ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΤΟ ΧΡΗΜΑ ΚΑΙ Ο ΝΟΥΣ (Part 2)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3:  ΤΟ ΧΡΗΜΑ ΚΑΙ Ο ΝΟΥΣ   (Part 2)

Το χρήμα ως οικουμενικός σκοπός έχει ενσωματωθεί στη γλώσσα μας. Λέμε ότι «εκμεταλλευόμαστε» τις ιδέες μας και χρησιμοποιούμε τη λέξη «τζάμπα» που αρχικώς σήμαινε δωρεάν ως συνώνυμο του χωρίς κανένα όφελος ή αποτέλεσμα. Έχει ενσωματωθεί στα οικονομικά, για την ακρίβεια, στην υπόθεση ότι οι άνθρωποι επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν το ατομικό τους συμφέρον που είναι συνώνυμο του χρήματος. Είναι ενσωματωμένο ακόμα και στην επιστήμη, ως αλγόριθμος προς το συμφέρον της αναπαραγωγής. Και εδώ η αντίληψη του οικουμενικού σκοπού έχει επικρατήσει.

Δεν είναι καθόλου προφανές ότι υπάρχει οικουμενικός σκοπός στη ζωή (είτε αυτός είναι το χρήμα είτε είναι κάτι άλλο). Αυτή η ιδέα προφανώς γεννήθηκε την ίδια στιγμή με το χρήμα· ίσως ήταν το χρήμα που την ενέπνευσε στους φιλοσόφους. Ο Σωκράτης χρησιμοποιούσε μία μεταφορά με την έννοια του χρήματος ακριβώς για να προτείνει την ευφυΐα ως οικουμενική επιδίωξη: «Υπάρχει μόνον ένα νόμισμα για το οποίο πρέπει να ανταλλάξουμε όλα τα άλλα πράγματα [χαρές και λύπες] – η ευφυΐα».(13) Στη θρησκεία αυτό αντιστοιχεί στην αναζήτηση του υπέρτατου σκοπού, όπως η σωτηρία της ψυχής ή η φώτιση, από όπου απορρέουν όλα τα άλλα καλά. Πόσο μοιάζει με την επιδίωξη του χρήματος που είναι απεριόριστη! Αναρωτιέμαι ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα στην πνευματικότητά μας αν εγκαταλείπαμε την επιδίωξη ενός και μοναδικού, αφηρημένου σκοπού που πιστεύουμε ότι είναι η λύση για όλα τα ζητήματα. Πώς θα ήταν να αποδεσμευτούμε από τον ατελείωτο αγώνα να βελτιώσουμε τον εαυτό μας, να προοδεύσουμε στην εκπλήρωση ενός στόχου; Πώς θα ήταν αν αντί για αυτό απλώς διασκεδάζαμε, απλώς υπήρχαμε; Όπως και ο πλούτος, έτσι και η φώτιση είναι ένας στόχος που δεν γνωρίζει όρια, και η επιδίωξη αμφότερων μπορεί να υποδουλώσει. Και στις δύο περιπτώσεις, πιστεύω ότι το αντικείμενο της επιδίωξης είναι ένα κίβδηλο υποκατάστατο για μια ποικιλία άλλων πραγμάτων που οι άνθρωποι στα αλήθεια θέλουν.(14)

Σε μια πλήρως «χρηματοποιημένη» κοινωνία, στην οποία σχεδόν όλα είναι εμπορεύματα ή υπηρεσίες, το χρήμα μετατρέπει την ποικιλία του κόσμου σε ένα ενοποιημένο σύνολο, «ένα μόνο πράγμα που είναι το μέτρο για όλα σχεδόν τα υπόλοιπα και ανταλλάσσεται με όλα σχεδόν τα υπόλοιπα»(15) Το άπειρον, ο λόγος, και παρόμοιες έννοιες ήταν όλες εκδοχές μιας εσωτερικής ενότητας που δίνει γένεση σε όλα τα πράγματα. Είναι αυτό από το οποίο προέρχονται όλα τα πράγματα και στο οποίο επιστρέφουν όλα τα πράγματα. Ως τέτοιο, είναι σχεδόν ταυτόσημο με την αρχαία κινέζικη έννοια του Ταό, που δίνει γένεση στο γιν και το γιανγκ, και στη συνέχεια στα δέκα χιλιάδες πράγματα. Έχει ενδιαφέρον ότι ο δάσκαλος του Ταοϊσμού, Λάο Τζου, μια μορφή που υπάγεται στα όρια του μύθου, έζησε περίπου την ίδια εποχή  με τους προ-σωκρατικούς φιλοσόφους – που είναι πάνω-κάτω η εποχή της πρώτης κοπής νομισμάτων για την Κίνα. Όπως και να έχει, το χρήμα παραμένει σήμερα αυτό που δίνει γένεση στα δέκα χιλιάδες πράγματα. Ό,τι και να θέλεις να δημιουργήσεις σε αυτόν τον κόσμο, ξεκινάς με μια επένδυση, με χρήματα. Και ύστερα, όταν τελειώσεις το έργο σου, είναι ώρα να το πουλήσεις. Όλα τα πράγματα προέρχονται από το χρήμα· όλα τα πράγματα επιστρέφουν στο χρήμα.

Το χρήμα λοιπόν δεν είναι μόνον μία οικουμενική επιδίωξη· είναι επίσης και ένα οικουμενικό μέσο, και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό επειδή είναι ταυτόχρονα ένα οικουμενικό μέσο που είναι επίσης οικουμενικός σκοπός, κάτι από το οποίο όσο πολύ κι αν αποκτήσει κανείς, δεν είναι ποτέ πάρα πολύ. Ή τουλάχιστον αυτός είναι ο τρόπος που το αντιλαμβανόμαστε. Πολλές φορές υπήρξα μάρτυρας σε συζητήσεις για τη δημιουργία μιας κοινότητας με συγκεκριμένο σκοπό ή για το ξεκίνημα ενός άλλου σχεδίου, οι οποίες τελειώνουν πάντα με την αποθαρρυντική παραδοχή ότι δεν θα συμβεί ποτέ επειδή «Πού θα βρούμε τα χρήματα;» Το χρήμα αρκετά δικαιολογημένα θεωρείται ο καθοριστικός παράγοντας για το τι μπορούμε να δημιουργήσουμε: στο κάτω-κάτω, μπορεί να αγοράσει σχεδόν όλα τα αγαθά, μπορεί να πείσει τους ανθρώπους να προσφέρουν σχεδόν οποιαδήποτε υπηρεσία. «Όλα έχουν την τιμή τους». Το χρήμα, από ότι φαίνεται, μπορεί να αγοράσει ακόμα και άυλα πράγματα όπως το κύρος, την πολιτική εξουσία και τη θεϊκή ευμένεια (ή αν όχι αυτή, τουλάχιστον την εύνοια των θρησκευτικών αρχών, που είναι το επόμενο καλύτερο πράγμα). Είμαστε αρκετά συνηθισμένοι να αντιμετωπίζουμε το χρήμα ως το κλειδί για την εκπλήρωση όλων των επιθυμιών μας. Πόσα όνειρα έχετε που πιστεύετε ότι θα μπορούσατε να εκπληρώσετε αν (και μόνο αν) είχατε τα χρήματα; Έτσι υποθηκεύουμε τα όνειρά μας στο χρήμα, μετατρέποντάς το από μέσο σε σκοπό.

Δεν θα υποστηρίξω την κατάργηση του χρήματος. Το χρήμα έχει ξεπεράσει τα ενδεδειγμένα όριά του, έχει γίνει το μέσο για την απόκτηση πραγμάτων που δεν θα έπρεπε να έχουν μολυνθεί από την ομοιογενή και απρόσωπη φύση του· εντωμεταξύ, καθώς έχουμε ανάγει το χρήμα σε παγκόσμιο μέσο, τα πράγματα που στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να αγοράσουμε με χρήματα γίνονται ανέφικτα, και όσα χρήματα κι αν διαθέτουμε, το μόνο που μπορούμε να αγοράσουμε είναι κάτι που τους μοιάζει. Η λύση είναι να αποκαταστήσουμε το χρήμα στο σωστό του ρόλο. Διότι πράγματι υπάρχουν πράγματα που οι άνθρωποι μπορούν να δημιουργήσουν μόνον με χρήματα ή με κάποιο ισοδύναμο μέσο που έχει την ικανότητα να συντονίζει την ανθρώπινη δραστηριότητα σε μεγάλη κλίμακα. Στην ιερή του μορφή, το χρήμα είναι η εφαρμογή μιας ιστορίας, η υλοποίηση μιας συμφωνίας που αναθέτει ρόλους και εστιάζει την πρόθεση. Θα επιστρέψω σε αυτό το θέμα αργότερα όταν περιγράφω πως θα μπορούσε να είναι το χρήμα σε μια ιερή οικονομία.

Επειδή δεν υπάρχει κάποιο εμφανές όριο σε αυτά που μπορεί να αγοράσει το χρήμα, η επιθυμία μας για το χρήμα τείνει να είναι και αυτή απεριόριστη. Η απεριόριστη επιθυμία για χρήματα ήταν ιδιαίτερα προφανής για τους αρχαίους Έλληνες. Στην αρχή της εποχής του χρήματος, ο μεγάλος ποιητής και μεταρρυθμιστής Σόλων παρατήρησε, «Για τον πλούτο δεν υπάρχει όριο στον άνθρωπο, επειδή όσοι από εμάς έχουμε τον περισσότερο πλούτο επιθυμούμε να τον διπλασιάσουμε». Ο Αριστοφάνης έγραψε ότι το χρήμα είναι μοναδικό στο ότι ενώ σε όλα τα άλλα πράγματα υπάρχει κορεσμός (όπως στο ψωμί, στο σεξ κτλ), στο χρήμα δεν υπάρχει.

«Πόσο πολύ είναι αρκετό;» ρώτησε ένας φίλος κάποιον πολυεκατομμυριούχο που γνώριζε. Ο πολυεκατομμυριούχος δεν ήξερε τι να απαντήσει. ο λόγος που κανένα ποσό χρήματος δεν θα είναι ποτέ αρκετό είναι ότι το χρησιμοποιούμε για να εκπληρώσουμε ανάγκες που το χρήμα στην πραγματικότητα δεν μπορεί να ικανοποιήσει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δρα όπως οποιαδήποτε άλλη εθιστική ουσία, κατευνάζοντας προσωρινά τον πόνο της ανικανοποίητης επιθυμίας αλλά αφήνοντάς την ανεκπλήρωτη. Απαιτούνται ολοένα αυξανόμενες δόσεις για να κατευνάσουν τον πόνο όμως καμία ποσότητα δεν θα είναι ποτέ αρκετή. Σήμερα, οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το χρήμα ως υποκατάστατο για τη σύνδεση, τον ενθουσιασμό, τον αυτοσεβασμό, την ελευθερία, και πολλά άλλα. «Αν είχα ένα εκατομμύριο δολάρια θα ήμουν ελεύθερος!» Πόσοι ταλαντούχοι άνθρωποι δεν θυσιάζουν τα νιάτα τους ελπίζοντας να ζήσουν την ελευθερία σε μια πρόωρη σύνταξη, μόνο και μόνο για να βρεθούν στη μέση ηλικία, σκλάβοι των χρημάτων τους;

Όταν η πρωταρχική λειτουργία του χρήματος είναι η χρήση του ως μέσο συναλλαγής, τότε υπόκειται στα ίδια όρια με τα εμπορεύματα για τα οποία ανταλλάσσεται και η επιθυμία μας γι αυτό περιορίζεται από τον κορεσμό. Όταν το χρήμα επιφορτίζεται με τον πρόσθετο ρόλο του μέσου αποθήκευσης είναι που η επιθυμία μας γι’ αυτό γίνεται απεριόριστη. Γι’ αυτό, μια ιδέα που θα διερευνήσω είναι η αποσύνδεση της λειτουργίας του χρήματος ως μέσου ανταλλαγής από τη λειτουργία του ως μέσο αποθήκευσης. Αυτή η ιδέα έχει αρχαίες ρίζες που φτάνουν μέχρι τον Αριστοτέλη, ο οποίος έκανε διάκριση ανάμεσα στα δύο είδη απόκτησης του πλούτου: η απόκτηση πλούτου για τη δημιουργία αποθέματος και η απόκτηση πλούτου για την εκπλήρωση άλλων αναγκών.(16) Το πρώτο είδος απόκτησης πλούτου λέει πως είναι «αφύσικο» και πως επιπλέον, δεν γνωρίζει όρια.

Σε αντίθεση με τα υλικά αγαθά, η αφηρημένη έννοια του χρήματος μας επιτρέπει, κατά κανόνα, να κατέχουμε απεριόριστη ποσότητα από αυτό. Γι’ αυτό είναι εύκολο για τους οικονομολόγους να πιστεύουν στην δυνατότητα της διαρκούς εκθετικής ανάπτυξης, όπου ένας απλός αριθμός αντιπροσωπεύει το μέγεθος ολόκληρης της οικονομίας. Το άθροισμα όλων των αγαθών και υπηρεσιών είναι ένας αριθμός, και τι όριο υπάρχει στην αύξηση ενός αριθμού; Χαμένοι μέσα στην αφαίρεση, αγνοούμε τα όρια της φύσης και του πολιτισμού για να εξυπηρετήσουμε την ανάπτυξή μας. Κατά τον Πλάτωνα, κάνουμε την αφαίρεση πιο αληθινή από την πραγματικότητα, παίζουμε στη Γουόλ Στριτ ενώ η πραγματική οικονομία δεινοπαθεί. Η χρηματική διάσταση των πραγμάτων ονομάζεται «αξία», η οποία ως μία αφηρημένη, ομοιόμορφη έννοια, μειώνει την ποικιλία στον κόσμο. Όλα τα πράγματα μειώνονται στο μέγεθος της (χρηματικής) αξίας τους. Αυτό δίνει την ψευδαίσθηση ότι ο κόσμος είναι απεριόριστος όπως και οι αριθμοί. Μπορούμε να αγοράσουμε ο,τιδήποτε για μια συγκεκριμένη τιμή, ακόμα και το τομάρι ενός απειλούμενου είδους.(17)

Μέσα στην έλλειψη ορίων του χρήματος υποκρύπτεται και ένα άλλο είδος έλλειψης ορίων: η έλλειψη ορίων στην ανθρώπινη επικράτεια, του τμήματος του πλανήτη που ανήκει στους ανθρώπους. Τι είδους πράγματα, σε τελική ανάλυση, αγοράζουμε και πουλάμε για χρήματα; Αγοράζουμε και πουλάμε τη γη, πράγματα που μας ανήκουν, πράγματα που πιστεύουμε ότι μας ανήκουν. Η τεχνολογία συνεχώς διευρύνει αυτήν την επικράτεια, κάνοντας διαθέσιμα στον άνθρωπο πράγματα που δεν ήταν διαθέσιμα, ούτε καν κατά διάνοια στο παρελθόν: ορυκτά βαθιά χωμένα στη γη, νέες συχνότητες στο ηλεκτρομαγνητικό φάσμα, σειρές γονιδίων. Ταυτόχρονα με την τεχνολογική επέκταση των δυνατοτήτων μας εξελισσόταν και νοοτροπία της κυριότητας, καθώς πράγματα όπως η γη, τα δικαιώματα εκμετάλλευσης του νερού, η μουσική και οι ιστορίες έμπαιναν στη σφαίρα της ιδιοκτησίας. Η έλλειψη ορίων στο χρήμα υπονοεί ότι η επικράτεια των πραγμάτων που διατίθενται για κτήση μπορεί να επεκτείνεται στο διηνεκές, και άρα το πεπρωμένο του ανθρώπινου είδους είναι να κατακτήσει το σύμπαν, να φέρει τα πάντα στην ανθρώπινη επικράτεια, να κάνει όλον τον κόσμο δικό του. Αυτό το πεπρωμένο είναι κομμάτι αυτού που εγώ περιέγραψα ως Μύθο της Ανόδου, μέρος της Ιστορίας των Ανθρώπων. Σήμερα, αυτή η ιστορία είναι πλέον ξεπερασμένη και χρειαζόμαστε να εφεύρουμε ένα χρηματικό σύστημα σε συμφωνία με τη νέα ιστορία που θα αντικαταστήσει την προηγούμενη.(18)

Τα γνωρίσματα του χρήματος που περιέγραψα δεν είναι απαραίτητα κακά. Λόγω της ιδιότητάς του να φέρνει ομοιογένεια και τυποποίηση σε ο,τιδήποτε αγγίζει, λόγω της χρήσης του ως παγκόσμιο μέσο, το χρήμα έχει δώσει στους ανθρώπους τη δυνατότητα να κάνουν θαύματα. Το χρήμα έχει παίξει σπουδαίο ρόλο στην πρόοδο του τεχνολογικού πολιτισμού αλλά φαίνεται, όπως με την τεχνολογία, μόλις τώρα ξεκινάμε να χρησιμοποιούμε αυτό το δυνητικά δημιουργικό εργαλείο για τον αληθινό σκοπό του. Το χρήμα προώθησε την ανάπτυξη τυποποιημένων αντικειμένων όπως εξαρτημάτων μηχανών  και μικροτσίπ, όμως θέλουμε ομοιογένεια και στην τροφή μας; Η απρόσωπη δύναμη του χρήματος προωθεί τη συνεργασία ανθρώπων που τους χωρίζουν μεγάλες αποστάσεις βοηθώντας στον συντονισμό της εργασίας εκατομμυρίων ανθρώπων που βασικώς δεν γνωρίζονται μεταξύ τους – όμως θέλουμε να είναι απρόσωπες και οι σχέσεις με τους συνανθρώπους μας στη γειτονιά; Το χρήμα ως παγκόσμιο μέσο μας επιτρέπει να κάνουμε σχεδόν τα πάντα, όμως το θέλουμε να γίνει το μοναδικό μας μέσο χωρίς το οποίο να μην μπορούμε να κάνουμε σχεδόν τίποτα; Έφτασε η ώρα να ελέγξουμε αυτό το εργαλείο, καθώς η ανθρωπότητα αναλαμβάνει έναν αποφασιστικό και συνειδητό νέο ρόλο πάνω στη γη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

 

Σημειώσεις

 

  1. Aristotle. Politics, βιβλίο 1, μέρος 9.

  2. Seaford, Money and the Early Greek Mind, 132–3.

  3. Στο ίδιο, 137.

  4. Στο ίδιο, 139–45.

  5. Στο ίδιο, 119

  6. Στο ίδιο.

  7. Εξαίρεση αποτελούσαν τα νομίσματα που χρησιμοποιούσαν γα το εξωτερικό εμπόριο – τα νομίσματα που κυκλοφορούσαν έξω από τα όρια της κοινωνικής συνθήκης. Πράγματι, η αξία αυτών των νομισμάτων εξαρτάτο από την εγγενή αξία του μετάλλου από το οποίο ήταν κατασκευασμένα. Κι όμως, ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση, για να αποκτήσουν αξία ήταν απαραίτητη μία πιο ευρεία κοινωνική αντίληψη της αξίας, αφού το ασήμι και ο χρυσός δεν ήταν από μόνα τους ιδιαίτερα χρήσιμα ως μέταλλα.

  8. Αυτή η υπερπληθώρα αντικατοπτρίζεται στο επίμονο πρόβλημα της “υπερβάλλουσας παραγωγικής ικανότητας”, το οποίο ταλανίζει σχεδόν το σύνολο της βιομηχανίας, και αποτελεί τον λόγο που οι λύσεις για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης συνήθως περιλαμβάνουν κινήσεις για την τόνωση της ζήτησης.

  9. Seaford, Money and the Early Greek Mind, 151.

  10. Στο ίδιο, 155.

  11. Hyde, The Gift, 182.

  12. Graves, The White Goddess, 15.

  13. Plato, Theaetetus. 146d. Μνημονεύεται από τον Seaford, Money and the Early Greek Mind, 242.

  14. Μία από τις πιο έντονες ανεκπλήρωτες ανάγκες της σύγχρονης ζωής είναι η ανάγκη για επαφή, τόσο με άλλους ανθρώπους όσο και με τη φύση. Η ειρωνεία είναι ότι το χρήμα, όντας μία αφηρημένη και απρόσωπη έννοια, αποδυναμώνει τη σχέση μας και με τα δύο. Το ίδιο κάνει και η πνευματικότητα, όταν την εκλαμβάνουμε σαν μία ατομική αναζήτηση που επιτυγχάνεται καλύτερα μακριά από τα εγκόσμια. Μπορούμε να επινοήσουμε ένα διαφορετικό είδος χρήματος το οποίο να αποφέρει το αντίθετο αποτέλεσμα;

  15. Seaford, Money and the Early Greek Mind, 150.

  16. Aristotle, Politics, βιβλίο 1, μέρος 9.

  17. Ο αναγνώστης ίσως έχει αντιληφθεί ένα παράδοξο: ζούμε σε έναν κόσμο αφθονίας, όπως είδαμε στο Κεφάλαιο 2, κι όμως εξαντλούμε παράλληλα τα, έτσι κι αλλιώς περιορισμένα, αποθέματα της βιόσφαιρας. Για να εξηγήσουμε αυτό το παράδοξο, σκεφτείτε ότι το μεγαλύτερο μέρος της περίσσειας παραγωγής και κατανάλωσης δεν εξυπηρετεί κάποια πραγματική ανάγκη, αλλά παρακινείται από την αίσθηση της έλλειψης και από τη μοναξιά της ύπαρξης και την αίσθηση αποξένωσης που βιώνει ο άνθρωπος, όντας  αποκομμένος από τη φύση και την κοινότητα.

  18. Το ίδιο ισχύει και για την άλλη χαρακτηριστική ιστορία του πολιτισμού μας, “τον διακριτό και απομονωμένο εαυτό”. Το οικονομικό μας σύστημα ενισχύει και αυτή την ιστορία διαλύοντας τους προσωπικούς δεσμούς, δημιουργώντας ένα κλίμα ανταγωνισμού και αποσυνδέοντάς μας τόσο από την κοινότητα όσο και από τη φύση.