ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16: Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΔΩΡΟΥ

 

 

Στον καπιταλισμό, ο άνθρωπος εκμεταλλεύεται τον άνθρωπο.

Στον κομμουνισμό, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.

–John Kenneth Galbraith

 

Τα νέα συστήματα συναλλαγών που εξετάζουμε καθιστούν ασαφές το όριο ανάμεσα στον χρηματικό και τον μη χρηματικό τομέα και κατά συνέπεια καθιστούν ασαφή τον καθιερωμένο ορισμό της «οικονομίας». Αλήθεια, τι είναι η οικονομία; Κάτω από το εφήμερο του χρήματος – φύλλα χαρτιού και κουκίδες στην οθόνη ενός υπολογιστή – τι αλλάζει όταν η οικονομία αναπτύσσεται ή συρρικνώνεται; Πώς θα τη μετρούσαμε χωρίς μια κοινή μονάδα υπολογισμού; Τελικά, αυτό που επιχειρούν να μετρήσουν τα οικονομικά, κάτω από το χρήμα, είναι το σύνολο των πραγμάτων που οι άνθρωποι κατασκευάζουν και πράττουν ο ένας για τον άλλον.

Και μόνο το γεγονός ότι επιχειρούμε να το μετρήσουμε αυτό είναι αρκετά παράδοξο. Έχω ήδη ασκήσει πολλή κριτική στην εξίσωση του χρήματος με το καλό που επιχειρεί η επιστήμη των οικονομικών. Ωστόσο, οι εναλλακτικές μονάδες μέτρησης της οικονομικής προόδου, όπως ο δείκτης ουσιαστικής προόδου ή ο δείκτης εθνικής ευτυχίας, παρουσιάζουν παρόμοια προβλήματα σε ένα πιο δυσδιάκριτο επίπεδο. Σίγουρα είναι καλύτερα σε σχέση με το ΑΕΠ, επειδή δεν συνυπολογίζουν πια πράγματα όπως είναι οι φυλακές και στρατιωτικοί εξοπλισμοί ως παράγοντες που συνεισφέρουν στο καλό, ενώ προσμετρούν στην οικονομική ευημερία πράγματα όπως ο ελεύθερος χρόνος. Παρόλα αυτά, συνεχίζουν να λαμβάνουν ως δεδομένο ότι μπορούμε και πρέπει να προσδιορίζουμε ποσοτικά το καλό, και για να το κάνουμε αυτό, πρέπει να μετατρέπουμε τα πάντα σε μια αναγνωρισμένη μονάδα μέτρησης.

Το χρήμα και το μέτρο είναι πράγματι έννοιες στενά συνυφασμένες μεταξύ τους. Το χρήμα ουσιαστικά προέκυψε ως μέτρο: τυποποιημένες ποσότητες εμπορευμάτων στην αρχή και μετάλλων αργότερα. Η εποχή του χρήματος συνέπεσε με το πρόγραμμα του ρεντουξιονισμού (reductionism) και της αντικειμενικότητας, που επιδίωξαν μέσω της επιστήμης να κυριαρχήσουν σε όλον τον κόσμο. Ό, τι μπορεί να μετρηθεί μπορεί και να κατακτηθεί, όπως υπονοούμε όταν ισχυριζόμαστε ότι «μετρήσαμε» κάποιον με το μάτι. Αυτό που δεν μπορεί να μετρηθεί αποκλείστηκε από την επιστήμη – «παραδώστε το στις φλόγες» είπε ο Hume – και από τα οικονομικά. Έτσι, καθιερώθηκε ο διαχωρισμός του επιπέδου διαβίωσης από την ποιότητα ζωής. Το πρώτο είναι ποσοτικά προσδιορίσιμο κριτήριο, το δεύτερο όχι.

Από όλα τα πράγματα που οι άνθρωποι κατασκευάζουν και κάνουν ο ένας για τον άλλον, αυτά που δεν προσδιορίζονται ποσοτικά είναι που συνεισφέρουν περισσότερο απ’ όλα στην ανθρώπινη ευτυχία. Μπορείτε για παράδειγμα να προσδιορίσετε ποσοτικά τον ελεύθερο χρόνο και να του αποδώσετε κάποια αξία σε δολάρια για να υπολογίσετε την ευημερία μιας κοινωνίας, όμως πως ξοδεύεται αυτός ο ελεύθερος χρόνος; Μπορεί να ξοδεύεται σε εθισμούς, σε ανόητες διασκεδάσεις, σε οικειότητα με ένα άλλο πρόσωπο ή στην αφήγηση ιστοριών στα παιδιά. Και ακόμα κι αν με κάποιο τρόπο μπορούσαμε να υπολογίσουμε αυτή τη διάκριση θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε ποσοτικά πόσο παρών είναι κάποιος όταν λέει αυτές τις ιστορίες; Μπορούμε να προσδιορίσουμε ποσοτικά πόσο αγχώδης είναι κάποιος όταν βρίσκεται στη δουλειά του; Αν η δημόσια πολιτική κατευθύνεται από τη μεγιστοποίηση της ποσότητας – μέσω του ΑΕΠ ή κάποιας άλλης μονάδας μέτρησης – τα πιο σημαντικά πράγματα σίγουρα θα μείνουν απέξω.

Οι ανάγκες που προσδιορίζονται ποσοτικά είναι και πεπερασμένες – ένας ακόμα λόγος για να αμφισβητήσουμε ένα χρηματικό σύστημα που στοιχειοθετείται στην απεριόριστη ανάπτυξη της πεπερασμένης ζήτησης για πεπερασμένους πόρους. Οι ποιοτικές ανάγκες είναι διαφορετικές: δεν είναι ούτε ποσοτικά προσδιορίσιμες ούτε πεπερασμένες. Σε αυτό το πεδίο είναι που η ιδεολογία της Ανόδου βρίσκει αληθινό πνευματικό κίνητρο. Η ανάπτυξη, στο ένα επίπεδο, μπορεί να τελειώσει – η ανάπτυξη της εγχρήματης επικράτειας, η ανάπτυξη της ιδιοποίησης της φύσης από τον άνθρωπο – όμως ένα άλλο είδος ανάπτυξης θα συνεχιστεί: η ανάπτυξη του ανθρώπινου πνεύματος, με την απεριόριστη ανάγκη του για ομορφιά, αγάπη, σύνδεση και γνώση. Ένα μέλλον μηδενικής ανάπτυξης δεν είναι ένα στάσιμο μέλλον, δεν είναι περισσότερο στάσιμο από έναν άνθρωπο την περίοδο της εφηβείας του όταν παίρνει το τελευταίο εκατοστό ύψους στην ηλικία των δεκαέξι.

Το χρήμα, που διευκολύνει την εκπλήρωση των ποσοτικά προσδιορίσιμων αναγκών μας, θα έχει θέση στην ανθρώπινη ζωή στους αιώνες που θα ακολουθήσουν. Ωστόσο, θα αποκτήσει έναν μειωμένο ρόλο, όπως περιέγραψα στο κεφάλαιο για την αποανάπτυξη. Αντί να ικανοποιούμε και να υπερ-ικανοποιούμε ψυχαναγκαστικά τις πεπερασμένες ανάγκες μας μέχρι του σημερινού βαθμού αισχρής υπερτροφίας, θα στρέψουμε την ενέργειά μας στις ανικανοποίητες ποιοτικές ανάγκες μας λόγω των οποίων είμαστε τόσο φτωχότεροι σήμερα.

Για να εκπληρώσουμε τις μη ποσοτικά προσδιορίσιμες ανάγκες μας, χρειαζόμαστε μη εγχρήματη κυκλοφορία. Όταν το ποιοτικό συνδυαστεί με το ποσοτικό, το πεπερασμένο με το απεριόριστο, τότε το πρώτο ευτελίζεται. Η ανταλλαγή της ομορφιάς με χρήμα, της οικειότητας με χρήμα, της προσοχής με χρήμα – όλα μαρτυρούν εκπόρνευση. Η αποστροφή του καλλιτέχνη για τον κόσμο του εμπορίου δεν είναι απλώς ένας εγωκεντρισμός που δείχνει ότι ο καλλιτέχνης είναι υπεράνω όλων των πραγμάτων. Όταν το χρήμα προσπαθεί να αγοράσει την ομορφιά, την αγάπη, τη γνώση, τη σύνδεση και ούτω καθεξής, είτε ο αγοραστής λαμβάνει κάτι κίβδηλο, είτε ο πωλητής, έχοντας πουλήσει το απείρως πολύτιμο για ένα πεπερασμένο ποσό χρημάτων, έχει γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης. Είναι πραγματικά πολύ απλό· όπως είπαν και οι Beatles «Το χρήμα δεν μπορεί να σε αγοράσει αγάπη» (Money can’t buy you love).

Γι’ αυτό χρειαζόμαστε άλλους τρόπους για να κυκλοφορήσουμε τα δώρα μας. Το ζήτημα ωστόσο γίνεται περίπλοκο από το γεγονός ότι το ποσοτικά προσδιορίσιμο είναι συχνά το όχημα για το ποσοτικά μη προσδιορίσιμο. Δεν υποστηρίζω την ύπαρξη δύο ξεχωριστών τομέων, τον χρηματικό τομέα και τον τομέα του δώρου, αλλά ένα μεικτό σύστημα στο οποίο το χρήμα παίρνει περισσότερες από τις ιδιότητες του δώρου και οι δομές διαμεσολάβησης της ανταλλαγής δώρων αναδύονται για να αναλάβουν τον ρόλο του χρήματος.

Με χρήμα ή χωρίς χρήμα, τα βασικά ζητήματα της οικονομίας – αυτά που οι άνθρωποι κατασκευάζουν και κάνουν ο ένας για τον άλλον – είναι τα εξής: (1) πως θα συνδέσουμε αυτόν που παρέχει το δώρο με αυτόν που χρειάζεται το δώρο· (2) πως θα αναγνωρίσουμε και θα τιμήσουμε αυτούς που προσφέρουν γενναιόδωρα τα δώρα τους· και (3) πως θα οργανώσουμε τα δώρα πολλών ανθρώπων μαζί μέσα στον χώρο και τον χρόνο για να δημιουργήσουμε πράγματα που υπερβαίνουν τις ανάγκες ή τα δώρα οποιουδήποτε ανθρώπου. Αν και μπορεί να μην είναι προφανές, αυτοί οι στόχοι αντιστοιχούν κατά προσέγγιση στις τρεις θεμελιώδεις λειτουργίες του χρήματος: μέσο συναλλαγής, μονάδα υπολογισμού και μέσο αποθήκευσης.

Σήμερα έχουν εμφανιστεί πολλοί ημι-εγχρήματοι και μη εγχρήματοι τρόποι για την επίτευξη αυτών των τριών σκοπών. Για παράδειγμα, στον κόσμο του λογισμικού ανοιχτού κώδικα, οι P2P τεχνολογίες δίνουν τη δυνατότητα σε μια κοινότητα προγραμματιστών να οραματίζονται σχέδια, να συντονίζουν ταλέντα, και να αναγνωρίζουν τη συνεισφορά των μελών τους, όλα χωρίς τη χρήση χρημάτων. Κατά κάποιον τρόπο, η εκτίμηση των συναδέλφων, που βασίζεται στην ποιότητα και την ποσότητα προηγούμενων συνεισφορών, είναι μια μορφή «νομίσματος» που επιτρέπει σε ορισμένα μέλη να ασκούν μεγαλύτερη επιρροή στις αποφάσεις της κοινότητας από άλλα μέλη. Ωστόσο αυτό δεν έχει προσδιοριστεί ποσοτικά· ούτε γίνεται ποσοτικά προσδιορίσιμο χωρίς να χάσει ένα μέρος της ουσίας του. Μπορούμε να υποβιβάσουμε την εκτίμηση και το κύρος σε ένα νούμερο, όμως πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι πρόκειται για υποβιβασμό. Όπως όταν οι αναλογικές ηχογραφήσεις μετατρέπονται σε ψηφιακές, χάνεται κάτι από την ζεστασιά, την ανθρωπιά και την ευρύτητα του πρωτότυπου.

Πολλά συστήματα του διαδικτύου πράγματι μετατρέπουν την καλή φήμη και τη συνεισφορά σε έναν αριθμό. Τα συστήματα αξιολόγησης από τους χρήστες για ιστότοπους όπως το Amazon και το eBay αποτελούν ένα τέτοιο ημι-εγχρήματο νόμισμα. Οι χρήστες όχι μόνον μπορούν να κάνουν αξιολόγηση και κριτική στα προϊόντα, μπορούν επίσης και να αξιολογήσουν ο ένας την αξιολόγηση του άλλου, δημιουργώντας ένα σύστημα αυτορρύθμισης. Αυτό που είναι ουσιαστικά μια οικονομία δώρου (κανένας δεν λαμβάνει άμεση ανταμοιβή για τις κριτικές που γράφει) είναι η διαμόρφωση δομών που αντιστοιχούν στις διαμεσολαβητικές λειτουργίες του χρήματος.

Ο Timothy Wilken, γιατρός, φιλόσοφος και ακτιβιστής της οικονομίας του δώρου, εξέλιξε αυτήν την ιδέα ένα βήμα παραπάνω αναπτύσσοντας το σύστημα GIFTegrity, που αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε δοκιμαστική έκδοση. Αυτό το σύστημα ζητάει από κάθε μέλος να συντάξει μία λίστα με αυτά που επιθυμεί να δώσει και να λάβει. Ο αποδέκτης κάθε δώρου αξιολογεί τη συναλλαγή, και ατές οι αξιολογήσεις καθορίζουν τη σειρά με την οποία θα αναφέρονται οι δυνητικοί αποδέκτες των δώρων ενός ατόμου. Αν έχετε δώσει πολλά, το όνομά σας θα εμφανίζεται κοντά στην κορυφή όταν κάποιος ψάχνει για παραλήπτη του δώρου που θέλει να προσφέρει. Αν στη συνέχεια δεχτείτε ένα δώρο, η κατάταξή σας θα πέσει λίγο για να εκφράσει το ότι το δούναι και το λαβείν σας έχουν φτάσει πιο κοντά στην ισορροπία. Αυτοί οι βαθμοί της κατάταξης  λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό όπως το χρήμα.

Σε μια παραδοσιακή κοινότητα, κανένα τέτοιο σύστημα αξιολόγησης δεν θα ήταν απαραίτητο, μια που αυτά που προσφέρει και αυτά που έχει ανάγκη ένα μέλος θα ήταν κοινή γνώση. Συστήματα όπως το GIFTegrity φαίνεται να προσφέρουν τη δυνατότητα να ενταχθούν οι σχέσεις δώρων σε μία ευρύτερη επικράτεια. Όμως αντί να καθιστούν περιττή την ανάγκη για χρήμα, τη δημιουργούν εκ νέου, όμως αυτή τη φορά ως κάτι  που είναι πολύ κοντύτερα στην αρχική του έννοια ως ένδειξη ευγνωμοσύνης. Η κατάταξη στο GIFTegrity και άλλα παρόμοια συστήματα είναι χρήμα. Λαμβάνετε βαθμούς κάθε φορά που δίνετε· τους ξοδεύετε όταν λαμβάνετε. Τέτοιου είδους συστήματα φέρουν και έναν θεμελιώδη περιορισμό του χρήματος, στο ότι το ποιοτικό αντιστέκεται στην ποσοτικοποίηση σε γραμμική κλίμακα. Φυσικά, είναι ανώτερα από το τοκογλυφικό χρήμα που έχουμε σήμερα· όμως αυτό το είδος τεχνοκρατικής εναλλακτικής λύσης, όσο ευφυές κι αν είναι δεν αντισταθμίζει αυτά που χάθηκαν με την ποσοτικοποίηση του κόσμου. Επιθυμούμε να ανακτήσουμε το άπειρο. Η κατάταξη και οι βαθμοί δεν ικανοποιούν τη βαθιά ανάγκη μας για προσωπικούς δεσμούς, ευγνωμοσύνη και πολυδιάστατες ιστορίες που κυκλοφορούν μέσα στην κουλτούρα του δώρου.

Άραγε φάσκω και αντιφάσκω όταν λέω ότι το χρήμα προήλθε ως ένδειξη ευγνωμοσύνης και ότι το χρήμα προήλθε από την ανάγκη της μέτρησης; Το χρήμα κατοικήθηκε, ούτως ειπείν, από την αρχή, από δύο πνεύματα. Ήταν και προέκταση της οικονομίας του δώρου (που κάποτε ήταν τα πάντα) στην επικράτεια της μαζικής κοινωνίας και μια εισβολή της μέτρησης, του υπολογισμού, της φύλαξης και του ελέγχου μέσα στην αρχική δεκτικότητα της νοοτροπίας του δώρου. Ωστόσο, όταν μιλάω για το χρήμα ως ένδειξη ευγνωμοσύνης χρησιμοποιώ επίσης τη λέξη «προήλθε» με μια παράδοξη σημασία, αναφερόμενος όχι σε μια προέλευση μέσα στον χρόνο αλλά – αφού δεν μπορώ να βρω μια πιο ταιριαστή έκφραση – μέσα στο μυαλό του Θεού. Αναφέρομαι στη θεολογική καταγωγή του χρήματος, τον σκοπό για τον οποίο απέκτησε υπόσταση σε αυτόν τον κόσμο.

Η λειτουργία του χρήματος ως μονάδα μέτρησης έχει το ανάλογό της στην οικονομία του δώρου, επειδή ακόμα και αν τα δώρα δεν γίνονται με συγκεκριμένη προσδοκία ανταπόδοσης, ωστόσο συνήθως γίνονται ενώπιον της κοινότητας. Η ανώνυμη προσφορά την οποία σήμερα αναδεικνύουμε ως την υψηλότερη μορφή γενναιοδωρίας είχε δευτερεύοντα ρόλο στις κουλτούρες δώρων στο παρελθόν και το παρόν. Γενικά, οι κοινότητες γνώριζαν τις ανάγκες, τα δώρα και τον βαθμό γενναιοδωρίας των μελών τους. Το χρήμα υποκαθιστά αυτή τη γνώση: θεωρητικά, τουλάχιστον, παραχωρεί τα οφέλη της κοινωνικής αναγνώρισης στους ανθρώπους που συνεισφέρουν. Στην πράξη, το αντικείμενο της αναγνωρισμένης προσφοράς έχει περιοριστεί στη συνεισφορά για την «άνοδο» της ανθρωπότητας, την ανάπτυξη της ανθρώπινης επικράτειας. Όμως ακόμα και με ένα νόμισμα αποανάπτυξης, το βαθύτερο πρόβλημα παραμένει ότι το χρήμα από τη φύση του μπορεί να λειτουργήσει μόνο στην επικράτεια του ποσοτικά προσδιορίσιμου. Αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα του πως να διευκολύνουμε τη ροή του ποσοτικά μη προσδιορίσιμου σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Στη διάρκεια εκατοντάδων χιλιάδων ετών της ανθρώπινης παρουσίας, αυτό είναι ένα καινούριο πρόβλημα.

Ίσως μπορούμε να αρχίσουμε να κατασκευάζουμε ξανά την οικονομία του δώρου από την αρχή. Σήμερα, το χρήμα έχει κυριαρχήσει ακόμα σε κοινότητες μικρής κλίμακας, όπου η ανεπίσημη συναίνεση η μαρτυρία της γενναιοδωρίας «ιδίοις όμμασι» θα μπορούσαν να διευκολύνουν τις τρεις προαναφερθείσες λειτουργίες: της σύνδεσης, της απόδοσης τιμών σε αυτούς που προσφέρουν και του συντονισμού των δώρων. Καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι αναγνωρίζουν την κοινωνική φτωχοποίηση που φέρνει η μετατροπή των σχέσεων σε χρήμα, και καθώς το ίδιο το χρηματικό σύστημα καταρρέει, οι άνθρωποι βρίσκουν τρόπους να ανακτήσουν αυτές τις λειτουργίες. Μία από τις αγαπημένες μου περιπτώσεις είναι ο Κύκλος των Δώρων (Gift Circle) που δημιουργήθηκε από τον Alpha Lo και σήμερα αναπαράγεται σε όλες τις ΗΠΑ. Σε αυτή την εβδομαδιαία συνάντηση, οι συμμετέχοντες ανακοινώνουν ένα ή περισσότερα πράγματα που θα ήθελαν να δώσουν και ένα ή περισσότερα πράγματα που θα ήθελαν να λάβουν. Φαίνεται ότι συχνά εκτυλίσσεται μια μαγική συγχρονικότητα των επιθυμιών και των αναγκών. «Θέλετε ένα σκεύος παρασκευής πουρέ; Έχουμε τρία». Ή «Χρειάζεστε κάποιον να σας πάει στο αεροδρόμιο την Παρασκευή; Ο σύζυγός μου πετάει την ίδια ώρα». Επειδή γίνονται μάρτυρες της γενναιοδωρίας των άλλων, με τον καιρό οι συμμετέχοντες νιώθουν όλο και πιο άνετα να ζητούν από τους άλλους στον κύκλο ή να δίνουν σε αυτούς. Βοήθεια υπάρχει πάντα στην επόμενη γωνία. Αν, κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, κάποιος βοηθήσει κάποιον άλλον να επισκευάσει το αυτοκίνητό του, τότε ο πρώτος μπορεί να μιλήσει για αυτό το δώρο στον επόμενο κύκλο ώστε να υπάρχει μαρτυρία του δώρου μία αίσθηση κοινότητας αναπτύσσεται παράλληλα με τη γνώση πως αν δώσεις, θα γίνεις γνωστός με αυτήν σου την ιδιότητα, και οι άνθρωποι θα θελήσουν να σου δώσουν κι αυτοί με τη σειρά τους.

Ένας άλλος τρόπος για να πετύχουμε κάτι παρόμοιο είναι να χρησιμοποιήσουμε έναν ιστότοπο για να προσφέρουμε δώρα, να ζητάμε πράγματα και να καταγράφουμε τι δίνεται. Όταν αυτό γίνεται σε μεγάλη κλίμακα, το μέσο για να διεκπεραιώσουμε αυτές τις λειτουργίες θυμίζει όλο και περισσότερο το χρήμα. Όταν δεν γνωρίζουμε από πρώτο χέρι τι δίνει και τι παίρνει ο καθένας, γίνεται απαραίτητη η εισαγωγή κάποιου μέσου τυποποίησης. Σε μικρή κλίμακα ωστόσο, η απλή παρακολούθηση της ροής των δώρων, είτε άμεσα είτε μέσω αφήγησης ιστοριών, είναι αρκετή. Χωρίς την παρακολούθηση, τα δώρα έχουν λιγότερη δύναμη να δημιουργήσουν μια κοινότητα. Αυτό είναι το ελάττωμα των συστημάτων όπως το Freecyclikg και το Craigslist (αν και το γεγονός ότι οι άνθρωποι τα χρησιμοποιούν παρόλα αυτά μαρτυρά την έμφυτη γενναιοδωρία μας). Πιο καινούρια συστήματα όπως το Giftflow, το Neighborgoods, το Shareablw, το GIFTegrity και πολλά άλλα αναγνωρίζουν και διορθώνουν αυτό το ελάττωμα.

Παρατηρήστε πως ό,τι έχω περιγράψει μέχρι εδώ επιταχύνει την αποανάπτυξη της οικονομίας. Όταν πηγαίνουμε με το αυτοκίνητό μας ο ένας τον άλλο στο αεροδρόμιο αντί να πάρουμε ταξί, όταν μοιραζόμαστε τα ηλεκτρικά εργαλεία μας αντί να αγοράζουμε ο καθένας τα δικά του ή όταν χαρίζουμε το παραπανίσιο σκεύος παρασκευής πουρέ, μειώνουμε την καταναλωτική ζήτηση και την οικονομική ανάπτυξη. Η συρρίκνωση της εγχρήματης επικράτειας επιταχύνει την κατάλυση το παλιού συστήματος και τη μετάβαση στην οικονομία σταθερής κατάστασης. Επίσης κάνει πολύ λιγότερο τρομαχτική αυτή τη μετάβαση. Όταν βρισκόμαστε προστατευμένοι μέσα σε κοινότητες δώρων που τιμούν και ανταποδίδουν τη γενναιοδωρία, τότε εξαρτόμαστε λιγότερο από το χρήμα και το συνδέουμε λιγότερο με την επιβίωση.

Θα μπορούσε η έννοια του Κύκλου των Δώρων να αναπτυχθεί σε κλίμακα μεγαλύτερη από αυτήν της κοινότητας στην οποία οι άνθρωποι γνωρίζουν προσωπικά ο ένας τον άλλον ή έστω γνωρίζονται μέσω κοινών γνωστών τους; Πολύ μακροπρόθεσμα, ίσως μπορέσουμε να οραματιστούμε μία αχρήματη κοινωνία δώρων που να βασίζεται στο μοντέλο των «κύκλων που σχηματίζονται από άλλους κύκλους». Θα νομίζαμε ότι το χρήμα είναι απαραίτητο στον παγκόσμιο συντονισμό της εργασίας, όμως αν κοιτάξουμε αυτόν τον παγκόσμιο συντονισμό πιο προσεκτικά, ο πραγματικός αριθμός ανθρώπων με τους οποίους κάθε άτομο αλληλεπιδρά δεν είναι και τόσο μεγάλος. Όταν χρειάζεται να συνεργαστούν περισσότεροι από μερικές εκατοντάδες άνθρωποι για να παράγουν κάποιο έργο, ολόκληρη η κοινότητα παραγωγής φυσιολογικά αναλύεται σε υποκοινότητες και υποκοινότητες των υποκοινοτήτων, μέχρι να φτάσει στο επίπεδο που λειτουργεί η οικονομία του δώρου. Οι άνθρωποι κάθε κύκλου θα μπορούσαν να δίνουν ο ένας στον άλλον, και κάθε κύκλος σαν ένα ολοκληρωμένο σύνολο θα μπορούσε να δίνει σε άλλους κύκλους στο μεγαλύτερο κύκλο, και ύστερα καθένας από αυτούς τους κύκλους σε άλλους κύκλους κύκλων. Αυτό το όραμα περιλαμβάνει μία θεμελιώδη αναδιοργάνωση της κοινωνίας: από τη βάση προς την κορυφή, ομότιμη, με αυτο-ποίηση και αυτοοργάνωση.

Στο μεταανθρώπινο σώμα που ονομάζουμε κοινωνία, το χρήμα είναι σαν ένα μόριο-σηματοδότης που κατευθύνει τους πόρους εκεί όπου υπάρχει ανάγκη. Μεσολαβεί στις οικονομικές σχέσεις στα απομακρυσμένα μέρη του σώματος.  Είναι ένα από τα πολλά συμβολικά συστήματα που προσδιορίζουν και συντονίζουν τα «όργανα» του μεταανθρώπινου σώματος: τις κυβερνήσεις, τα ιδρύματα, και τους οργανισμούς όλων των ειδών. Δυστυχώς, το χρήμα μεταφέρει μόνον ορισμένα είδη πληροφορίας (κυρίως ό,τι αφορά δώρα, ανάγκες και επιθυμίες που μπορούν να προσδιοριστούν ποσοτικά). Για να έχουμε υγεία σε αυτό το σώμα, χρειαζόμαστε επομένως άλλους τρόπους οργάνωσης (διευθέτησης των οργάνων) και συντονισμού της ανθρώπινης δραστηριότητας.

Σήμερα συμβαίνει μια έκρηξη δημιουργίας αποκεντρωτικών μη ιεραρχικών τρόπων σύμπραξης και ιδιοκτησίας. Αυτό είναι ένα είδος υποδομής μιας οικονομίας δώρων του μέλλοντος που αποτελείται από κύκλους που σχηματίζονται από άλλους κύκλους. Μια πιο συντηρητική εκδοχή είναι οι εταιρείες που είναι ιδιοκτησία των υπαλλήλων τους, με παραδοσιακές δομές διοίκησης – υπάρχουν αρκετές εκατοντάδες τέτοιες εταιρείες μεσαίου έως μεγάλου μεγέθους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πιο ριζοσπαστικές είναι εταιρείες που χρησιμοποιούν δημοκρατικές ή συνεργασιακές μεθόδους για τη διοίκησή τους: διάφορες κολεκτίβες και συνεταιρισμοί. Ίσως το πιο αξιοσημείωτο από αυτά είναι το Mondragon Cooperative στην Ισπανία, που αποτελείται από 250 εταιρείες και κάπου 90.000 υπαλλήλους/ιδιοκτήτες, γεγονός που την καθιστά μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες στην Ισπανία. Ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του φασίστα δικτάτορα Φράνκο και με κάποιο τρόπο κατάφερε να ενστερνιστεί και να ενσωματώσει καταλεπτώς την αρχή της «κυριαρχίας της εργασίας» και άλλες αξίες της συμμετοχικής δημοκρατίας. Αφήνω στη διακριτική ευχέρεια του αναγνώστη αν θέλει να μάθει περισσότερα για αυτήν την εκπληκτική επιχείρηση, που είναι καινοτόμος στην συμμετοχική διοίκηση και τη συνεργατική ιδιοκτησία.

Όσο αφορά τη δημιουργία νέων τρόπων οργάνωσης που μπορούν να «χωρέσουν» το ποσοτικά μη προσδιορίσιμο, μόλις ξεκίνησε μια εποχή πειραματισμού. Πολλά από αυτά τα πειράματα απέτυχαν και θα αποτύχουν, όπως για παράδειγμα η αναγκαστική κολεκτιβοποίηση του κομμουνιστικού μπλοκ με κεντρική διοίκηση από γραφειοκράτες. Αναμφίβολα, πολλές νέες μορφές συνεργασίας θα προκύψουν καθώς αφομοιώνουμε τα μαθήματα που μας προσφέρουν οι προσπάθειες του παρελθόντος και του παρόντος.(1)

Οι οικονομικές προτάσεις που έχω εισηγηθεί σε αυτό το βιβλίο θα ενθαρρύνουν τις μη παραδοσιακές δομές ιδιοκτησίας και διοίκησης. Όπως ακριβώς θα εξαλείψουν το κέρδος που προέρχεται από την παθητική ιδιοκτησία του χρήματος, της γης και των άλλων κοινών αγαθών, με τον ίδιο τρόπο θα αποτρέψουν και το κέρδος από την παθητική ιδιοκτησία σε εταιρείες οι οποίες σήμερα είναι το όχημα ελέγχου των περιουσιακών τους στοιχείων.

Η έλευση των συνεργασιακών δομών του δώρου θα αλλάξει ριζικά την εμπειρία της εργασιακής απασχόλησης. Σήμερα, τα συμφέροντα των εργαζομένων βρίσκονται σε σύγκρουση με αυτά των εργοδοτών-ιδιοκτητών. Το συμφέρον των εργοδοτών είναι οι εργαζόμενοι να εργάζονται το μέγιστο δυνατό για όσο λιγότερη πληρωμή γίνεται. Το συμφέρον κάθε εργαζόμενου είναι να εργάζεται όσο γίνεται λιγότερο για τη μέγιστη δυνατή πληρωμή. Η καλή διοίκηση μπορεί να αμβλύνει αυτήν τη θεμελιώδη αντίθεση συνδέοντας την πληρωμή με τις «επιδόσεις» και απευθυνόμενη  στην επαγγελματική υπερηφάνεια, αφοσίωση ή το ομαδικό πνεύμα, όμως υπογείως η αντίφαση παραμένει. Οι εργαζόμενοι συνήθως λαμβάνουν ανταμοιβές για την επιτυχία τους στις πολιτικές του γραφείου αντί για την αυθεντική τους συνεισφορά ενώ αναγνωρίζεται και το «ομαδικό πνεύμα» το οποίο συνήθως αναφέρεται στις καλές δημόσιες σχέσεις στο εσωτερικό της εταιρείας. «Αν είμαστε αληθινά όλοι μαζί σε αυτό» αναρωτιέται ο εργαζόμενος, «πώς γίνεται εγώ να μπορώ να απολυθώ ανά πάσα στιγμή ενώ οι εργοδότες-ιδιοκτήτες, όχι; Οτιδήποτε σημαντικό δημιουργώ το οποίο έχει διάρκεια, είναι δικό τους». Σε αυτόν τον κόσμο, οποιοσδήποτε εργαζόμενος που ταυτίζεται αληθινά με τον εργοδότη του είναι κορόιδο. Αυτό γίνεται προφανές όποτε μία εταιρεία κάνει απολύσεις επειδή περιορίζεται σε μέγεθος ή εκσυγχρονίζεται. «Σου πρόσφερα είκοσι χρόνια με αφοσίωση τις υπηρεσίες μου· πώς μπορείς να με διώχνεις;»  ‘Όπως εξήγησε ένα υψηλόβαθμο στέλεχος ασφαλιστικής εταιρείας σε έναν υπάλληλο «Αν θέλεις αφοσίωση, πάρε σκύλο». Βέβαια, οι περισσότεροι εργοδότες δεν είναι τόσο σκληρόκαρδοι, όμως η πειθαρχία της αγοράς σκληραίνει και την πιο ευαίσθητη καρδιά.

Η πειθαρχία στην αγορά πρόκειται να αλλάξει. Καθώς το χρήμα ευθυγραμμίζεται με το κοινωνικό και το οικολογικό καλό, και καθώς εμφανίζονται νέες δομές που επιβραβεύουν τη συνεισφορά στο κοινό καλό, οι σχέσεις στην εργασία θα χάσουν το πνεύμα της αμοιβαίας εκμετάλλευσης. Ο λόγος ύπαρξης των επιχειρησιακών οργανισμών θα αλλάξει. Οι ποσοτικά προσδιορίσιμες συνεισφορές στο καλό της κοινωνίας και του πλανήτη θα λαμβάνουν χρηματική επιβράβευση και οι ποσοτικά μη προσδιορίσιμες συνεισφορές θα αποκομίζουν επιβράβευση με τη μορφή κύρους, ευγνωμοσύνης και καλής φήμης που θα διοχετεύονται μέσω των νέων κοινωνικών και συμβολικών δομών που αναπτύσσονται σήμερα.

Τέτοιες καινοτομίες είναι η αιχμή του μέλλοντος. Σε όλους τους τομείς, το μοντέλο του πλούτου που οφείλεται στην ιδιοκτησία θα αντικατασταθεί από το μοντέλο του πλούτου που δημιουργείται από την προσφορά. Η επιθυμία να κατέχουμε, να ελέγχουμε, είναι η επιθυμία του εαυτού της διάστασης, του εαυτού που επιδιώκει να χειραγωγεί τους άλλους για δικό του όφελος, για να αποσπάσει πλούτο από τη φύση και τους ανθρώπους, και ότι είναι έξω από αυτόν. Ο συνδεδεμένος εαυτός πλουτίζει δίνοντας, εκπληρώνοντας στο μέγιστο το ρόλο του στην καλλιέργεια αυτού που προεκτείνεται μακρύτερα από τον εαυτό του. Καθώς μεταβαίνουμε στον συνδεδεμένο εαυτό, εμφανίζονται οργανωτικές δομές που είναι σε αρμονία μαζί του. Συντονίζουν το ατομικό συμφέρον με το συμφέρον του οργανισμού και το συμφέρον του οργανισμού με αυτό της κοινωνίας και του πλανήτη. Σε αντίθεση με τα κλασσικά μοντέλα του κολλεκτιβισμού, επιτρέπουν την πληθωρική έκφραση των ιδιαίτερων δώρων του κάθε ατόμου, ωστόσο χρησιμοποιώντας αυτά τα δώρα για το καλό του συνόλου.