ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12: Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΩΝ ΑΡΝΗΤΙΚΩΝ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ (Part 1)

 

 

Το χρέος μπορεί να κρατήσει για πάντα· ο πλούτος δεν μπορεί, επειδή η υλική του διάσταση υπόκειται την καταστροφική δύναμη της εντροπίας.

–Frederick Soddy

Φανταστείτε ότι εγώ έχω δώδεκα καρβέλια ψωμί και ότι εσείς πεινάτε. Δεν μπορώ να φάω όλο αυτό το ψωμί πριν μπαγιατέψει, οπότε ευχαρίστως σας προσφέρω μερικά καρβέλια. «Ορίστε πάρε αυτά τα έξι καρβέλια», λέω, «και όταν στο μέλλον έχεις ψωμί, μου επιστρέφεις αυτά τα έξι καρβέλια».

Σε έναν κόσμο στον οποίο τα πράγματα που έχουμε ανάγκη και χρησιμοποιούμε, χαλάνε, το να μοιράζεσαι έρχεται φυσιολογικά. Αυτός που μόνο συσσωρεύει και φυλάει στο σεντούκι του, καταλήγει να κάθεται πάνω σε έναν σωρό μπαγιάτικου ψωμιού, χαλασμένων φρούτων, ή οποιουδήποτε άλλου υλικού προϊόντος. Ωστόσο, το χρήμα σήμερα δεν μοιάζει με το ψωμί, τα φρούτα ή οποιοδήποτε άλλο υλικό προϊόν. Είναι η μοναδική εξαίρεση στον φυσικό νόμο της επιστροφής στην πηγή, τον νόμο της ζωής, του θανάτου και της αναγέννησης που λέει ότι όλα τα πράγματα τελικά επιστρέφουν εκεί από όπου προήλθαν. Το χρήμα δεν φθείρεται με τον χρόνο, αλλά λόγω της εξαίρεσής του από τον υλικό κόσμο, παραμένει αμετάβλητο ή ακόμα αυξάνεται μέσα στον χρόνο, εκθετικά, χάρη στη δύναμη του τόκου.

Συνδέουμε πολύ στενά το χρήμα με τον εαυτό μας. Όπως υπονοεί η λέξει «δικό μου», βλέπουμε το χρήμα σχεδόν σαν μια προέκταση του εαυτού μας, και αυτός είναι ο λόγος που αισθανόμαστε ότι «μας γδέρνουν» όταν μας αφαιρούν παρά τη θέλησή μας χρήματα. Έτσι, το χρήμα παραβιάζει όχι μόνον τον φυσικό νόμο της επιστροφής στην πηγή αλλά και τον πνευματικό νόμο της παροδικότητας. Η συσχέτιση ενός πράγματος που διατηρείται και αυξάνεται με τον χρόνο με έναν εαυτό που γερνάει, πεθαίνει και επιστρέφει στο χώμα διαιωνίζει μια αυταπάτη. Παρόλο που είμαστε νοήμονα όντα, φανταζόμαστε ότι κατά κάποιο τρόπο προσθέτοντας περισσότερα πλούτη στην περιουσία μας προσθέτουμε χρόνια στη ζωή μας και ότι θα αποκτήσουμε την αφθαρσία του χρήματος. Το αποθηκεύουμε για τα γεράματά μας λες κι έτσι θα προλάβουμε την δική μας φθορά. Ποια θα ήταν η επίδραση του χρήματος αν, όπως όλα τα άλλα πράγματα, φθειρόταν και επέστρεφε εκεί από όπου προήλθε;

Έχουμε συνδέσει το χρήμα που είναι εκθετικώς αυξανόμενο με τον εαυτό μας και τον κόσμο μας των οποίων η πορεία δεν είναι εκθετική ούτε καν γραμμική αλλά κυκλική. Το αποτέλεσμα, όπως έχω περιγράψει, είναι ανταγωνισμός, έλλειψη, και συγκέντρωση του πλούτου. Η απάντηση στο ερώτημα που έθεσα νωρίτερα, «Τι πήγε στραβά με αυτήν την όμορφη ιδέα που λέγεται χρήμα και μπορεί να συνδέει τα ανθρώπινα δώρα με τις ανθρώπινες ανάγκες;» αναφέρεται σε μεγάλο βαθμό στον τόκο, στην τοκογλυφία. Όμως η ίδια η τοκογλυφία δεν είναι κάποιο απομονωμένο φαινόμενο που θα μπορούσε να μην υπάρχει αν απλώς είχαμε κάνει μια σοφότερη επιλογή στην πορεία. Είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την αίσθηση του εαυτού που έχουμε, ενός απομονωμένου εαυτού μέσα σε ένα αντικειμενικό σύμπαν, του οποίου η εξέλιξη είναι παράλληλη με αυτήν του χρήματος. Δεν είναι τυχαίο που η πρώτη έντονα εκχρηματισμένη κοινωνία, αυτή της αρχαίας Ελλάδας, υπήρξε ο τόπος γέννησης της σύγχρονης έννοιας του ατόμου.

Ο ισχυρός δεσμός ανάμεσα στο χρήμα και την ύπαρξη είναι θετικό στοιχείο επειδή η ανθρώπινη ταυτότητα σήμερα υφίσταται μια βαθιά μεταμόρφωση. Ποιο είδος χρήματος θα είναι ταιριαστό με τον νέο εαυτό, με τον συνδεδεμένο εαυτό, και με έναν κόσμο στον οποίο στον οποίο η συνειδητοποίηση της αλήθειας της αλληλοσύνδεσης (ότι περισσότερο για σένα σημαίνει και περισσότερο για μένα) κερδίζει συνεχώς έδαφος; Με δεδομένο τον καθοριστικό ρόλο του τόκου, το πρώτο εναλλακτικό νομισματικό σύστημα που σκεφτόμαστε είναι ένα σύστημα το οποίο δομικά αποκλείει τον τόκο, ή και που φέρει μέσα του το αντίθετο του τόκου. Στο κάτω-κάτω, αν ο τόκος προκαλεί ανταγωνισμό, έλλειψη, και πόλωση γιατί το αντίθετό του να μην δημιουργεί συνεργασία, αφθονία και κοινοτικό πνεύμα; Κι αν ο τόκος αντιπροσωπεύει τα έσοδα μιας αρχαίας και συνεχιζόμενης ληστείας των κοινών αγαθών, γιατί το αντίθετό του να μην αναπληρώνει τα κλεμμένα κοινά αγαθά;

Και με τι θα μοιάζει το αντίθετο του τόκου; Θα είναι ένα είδος χρήματος που, όπως το ψωμί, θα χάνει με τον καιρό την αξία του. Θα είναι, με άλλα λόγια, χρήμα που φθείρεται – χρήμα που υπόκειται σε αρνητικό επιτόκιο, γνωστό και ως «τέλος επισταλίας».(1) Το φθειρόμενο νόμισμα είναι μία από τις κεντρικές ιδέες αυτού του βιβλίου, όμως πριν παρουσιάσω την ιστορία του, την εφαρμογή του, την οικονομική θεωρία που το συνοδεύει και τις συνέπειές του, θα ήθελα να πω λίγα πράγματα ακόμα για τον όρο «φθορά», που μου συστήθηκε να αποφύγω λόγω των αρνητικών συνειρμών που δημιουργεί.

Γιατί η «φθορά» μας φαίνεται αρνητική ενώ η «διατήρηση» θεωρείται αρετή; Αυτή η στάση απορρέει επίσης από την ιστορία της Ανόδου, στην οποία το πεπρωμένο της ανθρωπότητας είναι να υπερβεί τη φύση· να θριαμβεύσει επί της εντροπίας, του χάους και της φθοράς· και να εγκαθιδρύσει ένα τακτοποιημένο βασίλειο: ένα βασίλειο επιστημονικό, έλλογο, καθαρό, ελεγχόμενο. Αυτό συμπληρώνεται με την πνευματικότητα της διάστασης, στην οποία μία άυλη, αιώνια, αθάνατη, θεϊκή ψυχή κατοικεί σε ένα φθαρτό, θνητό, βέβηλο σώμα. Έτσι, επιδιώξαμε να κατακτήσουμε το σώμα, να κατακτήσουμε τον κόσμο και να ανακόψουμε τις διεργασίες της φθοράς. Δυστυχώς, με αυτόν τρόπο, ανακόψαμε επίσης και τhν ευρύτερη διεργασία της οποίας η φθορά αποτελεί μέρος: την ανανέωση, την αναγέννηση, την ανακύκλωση και την σπειροειδή εξέλιξη προς μία πιο ολοκληρωμένη περιπλοκότητα. Ευτυχώς, η ιστορίες της Διάστασης και της Ανόδου πλησιάζουν στο τέλος τους. Έφτασε η ώρα να ανακτήσουμε την ομορφιά και την αναγκαιότητα της φθοράς, τόσο στη σκέψη όσο και στην οικονομία μας.

 

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Οι πρώτες μορφές εμπορευματικού νομίσματος, όπως τα δημητριακά, τα βοοειδή, και άλλα παρόμοια ήταν σαφώς υποκείμενα στη φθορά: τα δημητριακά αλλοιώνονται, τα βοοειδή γερνάνε και πεθαίνουν, και, ακόμα και τα χωράφια ξαναγίνονται χέρσα αν μείνουν χωρίς φροντίδα. Επίσης χρησιμοποιήθηκαν νομισματικά συστήματα με μεταλλικά κέρματα που υπολόγισαν το φαινόμενο της φθοράς ενσωματώνοντας ένα είδος αρνητικού επιτοκίου. Ένα παράδειγμα που δείχνει τη λειτουργία ενός τέτοιου συστήματος βρίσκουμε στην ευρεία χρήση του Brakteaten στην μεσαιωνική Ευρώπη, όπου περιοδικά γίνονταν ανάκληση των νομισμάτων και επανακυκλοφορία τους με μειωμένη ονομαστική αξία.(2) Στην Αγγλία, οι βασιλιάδες της Σαξωνίας ξαναέκοβαν ασημένιες πένες κάθε έξι χρόνια, εκδίδοντας τρία νέα κέρματα για κάθε τέσσερα κέρματα που αποσύρονταν, με υποτίμηση περίπου 4 τοις εκατό το χρόνο.(3) Έτσι ουσιαστικά επέβαλλαν πρόστιμο στη συσσώρευση του χρήματος και αντ’ αυτού ενθάρρυναν την κυκλοφορία και την επένδυσή του χρήματος σε παραγωγικό κεφάλαιο. Αν είχατε περισσότερα χρήματα από όσα μπορούσατε να χρησιμοποιήσετε θα τα δανείζατε με ευχαρίστηση, ακόμα και με μηδέν τόκο, επειδή τα νομίσματά σας θα έχαναν σταδιακά την αξία τους με την πάροδο του χρόνου αν τα κρατούσατε για πάρα πολύ. Έχετε υπόψη ότι η προσφορά χρήματος δεν συρρικνώθηκε απαραιτήτως ως αποτέλεσμα αυτού του συστήματος αφού ο άρχοντας προφανώς θα ξανάριχνε μέσα στην οικονομία τη χρηματική διαφορά για να καλύψει τα δικά του έξοδα. Έτσι αυτός ο αρνητικός τόκος στο χρήμα λειτουργούσε σαν ένα είδος φόρου.

Ο πρωτοπόρος θεωρητικός του χρήματος με αρνητικό επιτόκιο ήταν ο Γερμανο-Αργεντινός επιχειρηματίας Silvio Gesell, ο οποίος το ονόμασε «ελεύθερο χρήμα» (Freigeld), ένα όνομα που θα υιοθετήσω προς τιμήν του. Το σύστημα που πρότεινε στο κορυφαίο έργο του The Natural Economic Order του 1906, ήταν να χρησιμοποιούμε χαρτονομίσματα στα οποία θα χρειαζόταν να επικολλούμε περιοδικά ένα χαρτόσημο που θα στοίχιζε ένα μικρό τμήμα της αξίας του χαρτονομίσματος. Αυτό πρακτικά πρόσθετε ένα κόστος συντήρησης στον χρηματικό πλούτο. Όπως κάθε άλλο υλικό αγαθό, ένα τέτοιο είδος χρήματος «χαλάει» (σε ποσοστό που προσδιορίζεται από την αξία των χαρτοσήμων που χρειάζονται για να διατηρήσουν το νόμισμα έγκυρο). Για παράδειγμα, αν ένα χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου χρειαζόταν ένα χαρτόσημο του ενός σεντ κάθε μήνα για να παραμείνει έγκυρο, η υποτίμηση της αξίας του θα γινόταν σε ετήσιο ποσοστό 12 τοις εκατό.(4)

Ο Gesell κατέληξε στην ιδέα ενός νομίσματος που επιβαρύνεται με «επισταλία» ακολουθώντας διαφορετική διαδρομή από εμένα. Εκείνος έγραφε σε μια εποχή που σχεδόν κανένας δεν αμφισβητούσε το ευκταίο της οικονομικής ανάπτυξης, και όσο οραματιστής κι αν ήταν, ο Gesell ποτέ δεν αμφέβαλλε (από όσο γνωρίζω) την ικανότητα της γης ή της τεχνολογίας να αντέξει για πάντα αυτήν την ανάπτυξη.(5) Το βασικό του μέλημα ήταν να διορθώσει την άνιση και άδικη διανομή του πλούτου στον καιρό του, την πρωτοφανή ένδεια μέσα στην πρωτοφανή αφθονία. Αυτό το απέδιδε σε ένα τεράστιο και άδικο πλεονέκτημα που είχαν οι ιδιοκτήτες του χρήματος: είχαν στην κατοχή τους ένα «αγαθό με δυνατότητα συσσώρευσης το οποίο είναι ταυτόχρονα και το νομισματικό μέσο». Άλλα αγαθά (με εξαίρεση ίσως τη γη) δεν έχουν την ίδια δυνατότητα συσσώρευσης με τον χρυσό ή άλλα νομίσματα: σαπίζουν, σκουριάζουν ή φθείρονται· είναι υποκείμενα στην κλοπή, ή στην παλαίωση· επιβαρύνονται με κόστος αποθήκευσης και μεταφοράς· και ούτω καθεξής. Έγραψε:

Ο χρυσός δεν εναρμονίζεται με τον χαρακτήρα των αγαθών μας. Χρυσός και άχυρο, χρυσός και πετρέλαιο, χρυσός και γκουανό, χρυσός και τούβλα, χρυσός και σίδηρος, χρυσός και δέρματα! Μόνο μία αχαλίνωτη φαντασία, μία τεράστια παραίσθηση, μόνον η θεωρία της «αξίας» μπορεί να γεφυρώσει το χάσμα. Τα αγαθά γενικώς, το άχυρο, το πετρέλαιο, τα γκουανό και όλα τα υπόλοιπα να γίνουν αντικείμενο συναλλαγών με ασφάλεια μόνον όταν όλοι σταματήσουν να νοιάζονται για το αν θα κατέχουν χρήματα ή άλλα αγαθά και αυτό είναι δυνατόν μόνον αν το χρήμα προσβληθεί από όλα τα ελαττώματα που είναι εγγενή στα προϊόντα μας. Αυτό είναι προφανές. Τα προϊόντα μας σαπίζουν, φθείρονται, σπάνε, σκουριάζουν, οπότε μόνον αν το χρήμα έχει εξίσου δυσάρεστες ιδιότητες που σχετίζονται με την απώλεια θα μπορέσει να επηρεάσει τις συναλλαγές γρήγορα, φτηνά και με ασφάλεια. Επειδή τέτοιο χρήμα δεν μπορεί να προτιμάται, για οποιοδήποτε λόγο, από κανέναν έναντι άλλων αγαθών.

Μόνον το χρήμα που έχει ημερομηνία λήξεως όπως οι εφημερίδες, που σαπίζει όπως οι πατάτες, που σκουριάζει όπως ο σίδηρος, που εξατμίζεται όπως ο αιθέρας, είναι ικανό να αντέξει τη δοκιμασία για να γίνει ένα εργαλείο ανταλλαγής με πατάτες, εφημερίδες, σίδηρο και αιθέρα. Επειδή ένα τέτοιο είδος χρήματος δεν προτιμάται έναντι άλλων αγαθών ούτε από τον αγοραστή ούτε από των πωλητή. Τότε παραιτούμαστε από τα αγαθά μας για χάρη του χρήματος μόνον επειδή χρειαζόμαστε το χρήμα ως μέσο συναλλαγής, όχι επειδή προσβλέπουμε σε κάποιο όφελος από την κατοχή του χρήματος.(6)

Όμως σήμερα, όπως και στην εποχή του Gesell, οι άνθρωποι προτιμούν το χρήμα από τα άλλα αγαθά. Η ικανότητα να κατακρατούν το μέσο συναλλαγής επιτρέπει στους κατόχους του χρήματος να χρεώνουν τόκο· αυτοί κατέχουν μία προνομιακή θέση σε σύγκριση με  τους κατόχους του αληθινού κεφαλαίου (και ακόμα πιο προνομιακή θέση σε σύγκριση με εκείνους που πωλούν το χρόνο τους του οποίου το 100 τοις εκατό εξαφανίζεται κάθε μέρα που παραμένει απούλητος). Το αποτέλεσμα είναι μία αυξανόμενη πόλωση του πλούτου επειδή όλοι ουσιαστικά πληρώνουν μια συνεισφορά στους ιδιοκτήτες του χρήματος.

Ένα λογικό επακόλουθο της σκέψης του Gesell αποτελεί το ότι είναι άδικο για μας να πληρώνουμε απλώς και μόνο για να έχουμε ένα μέσο ανταλλαγών. Ο Gesell πίστευε ότι θα έπρεπε να αρκεί η απλή επιθυμία να κάνουμε μια ανταλλαγή. Αν έχω κάτι να προσφέρω το οποίο εσύ τυχαίνει να χρειάζεσαι, γιατί θα πρέπει να πληρώσουμε για ένα μέσο με τη βοήθεια του οποίου θα δώσουμε και θα λάβουμε; Γιατί θα πρέπει να πληρώσουμε για το προνόμιο της αποδοχής ενός δώρου; Αυτή είναι μία από τις απόψεις του Gesell που δικαιολογούν το παρανόμι «ελεύθερο» χρήμα. Όπως θα δούμε, ένα σύστημα παροχής πιστώσεων που βασίζεται στην υποτίμηση του νομίσματος επιτρέπει δάνεια με μηδέν τόκο. Παρόλο που συνεχίζουμε να είμαστε υποχρεωμένοι να εξοφλούμε τα δάνειά μας, δεν είμαστε πια υποχρεωμένο να πληρώνουμε για να τα αποκτήσουμε. Με αυτήν την έννοια, το χρήμα γίνεται ελεύθερο.

Ο Gesell υποστήριξε τη φθορά του νομίσματος ως μέσο αποσύνδεσης της χρήσης του χρήματος ως μέσου αποθήκευσης από τη χρήση του χρήματος ως μέσου συναλλαγής. Οι άνθρωποι δεν θα προτιμούσαν πλέον το χρήμα έναντι του κεφαλαίου των υλικών πραγμάτων. Το αποτέλεσμα, προέβλεψε, θα ήταν ένα τέλος στην τεχνητή έλλειψη και την οικονομική ύφεση που συμβαίνουν όταν υπάρχουν πολλά αγαθά προς ανταλλαγή αλλά απουσία του χρήματος με το οποίο θα γίνει η ανταλλαγή. Η πρότασή του θα υποχρέωνε το χρήμα να κυκλοφορήσει. Δεν θα είχαν πλέον οι ιδιοκτήτες του χρήματος κίνητρο για να κατακρατούν το χρήμα από την οικονομία, περιμένοντας να αυξηθεί βαθμιαία η έλλειψη στο σημείο που η απόδοση του αληθινού κεφαλαίου να υπερβαίνει το επιτόκιο. Αυτός είναι ο δεύτερος λόγος για την ονομασία «ελεύθερο χρήμα»: απελευθερωμένο από τον έλεγχο των πλουσίων, το χρήμα θα κυκλοφορούσε ελεύθερα αντί να λιμνάζει σε τεράστιες δεξαμενές, όπως συμβαίνει σήμερα.

Ο Gesell είδε την ιδιότητα του χρήματος να φέρει τόκο ως φρένο για την ευημερία. Μόλις τα αγαθά γίνουν τόσο άφθονα ώστε η απόδοση του κεφαλαίου που επενδύθηκε να γίνει μικρότερη από το ελάχιστο επιτόκιο, οι ιδιοκτήτες του χρήματος το κρατούν μακριά από τις επενδύσεις. Τα χρήματα για την εκπλήρωση συναλλαγών εξαφανίζονται από την κυκλοφορία, και προβάλλει η γνώριμη κρίση της υπερβάλλουσας παραγωγικής ικανότητας, μαζί με την παράδοξη συνοδεία της έλλειψης αγαθών για τη μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων.

Το χρηματικό σύστημα το 1906 ήταν αρκετά διαφορετικό από το σημερινό. Τα περισσότερα νομίσματα, τουλάχιστον στη θεωρία, διασφαλίζονταν με πολύτιμα μέταλλα, και δεν υπήρχε η τεράστια εξάπλωση της πίστωσης στη νομισματική βάση που συμβαίνει σήμερα. Μάλιστα, ο Gesell έβλεπε την πίστωση σαν ένα υποκατάστατο του χρήματος, έναν τρόπο ώστε οι επιχειρήσεις να πραγματοποιούν τις συναλλαγές τους όταν δεν υπάρχει νόμισμα. Όμως σήμερα η πίστωση και το χρήμα είναι σχεδόν ταυτόσημα. Η τρέχουσα οικονομική θεωρία αντιμετωπίζει τη χρήση της πίστωσης ως ισοδύναμης του χρήματος σαν μια θετική εξέλιξη, εν μέρει επειδή επιτρέπει στην προσφορά χρήματος να διογκώνεται ή να συρρικνώνεται ανάλογα με τη ζήτηση για ένα μέσο συναλλαγής. Ωστόσο, όπως έχουμε δει, η πίστωση που συνοδεύεται από τόκο όχι μόνο ανταποκρίνεται στην ανάπτυξη της οικονομίας αλλά την επιβάλλει κιόλας. Επιπλέον, στη σημερινή της μορφή η πίστωση δεν υπόκειται λιγότερο στην έλλειψη απ’ ότι το χρήμα στην εποχή του Gesell.

Παρόλο που οι ιδέες του Gesell ήταν ουσιαστικά άγνωστες στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, είχαν πολλούς οπαδούς στις δεκαετίες του 1920 και 1930 και κατάφεραν να επηρεάσουν εξέχοντες οικονομολόγους όπως ο Irving Fisher και ο John Maynard Keynes. Ο Fisher προώθησε δυναμικά τις ιδέες του Gesell  στις Ηνωμένες Πολιτείες και ο Keynes τον επαίνεσε ασυνήθιστα αποκαλώντας τον ίδιο «υπέρμετρα αγνοημένο προφήτη» και τη δουλειά του «ιδιαίτερα πρωτότυπη».(7) Στον αναβρασμό που ακολούθησε τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, ο Gesell έφτασε να διοριστεί Υπουργός Οικονομίας της κακότυχης Δημοκρατίας της Βαυαρίας, που διάρκεσε λιγότερο από έναν χρόνο. Στη δεκαετία του 1920, ένα εναλλακτικό νόμισμα – το wara – που εκδόθηκε από έναν φίλο του Gesell, κυκλοφόρησε στη Γερμανία, όμως κι εκεί όπως και αλλού, χρειάστηκε να έρθει η οικονομική κρίση για να προωθεί σοβαρά. Είτε πρόκειται για τη συλλογική ζωή είτε για την προσωπική ζωή, η αληθινή αλλαγή φτάνει σπάνια αν δεν υπάρξει κάποια κρίση.

Το 1931, ένας Γερμανός διαχειριστής ανθρακωρυχείου αποφάσισε να ξανανοίξει το κλειστό ορυχείο του πληρώνοντας τους εργάτες του με wara. Επειδή εκτός των άλλων συμφώνησε να ανταλλάσει τα wara με κάρβουνο, το οποίο χρησιμοποιούταν από όλους, οι τοπικοί έμποροι και χονδρέμποροι πείστηκαν να δεχτούν το εναλλακτικό νόμισμα. Η μικρή αυτή πόλη των ανθρακωρύχων άνθισε και μέσα στον επόμενο χρόνο τουλάχιστον χίλια καταστήματα σε όλη τη Γερμανία δεχόντουσαν wara, και οι τράπεζες άρχισαν να δέχονται καταθέσεις σε wara.(8) Αυτό σήμανε συναγερμό για το wara. Η γερμανική κυβέρνηση ένιωσε ότι απειλείται και προσπάθησε να κηρύξει παράνομο το wara στα δικαστήρια· όταν αυτό απέτυχε, απλώς το απαγόρεψε με επείγον κυβερνητικό διάταγμα.(9)

Τη χρονιά που ακολούθησε, η κωμόπολη του Wörgl της Αυστρίας που βρίσκονταν σε ύφεση, παίρνοντας έμπνευση από τον Gesell και την επιτυχία του wara έκδωσε το δικό της εναλλακτικό νόμισμα. Το νόμισμα του Wörgl ήταν από κάθε άποψη τεράστια επιτυχία.(10) Δρόμοι πλακοστρώθηκαν, γέφυρες χτίστηκαν και απλήρωτοι φόροι εξοφλήθηκαν. Τα ποσοστά της ανεργίας πήραν την κατιούσα και η οικονομία ακολούθησε ανοδική πορεία, προσελκύοντας την προσοχή των γειτονικών πόλεων. Δήμαρχοι και αξιωματούχοι από όλον τον κόσμο άρχισαν να επισκέπτονται το Wörgl μέχρι που, όπως και στη Γερμανία, η κεντρική κυβέρνηση κατάργησε το νόμισμα του Wörgl και η πόλη ξαναβυθίστηκε στην ύφεση.

Τόσο το wara όσο και το νόμισμα του Wörgl έφεραν ένα «τέλος επισταλίας» 1 τοις εκατό το μήνα. Οι σύγχρονες αναφορές απέδωσαν σε αυτό την πολύ μεγάλη ταχύτητα κυκλοφορίας αυτών των νομισμάτων. Η συσσώρευση του χρήματος αντί να γεννάει τόκο και να φέρνει κι άλλο χρήμα έγινε βάρος, όπως ήταν βάρος τα υλικά αγαθά για τους νομάδες κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες. Όπως διατύπωσε στη θεωρία του ο Gesell, το χρήμα που φέρει ιδιότητες που συνδέονται με την απώλεια έπαψε να προτιμάται έναντι άλλων υλικών αγαθών ως μέσο αποθήκευσης. Ωστόσο, είμαι αδύνατον να αποδείξουμε ότι τα αναζωογονητικά αποτελέσματα αυτών των νομισμάτων προήλθαν από το αρνητικό επιτόκιο και όχι από την αύξηση στην προσφορά χρήματος ή από την τοπική επίδραση ενός τοπικού νομίσματος όπως αυτό του Wörgl.

Ένα άλλο νόμισμα που εμφανίστηκε περίπου την ίδια περίοδο, και συνεχίζει να βρίσκεται σε χρήση σήμερα, είναι το WIR στην Ελβετία. Το νόμισμα αυτό εκδίδεται από μία συνεργατική τράπεζα και διασφαλίζεται μόνο με την αμοιβαία συμφωνία των μελών της να το δέχονται ως πληρωμή. Το νόμισμα αυτό που κυκλοφόρησε από υποστηρικτές των θεωριών του Gesell, αρχικά έφερε ένα «τέλος επισταλίας» που καταργήθηκε στην περίοδο υψηλής ανάπτυξης που ακολούθησε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.(11) Όπως θα εξηγήσω, η ύπαρξη αρνητικού επιτοκίου είναι περιττή σε ένα περιβάλλον πολύ υψηλής ανάπτυξης· σήμερα, καθώς πλησιάζουμε σε μια οικονομία σταθερής κατάστασης και μπαίνουμε σε μια νέα φάση ανάπτυξης, μπορεί να ξαναγίνει επιθυμητή.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες πολλά «νομίσματα έκτακτης ανάγκης», όπως ονομάστηκαν, εκδόθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Με το εθνικό νόμισμα να πνέει τα λοίσθια μέσα σε μια επιδημία πτωχεύσεων τραπεζών, οι πολίτες και οι τοπικές κυβερνήσεις δημιούργησαν τα δικά τους νομίσματα. Τα αποτελέσματα ήταν ανάμεικτα, και πολύ λίγα από αυτά τα νομίσματα ενσωμάτωσαν το σχέδιο του Gesell, αλλά προτίμησαν να επιβάλουν μία εισφορά ανά συναλλαγή αντί να το κάνουν ανά εβδομάδα ή ανά μήνα.(12) Αυτό έχει το αντίθετο αποτέλεσμα από το αρνητικό επιτόκιο επειδή τιμωρεί την κυκλοφορία του χρήματος αντί για τη συσσώρευση. Παρόλα αυτά, το 1933 τουλάχιστον εκατό πόλεις ετοιμάζονταν να κυκλοφορήσουν τα δικά τους εναλλακτικά νομίσματα, πολλά από τα οποία ήταν σχεδιασμένα με τον ορθό τρόπο που πρότεινε ο Gesell.(13) Επιπλέον, με την υποστήριξη του Irving Fisher, ένα νομοσχέδιο κατατέθηκε τόσο στη Βουλή των Αντιπροσώπων όσο και στη Γερουσία σύμφωνα με το οποίο θα εκδίδονταν ένα δισεκατομμύριο δολάρια εναλλακτικού νομίσματος σε όλη τη χώρα. Αυτό και πολλά από τα προτεινόμενα κρατικά και τοπικά νομίσματα θα είχαν ένα πάρα πολύ υψηλότερο ποσοστό αρνητικού επιτοκίου – 2 τοις εκατό ανά εβδομάδα – το οποίο ουσιαστικά θα έκανε το νόμισμα να αυτο-ρευστοποιηθεί μέσα σε έναν χρόνο. Αυτό είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από το νόμισμα του Wörgl και από τις περισσότερες σύγχρονες προτάσεις, όμως δείχνει ότι είχε ληφθεί υπόψη η βασική ιδέα. Ακολουθεί ένα απόσπασμα από την τροπολογία Bankhead-Pettengill στο νομοσχέδιο Costigan-LaFollette (S. 5125) του 1933 για τη μείωση της ανεργίας:

Ο Υπουργός Οικονομικών θα πρέπει να κυκλοφορήσει κέρματα και χαρτονομίσματα των Ηνωμένων Πολιτειών με τη μορφή χαρτοσημασμένων πιστοποιητικών. Αυτά τα πιστοποιητικά θα είναι ονομαστικής αξίας 1 δολαρίου το καθένα, και η έκδοσή τους δεν θα πρέπει να ξεπερνάει το 1.000.000.000 δολάρια .Αυτά τα πιστοποιητικά θα πρέπει να έχουν το κατάλληλο μέγεθος ώστε να αφήνουν χώρο την πίσω όψη τους να για την επικόλληση των χαρτοσήμων… Η μπροστινή όψη αυτών των πιστοποιητικών θα πρέπει να γράφει ουσιαστικά τα εξής: «Αυτό το πιστοποιητικό είναι νόμιμο χρήμα 1 δολαρίου για την πληρωμή όλων των χρεών και τελών, δημόσιων και ιδιωτικών, δασμών, και φόρων. Με την προϋπόθεση ότι την ημέρα της μεταβίβασης θα έχει επικολλημένα χαρτόσημα των 2 σεντ για όλες τις ημέρες που προηγήθηκαν της μεταβίβασης, όπως αναφέρεται στην πίσω όψη του.»

Το νομοσχέδιο της Γερουσίας 5125 δεν ψηφίστηκε ποτέ, και ένα μήνα αργότερα ο Ρούσβελτ απαγόρεψε όλα τα «νομίσματα έκτακτης ανάγκης» με εκτελεστικό διάταγμα όταν έθεσε σε εφαρμογή το Νιου Ντιλ. Σύμφωνα με τον Bernard Lietaer, ο λόγος που το έκανε αυτό δεν ήταν επειδή αυτά τα τοπικά και κρατικά νομίσματα δεν θα ήταν αποτελεσματικά στο να βάλουν τ;eλος στην Ύφεση αλλά επειδή θα σήμαιναν την απώλεια της κεντρικής κυβερνητικής εξουσίας.(14)

Σήμερα βρισκόμαστε στα πρόθυρα μιας παρόμοιας κρίσης και αντιμετωπίζουμε ένα παρόμοιο δίλημμα ανάμεσα στο να στηρίξουμε προσωρινά τον παλιό κόσμο μέσω μιας εντατικοποίησης του κεντρικοποιημένου ελέγχου ή να εγκαταλείψουμε τον έλεγχο και να μπούμε σε έναν νέο κόσμο. Μην γελιέστε: οι συνέπειες ενός συστήματος ελεύθερου χρήματος θα ήταν βαθιές, και θα περιλάμβαναν οικονομικές, κοινωνικές ψυχολογικές και πνευματικές διαστάσεις. Το χρήμα είναι τόσο βασικό στοιχείο, προσδιορίζει τόσο πολύ τον πολιτισμό μας, που θα ήταν αφελές να ελπίζουμε για οποιαδήποτε αυθεντική αλλαγή στον πολιτισμό μας που να μην περιλαμβάνει και μία θεμελιώδη αλλαγή στο χρήμα.

 

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ

Η ιδέα πίσω από το ελεύθερο χρήμα, πολύ δημοφιλής στις αρχές του εικοστού αιώνα, έπεσε σε αχρηστία για εξήντα χρόνια. Ανακάμπτει σήμερα, καθώς η οικονομική κρίση συντρίβει τις βεβαιότητες του τελευταίου μισού αιώνα και ενεργοποιεί τη συλλογιστική που προέκυψε από τη Μεγάλη Οικονομική Ύφεση. Μέρος αυτού είναι μία αναβίωση της κεϋνσιανής σκέψης, αφού η συνταγή των μονεταριστών για μείωση των επιτοκίων και της αγοράς των κρατικών χρεογράφων για την τόνωση της οικονομίας έχει αγγίξει ένα όριο στο οποίο τα επιτόκια των κεντρικών τραπεζών γίνονται μηδενικά (“zero bound”) και δεν μπορούν να χαμηλώσουν περισσότερο. Η συνήθης κεϋνσιανή αντίδραση (η οποία ωστόσο βασίζεται σε μία μερική μόνο ανάγνωση του Keynes) είναι η δημοσιονομική τόνωση – να αντικαταστήσουμε τις καταναλωτικές δαπάνες που πνέουν τα λοίσθια με κρατικές δαπάνες. Το πρώτο δημοσιονομικό κίνητρο που έδωσε ο αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα ήταν ένα κεϋνσιανό μέτρο, αν και μάλλον δεν ήταν αρκετά ισχυρό ακόμα και μέσα σε εκείνο το πλαίσιο.

Το πρόβλημα των μηδενικών επιτοκίων ώθησε μερικούς υποστηρικτές της παραδοσιακής οικονομικής σκέψης να αρχίσουν να σκέφτονται τα αρνητικά επιτόκια: η έρευνά μου για αυτό το κεφάλαιο αποκάλυψε μία δημοσίευση από έναν οικονομολόγο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας,(15) ένα άρθρο στην εφημερίδα New York Times γραμμένο από ένα καθηγητή οικονομικών του Χάρβαρντ,(16) και ένα άρθρο από το περιοδικό The Economist.(17) Όταν το δημοσιονομικό κίνητρο της κεϋνσιανής σκέψης αποτύχει (λόγω της εξάντλησης των κοινών αγαθών στο τέλος, όπως έχω ήδη αναλύσει), η πολύ πιο ριζοσπαστική σκέψη ενός φθειρόμενου νομίσματος αρχίζει να εμφανίζεται στο προσκήνιο. Αυτήν τη στιγμή η οικονομία βρίσκεται σε μια ελαφριά ανάκαμψη και γι’ αυτό διατηρείται ακόμα η φρούδα ελπίδα επιστροφής στην κανονικότητα. Όμως, λόγω του ότι βρισκόμαστε πολύ κοντά στην εξάντληση των διάφορων μορφών του κοινού μας πλούτου, η ανάκαμψη θα είναι μάλλον αναιμική, και το «κανονικό» θα απομακρυνθεί στον ορίζοντα.

Η πρώτη φανερή αποτυχία του κεϋνσιανού δημοσιονομικού κινήτρου ήρθε στην Ιαπωνία, όπου οι τεράστιες δαπάνες σε υποδομές που άρχισαν να επενδύονται τη δεκαετία του 1990 δεν πέτυχαν να αναζωπυρώσουν την οικονομική ανάπτυξη εκεί. Υπάρχει ελάχιστος χώρος στις πολύ αναπτυγμένες οικονομίες για περαιτέρω εγχώρια ανάπτυξη. Η λύση για τα τελευταία είκοσι τουλάχιστον χρόνια ήταν, ουσιαστικά, να εισάγουμε ανάπτυξη από αναπτυσσόμενες χώρες χρησιμοποιώντας τον εκχρηματισμό του κοινωνικού και φυσικού τους κοινού κεφαλαίου για να υποστηρίξουμε τη δική μας πυραμίδα του χρέους. Αυτό μπορεί να πάρει διάφορες μορφές: τη σκλαβιά του χρέους, στην οποία ένα κράτος υποχρεώνεται να μεταβεί από την παραγωγή για συντήρηση και την αυτάρκεια στην παραγωγή εμπορευμάτων για την εξόφληση δανείων στο εξωτερικό· την ηγεμονία του δολαρίου, στην οποία χώρες με μεγάλη παραγωγικότητα όπως η Κίνα δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να χρηματοδοτούν το ιδιωτικό και δημόσιο χρέος των Ηνωμένων Πολιτειών (γιατί τι άλλο θα κάνουν με τα δολάρια που προκύπτουν από το εμπορικό πλεόνασμα;) Στο τέλος όμως, η λύση της εισαγόμενης ανάπτυξης θα αποτύχει και αυτή, καθώς οι αναπτυσσόμενες χώρες, και ο πλανήτης συνολικά, φτάνουν στα ίδια όρια που έφτασαν προηγουμένως και οι αναπτυγμένες χώρες.