ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14: ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΜΕΡΙΣΜΑ (Part 2)

Μια ένσταση για το κοινωνικό μέρισμα ή άλλα ισοδύναμα ευεργετήματα είναι ότι οι άνθρωποι δεν θα έχουν κίνητρο να εργαστούν. Πιστεύουμε ότι, «Αν οι άνθρωποι δεν είχαν κάποιο είδος πίεσης να εργαστούν, δεν θα έκαναν απολύτως τίποτα. Χρειάζονται κάποιο είδος κινήτρου». Γιατί να εργασθείς όταν οι βασικές σου ανάγκες αντιμετωπίζονται χωρίς εργασία; Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η έλλειψη, ακόμα και η τεχνητή έλλειψη, είναι κάτι θετικό γιατί εξουδετερώνει την έμφυτη τεμπελιά του ανθρώπου. Αυτή η λογική προέρχεται από την λογική του ελέγχου, της κυριαρχίας και του πολέμου κατά του εαυτού. Όμως είναι πραγματικά στην ανθρώπινη φύση να μην θέλουμε να κάνουμε τίποτα το παραγωγικό; Χρειαζόμαστε στ’ αλήθεια ανταμοιβή για να πεισθούμε να εργαστούμε και κυρώσεις για να τιμωρηθεί η οκνηρία μας;

Ή, για να το θέσουμε αλλιώς, είναι στην ανθρώπινη φύση να επιθυμούμε να μην δίνουμε ποτέ, αλλά μόνο να παίρνουμε;

Δεν το νομίζω. Ίσως μπορείτε να ταυτισθείτε με την δική μου εμπειρία, ότι μερικές από τις πιο οδυνηρές στιγμές της ζωής μου ήταν δεν έβρισκα εκπλήρωση στην εργασία μου, όταν δεν χρησιμοποιούσα τα δώρα μου (τις ικανότητες μου) προς ένα σκοπό στον οποίο πίστευα. Θυμάμαι πολύ καλά μια επαγγελματική συνάντηση με μια εταιρία λογισμικού στην Ταϊβάν, όπου εργαζόμουν σαν μεταφραστής και σύμβουλος επιχειρήσεων στα είκοσι μου. Συζητούσαμε κάποια νέα τεχνολογία, 3D ήχο ή κάτι παρόμοιο, και όλοι στην αίθουσα φαινόντουσαν να ανησυχούν πολύ για τις επιπτώσεις του στο προϊόν τους. Είχα μια στιγμή δυσπιστίας: «Για ένα λεπτό, θέλετε να μου πείτε ότι πραγματικά νοιάζεστε γι αυτό; Διότι εμένα δεν με νοιάζει καθόλου αν αυτό ή οποιοδήποτε άλλο προϊόν έχει ήχο 3D». Το επόμενο συναίσθημα ήταν μαύρη απελπισία επειδή συνειδητοποίησα πως ενδιαφερόμουν διότι πληρωνόμουν για να ενδιαφέρομαι, και δεν μπορούσα να φανταστώ μια ρεαλιστική εναλλακτική λύση σε αυτό. «Μπορώ ποτέ να κάνω κάτι για το οποίο θα νοιάζομαι πραγματικά;» σκέφτηκα. «Πότε θα μπορέσω να ζήσω τη δική μου ζωή, όχι αυτή που πληρώνομαι για να ζήσω;»

Μια θεμελιώδης παραδοχή αυτού του βιβλίου είναι ότι τα ανθρώπινα όντα από την φύση τους επιθυμούν να δώσουν. Γεννιόμαστε μέσα στην ευγνωμοσύνη: με την γνώση ότι λάβαμε και την επιθυμία να δώσουμε με τη σειρά μας. Εκτός από το να ωθεί απρόθυμους ανθρώπους να δώσουν στους άλλους ενάντια στην παρόρμησή τους για τεμπελιά, η σημερινή οικονομία μας πιέζει να αρνηθούμε την έμφυτη γενναιοδωρία μας και να διοχετεύσουμε τα ταλέντα μας στην διαιώνιση ενός συστήματος που δεν εξυπηρετεί σχεδόν κανέναν. Μια ιερή οικονομία είναι αυτή που απελευθερώνει την επιθυμία μας για δουλειά, την επιθυμία να δώσουμε. Όλοι όσους ξέρω έχουν τόσο πολλά να δώσουν, αλλά οι περισσότεροι αισθάνονται ότι δεν μπορούν διότι δεν δίνονται χρήματα γι αυτό. Ωστόσο αυτό δεν συμβαίνει επειδή η προσφορά τους δεν είναι επιθυμητή. Υπάρχει πολλή όμορφη δουλειά να γίνει. Το χρήμα όπως το γνωρίζουμε αποτυγχάνει να συνδέσει τα δώρα με τις ανάγκες. Γιατί θα πρέπει όλοι να εργαζόμαστε τόσο σκληρά απλώς για να επιβιώσουμε όταν (χάρη στην τεχνολογία ή και χωρίς αυτήν) αυτές οι ανάγκες μπορούν εύκολα να καλυφθούν με ένα μικρό μέρος της ανθρώπινης εργασίας; Είναι λόγω της ιδιότητας του χρήματος να επιφέρει την έλλειψη;

Η υπόθεση ότι οι άνθρωποι δεν θέλουν να εργαστούν έχει βαθιές ρίζες στα οικονομικά και η προέλευσή της φτάνει ακόμα βαθύτερα: στην ιστορία του απομονωμένου εαυτού. Αν περισσότερο για σένα σημαίνει λιγότερο για μένα, αν η δική σου ευημερία δεν σχετίζεται με τη δική μου ή βλάπτει τη δική μου, γιατί θα πρέπει να επιθυμώ να δώσω το οτιδήποτε στον οποιοδήποτε; Το «εγωιστικό γονίδιο» της βιολογίας, που επιδιώκει να υπηρετήσει στο μέγιστο το ατομικό του συμφέρον για αναπαραγωγή, ταιριάζει με τον «ορθολογιστή παίκτη» της οικονομίας, που επιδιώκει να μεγιστοποιήσει τα οικονομικά του συμφέροντα. Υποτίθεται ότι δεν θέλουμε να κάνουμε οποιαδήποτε εργασία που συμβάλει στο κέρδος των άλλων εκτός αν υπάρχει κάτι και για μας. Εμείς δεν επιθυμούμε πραγματικά να δώσουμε· πρέπει να μας αναγκάσουν, να μας πληρώσουν.

Τα βιβλία οικονομικών μιλούν για την «αντιχρησιμότητα» της εργασίας, προϋποθέτοντας ότι εάν δεν «αποζημιωθούν» με μισθό, οι άνθρωποι φυσικά θα προτιμούσαν να … να κάνουν τι; Θα προτιμούσαν να καταναλώνουν; Θα προτιμούσαν να μην κάνουν τίποτα; Να διασκεδάζουν; Η αιτιολόγηση ενός οικονομικού συστήματος που βασίζεται στην έλλειψη θεμελιώνεται στις εικασίες του, που περιλαμβάνουν βαθιές προκαταλήψεις σχετικά με την ανθρώπινη φύση. Αυτό το βιβλίο δέχεται μια διαφορετική ανθρώπινη φύση: ότι είμαστε πρωταρχικώς θεϊκά, δημιουργικά,  γενναιόδωρα όντα· ότι το να δίνουμε και να δημιουργήσουμε είναι από τις βαθύτερες επιθυμίες μας. Για να εντάξουμε αυτή την κατανόηση στο χρηματικό σύστημα, πρέπει να βρούμε τρόπους να ανταμείψουμε με πλουσιοπάροχα δώρα την κοινωνία, χωρίς αυτές οι ανταμοιβές να γίνουν μια μορφή πίεσης ή δουλείας.

Εκτός του ότι η εμπειρία της έλλειψης είναι ένα τεχνούργημα του χρηματικού μας συστήματος, η τεμπελιά που θεωρούμε ανθρώπινη φύση είναι μια καλή απάντηση στο είδος της εργασίας που αυτό το σύστημα γεννά. Αν παρατηρήσετε τον εαυτό σας να είναι τεμπέλης, αναβλητικός, να κάνει πρόχειρη δουλειά, να εμφανίζεται καθυστερημένος, να έχει έλλειψη συγκέντρωσης, και ούτω καθεξής, τότε ίσως το πρόβλημα δεν είναι τελικά του χαρακτήρα σας: ίσως είναι η εξέγερση μιας ψυχής ενάντια σε μια εργασία που δεν θέλετε πραγματικά να κάνετε. Είναι ένα μήνυμα που λέει, «Είναι καιρός να βρεις την αληθινή σου εργασία: αυτή μέσα από την οποία θα μπορέσεις να εφαρμόσεις τα δώρα (ταλέντα) σου για την επίτευξη κάποιου σημαντικού πράγματος». Αγνοήστε το μήνυμα, και το υποσυνείδητό σας θα το επιβάλει με κατάθλιψη, αυτοϋπονόμευση, ασθένεια, ή ατύχημα, καθιστώντας σας ανίκανο να ζήσετε άλλο μια ζωή που δεν ευθυγραμμίζεται με την γενναιοδωρία σας.

Σε μια ιερή οικονομία, οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να εργάζονται σκληρά – όχι επειδή πρέπει, αλλά επειδή το θέλουν. Θέλατε ποτέ να προσφέρετε τον χρόνο ή τον κόπο σας για έναν καλό σκοπό αλλά δεν το πράξατε διότι δεν «είχατε τη δυνατότητα»; Ένα κοινωνικό μέρισμα απελευθερώνει το ταλέντο μας να ρέει προς τις ανάγκες και ευθυγραμμίζει τον κόπο μας με το πάθος μας, την γενναιοδωρία, και την τέχνη μας.

Πολλοί άνθρωποι θα εργάζονται σε αμειβόμενες θέσεις εργασίας ούτως ή άλλως, είτε για να συμπληρώνουν το κοινωνικό μέρισμα (το οποίο πιθανότατα θα κυμαίνεται σε επίπεδα βασικής επιβίωσης) είτε επειδή τους αρέσουν αυτές οι θέσεις εργασίας για την ουσία τους. Αλλά θα ήταν μια επιλογή, όχι αναγκαιότητα. Με την απουσία του καταναγκαστικού μηχανισμού της «εξασφάλισης των προς το ζην» δεν θα υπάρχει αγορά για ταπεινωτικές ή ανιαρές θέσεις εργασίας. Για να προσελκύουν εργαζόμενους, οι εργοδότες θα πρέπει να παρέχουν θέσεις εργασίας που έχουν νόημα και συνθήκες εργασίας που σέβονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Πολλές τέτοιες θέσεις εργασίας θα υπάρχουν επειδή ένα τόσο μεγάλο μέρος της εργασίας που χρηματοδοτείται από το χρηματικό σύστημα με βάση τα κοινά αγαθά θα έχει νόημα από την φύση της (λόγω των οικονομικών κινήτρων για την συντήρηση και αποκατάσταση).

Καταφανέστατα, ακόμη και χωρίς κοινωνικό μέρισμα, οι άνθρωποι ούτως ή άλλως κάνουν τεράστιες ποσότητες ανιδιοτελούς εργασίας. Το σύνολο του Διαδικτύου έχει κατασκευαστεί κυρίως από εθελοντική εργασία, από λογισμικό ανοικτού κώδικα μέχρι δωρεάν περιεχόμενο. Ολόκληρες οργανώσεις στελεχώνονται από σκληρά εργαζόμενους εθελοντές. Δεν χρειαζόμαστε οικονομικά κίνητρα για να εργαστούμε, και στην πραγματικότητα παράγουμε το καλύτερο έργο μας όταν τα χρήματα δεν μας απασχολούν.(9) Πώς θα ήταν ο κόσμος αν οι άνθρωποι είχαν την υποστήριξη να κάνουν τα όμορφα πράγματα που σήμερα παλεύουν για να τα κάνουν, ενάντια στην οικονομική αναγκαιότητα;

Τα Ιερά Οικονομικά οραματίζονται ένα κόσμο όπου οι άνθρωποι κάνουν πράγματα από αγάπη και όχι για τα χρήματα. Εσείς τι θα κάνατε σε μια τέτοια οικονομία; Θα αποκαθιστούσατε μια τοξική χωματερή; Θα παίρνατε τον ρόλο της «μεγαλύτερης αδελφής» πλάι σε εφήβους με προβλήματα; Θα δημιουργούσατε καταφύγια για τα θύματα της εμπορίας ανθρώπων; Θα επανεισάγατε απειλούμενα είδη στο φυσικό τους περιβάλλον; Θα εγκαθιστούσατε κήπους σε γειτονιές του κέντρου της πόλης; Θα διοργανώνατε πολιτιστικές εκδηλώσεις; Θα βοηθούσατε βετεράνους απόστρατους να προσαρμοστούν στη ζωή του πολίτη; Τι θα κάνατε, απελευθερωμένοι από την δουλεία των χρημάτων; Πώς είναι η δική σας ζωή, η αληθινή σας ζωή; Πίσω από τα υποκατάστατα της ζωής που μας πληρώνουν για να ζούμε, υπάρχει μια πραγματική ζωή, η δική σας ζωή.

Για να ζούμε πραγματικά πρέπει να αποδεχτούμε τη σοφία του ερωτήματος, «Για ποιο λόγο είμαι εδώ;» Οι περισσότερες θέσεις εργασίας σήμερα μας αρνούνται αυτό το συναίσθημα, διότι προφανώς δεν είμαστε εδώ για να εργαζόμαστε σε μια γραμμή συναρμολόγησης, να προωθούμε προϊόντα ή να γινόμαστε συνένοχοι στην ανθρώπινη εξαθλίωση ή την οικολογική καταστροφή. Κανείς στην πραγματικότητα δεν θέλει να κάνει μια τέτοια δουλειά, και κάποια μέρα, κανείς δεν θα την κάνει.

 

ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ;

Είναι αυτό μια ρεαλιστική δήλωση; Επιτρέψτε μου να μοιραστώ μαζί σας έναν σύντομο στοχασμό που έγραψα την περασμένη άνοιξη.

Ένας κόσμος δουλείας

Αυτή τη στιγμή γράφω σε ένα μεγάλο αεροδρόμιο. Χιλιάδες άνθρωποι εργάζονται σε θέσεις εργασίας που σχετίζονται με αυτό το αεροδρόμιο, και λίγες από τις θέσεις αυτές ταιριάζουν σε ένα ανθρώπινο ον.

Ταξίδεψα προς το αεροδρόμιο με ένα μικρό λεωφορείο του ξενοδοχείου. Στο δρόμο μίλησα στον οδηγό, ένα Περουβιανό μετανάστη, σχετικά με την ομιλία που είχα δώσει αυτό το Σαββατοκύριακο και για το όραμα μου για ένα πιο όμορφο κόσμο, και σε ένα σημείο, σαν παράδειγμα, είπα, “Να, εσύ εδώ που οδηγείς πέρα-δώθε στο αεροδρόμιο όλη μέρα – σίγουρα θα υπάρχουν στιγμές που σκέφτεσαι, ‘Δεν ήρθα στη γη για να κάνω αυτό’”.

«Ναι, αυτό είναι σίγουρο», είπε.

Δεν θα μπορώ ν μην κάνω την ίδια σκέψη όσο βλέπω τον ταμία στο περίπτερο του αεροδρομίου, να πληκτρολογεί τα αγορασθέντα είδη και να δίνει τα ρέστα λέγοντας, «Σας ευχαριστώ κύριε, καλή σας μέρα», και τον άνθρωπο που πάει από σκουπιδοτενεκέ σε σκουπιδοτενεκέ, αδειάζοντάς τους στο καρότσι του και αλλάζοντας την πλαστική σακούλα, σιωπηλός και σκυθρωπός, ανέκφραστος. Τι είδος κόσμου έχουμε δημιουργήσει, όταν ένας άνθρωπος περνά όλη μέρα εκτελώντας τέτοια καθήκοντα; Τι έχουμε γίνει, που δεν εξοργιζόμαστε με κάτι τέτοιο;

Οι άντρες και οι γυναίκες στα εκδοτήρια εισιτηρίων έχουν ελαφρώς πιο ενδιαφέρουσα δουλειά, δουλειά που μπορεί να πάρει λίγες μέρες ή εβδομάδες για να την μάθει κάποιος τέλεια, αντί για λίγες ώρες, αλλά εν τούτοις, η δουλειά τους υπολείπεται κατά πολύ στο να απασχολήσει την ικανότητα και την δημιουργικότητα ενός ανθρώπου (αν και μπορεί να είναι ικανοποιητική για άλλους λόγους, όπως επειδή έτσι κάποιος εξυπηρετεί τους άλλους, κάνει άλλους ανθρώπους ευτυχισμένους, συναντά ανθρώπους, κλπ). Το ίδιο ισχύει και για τους αεροσυνοδούς. Μόνο οι πιλότοι, οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας, και οι μηχανικοί κάνουν εργασία που μπορεί εύλογα να ικανοποιήσει τις μαθησιακές δυνατότητες του ανθρώπινου μυαλού για περισσότερο από μερικούς μήνες.

Μου φαίνεται παράξενο, ότι οι χειρότερες, οι σκληρότερες από όλες αυτές τις δουλειές έχουν και τη μικρότερη αμοιβή. Αντιλαμβάνομαι την οικονομική λογική, αλλά κάτι μέσα μου επαναστατεί ενάντια σε αυτή τη λογική και θέλει οι χειριστές αποσκευών, οι οδηγοί, και οι ταμίες να πληρώνονται περισσότερο, όχι λιγότερο, από τους πιλότους.

Χωρίς αυτούς τους ταπεινούς εργαζόμενους, αυτό το αεροδρόμιο και η κοινωνία δεν θα λειτουργούσαν στην τρέχουσα μορφή τους. Το ταξίδι μου στηρίζεται στον κόπο τους, έναν κόπο για τον οποίο πληρώνονται μόλις αρκετά για να επιβιώσουν.

Και γιατί συναινούν σε τέτοια εργασία; Σίγουρα όχι λόγω κάποιας φιλοδοξίας να περάσουν τη ζωή τους κάνοντας την. Αν ρωτήσετε έναν από αυτούς γιατί την κάνουν, θα σας πουν, αν δεν έχουν προσβληθεί τόσο ώστε να μην μπορούν να απαντήσουν, «Πρέπει να την κάνω. Πρέπει να βγάλω τα προς το ζην, και αυτή είναι η καλύτερη δουλειά που μπόρεσα να βρω».

Έτσι το ταξίδι μου σήμερα συμβαίνει μόνο επειδή οι άνθρωποι κάνουν δουλειές που δεν θέλουν να κάνουν, για να επιβιώσουν. Αυτό σημαίνει να «βγάλουν τα προς το ζην». Μια απειλή για την επιβίωση είναι, ουσιαστικά, ένα πιστόλι στον κρόταφο. Εάν σας αναγκάζω να δουλεύετε για μένα υπό την απειλή του θανάτου, τότε είστε δούλος μου. Στο βαθμό που ζούμε σε ένα κόσμο που λειτουργεί με τον κόπο πολλών ανθρώπων που κάνουν δουλειές που είναι κατώτερες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, όχι μόνο στα αεροδρόμια βέβαια, αλλά σε εργοστάσια, επιχειρήσεις εκμετάλλευσης του ανθρώπινου μόχθου, φυτείες, σχεδόν παντού, ζούμε σε ένα κόσμο με δούλους. Ότι αποκτούμε από τον κόπο των δούλων έχει ένα αβάσταχτο πνευματικό κόστος: ένα επώδυνο κενό ή μια έλλειψη ακεραιότητας βαθιά μέσα μας που μας κάνει να ντρεπόμαστε να κοιτάξουμε τους ανθρώπους στα μάτια.

Αντέχουμε να το αψηφούμε και να παραιτούμαστε για να ζούμε σε ένα κόσμο δούλων; Θέλω να μπορώ να κοιτάζω κάθε άντρα και γυναίκα στα μάτια, γνωρίζοντας ότι δεν επωφελούμαι από την ταπείνωση τους.

****

Έχω και ένα πιο ιδιοτελές κίνητρο, για να μην θέλω να ζω σε ένα κόσμο δούλων: τα προϊόντα της εργασίας των δούλων ενσωματώνουν το πνεύμα που πάει μέσα τους. Ποιος άλλος εκτός από κάποιον που έχει έναν επιστρατευτεί θα μπορούσε να παράγει τα μίζερα, αποκαρδιωτικά, τοξικά, άσχημα, φθηνά αντικείμενα και κτίρια που μας περιβάλλουν σήμερα; Ποιος άλλος εκτός από έναν δούλο θα ήταν τόσο χολωμένος και δυσάρεστος όταν παρέχει τις υπηρεσίες του;(10) Η συντριπτική πλειοψηφία των «αγαθών και υπηρεσιών» μας γίνονται από ανθρώπους που το κάνουν μόνο και μόνο για τα χρήματα, που κάνουν την εργασία τους επειδή «πρέπει να την κάνουν». Θέλω να ζήσω σε ένα κόσμο με όμορφα πράγματα που δημιουργήθηκαν από ανθρώπους που αγαπούν αυτό που κάνουν.

Όποιος έχει κατηχηθεί με την προκατάληψη ότι η εργασία είναι κάτι δυσάρεστο θα με περάσει αφελή που προτείνω ένα σύστημα όπου κανείς δεν εξαναγκάζεται να εργαστεί. Ποιος θα καλλιεργήσει την τροφή; Ποιος θα παίρνει τα σκουπίδια; Ποιος θα σκουπίζει τους δρόμους; Ποιος θα δουλεύει στα εργοστάσια; Δεν λέω ότι η δυσάρεστη εργασία θα εξαλειφθούν σύντομα· απλώς ότι στο μέλλον θα υπάρχει όλο και λιγότερη από αυτή. Ήδη, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των πολιτικών μας να δημιουργήσουν περισσότερη από αυτή με τη μορφή θέσεων εργασίας, και παρά τις προσπάθειές μας να συνεχίσουμε την αύξηση της κατανάλωσης, υπάρχουν λιγότερες διαθέσιμες «θέσεις εργασίας».

Όμως ποιος θα παίρνει τα σκουπίδια; Πρέπει να αποδεχτούμε μια κοινωνία όπου οι χειρότερες θέσεις εργασίας μένουν για τους λιγότερο τυχερούς; Πρέπει να αποδεχτούμε μια κοινωνία στην οποία μερικοί άνθρωποι πρέπει να κάνουν εργασία πολύ χαμηλότερη από τις ικανότητες τους, εξαναγκαζόμενοι από μια πίεση να βγάλουν χρήματα για την επιβίωσή τους; Όταν συμφωνούμε ότι ορισμένες εξευτελιστικές θέσεις εργασίας είναι αναγκαίες, και όταν συμφωνούμε ότι πρέπει να έχουμε μια οικονομία που αναγκάζει κάποιους ανθρώπους να κάνουν αυτές τις εργασίες (αλλιώς θα μείνουν άστεγοι και πεινασμένοι), τότε ουσιαστικά συμφωνούμε στην δουλεία: «Κάνε το αλλιώς θα πεθάνεις». Λοιπόν, είναι δυνατόν να έχουμε μια σύγχρονη οικονομία, με λεπτομερή καταμερισμό της εργασίας, η οποία δεν απαιτεί από τους ανθρώπους να σταδιοδρομούν ως καθαριστές τουαλέτας και συλλέκτες απορριμμάτων; Ας εξετάσουμε το ζήτημα λεπτομερώς, εστιάζοντας στην επιτομή της ταπεινωτικής εργασίας που είναι η αποκομιδή των απορριμμάτων.(11)

Καταρχήν, γιατί να χρειαζόμαστε συλλέκτες απορριμμάτων; Γιατί να υπάρχουν τόσα πολλά απορρίμματα που πρέπει να μαζευτούν; Επειδή καταναλώνουμε πάρα πολλά προϊόντα μιας χρήσης, επειδή δεν κομποστοποιούμε τα υπολείμματα των τροφών και επειδή χρησιμοποιούμε παρά πολλές συσκευασίες που δεν επαναχρησιμοποιούνται ούτε ανακυκλώνονται. Καταφεύγουμε στα προϊόντα και συσκευασίες μιας χρήσης επειδή είναι επίπλαστα φθηνά. Το μεγαλύτερο μέρος του κόστους της εξόρυξης των πόρων και της βιομηχανικής επεξεργασίας της συσκευασίας έχουν εξωτερικευτεί, όπως και το κόστος της διάθεσης των χώρων υγειονομικής ταφής και αποτέφρωσης. Όταν, όπως προτείνεται στο Κεφάλαιο 12, η δαπάνη αυτή απορροφηθεί, η παραγωγή προϊόντων μιας χρήσης θα γίνει πολύ λιγότερο συμφέρουσα, και τότε προϊόντα όπως επαναγεμιζόμενα δοχεία θα αποκτήσουν μια οικονομική λογική που θα ενισχύσει την περιβαλλοντική λογική τους. Παρόμοιες εκτιμήσεις ισχύουν για την κομποστοποίηση των υπολειμμάτων των τροφών, καθώς η οικιακή κηπουρική θα κερδίσει οικονομικό κίνητρο με την αφαίρεση των κρυφών επιδοτήσεων (μεταφοράς, νερού, χημικών, κλπ) από τη γεωργία μεγάλης κλίμακας σε μακρινούς τόπους. Δεν υπάρχει πραγματικά κανένας λόγος να παράγουμε τόσα πολλά σκουπίδια.(12)

Η εξέλιξη της αποκομιδής των απορριμμάτων θα είναι διαφορετική στις λεπτομέρειες από την εξέλιξη της δουλειάς στο εργοστάσιο, των υπηρεσιών καθαρισμού, των ταμείων στα σουπερμάρκετ, ή οποιαδήποτε από τις συχνά δυσάρεστες ή ταπεινωτικές εργασίες που κάνουν τον κόσμο μας να λειτουργεί σήμερα. Η κάθε μια τους θα ελαττωθεί ή θα εξαλειφθεί με διαφορετικό τρόπο. Μικρά, αγροκτήματα πολλαπλών καλλιεργειών εξαλείφουν μεγάλο μέρος της αγγαρείας των εργασιών που απαιτούν σκύψιμο. Μικρά πανδοχεία, πανσιόν, και δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης για ανταλλαγές και φιλοξενία (couch surfing) μειώνουν την ανάγκη για καμαριέρες ξενοδοχείων. Η τεχνολογία, η μηχανοποίηση, και η ρομποτική θα συνεχίσουν να καθιστούν περιττή την εργασία σε γραμμές παραγωγής. Κίνητρα για την παραγωγή λιγότερων αλλά πιο ανθεκτικών αγαθών θα μειώσουν την παραγωγή και θα αυξήσουν την συντήρηση και τις επισκευές, που είναι εργασίες με λιγότερη ρουτίνα και μεγαλύτερη ικανοποίηση. Ο βιομηχανικός σχεδιασμός θα αποκτήσει το νέο κίνητρο της ελαχιστοποίησης της ανίας αντί του κόστους δεδομένου ότι οι θέσεις εργασίας θα καλύπτονται από επιθυμία αντί από ανάγκη.

Λίγοι άνθρωποι θα εργάζονται πρόθυμα σε μια γραμμή συναρμολόγησης για οκτώ ώρες, θα συλλέγουν ατελείωτες σειρές από ντομάτες, ή θα καθαρίζουν τουαλέτες όλη την ημέρα εκτός αν αισθάνονται ότι δεν έχουν εναλλακτική λύση. Θα δώσουμε σε όλους μια εναλλακτική λύση, άρα, η οικονομία θα πρέπει να εξελιχθεί για την εξάλειψη τέτοιων ρόλων. Δεν θα χρειαστεί να τους εξαλείψουμε εντελώς. Το πλύσιμο των πιάτων, ο καθαρισμός της τουαλέτας, και οι εργασίες που απαιτούν σκύψιμο είναι βαρετές και εξευτελιστικές μόνο αν τις κάνουμε για πολύ χρόνο. Έχω εργαστεί στο μικρό κτήμα βιολογικών καλλιεργειών του αδελφού μου και με ένα μικρό συνεργείο κατασκευών. Καμιά από αυτές τις εργασίες δεν ήταν καταπιεστική διότι εργαζόμαστε σε μικρότερη κλίμακα και κάναμε μια ποικιλία εργασιών. Σίγουρα υπάρχουν βαρετές δουλειές, όπως το σκάψιμο για τρεις σειρές με πατάτες ή το να φτιάχνεις εγκοπές για διακόσια ξύλινα στηρίγματα, αλλά αυτές οι δουλειές δεν γινόντουσαν καθημερινά, και συνήθως συνοδευόντουσαν από ανταλλαγή πειραγμάτων ή πρόσφεραν μια ευκαιρία για περισυλλογή. Μια ή δυο σεζόν με αποκομιδή απορριμμάτων λίγες ώρες την ημέρας, πλύσιμο των πιάτων, γύρισμα των μπέργκερ, ή καθαρισμό των δωματίων ενός ξενοδοχείου δεν είναι τόσο καταπιεστικό. Πράγματι, υπάρχουν στιγμές στην ζωή που θέλουμε να ξεκουραστούμε κάνοντας κάποια εργασία ρουτίνας. Είχα και εγώ τέτοιες στιγμές, όταν η χειρονακτική εργασία ρουτίνας ήταν βάλσαμο για το πνεύμα.

Η μεγάλη μείωση σε αυτό που αποκαλείται «εργασία» σήμερα δεν θα μας αφήσει αδρανείς, να χάνουμε τον χρόνο μας σε ανούσιες απολαύσεις. Ανέφερα πιο πάνω ότι οι ανθρώπινες ανάγκες είναι πεπερασμένες, αλλά έχουμε και ορισμένες ανάγκες που έχουν κατά κάποιο τρόπο το χαρακτηριστικό του απείρου, δεν είναι μετρήσιμες. Η ανάγκη για την σύνδεση με την φύση, η ανάγκη να αγαπήσουμε, να παίξουμε, και να δημιουργήσουμε, η ανάγκη να γνωρίσουμε και να μας γνωρίσουν – καμιά τους δεν μπορεί να ικανοποιηθεί αγοράζοντας περισσότερα αγαθά. Προσπαθούμε να ικανοποιήσουμε την ανάγκη μας για το άπειρο με την συσσώρευση όλο και περισσότερων πεπερασμένων πραγμάτων. Είναι σαν να προσπαθούμε να χτίσουμε ένα πύργο που θα φθάσει στον ουρανό.

Η μη εγχρήματη επικράτεια περιλαμβάνει σωστά όλα αυτά που δεν μπορούν να ποσοτικοποιηθούν. Σήμερα ζούμε σε μια υπεραφθονία των ποσοτικά προσδιορίσιμων και σε μια έλλειψη των ποσοτικά μη προσδιορίσιμων: τεράστια αλλά άσχημα κτίρια, άφθονες αλλά κενές θερμίδες, πανταχού παρούσα αλλά ευτελή διασκέδαση. Δεν συμφωνείτε ότι η συρρίκνωση της επικράτειας του χρήματος θα ήταν μια αναζωογονητική αλλαγή;

Μια πεπερασμένη ανάγκη – θερμίδες, στέγη, ένδυση, και ούτω καθεξής – είναι μια ποσοτικά προσδιορισμένη ανάγκη και έτσι εντάσσεται φυσιολογικά στη σφαίρα του εμπορεύματος και συνεπώς του χρήματος. Εκπληρώνουμε αυτές τις ανάγκες εύκολα, και μάλιστα, χάρη στην τεχνολογία, όλο και πιο εύκολα.(13) Είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει να εργαζόμαστε όλο και λιγότερο σκληρά για να ικανοποιήσουμε τις πεπερασμένες ανάγκες μας και ότι ένα όλο και μεγαλύτερο ποσοστό του χρόνου και της ενέργειας των ανθρώπων θα μπορούν να διατεθούν για τις μη μετρήσιμες ανάγκες: την τέχνη, την αγάπη, τη γνώση, την επιστήμη, την ομορφιά. Αναλόγως, είναι επίσης εύλογο ότι ένα όλο και πιο μικρό ποσοστό της ανθρώπινης δραστηριότητας θα βρίσκεται στην επικράτεια του χρήματος, την επικράτεια των θέσεων εργασίας.

Μέχρι τώρα, προσπαθούσαμε αντιθέτως να κάνουμε το άπειρο πεπερασμένο, και έτσι απαξιώσαμε την τέχνη, την αγάπη, την γνώση, την επιστήμη και την ομορφιά. Τα ξεπουλήσαμε. Όταν οι εμπορικές εφαρμογές κινούν την επιστήμη, καταλήγουμε όχι με την ίδια την επιστήμη αλλά με μια παραχάραξή της: μια ψευδοεπιστήμη στην υπηρεσία του κέρδους. Όταν η τέχνη υποκλίνεται στο χρήμα, έχουμε «τέχνη» αντί για τέχνη, μια συνειδητή καρικατούρα της τέχνης. Παρόμοιες διαστροφές προκύπτουν όταν η γνώση υποτάσσεται στην εξουσία, όταν η ομορφιά χρησιμοποιείται για την πώληση προϊόντων, και όταν ο πλούτος προσπαθεί να αγοράσει αγάπη ή η αγάπη στρέφεται προς την απόκτηση πλούτου. Όμως η εποχή του ξεπουλήματος τελείωσε.

Η μακροχρόνια άνοδος της εγχρήματης επικράτειας πλησιάζει στο τέλος της, και ο ρόλος της στην εργασία μας και στις ζωές μας αλλάζει έτσι ώστε να ανατρέψει αντιλήψεις, φόβους, και περιορισμούς που επέμειναν επί μακρόν. Από την εποχή των αρχαίων Ελλήνων, το χρήμα υπήρξε, με αυξανόμενη τάση, και παγκόσμιο μέσο και ένα παγκόσμιος σκοπός, ένα αντικείμενο απεριόριστης επιθυμίας. Όχι πια. Η υποχώρηση του άρχισε, και θα αφιερώνουμε όλο και περισσότερη από την ενέργεια μας στις περιοχές που το χρήμα δεν μπορεί να αγγίξει. Η αύξηση του ελεύθερου χρόνου, ή ακριβέστερα, η αύξηση της εργασίας που γίνεται από αγάπη, πηγαίνει χέρι-χέρι με την αποανάπτυξη της χρηματικής οικονομίας. Η ανθρωπότητα εισέρχεται στην ενηλικίωση, μια εποχή που τελειώνει η φυσική ανάπτυξη και στρέφουμε την προσοχή μας σε αυτό που θέλουμε να προσφέρουμε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14

Σημειώσεις

  1. Η άπειρη ελαστικότητα της ζήτησης, για παράδειγμα, δικαιολογεί την αέναη αναβολή της εφαρμογής μίας οικονομίας ελεύθερου χρόνου βασισμένης στη λεγόμενη «πλάνη για απώλεια εργασίας» (lump-of-labor fallacy), δηλαδή στην εσφαλμένη άποψη ότι ο αριθμός εργαζομένων στην οικονομία είναι δεδομένος. Θα μετονομάσω τον όρο αυτό σε “lump-of-labor-fallacy fallacy”, εννοώντας πως ουσιαστικά αποτελεί πλάνη το ότι η άποψη είναι εσφαλμένη, καθώς αυτή η παραπλανητική “εσφαλμένη άποψη” λέει πως ο όγκος εργασίας που χρειάζεται η οικονομία μπορεί πάντα να αυξάνεται· επομένως, οι τεχνολογικές εξελίξεις δεν θα μας επιτρέψουν να εργαζόμαστε λιγότερες μέρες την εβδομάδα ή να αφιερώνουμε λιγότερο χρόνο στην παραγωγή. Ένα παρόμοιο επιχείρημα, το παράδοξο του Jevon, στηρίζεται στην ίδια θεμελιώδη υπόθεση. Το παράδοξο του Jevon λέει ότι η βελτίωση της αποδοτικότητας δεν οδηγεί στη χρήση λιγότερων πόρων (συμπεριλαμβανομένης και της εργασίας), αλλά μάλλον περισσότερων. Για παράδειγμα, αν ο φωτισμός γίνει φθηνότερος, θα χρησιμ%