσεται με όλα σχεδόν τα υπόλοιπα»(15) Το άπειρον, ο λόγος, και παρόμοιες έννοιες ήταν όλες εκδοχές μιας εσωτερικής ενότητας που δίνει γένεση σε όλα τα πράγματα. Είναι αυτό από το οποίο προέρχονται όλα τα πράγματα και στο οποίο επιστρέφουν όλα τα πράγματα. Ως τέτοιο, είναι σχεδόν ταυτόσημο με την αρχαία κινέζικη έννοια του Ταό, που δίνει γένεση στο γιν και το γιανγκ, και στη συνέχεια στα δέκα χιλιάδες πράγματα. Έχει ενδιαφέρον ότι ο δάσκαλος του Ταοϊσμού, Λάο Τζου, μια μορφή που υπάγεται στα όρια του μύθου, έζησε περίπου την ίδια εποχή  με τους προ-σωκρατικούς φιλοσόφους – που είναι πάνω-κάτω η εποχή της πρώτης κοπής νομισμάτων για την Κίνα. Όπως και να έχει, το χρήμα παραμένει σήμερα αυτό που δίνει γένεση στα δέκα χιλιάδες πράγματα. Ό,τι και να θέλεις να δημιουργήσεις σε αυτόν τον κόσμο, ξεκινάς με μια επένδυση, με χρήματα. Και ύστερα, όταν τελειώσεις το έργο σου, είναι ώρα να το πουλήσεις. Όλα τα πράγματα προέρχονται από το χρήμα· όλα τα πράγματα επιστρέφουν στο χρήμα.