ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22 Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΕΙ ΠΟΣΟΤΙΚΑ

 

 

Τα οικονομικά είναι εξαιρετικά χρήσιμα ως μια μορφή απασχόλησης των οικονομολόγων.

–John Kenneth Galbraith

 

Περιέγραψα νωρίτερα σε αυτό το βιβλίο την αποσύνδεση και τη μοναξιά μιας κοινωνίας στην οποία σχεδόν όλο το κοινωνικό κεφάλαιο, σχεδόν όλες οι σχέσεις, έχουν μετατραπεί σε πληρωνόμενες υπηρεσίες·στις οποίες άγνωστοι από κάποιο μακρινό τόπο εκπληρώνουν σχεδόν όλες τις υλικές μας ανάγκες· στην οποία μπορούμε πάντα «να πληρώσουμε κάποιον άλλον για να κάνει τη δουλειά μας»· στην οποία η ανείπωτη γνώση «Δεν σε χρειάζομαι» διαπερνάει τις κοινωνικές μας συναθροίσεις, κάνοντάς τις κενές και αναλώσιμες. Αυτό είναι το απόγειο του πολιτισμού μας, το τελικό σημείο αιώνων αυξανόμενης ευμάρειας: μοναχικοί άνθρωποι που ζουν σε κουτιά, που ζουν σε έναν κόσμο αγνώστων, εξαρτημένοι από τα χρήματα, σκλάβοι του χρέoυς – και που «καίνε» το φυσικό και κοινωνικό κεφάλαιο του πλανήτη για να συντηρήσουν αυτήν την κατάσταση. Δεν έχουμε κοινότητα γιατί η κοινότητα υφαίνεται από τα δώρα. Πώς να δημιουργήσουμε κοινότητα όταν πληρώνουμε για όλα όσα χρειαζόμαστε;

Η κοινότητα δεν είναι κάτι πρόσθετο στις άλλες ανάγκες μας, δεν είναι κάποιο ξεχωριστό συστατικό της ευτυχίας μαζί με την τροφή, τη στέγη, τη μουσική, το άγγιγμα, τα διανοητικά ερεθίσματα και άλλες μορφές φυσικής και πνευματικής τροφής. Η κοινότητα προκύπτει από την εκπλήρωση αυτών των αναγκών. Δεν είναι εφικτή η δημιουργία κοινότητας από μία ομάδα ανθρώπων που δεν χρειάζονται ο ένας τον άλλον. Γι’ αυτό κάθε είδος ζωής που επιδιώκει να είναι ανεξάρτητη από τους άλλους ανθρώπους για την εκπλήρωση των αναγκών του ατόμου είναι ζωή χωρίς κοινότητα.

Τα δώρα που υφαίνουν τον ιστό μιας κοινότητας δεν γίνεται να είναι επιδερμικά· πρέπει να ικανοποιούν πραγματικές ανάγκες. Μόνον τότε εμπνέουν την ευγνωμοσύνη και δημιουργούν τις υποχρεώσεις που συνδέουν τους ανθρώπους μεταξύ τους. Η δυσκολία δημιουργίας κοινότητας στις μέρες μας έγκειται στο ότι όταν οι άνθρωποι ικανοποιούν όλες τους τις ανάγκες μέσω του χρήματος, δεν μένει τίποτα για να προσφέρουν. Αν δώσετε σε κάποιον ένα προϊόν που προορίζεται για πώληση, είτε του δίνετε έτσι χρήματα (αφού τον γλιτώνετε από το έξοδο να το αγοράσει αφ’ εαυτού του) είτε του δίνετε κάτι που δεν χρειάζεται (αλλιώς θα το είχε ήδη αγοράσει). Καμία από τις δύο επιλογές δεν αρκεί για τη δημιουργία κοινότητας, εκτός αν στην πρώτη περίπτωση, ο παραλήπτης πραγματικά χρειάζεται χρήματα. Αυτός είναι ο λόγος που οι φτωχοί άνθρωποι αναπτύσσουν κοινότητες με πολύ πιο ισχυρούς δεσμούς από τους πλούσιους ανθρώπους. Έχουν περισσότερες ανεκπλήρωτες ανάγκες. Αυτό ήταν ένα από τα μεγαλύτερα μαθήματα που πήρα από την περίοδο της φτώχιας που ακολούθησε τη δημοσίευση του βιβλίου μου The Ascent of Humanity. Η ανάγκη με έμαθε να δέχομαι χωρίς τον φόβο ότι θα υποχρεωθώ στη συνέχεια. Η βοήθεια που έλαβα αφύπνισε εκ νέου μέσα μου την πρωταρχική ευγνωμοσύνη της βρεφικής ηλικίας, τη συνειδητοποίηση ότι εξαρτώμαι πέρα για πέρα για την επιβίωσή και τη ζωή μου από το δίκτυο προσφοράς που με περιβάλλει. Μου έδωσε δύναμη επίσης να είμαι πιο γενναιόδωρος, αφού είχα επιζήσει της ντροπής της χρεωκοπίας, της απώλειας του διαμερίσματός μου, του να κοιμάμαι με τα παιδιά μου στο σαλόνι άλλων ανθρώπων, και έμαθα ότι είναι αποδεκτό να ζητάς τέτοιου είδους βοήθεια. Ίσως ένα από τα οφέλη των δύσκολων καιρών που καταπατούν την ψευδαίσθηση της κανονικότητας είναι ότι θα αφυπνίσουν εκ νέου σε όλο και περισσότερους ανθρώπους την πρωταρχική ευγνωμοσύνη, που γεννιέται από την αναγκαιότητα της αποδοχής δώρων όταν δεν καταβάλλονται μισθοί. Όπως στη βρεφική ηλικία, οι περίοδοι που είμαστε αβοήθητοι μας ξανασυνδέουν με την αρχή του δώρου. Άλλοι άνθρωποι που γνωρίζω έκαναν παρόμοιες συνειδητοποιήσεις όταν έγιναν ανήμποροι λόγω κάποιας σοβαρής ασθένειας.

Όταν κατάλαβα ότι η διάλυση της κοινότητας προκαλείται από τον εκχρηματισμό λειτουργιών που ήταν κάποτε μέρος του δικτύου των δώρων, αρχικά δεν μπορούσα να σκεφτώ άλλον τρόπο για να επαναφέρω την κοινότητα από το να εγκαταλείψουμε την χρηματική οικονομία και, κατ’ επέκταση, το οικονομικό και βιομηχανικό σύστημα της μαζικής παραγωγής. Δεν μπορούσα να σκεφτώ άλλον τρόπο να επανιδρύσουμε την κοινότητα από το να ξαναρχίσουμε να κάνουμε τα πράγματα «με τον παλιό τρόπο»: να κάνουμε τα πράγματα χωρίς τη βοήθεια μηχανημάτων. Αν η κοινότητα πεθαίνει όταν άνθρωποι ξένοι σε εμάς φτιάχνουν όλα τα πράγματα που χρειαζόμαστε, τότε, για να αποκαταστήσουμε την τάξη, νόμιζα, θα έπρεπε να επιστρέψουμε στην τοπική και απαραιτήτως χαμηλότερης τεχνολογίας παραγωγή – μια παραγωγή που δεν απαιτεί τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας.

Ωστόσο, θα ήταν ανόητο να αποποιηθούμε τα πράγματα που έχουμε κατακτήσει σήμερα απλώς για να έχουμε κοινότητα. Θα ήταν επίσης μάταιο γιατί σε κάποιο επίπεδο θα αισθανόμασταν την υποκρισία του πράγματος. Οι ανάγκες που θα εκπληρώνονταν δεν θα ήταν πραγματικές ανάγκες, θα ήταν τεχνητές. Το να πει κάποιος «Εγώ θα μπορούσα να κόψω αυτές τις σανίδες σε μια ώρα στον πάγκο κοπής ξύλων αλλά ας τις κόψω καλύτερα με αυτό το πριόνι χειρός που χρειάζεται δύο ανθρώπους να το χειριστούν και δύο μέρες δουλειάς επειδή αυτό θα βοηθήσει την αλληλεξάρτησή μας», είναι πλάνη. Η τεχνητή αλληλεξάρτηση δεν είναι λύση για την τεχνητή διάσταση που βιώνουμε σήμερα. Η λύση δεν είναι να εκπληρώνουμε ήδη εκπληρωμένες ανάγκες λιγότερο αποτελεσματικά, ώστε να αναγκαστούμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον. Θα ήταν προτιμότερο να εκπληρώνουμε τις ανάγκες που παραμένουν ανεκπλήρωτες σήμερα.

Δεν είναι η λαχτάρα για την κοινότητα που θα αποτελέσει το κίνητρο για μία αναγέννηση στην παραδοσιακή χειροτεχνία και την παραγωγή χαμηλής τεχνολογίας. Η διακοπή των κρυφών επιχορηγήσεων για ενεργοβόρο κεντρικοποιημένη παραγωγή και μεταφορές θα υποστηρίξει αυτήν την αναγέννηση αλλά δεν θα την επιβάλλει. Θα επιστρέψουμε στην τοπική παραγωγή λόγω της επιθυμίας να καλυτερεύσουμε τη ζωή μας και να εκπληρώσουμε ανεκπλήρωτες ανάγκες – μια επιθυμία να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας. Οι άνθρωποι που λένε «Καλύτερα να μάθουμε πάλι να χρησιμοποιούμε τα χειροκίνητα εργαλεία γιατί το πετρέλαιο θα γίνει τόσο ακριβό που έτσι κι αλλιώς θα αναγκαστούμε», ενδίδουν σε ένα είδος μοιρολατρίας. Ελπίζουν ότι θα αναγκαστούν να επιστρέψουν σον σωστό βιοπορισμό. Εγώ πιστεύω ότι θα το επιλέξουμε. Αυτή η κρίση που προκαλείται από τη διάσταση θα μας ωθήσει προς αυτήν την επιλογή με αυξανόμενη δύναμη, όμως αν επιθυμούμε αληθινά ως είδος να διατηρήσουμε έναν άσχημα μαζικοποιημένο τρόπο ζωής, μάλλον μπορούμε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρι να εξαντλήσουμε την ίδια τη βάση της βιόσφαιρας. Το τέλος της κορύφωσης της παραγωγής πετρελαίου δεν θα μας σώσει! Αντί γι’ αυτό θα επιλέξουμε να ξαναζωντανέψουμε την τοπική, μικρής κλίμακας, παραγωγή που εξαρτάται από τον αριθμό των εργατικών χεριών ως τον μοναδικό τρόπο εκπλήρωσης των ανθρώπινων αναγκών. Είναι ο μόνος τρόπος να εμπλουτίσουμε τις ζωές μας και να εκπληρώσουμε τον Νέο Υλισμό που περιγράφω στο επόμενο κεφάλαιο.

Βλέπετε, το συναίσθημα «Δεν σε χρειάζομαι» στηρίζεται σε μία ψευδαίσθηση. Στην πραγματικότητα, χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον. Παρόλο που είμαστε ικανοί να πληρώνουμε για ο,τιδήποτε χρειαστούμε, δεν αισθανόμαστε ικανοποιημένοι· δεν αισθανόμαστε σαν να έχουν πράγματι εκπληρωθεί όλες μας οι ανάγκες. Αισθανόμαστε άδειοι, πεινασμένοι. Κι επειδή αυτή η πείνα παρατηρείται και στους πλούσιους και στους φτωχούς, καταλαβαίνω ότι πρόκειται για κάτι που δεν μπορεί να αγοράσει το χρήμα. Ίσως τελικά υπάρχει ελπίδα για την κοινότητα, ακόμα και μέσα σε μια εκχρηματισμένη κοινωνία. Ίσως η ελπίδα βρίσκεται σε αυτές τις ανάγκες που δεν μπορούν να ικανοποιηθούν με πράγματα που αγοράζονται. Ίσως τα πράγματα που χρειαζόμαστε περισσότερο απουσιάζουν από τα προϊόντα της μαζικής παραγωγής, δεν μπορούν να προσδιοριστούν ποσοτικά ή να γίνουν εμπορεύσιμα και γι’ αυτό βρίσκονται από τη φύση τους έξω από την επικράτεια του χρήματος.

Ο οικονομικά ανεξάρτητος άνθρωπος δεν έχει μείνει χωρίς κοινότητα επειδή ικανοποιεί όλες τις ανάγκες του μέσω του χρήματος – έχει μείνει χωρίς κοινότητα επειδή δεν ικανοποιεί τις ανάγκες του παρά μόνο μέσω του χρήματος. Για την ακρίβεια, προσπαθεί να χρησιμοποιήσει το χρήμα για να ικανοποιήσει ανάγκες που το χρήμα δεν έχει την δυνατότητα να ικανοποιήσει. Το χρήμα, απρόσωπο και τυποποιημένο όπως είναι, μπορεί αφ’ εαυτού του να ικανοποιήσει μόνον ανάγκες με ανάλογες ιδιότητες. Μπορεί να ικανοποιήσει την ανάγκη για θερμίδες, Χ γραμμάρια πρωτεΐνης, Ψ χιλιοστόγραμμα βιταμίνης C – ο,τιδήποτε μπορεί να τυποποιηθεί και να προσδιοριστεί ποσοτικά. Όμως δεν μπορεί αφ’ εαυτού του να ικανοποιήσει την ανάγκη για όμορφο φαγητό μαγειρεμένο από κάποιον που νοιάζεται. Το χρήμα μπορεί να ικανοποιήσει την ανάγκη για στέγη όμως δεν μπορεί αφ’ εαυτού του να ικανοποιήσει την ανάγκη για ένα σπιτικό που είναι η οργανική συνέχεια ενός ατόμου. Το χρήμα μπορεί ουσιαστικά να αγοράσει οποιοδήποτε εργαλείο, όχι όμως ένα εργαλείο που είναι συνδεδεμένο με την ιστορία αυτού που το κατασκεύασε και που τον ξέρεις και σε ξέρει. Το χρήμα μπορεί να αγοράσει τραγούδια, όμως όχι ένα τραγούδι που το λέει κάποιος για χάρη σου. Ακόμα κι αν προσλάβετε ένα μουσικό συγκρότημα να παίξει μουσική στο σπίτι σας, δεν υπάρχει καμία εγγύηση, όσα κι αν πληρώσετε, ότι θα τραγουδήσουν πραγματικά σε σας και δεν θα προσποιούνται. Αν η δική σας μητέρα σας τραγουδούσε νανουρίσματα ή αν σας έκανε ποτέ καντάδα κάποιος, γνωρίζετε για τι πράγμα μιλάω και πόσο βαθιά είναι η ανάγκη που εκπληρώνεται. Καμιά φορά μπορεί να συμβεί στη διάρκεια μιας συναυλίας, όταν το συγκρότημα δεν προσποιείται αλλά παίζει πραγματικά για το κοινό του ή παίζει στο κοινό του. Κάθε τέτοια παράσταση είναι μοναδική, και η ιδιαίτερη, μαγική χροιά της χάνεται στην ηχογράφηση. «Έπρεπε να ήσουν εκεί». Πράγματι, μπορεί να πληρώσουμε χρήματα για να παρακολουθήσουμε μια τέτοια εκδήλωση και αυτό που θα πάρουμε να είναι περισσότερο από αυτό για το οποίο πληρώσαμε όταν το συγκρότημα παίζει στ’ αλήθεια για μας. Δεν αισθανόμαστε ότι η συναλλαγή ολοκληρώθηκε και έκλεισε, ότι ακυρώθηκε κάθε έννοια υποχρέωσης, όπως σε μία καθαρά χρηματική συναλλαγή. Νιώθουμε μια παρατεταμένη σύνδεση, επειδή γίνεται μια προσφορά. Η ζωή έχει δεν μπορεί να είναι πλούσια δίχως τέτοιες εμπειρίες, οι οποίες πραγματοποιούνται με όχημα το χρήμα αλλά δεν μπορούν να διασφαλιστούν με κανένα ποσό χρημάτων.

Η κατάσταση στην Αμερική, την κοινωνία έχει εκχρηματιστεί περισσότερο από κάθε άλλη που έχει γνωρίσει ο πλανήτης, είναι η εξής: μερικές από τις ανάγκες μας εκπληρώνονται σε υπερβολικό βαθμό ενώ άλλες μένουν τραγικά ανεκπλήρωτες. Εμείς στις πλουσιότερες κοινωνίες καταναλώνουμε υπερβολικά πολλές θερμίδες, ακόμα και όταν λαχταράμε όμορφο, φρέσκο φαγητό· έχουμε υπερμεγέθη σπίτια αλλά μας λείπουν οι χώροι που πραγματικά εκφράζουν την ατομικότητα και την ανθρώπινη  σύνδεση· τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μας περιζώνουν από παντού ενώ εμείς πεινάμε για αυθεντική επικοινωνία. Μας προσφέρονται δυνατότητες διασκέδασης κάθε δευτερόλεπτο της ημέρας αλλά μας λείπει η ευκαιρία να παίξουμε. Στο βασίλειο του χρήματος, πεινάμε για όλα αυτά που είναι οικεία, προσωπικά και μοναδικά. Γνωρίζουμε περισσότερα για τη ζωή του Michael Jackson, της Princess Diana και της Lindsay Lohan από όσα γνωρίζουμε για τους ίδιους μας τους γείτονες, με αποτέλεσμα να μην γνωρίζουμε στην πραγματικότητα κανέναν, ούτε να μας γνωρίζει κανένας.

Τα πράγματα που χρειαζόμαστε περισσότερο είναι τα πράγματα που μάθαμε να φοβόμαστε περισσότερο, όπως η περιπέτεια, η οικειότητα και η αυθεντική επικοινωνία. Αποστρέφουμε τα μάτια μας και μένουμε σε πιο βολικά θέματα. Ανακηρύσσουμε αρετή την ιδιωτικότητα, τη διακριτικότητα, έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να δει τα άπλυτά μας – ή έστω και τα πλυμένα μας ρούχα: τα εσώρουχά μας θεωρούνται άσχημα, μια παράξενη αξία που καθρεφτίζεται στη διαδεδομένη αμερικανική απαγόρευση του απλώματος της μπουγάδας σε εξωτερικούς χώρους. Η ζωή έχει γίνει ιδιωτική υπόθεση. Αισθανόμαστε αμήχανα με την οικειότητα και τη σύνδεση, που είναι από τις μεγαλύτερες ανεκπλήρωτες ανάγκες σήμερα. Το να σε βλέπουν και να σε ακούνε ουσιαστικά, το να σε γνωρίζουν αληθινά, είναι μια βαθιά ανθρώπινη ανάγκη. Η λαχτάρα μας γι’ αυτά είναι τόσο πολύ παρούσα παντού, αποτελεί τόσο πολύ μέρος του βιώματος της ζωής, που δεν ξέρουμε πια τι είναι αυτό που μας λείπει όπως ένα ψάρι δεν ξέρει ότι είναι βρεμένο. Χρειαζόμαστε πολύ περισσότερη οικειότητα από αυτήν που όλοι πιστεύουν φυσιολογική. Ζώντας πάντα με τη λαχτάρα της, επιζητούμε παρηγοριά και τροφή στα κοντινότερα διαθέσιμα υποκατάστατα: τηλεόραση, ψώνια, πορνογραφία, επιδεικτική κατανάλωση – ο,τιδήποτε για να ανακουφίσουμε τον πόνο, να νιώσουμε συνδεδεμένοι ή να προβάλλουμε μια εικόνα την οποία ίσως οι άλλοι δουν και γνωρίσουν ή στην οποία ίσως εμείς δούμε και γνωρίσουμε τους εαυτούς μας.

Ολοφάνερα, η μετάβαση στην ιερή οικονομία συνοδεύει μια μετάβαση στην ψυχολογία μας. Η κοινότητα, η οποία στη σύγχρονη γλώσσα σημαίνει εγγύτητα ή απλώς ένα δίκτυο, είναι ένα πολύ βαθύτερο είδος σύνδεσης από αυτό: είναι το μοίρασμα της ανθρώπινης ύπαρξης, η προέκταση του εαυτού. Το να είσαι σε μια κοινότητα, να είσαι σε κοινωνία με άλλους, σημαίνει να είσαι σε μια προσωπική σχέση αλληλεξάρτησης και συνοδεύεται από ένα τίμημα: την ψευδαίσθηση της ανεξαρτησίας μας, την απαλλαγή μας από τις υποχρεώσεις. Δεν μπορείς να τα έχεις και τα δύο. Αν θέλεις κοινότητα, πρέπει να είσαι πρόθυμος να «υποχρεώνεσαι», να εξαρτάσαι, να δένεσαι, να συνδέεσαι. Θα δώσεις και θα λάβεις δώρα που δεν μπορείς απλώς να τα αγοράσεις κάπου. Δεν θα βρίσκεις εύκολα άλλη πηγή δώρων. Ο ένας θα χρειάζεται τον άλλον.

Σε αυτό το κεφάλαιο γυρίζω γύρω από το ερώτημα του ποιες είναι οι ανάγκες που παραμένουν ανεκπλήρωτες στον εκχρηματισμένο κόσμο. Έχω δώσει πολλά παραδείγματα πραγμάτων που εκπληρώνουν μια βαθιά ανάγκη – τραγούδια που λέγονται σε εμάς, σπιτικά που είναι η προέκταση του εαυτού, φαγητό μαγειρεμένο με αγάπη. Όμως ποια είναι η γενική αρχή; Οι ανάγκες μας, είτε είναι υλικές .είτε πνευματικές (π.χ. άγγιγμα, ψυχαγωγία, ιστορίες, μουσική ή χορός) καμιά τους δεν είναι απολύτως ελεύθερη από τον κόσμο του χρήματος. Μπορούμε να αγοράσουμε άγγιγμα· μπορούμε να αγοράσουμε ιστορίες (π.χ. όταν πηγαίνουμε στον κινηματογράφο), αγοράζουμε μουσική και βιντεοπαιχνίδια για να ψυχαγωγηθούμε, μπορούμε ακόμα και να αγοράσουμε σεξ. Όμως ό,τι κι αν αγοράσουμε, υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να προσδιοριστεί ποσοτικά (και γι’ αυτό είναι απρόσβλητο από τον εκχρηματισμό) το οποίο άλλοτε χρησιμοποιεί ως όχημα το αντικείμενο αγοράς κι άλλοτε όχι, και είναι αυτό το κάτι που πραγματικά λαχταράμε. Όταν αυτό λείπει, ο,τιδήποτε κι αν έχουμε αγοράσει μας φαίνεται κενό. Δεν μας ικανοποιεί. Όταν είναι παρόν, τότε, ακόμα κι αν έχουμε πληρώσει για να αγοράσουμε το αντικείμενο που χρησιμοποιεί ως όχημα, ξέρουμε ότι έχουμε λάβει απείρως περισσότερα από αυτά που πληρώσαμε. Ξέρουμε με άλλα λόγια ότι έχουμε λάβει ένα δώρο. Ο σεφ που βάζει παραπανίσια φροντίδα για να μαγειρέψει κάτι ιδιαίτερο, ο μουσικός που δίνει την καρδία του στο παίξιμο, και ο μηχανικός που σχεδίασε ένα προϊόν με περίσσευμα λεπτομέρειας μόνο και μόνο επειδή ήθελε να το κάνει σωστά δεν θα ωφεληθούν άμεσα από τον επιπλέον κόπο τους. Όλοι αυτοί ζούνε στο πνεύμα του δώρου, και το νιώθουμε – εξ ου και η επιθυμία μας να στείλουμε «τα συγχαρητήριά μας στον σεφ». Η συμπεριφορά τους είναι ασύμφωνη προς το οικονομικό συμφέρον και, και το παρόν χρηματοοικονομικό σύστημα που στηρίζεται στον ανταγωνισμό, την απομακρύνει ως ανεπιθύμητη. Αν έχετε δουλέψει ποτέ σε αυτό το σύστημα, καταλαβαίνετε τι εννοώ. Μιλάω για την αδυσώπητη πίεση να κάνουμε τη δουλειά μας μόνον όσο καλά χρειάζεται, και τίποτα παραπάνω.

Ποιο είναι εκείνο το επιπλέον πράγμα που δεν μπορεί να προσδιοριστεί ποσοτικά και που μερικές φορές χρησιμοποιεί ως όχημα το αγορασμένο αντικείμενο και το μετατρέπει σε δώρο; Ποια είναι αυτή η ανάγκη που μένει κατά κύριο λόγο ανεκπλήρωτη στον σύγχρονο πολιτισμό; Περιληπτικά, η ουσιώδης ανάγκη που μένει ανεκπλήρωτη σήμερα, η βασική ανάγκη που παίρνει χίλιες μορφές, είναι η ανάγκη για το ιερό – η εμπειρία της μοναδικότητας και της σύνδεσης που περιέγραψα στην εισαγωγή.

Οι περιβαλλοντολόγοι συχνά δηλώνουν ότι δεν μπορούμε να διατηρήσουμε τον τρόπο ζωής που καταναλώνει όλο και περισσότερους πόρους, υπονοώντας ότι θα το επιθυμούσαμε αρκεί να μπορούσαμε. Διαφωνώ. Πιστεύω ότι θα προχωρήσουμε προς έναν πιο φιλικό προς το περιβάλλον τρόπο ζωής από θετική επιλογή. Αντί να λέμε «Κρίμα που πρέπει να εγκαταλείψουμε τα γιγάντια σπίτια μας στα προάστια επειδή καταναλώνουν υπερβολική ενέργεια», δεν θα θέλουμε πλέον εκείνα τα σπίτια επειδή θα αναγνωρίζουμε την ανάγκη μας για προσωπικές, συνδεδεμένες, ιερές κατοικίες μέσα σε σφιχτοδεμένες κοινότητες και θα ανταποκρινόμαστε σε αυτήν την ανάγκη. Το ίδιο ισχύει και για τα υπόλοιπα στοιχεία του σύγχρονου καταναλωτικού τρόπου ζωής. Θα τα παραμερίσουμε επειδή δεν μπορούμε πια να ανεχτούμε το κενό και την ασχήμια. Πεινάμε για πνευματική τροφή. Πεινάμε για μια ζωή που είναι προσωπική, συνδεδεμένη και με νόημα. Από επιλογή θα στρέψουμε εκεί στην ενέργειά μας. Όταν το κάνουμε αυτό, η κοινότητα θα ξαναδημιουργηθεί εκ νέου επειδή αυτή η πνευματική τροφή μπορεί να έρθει σε μας μόνο ως δώρο, ως μέρος ενός δικτύου δώρων στο οποίο συμμετέχουμε ως δότες και αποδέκτες. Είτε αυτό το δώρο χρησιμοποιεί ως μέσο ένα αγορασμένο αντικείμενο είτε όχι, είναι προσωπικό και μοναδικό με τρόπο που δεν επιδέχεται μείωση.

Όταν χρησιμοποιώ τη λέξη πνευματικό δεν το κάνω σε αντιδιαστολή με το υλικό. Ανέχομαι ελάχιστα οποιαδήποτε φιλοσοφία ή θρησκεία επιδιώκει να υπερβεί τον υλικό κόσμο. Μάλιστα, ο διαχωρισμός του πνευματικού από το υλικό είναι καθοριστικός στην αποτρόπαιη μεταχείριση που επιφυλάσσουμε στον υλικό κόσμο. Τα ιερά οικονομικά αντιμετωπίζουν τον κόσμο σαν να είναι περισσότερο και όχι λιγότερο ιερός. Έχουν πιο υλιστική αντιμετώπιση από την τρέχουσα κουλτούρα – υλιστική με την έννοια της βαθιάς και επιμελούς αγάπης για τον κόσμο. Οπότε, όταν μιλάω για την εκπλήρωση των πνευματικών αναγκών μας, δεν είναι για να συνεχίσουμε να παράγουμε όλα αυτά τα φτηνά, τυποποιημένα πράγματα που σκοτώνουν τον πλανήτη ενώ διαλογιζόμαστε, προσευχόμαστε και φλυαρούμε για τους αγγέλους, το πνεύμα και  το Θεό. Είναι για να για να αντιμετωπίσουμε τις σχέσεις, την κυκλοφορία και την ίδια την υλική ζωή ως ιερά. Επειδή είναι ιερά.