ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ

 

«Ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα στον ίδιο τον παράδεισο αν εκείνοι που φτάνουν εκεί πρώτοι θεσμοθετήσουν την ατομική ιδιοκτησία πάνω στον παράδεισο, και τον τεμαχίζουν σε οικόπεδα που τα νέμονται με τη μορφή της απόλυτης κυριότητας, έτσι όπως εμείς τεμαχίζουμε σε οικόπεδα τη γη;»

–Henry George

“Ο Άνθρωπος δεν έφτιαξε τη γη, και ενώ είχε ένα φυσικό δικαίωμα να την κατοικήσει δεν είχε κανένα δικαίωμα να προσδιορίσει ως ιδιοκτησία του κανένα κομμάτι της στο διηνεκές· ούτε ο Δημιουργός της γης άνοιξε κάποιο γραφείο όπου εξέδιδε τίτλους ιδιοκτησίας.»

–Thomas Paine

 

Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΝΑ ΚΑΤΕΧΟΥΜΕ

Έχουμε ζήσει σε μια Εποχή Διάστασης. Ένας-ένας, οι δεσμοί μας με την κοινότητα, τη φύση και τον τόπο διαλύθηκαν, εγκλωβίζοντάς μας σε έναν αποξενωμένο κόσμο. Η απώλεια αυτών των δεσμών αποτελεί κάτι παραπάνω από την μείωση του πλούτου μας, είναι μια μείωση του ίδιου μας του είναι. Η φτωχοποίηση που νιώθουμε, αποκομμένοι από την κοινότητα και αποκομμένοι από τη φύση, είναι μια φτωχοποίηση της ψυχής μας. Αυτό συμβαίνει γιατί, αντίθετα με τις υποθέσεις των οικονομικών, της βιολογίας, της πολιτικής φιλοσοφίας, της ψυχολογίας και της θεσμικής θρησκείας, κατά βάση δεν είμαστε χωριστά όντα που έχουν σχέσεις. Είμαστε η σχέση.

Κάποτε άκουσα τον Martin Preschtel, ενώ μιλούσε για το χωριό του στη Γουατεμάλα, να εξηγεί: «Στο χωριό μου, αν πήγαινες στον σαμάνο με ένα άρρωστο παιδί, δεν θα έλεγες ποτέ: «είμαι υγιής, αλλά το παιδί μου είναι άρρωστο». Θα έλεγες « Η οικογένειά μου είναι άρρωστη.» Ή αν ήταν ο γείτονας άρρωστος, θα έλεγες, «Το χωριό μου είναι άρρωστο». Χωρίς αμφιβολία, σε μια τέτοια κοινωνία, θα ήταν το ίδιο ασύλληπτο να πεις «Εγώ είμαι υγιής, αλλά το δάσος είναι άρρωστο». Το να σκεφτεί κανείς ότι είναι υγιής ενώ η οικογένειά του, το χωριό ή ακόμα η γη, το νερό ή ο πλανήτης δεν είναι, θα ήταν τόσο παράλογο όσο αν έλεγες «έχω μια θανατηφόρο αρρώστια στο συκώτι, αλλά είναι μόνο το συκώτι μου – εγώ είμαι υγιής!». Όπως η αίσθηση του εαυτού μου περιλαμβάνει το συκώτι, έτσι κι εκείνων περιελάμβανε την κοινωνική και τη φυσική κοινότητα.

Ο σύγχρονος εαυτός, αντίθετα, είναι ένα διακριτό και απομονωμένο αντικείμενο μέσα στο σύμπαν που είναι ο Άλλος. Αυτός ο εαυτός είναι ο Οικονομικός Άνθρωπος του Adam Smith· είναι η ενασαρκωμένη ψυχή της θρησκείας· είναι το εγωιστικό γονίδιο της βιολογίας. Κρύβεται κάτω από τις συγκλίνουσες κρίσεις του καιρού μας, που είναι όλες παραλλαγές του θέματος της διάστασης – διάστασης με τη φύση, με την κοινότητα, με τα χαμένα μέρη του εαυτού μας. Κρύβεται κάτω από όλους τους συνήθεις υπόπτους που κατηγορούνται για την συνεχιζόμενη καταστροφή της οικολογίας και της πολιτείας όπως η ανθρώπινη απληστία ή ο καπιταλισμός. Η αίσθηση του εαυτού μας επιβάλλει ότι «Περισσότερα για μένα είσαι λιγότερα για σένα», άρα έχουμε ένα χρηματοοικονομικό σύστημα βασισμένο στο συμφέρον που ενσωματώνει αυτήν την αρχή. Στην παλιότερες κοινωνίες δώρου ίσχυε το ακριβώς αντίθετο.

Η επιθυμία να κατέχουμε αυξάνει σαν μια φυσική απάντηση σε μια ιδεολογία αποξένωσης που μας αποκόπτει από τις συνδέσεις μας και μας αφήνει μόνους στο σύμπαν. Όταν αποκλείουμε τον κόσμο από τον εαυτό, η μικρή, μοναχική ταυτότητα που απομένει έχει μια αδηφάγο ανάγκη να διεκδικήσει όσο γίνεται περισσότερη «ύπαρξη» μπορεί, για λογαριασμό της. Αν όλος ο κόσμος, όλη η ζωή και η γη δεν είναι πια εγώ, τότε μπορώ τουλάχιστον να αναπληρώσω κάνοντάς τα δικά μου. Άλλοι απομονωμένοι εαυτοί κάνουν το ίδιο, οπότε ζούμε σε έναν κόσμο ανταγωνισμού και μιας πανταχού παρούσας αγωνίας. Είναι μέρος του ορισμού του εαυτού. Είναι το έλλειμμα του είναι, το έλλειμμα της ψυχής, μέσα στα οποία γεννιόμαστε.

Παγιδευμένοι στη λογική του «εγώ» και του «δικό μου», επιδιώκουμε να ανακτήσουμε κάποιο μικρό κομμάτι του χαμένου μας πλούτου επεκτείνοντας και προστατεύοντας τον απομονωμένο εαυτό και την προέκτασή του: χρήμα και περιουσία. Εκείνοι που δεν έχουν τα οικονομικά μέσα για να διογκώσουν τον εαυτό, συχνά διογκώνουν το φυσικό εαυτό, που είναι η αιτία που η παχυσαρκία προσβάλλει δυσανάλογα περισσότερο τους φτωχούς. Εθισμοί στις αγορές, το χρήμα και τα αποκτήματα εκπορεύονται από την ίδια βασική πηγή με τους εθισμούς στο φαγητό: και τα δύο προέρχονται από τη μοναξιά, από τον πόνο του απλώς να υπάρχεις αποκομμένος  από τα περισσότερα από αυτά που είμαστε.

Κοιτάζοντας τις γυμνές λωρίδες γης στα ορυχεία επιφανειακής εξόρυξης, τα αποψιλωμένα δάση και τις νεκρές ζώνες και τις γενοκτονίες και την υποβαθμισμένη καταναλωτική κουλτούρα, αναρωτιόμαστε, Ποια είναι η προέλευση αυτού του τερατώδους μηχανήματος που καταβροχθίζει την ομορφιά και φτύνει χρήμα; Ο διακριτός και απομονωμένος εαυτός, καθώς επιθεωρεί ένα σύμπαν που είναι ουσιαστικά ξένο προς αυτόν, που είναι ο Άλλος, είναι φυσικό να μεταχειρίζεται τον φυσικό και τον ανθρώπινο κόσμο σαν ένα σωρό από υλικά με χρηστική, δευτερεύουσα σημασία. Ο υπόλοιπος κόσμος είναι ουσιαστικά ένας μη-εαυτός. (1) Γιατί να νοιαστούμε γι’ αυτόν, για κάτι που είναι πέρα από αυτά που προβλέπουμε ότι θα μας είναι χρήσιμα; Έτσι ο Descartes, ένας πρωτοπόρος εκφραστής της σύγχρονης έννοιας του εαυτού, διατύπωσε επίσης την φιλοδοξία να γίνει ο άνθρωπος «αφέντης και κύριος» της φύσης. Όπως υποδηλώνει η τελευταία λέξη, η ιδέα της ιδιοκτησίας εκδηλώνεται πολύ φυσικά στον απομονωμένο εαυτό.

Η άκαμπτη, στενή διάκριση του εαυτού και του άλλου που υιοθετήσαμε σύντομα τελειώνει, έχοντας πέσει θύμα της δικής της λογικής. Όπως έχουν διδάξει οι μυστικιστές, ο απομονωμένος εαυτός μπορεί να συντηρηθεί μόνον προσωρινά, και με μεγάλο τίμημα. Κι εμείς τον έχουμε συντηρήσει για πολύ καιρό και οικοδομήσαμε πάνω του έναν πολιτισμό που επιδιώκει την κατατρόπωση της φύσης και της ανθρώπινης φύσης. Η σημερινή σύγκλιση πολλών κρίσεων αποκάλυψε τη ματαιότητα αυτού του σκοπού. Προμηνύει το τέλος του πολιτισμού έτσι όπως τον ξέρουμε, και την αποκατάσταση ενός νέου τρόπου ανθρώπινης ζωής που θα προσδιορίζεται από μία πιο ρευστή αίσθηση του εαυτού, που περικλείει περισσότερα πράγματα.

Μία θεωρία για την προέλευση της ιδιοκτησίας τη συνδέει με την έννοια της αυτονομίας, της αυτοκυριαρχίας, που προέκυψε σιγά-σιγά μέσα από το κοινό μας παρελθόν, όταν ζούσαμε σε φυλές. Ο Charles Avila περιγράφει αυτή τη λογική ως εξής: «Αν ανήκω στον εαυτό μου, και η δύναμη του μόχθου μου ανήκει σε μένα, τότε αυτό που φτιάχνω είναι δικό μου». (2) Εδώ λοιπόν βρίσκεται μία ιδεολογική προϋπόθεση για κάθε οικουμενικό κανόνα στις ανθρώπινες κοινωνίες. Σε άλλες κοινωνίες, η φατρία, η φυλή, το χωριό ή ακόμα και η κοινότητα όλης της ζωής μπορεί να έχουν παραγκωνίσει την ατομική σύλληψη του εαυτού, οπότε σε αυτήν την περίπτωση η δύναμη του μόχθου μου δεν ανήκει σε εμένα αλλά σε κάτι μεγαλύτερο από εμένα(3). Γι’ αυτό λοιπόν, ο θεσμός της ιδιοκτησίας δεν είναι η αιτία της σημερινής μας ασθένειας αλλά ένα σύμπτωμα της έλλειψης σύνδεσης και της απομόνωσής μας. Έτσι, αυτό το βιβλίο δεν επιδιώκει να καταργήσει την ιδιοκτησία (γιατί αν έκανε κάτι τέτοιο θα αντιμετώπιζε το σύμπτωμα και όχι την αιτία) αλλά να τη μεταμορφώσει ως μέρος μιας ευρύτερης μεταμόρφωσης του ανθρώπινου τρόπου ύπαρξης.

Άλλοι φιλόσοφοι, ιδιαίτερα ο Wilhelm Reich και η Genevieve Vaughan, συνδέουν την προέλευση της ιδιοκτησίας με την έλευση της κυριαρχίας των ανδρών και της πατριαρχικής κοινωνίας.(4) Παρόλο που πιστεύω ότι τα επιχειρήματά τους έχουν βάση, επέλεξα να μην διερευνήσω σε αυτό το βιβλίο τη σεξουαλική διάσταση του χρήματος και της ιδιοκτησίας, ένα θέμα που χρήζει ξεχωριστής διατριβής. Κάθε θεσμός της Εποχής της Διάστασης συνδέεται με τους υπόλοιπους· η αποξένωση από την φύση, το σώμα και το ιερό θηλυκό απηχεί την αποξένωση από τον κόσμο που υποδηλώνει η ιδιοκτησία όταν μετατρέπει τα πάντα σε διακριτά εμπορεύματα.

Η επιθυμία να κατέχουμε μειώνεται καθώς αναπτύσσεται η αίσθηση της σύνδεσης και της ευγνωμοσύνης και καθώς συνειδητοποιούμε ότι η δύναμη που προκύπτει από τον μόχθο μας δεν μας ανήκει, και ότι αυτό που φτιάχνουμε δεν είναι ακριβώς δικό μας. Η ικανότητά μου να εργάζομαι και η ζωή μου η ίδια δεν είναι επίσης δώρα; Με αυτήν τη συνειδητοποίηση, μας γεννιέται η επιθυμία να προσφέρουμε τις δημιουργίες μας σε όλους εκείνους που συνέβαλαν στην ύπαρξη μας και μας πρόσφεραν το δώρο της ζωής.

Ορισμένοι σοσιαλιστές φιλόσοφοι μετέτρεψαν αυτήν την επιθυμία, που την κινητοποιεί η ευγνωμοσύνη, σε υποχρέωση και τη χρησιμοποίησαν ως δικαιολογία για την οικειοποίηση του ατομικού μόχθου από το κράτος. Έχουμε «χρέος προς την κοινωνία» και το κράτος γίνεται ο εισπράκτορας του χρέους. Σε λιγότερο ακραίες μορφές, χρησιμοποιείται ως δικαιολογία για τον φόρο εισοδήματος – άλλη μια μορφή οικειοποίησης του ατομικού μόχθου. Και στις δύο περιπτώσεις, μας επιβάλλεται να δώσουμε δια της βίας. Αντί γι’ αυτό μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα οικονομικό σύστημα που απελευθερώνει, τιμάει και επιβραβεύει την έμφυτη επιθυμία να δίνουμε; Αυτό περιγράφει το βιβλίο που κρατάτε: ένα σύστημα που επιβραβεύει τη ροή και όχι τη συσσώρευση, τη δημιουργία και όχι την ιδιοκτησία, το να προσφέρεις και όχι το να έχεις.

 

Η ΑΡΧΙΚΗ ΛΗΣΤΕΙΑ

Η κυριαρχία του ατόμου δεν ήταν παρά ένα πρώτο βήμα προς τη σύγχρονη έννοια της ιδιοκτησίας, γιατί τα περισσότερα πράγματα σ’ αυτήν τη γη δεν υφίστανται μέσα από τον μόχθο κανενός. Σύμφωνα με τη λογική του «ό,τι φτιάχνω είναι δικό μου», ο,τιδήποτε υπήρχε ανεξάρτητα από ανθρώπινη προσπάθεια δεν θα μπορούσε να ανήκει σε κανέναν. Το να ζητά κανείς κυριότητα τέτοιων πραγμάτων –της γης, των ποταμών, των ζώων, των δέντρων– θα ισοδυναμούσε με κλοπή, ακριβώς όπως είμαι κλέφτης αν αρπάξω κάτι που φτιάχνετε εσείς.

Μια διακριτή γραμμή οικονομικής σκέψη αναδύθηκε από αυτήν την συνειδητοποίηση, της οποίας οι πιο διάσημοι υποστηρικτές ήταν οι P. J. Proudhon, Karl Marx, Henry George και ο Silvio Gesell. «Η ιδιοκτησία είναι ληστεία», δήλωσε ο Proudhon: πηγαίνοντας πίσω στην καταγωγή κάθε τμήματος ιδιοκτησίας μέσω μιας διαδοχής από «νόμιμες» μεταφορές, καταλήγουμε τελικά στον πρώτο ιδιοκτήτη –εκείνον που απλώς απέκτησε, εκείνον που ξεχώρισε αυτό το κομμάτι ως «δικό μου» από την επικράτεια «του εμείς»  ή «του Θεού». Συνήθως αυτό συνέβη με βία, όπως στην αρπαγή των απέραντων γαιών της Βόρειας Αμερικής κατά τους τελευταίους τρεις αιώνες. Αυτή η ιστορία έχει παιχτεί σε διάφορες μορφές για χιλιάδες χρόνια σε ολόκληρο τον κόσμο. Άλλωστε, πριν τους Ρωμαϊκούς χρόνους δεν υπήρχε η έννοια του τίτλου ιδιοκτησίας. Η γη ήταν όπως ο αέρας και το νερό· δεν μπορούσε να ανήκει σε κάποιον. Οι πρώτοι ιδιοκτήτες, λοιπόν, δεν θα μπορούσαν να την είχαν αποκτήσει νόμιμα. Πρέπει να την είχαν καταλάβει.

Συχνά προβάλλεται το επιχείρημα ότι η ιδιοκτησία της γης είναι μια φυσική συνέπεια της γεωργίας. Ενώ ο κυνηγός-τροφοσυλλέκτης έχει κάνει ελάχιστη επένδυση στη γη, ο γεωργός έχει επενδύσει πολύ κόπο για να την κάνει πιο παραγωγική (δηλαδή για την τροφή των ανθρώπων). Θα ήταν μάλλον άδικο για τον γεωργό να κοπιάζει όλο το χρόνο για να έρχονται οι τροφοσυλλέκτες την περίοδο της σοδειάς και να τρέφονται από τη συγκομιδή. Η ιδιωτική περιουσία υποτίθεται ότι δίνει στους ανθρώπους ένα κίνητρο για να κάνουν βελτιώσεις στη γη. Όμως δεν θα ήταν πιο δίκαιο να υπήρχε κάποιος τρόπος να κατέχουν τα βελτιωτικά έργα κι όχι την ίδια τη γη;

Αρχικά, τα δικαιώματα εκμετάλλευσης της γης αποδίδονταν από κοινού στο χωριό ή τη φυλή κι όχι στο άτομο. Σε μεγάλους αγροτικούς πολιτισμούς σαν εκείνον της Αιγύπτου, της Μεσοποταμίας και της Δυναστείας των Zhou στην Κίνα, χρησιμοποιούνταν ελάχιστα η έννοια της ιδιωτικής ιδιοκτησίας της γης. Όλη η γη ήταν περιουσία του βασιλιά και επειδή ο βασιλιάς ήταν ο εκπρόσωπος του θεού στη γη, όλη η γη ήταν περιουσία του Θεού.

Υπάρχει ένα τεράστιο εννοιολογικό χάσμα μεταξύ του να έχει κανείς δικαιώματα στους καρπούς του μόχθου του πάνω στη γη και του να είναι ιδιοκτήτης της ίδιας της γης. Στη Δύση, η απόλυτη έννοια της ιδιοκτησίας της γης φαίνεται να ξεκίνησε στη Ρώμη, εμπλουτισμένη πιθανώς από την Ελληνική σύλληψη του ατόμου. Ήταν στη Ρώμη εκεί όπου για πρώτη φορά η γη περιήλθε στο λεγόμενο dominium, «το υπέρτατο δικαίωμα, το δικαίωμα που δεν είχε άλλο δικαίωμα πιο πάνω από αυτό, το δικαίωμα το οποίο νομιμοποίησε τα άλλα, ενώ το ίδιο δεν είχε ανάγκη νομιμοποίησης… το δικαίωμα ‘της χρήσης, της ευχαρίστησης και της κατάχρησης’ – ius utendi, fruendi, abutendi».(5)

Στην Ανατολή, η σαφής αναφορά στην ιδιοκτησία της γης ξεκίνησε κάπως νωρίτερα, τουλάχιστον ως έννοια. Στην Κίνα χρονολογείται αρκετά παλιά, κατά τη βασιλεία του Shang Yang τον τέταρτο αιώνα πΚΕ και ίσως ακόμα πιο νωρίς, αν και ακόμα και τότε μια περίοδος πριν την ιδιοκτησία της γης ήταν ακόμα ζήτημα ιστορικής μνήμης, όπως τεκμηριώνεται από δηλώσεις του Κομφούκιου που λένε ότι ήταν ανάρμοστο να πωλείται η γη στα «αρχαία χρόνια».(6) Η Ινδία επίσης φαίνεται να γνώριζε για την ιδιωτική ιδιοκτησία της γης από τον έκτο αιώνα πΚΕ, αν και τα αποδεικτικά στοιχεία αντιφάσκουν κάπως μεταξύ τους.(7) Σε κάθε περίπτωση, το μεγαλύτερο μέρος της γης στην Ινδία ήταν δημόσια ιδιοκτησία ως την περίοδο της βρετανικής κυριαρχίας.(8)

Στη Μεσαιωνική Ευρώπη, το κύριο μέρος της γης είτε ήταν κοινό κτήμα είτε ανήκε ή σε φεουδάρχες που δεν «κατείχαν» τη γη με την πλήρη έννοια που δίνουμε σήμερα, σαν ένα αγαθό που μπορεί να αλλάξει ιδιοκτήτες, να αγοραστεί και να πωληθεί ελεύθερα. Είχαν συγκεκριμένα δικαιώματα πάνω στη γη, τα οποία μπορούσαν να τα μεταβιβάσουν στους υποτελείς τους ως αντάλλαγμα για διάφορες υπηρεσίες, για μερίδιο στη σοδειά, και τελικά για χρήματα. Στην Αγγλία, η ελεύθερη μεταβίβαση της γης γενικά δεν ήταν δυνατή ως τον δέκατο πέμπτο αιώνα.(9) Στη συνέχεια, οι τεράστιες δημόσιες εκτάσεις γης της Αγγλίας  πέρασαν σε καθεστώς ιδιωτικής ιδιοκτησίας χάρη στις Πράξεις Περίφραξης (Enclosure Acts), μια διαδικασία που συνέβη συγχρόνως σε όλη την Ευρωπαϊκή ήπειρο, για παράδειγμα μέσα από τη «χειραφέτηση» των δουλοπάροικων. Ο Lewis Hyde γράφει,

Ενώ πριν κάποιος μπορούσε να ψαρέψει σε κάθε ρεματιά και να κυνηγήσει σε κάθε δάσος, τώρα ανακάλυπτε ότι υπήρχαν άτομα που δήλωναν ιδιοκτήτες αυτών των κοινών αγαθών. Η βάση της γαιοκτησίας είχε αλλάξει. Ο δουλοπάρικος του Μεσαίωνα ήταν σχεδόν το αντίθετο του ιδιοκτήτη γης: εκείνος ανήκε στη γη. Δεν είχε το δικαίωμα να μετακινείται ελεύθερα από μέρος σε μέρος ωστόσο είχε αναφαίρετα δικαιώματα στο κομμάτι γης ήταν συνδεδεμένος. Τώρα οι άνθρωποι διεκδικούσαν την ιδιοκτησία της γης και επιθυμούσαν να την ενοικιάζουν για κάποιο ποσό. Παρόλο που ένας δουλοπάροικος δεν μπορούσε να απομακρυνθεί από τη γη του, ένας ένοικος μπορούσε να υποστεί έξωση όχι μόνο λόγω αδυναμίας να πληρώσει το μίσθωμα αλλά και από ένα απλό καπρίτσιο του ιδιοκτήτη.(10)

Όπως με τόσες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, η απελευθέρωση των δουλοπάροικων ήταν άλλο ένα βήμα στην παγίωση της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας στα χέρια των ήδη ισχυρών. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, εκείνοι που για γενιές βοσκούσαν τα κοπάδια τους, συνέλλεγαν ξύλα για τη φωτιά και κυνηγούσαν στα χωράφια γύρω τους, δεν μπορούσαν πια να το κάνουν.(11) Αυτά τα χωράφια ήταν κοινό αγαθό, περιουσία όλων και κανενός. Έκτοτε, έγιναν ιδιωτική περιουσία.

Αν η ιδιοκτησία είναι ληστεία, τότε ένα νομικό σύστημα που έχει αφιερωθεί στην προστασία των δικαιωμάτων της ιδιωτικής περιουσίας είναι ένα σύστημα που διαιωνίζει ένα έγκλημα. Με το να κάνουμε την ιδιοκτησία ιερή και απαραβίαστη επικυρώνουμε την αρχική κλοπή. Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, μιας που οι νόμοι φτιάχτηκαν από τους ίδιους τους κλέφτες για να νομιμοποιήσουν τα παράνομα κέρδη τους. Αυτή ήταν πραγματικά η περίπτωση: στη Ρώμη και αλλού, ήταν οι πλούσιοι και οι ισχυροί μαζί που άρπαξαν τη γη και έφτιαξαν τους νόμους.

Για να μην νομίσει ο αναγνώστης ότι ξεκινώ μια Μαρξιστική διατριβή, θα σπεύσω να προσθέσω ότι δεν υποστηρίζω την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Πρώτον, η όλη νοοτροπία της κατάργησης εμπεριέχει μια εν θερμώ, απότομη και αταίριαστη αλλαγή που επιβάλλεται με τη βία σε όσους δεν το θέλουν. Δεύτερον, η ιδιωτική περιουσία δεν είναι παρά ένα σύμπτωμα μιας βαθύτερης ασθένειας (της Διάστασης) και αν αντιμετωπίσουμε αυτό το σύμπτωμα από τη θέση της Διάστασης, της κατάκτησης, της υπερνίκησης του κακού, θα καταλήξουμε με τις ίδιες ανομίες σε διαφορετικές μορφές. Τελικά, ακόμα και σε οικονομικό επίπεδο, το πρόβλημα δεν είναι αυτή καθαυτή η ατομική περιουσία, αλλά τα αθέμιτα πλεονεκτήματα που προκύπτουν από την κατοχή της. Παρόλο που είναι λάθος για κάποιον να έχει ωφέλη μόνο και μόνο από την ιδιοκτησία αυτού που κάποτε ήταν κοινό, όλοι έχουν όφελος όταν οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι πάνε σε εκείνους που θα τους αξιοποιήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Αυτό περιλαμβάνει τη γη, το έδαφος, τα ορυκτά, τους υδροφόρους ορίζοντες, την ικανότητα της ατμόσφαιρας να απορροφήσει τους ρύπους. Χρειαζόμαστε ένα οικονομικό σύστημα που δεν θα επιτρέπει το κέρδος μέσα από την ιδιοκτησία ωστόσο θα ανταμείβει το επιχειρηματικό πνεύμα που λέει «ξέρω έναν τρόπο για το αξιοποιήσω καλύτερα» και επιτρέπει σ’ αυτό το πνεύμα να βασιλεύει ελεύθερα. Τα μαρξιστικά συστήματα δεν αποκλείουν μόνον το κέρδος από τον αποκλειστικό έλεγχο των λιγοστών κεφαλαιακών πόρων· αποκλείουν και το κέρδος από την αποτελεσματική χρήση αυτών των πόρων. Το αποτέλεσμα είναι η ανεπάρκεια και η στασιμότητα. Μπορούμε να επιβραβεύουμε όσους κάνουν τη βέλτιστη χρήση των πόρων χωρίς να επιβραβεύουμε το γεγονός και μόνο της ιδιοκτησίας; Αυτό το βιβλίο περιγράφει ένα χρηματικό σύστημα που διατηρεί την ελευθερία της ατομικής περιουσίας χωρίς να επιτρέπει στους ιδιοκτήτες να νέμονται τα αθέμιτα πλεονεκτήματά της.

Όπου και όποτε συνέβη, η ιδιωτικοποίηση της γης σύντομα έφερνε μαζί της μια συγκέντρωση της ιδιοκτησίας. Κατά τις πρώτες ημέρες της αρχαίας Ρώμης, η γη ήταν κοινή (και όχι ατομική) ιδιοκτησία εκτός από ένα κομμάτι γης που παραχωρείτο για το χτίσιμο σπιτιού: «Οι καλλιέργειες σιτηρών ήταν δημόσιου δικαίου»(12). Καθώς η Ρώμη επεκτεινόταν μέσω των κατακτήσεων, τα νέα εδάφη δεν έμειναν «κοινά» για πολύ καιρό, αλλά σύντομα μεταφέρθηκαν στα χέρια των πλουσιότερων οικογενειών – της τάξης των πατρικίων – θεσπίζοντας έτσι μια νόρμα για τους επόμενους αιώνες. Τα κτήματά τους αυξήθηκαν επίσης σε βάρος των μικρών κτημάτων των πληβείων, των οποίων οι ιδιοκτήτες καλούνταν συχνά μακριά για να υπηρετήσουν στις λεγεώνες, και που σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν οικονομικά με το φθηνό εργατικό δυναμικό των σκλάβων στα κτήματα των πατρικίων. Οι πληβείοι συσσώρευαν ανυπέρβλητα χρέη, και επειδή η γη μπορούσε πλέον να απαλλοτριωθεί, εξαναγκάζονταν να αφήσουν τα σπιτικά τους και να επιδοθούν στην επαιτεία, στη ληστεία ή, αν ήταν τυχεροί, να γίνουν τεχνίτες στις πόλεις.

Όταν άλλαξαν οι τύχες της Αυτοκρατορίας και σταμάτησε ο ανεφοδιασμός με σκλάβους, πολλοί μεγάλοι γαιοκτήμονες άρχισαν να μισθώνουν αγρότες, τους πάροικους, για να καλλιεργούν τα χωράφια τους. Δεσμώτες των χρεών τους, οι μισθωτές των χωραφιών έγιναν τελικά οι δουλοπάροικοι του Μεσαίωνα. Σκεφτείτε το ως εξής: αν μου χρωστάτε ένα ανυπέρβλητο χρέος, τότε θα είστε υποχρεωμένοι να πληρώσετε τουλάχιστον όσο από αυτό μπορείτε. Το προϊόν του μόχθου σας, έκτοτε, θα ανήκει σε μένα. Πόσο μοιάζει αυτό με τη νομοθεσία των Ηνωμένων Πολιτειών για τη χρεωκοπία, όπως ψηφίστηκε στην “Μεταρρυθμιστική» Πράξη για τη Χρεωκοπία το 2005, που υποχρεώνει το άτομο που κηρύσσει πτώχευση να παραδίδει ένα μέρος των μελλοντικών απολαβών του στους πιστωτές του. (13) Πόσο μοιάζει επίσης με τα δεινά του των χωρών του Τρίτου κόσμου, οι οποίες είναι υποχρεωμένες να αναδιαρθρώσουν τις οικονομίες τους και να αφιερώνουν ολόκληρο το οικονομικό τους πλεόνασμα για την αδιάκοπη εξυπηρέτηση του χρέους. Αυτοί είναι οι σύγχρονοι δουλοπάροικοι, που πρέπει να εργαστούν για τους ιδιοκτήτες των χρημάτων όπως ακριβώς οι δουλοπάροικοι εργαζόντουσαν για τους ιδιοκτήτες της γης. Η κατάστασή τους είναι γνωστή ως «πεονία» (debt peonage).

Ο αντιστοιχία μεταξύ της αρχαίας Ρώμης και του παρόντος είναι εντυπωσιακή. Τώρα, όπως και τότε, ο πλούτος συγκεντρώνεται όλο και περισσότερο στα χέρια των λίγων. Τώρα, όπως και τότε, οι άνθρωποι πρέπει να μπουν σε διαδικασία ισόβιου χρέος, που δεν θα μπορέσουν ποτέ να πληρώσουν, μόνο και μόνο για να έχουν πρόσβαση στα απολύτως απαραίτητα για τη ζωή. Τότε ήταν απαραίτητη η πρόσβαση στη γη· σήμερα είναι απαραίτητη η πρόσβαση στο χρήμα. Οι σκλάβοι, δουλοπάροικοι και οι μισθωτές γεωργικής γης έδωσαν τον μόχθο ολόκληρης ζωής για να κάνουν τους γαιοκτήμονες πλουσιότερους· σήμερα, το προϊόν του μόχθου μας πάει στους ιδιοκτήτες του χρήματος.

Στην ιστορία της ριζοσπαστικής σκέψης, η συνειδητοποίηση ότι η ιδιοκτησία είναι κλοπή συνοδεύεται συνήθως από οργή και επιθυμία για εκδίκηση των κλεφτών. Τα πράγματα ωστόσο δεν είναι τόσο απλά. Οι ιδιοκτήτες του πλούτου, είτε κληρονομημένου είτε όχι, έχουν αναλάβει από γεννησιμιού τους έναν ρόλο που έχει δημιουργηθεί και επιβλήθηκε σαν απαραίτητος από τις μεγάλες, αόρατες ιστορίες που κινούν τον πολιτισμό μας, που μας υποχρεώνουν να μετατρέψουμε τον κόσμο σε ιδιοκτησίες και χρήμα, είτε το αντιλαμβανόμαστε είτε όχι.

Ας μην σπαταλάμε την ψυχική ενέργεια μας μισώντας τους πλούσιους, ή τους αρχικούς άρπαγες. Αν είχαμε βρεθεί στη θέση τους, θα παίζαμε τον ίδιο ρόλο. Μάλιστα, οι περισσότεροι από εμάς συμμετέχουμε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ή τον άλλο, στη συνεχιζόμενη κλοπή των κοινών αγαθών. Ας μην μισούμε, για να μην  παρατείνουμε την Εποχή της Διάστασης ακόμη περισσότερο και μήπως κι εμείς, όπως και οι Μπολσεβίκοι, μ’ αυτόν τον τρόπο φέρουμε μια επανάσταση που δεν φτάσει αρκετά βαθιά κι έτσι δημιουργήσουμε εκ νέου την παλιά τάξη πραγμάτων, σε μια διαφορετική, διαστρεβλωμένη μορφή. Παρόλα αυτά, ας μην ξεχνάμε τη φύση και τις συνέπειες του ασυναίσθητου εγκλήματος της ιδιοκτησίας,  ώστε να μπορούμε να αποκαταστήσουμε στον κόσμο μας την αρχική αφθονία που συνεχίζει να υπάρχει σε λανθάνουσα κατάσταση.

Η αλλαγή από το να έχουμε απλώς οφέλη από τη γη μέχρι του σημείου να έχουμε ολοκληρωτική ιδιοκτησία της γης ήταν σταδιακή, με κατάληξη την πρακτική της πώλησης γης για χρήματα. Ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για μία εννοιολογική αλλαγή (η ίδια γη δεν μπορεί να δηλώσει ότι βρίσκεται σε καθεστώς ιδιοκτησίας), μια ανθρώπινη προβολή στην πραγματικότητα. Η ιδιοκτησία της γης (και τελικά όλες οι μορφές ιδιοκτησίας) λέει περισσότερα για την αντίληψή μας για τον κόσμο παρά για τη φύση αυτού που κατέχουμε. Η μετάβαση από το παρελθόν που η ιδιοκτησία της γης ήταν το ίδιο αδιανόητη με την ιδιοκτησία του ουρανού, του ήλιου και της σελήνης, στο σήμερα, που σχεδόν κάθε τετραγωνικό της γης υπόκειται στην ιδιοκτησία κάποιου είδους, είναι στην πραγματικότητα απλώς η ιστορία της σχέσης του εαυτού μας με το σύμπαν που αλλάζει με τον χρόνο.

 

Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΟΥ HENRY GEORGE

Η διάκριση ανάμεσα στο δικαίωμα στη χρήση και την ολοκληρωτική ιδιοκτησία απηχεί την πρωτόγονη διάκριση μεταξύ αυτού που παράγεται μέσα από την ανθρώπινη προσπάθεια και αυτό που υπάρχει ήδη· διατηρείται σήμερα στην διάκριση μεταξύ «πραγματικής» και «προσωπικής» περιουσίας, και είναι μια βάση για χιλιάδες χρόνια της μεταρρυθμιστικής σκέψης.

Δεδομένου ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ανέπτυξε τη νομική βάση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, όπως τα ξέρουμε σήμερα, δεν αποτελεί έκπληξη ότι γέννησε και μερικούς από τους πρώτους επικριτές της ιδιοκτησίας. Στον τρίτο και τέταρτο αιώνα, οι πρώτοι ηγέτες της χριστιανικής εκκλησίας ήταν ιδιαίτερα σαφείς στο ότι τα πράγματα που προέρχονται από τη γη ήταν για να τα μοιράζονται όλοι. Ο Αμβρόσιος έγραψε: «Πλούσιοι και φτωχοί απολαμβάνουν από κοινού τα θεσπέσια κοσμήματα του σύμπαντος … Ο οίκος του Θεού είναι κοινός σε πλούσιους και φτωχούς,» και «Ο Κύριος ο Θεός μας θέλησε αυτή τη γη να είναι κοινή ιδιοκτησία όλων μας και οι καρποί της και να μας συντηρούν όλους»(14) Αλλού γράφει ότι η ιδιωτική περιουσία

δεν είναι σύμφωνη με τη φύση, διότι η φύση έχει προσφέρει όλα τα πράγματα σε όλους. Έτσι ο Θεός δημιούργησε τα πάντα με τέτοιο τρόπο ώστε όλα τα πράγματα να είναι κοινά. Συνεπώς, η φύση είναι η μητέρα των δημόσιων δικαιωμάτων· η αρπαγή είναι η μητέρα των ιδιωτικών δικαιωμάτων.(15).

Και άλλοι από τους Χριστιανούς Πατέρες, ιδίως ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Αυγουστίνος, ο Βασίλειος ο Μέγας, και ο Κλεμέντιος εξέφρασαν παρόμοιες απόψεις, ενθαρρύνοντας τους πιστούς να ακολουθούν κατά γράμμα τις διδασκαλίες του Ιησού και να δίνουν όλα τα υπάρχοντά τους στους φτωχούς. Η φιλοσοφία τους δεν ήταν ξεκομμένη φιλοσοφία από τη ζωή τους: πολλοί από αυτούς τους πνευματικούς δασκάλους έκαναν ακριβώς αυτό. Ο Αμβρόσιος, Βασίλειος, και ο Αυγουστίνος είχαν αξιοσέβαστες περιουσίες πριν μπουν στον κλήρο χαρίσουν όλα τους τα υπάρχοντα.

Παρά τις διδασκαλίες των ιδρυτών της, τελικά, η ίδια η Εκκλησία απέκτησε σημαντική περιουσία και συμμάχησε με την αυτοκρατορική εξουσία. Οι διδαχές του Ιησού έγιναν ιδανικά που δεν είχαν σχέση με τα εγκόσμια, που κανείς δεν συνιστούσε σοβαρά σε κανέναν, και η Βασιλεία του Θεού μεταφέρθηκε από τη γη στον ουρανό. Αυτό ήταν ένα σημαντικό βήμα για την εννοιολογικό διαχωρισμό του πνεύματος και της ύλης που συνέβαλε στο να θεωρείται ο υλικός κόσμος, και κυρίως το χρήμα, ανίερο σήμερα. Ακόμη μεγαλύτερη ειρωνεία είναι το γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι που σήμερα πρεσβεύουν ότι ακολουθούν τις χριστιανικές διδαχές έχουν αναποδογυρίσει τις έννοιες και συσχετίζουν τον σοσιαλισμό με τον αθεϊσμό και τον ιδιωτικό πλούτο με την εύνοια του Θεού.