ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12: Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΩΝ ΑΡΝΗΤΙΚΩΝ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ (Part 2)

Οι επίσημες στατιστικές των οικονομικών έχουν κρύψει το ενδεχόμενο οι Δυτικές οικονομίες να είναι στη φάση μηδενικής ανάπτυξης για τουλάχιστον είκοσι χρόνια. Ό,τι ανάπτυξη επιτεύχθηκε προήλθε από πράγματα όπως οι φούσκες των ακινήτων, η βιομηχανία των φυλακών, το κόστος των υπηρεσιών υγείας, οι ασφαλιστικές και οικονομικές υπηρεσίες, το κόστος εκπαίδευσης, η βιομηχανία όπλων, και ούτω καθεξής. Όσο πιο ακριβά κοστίζουν αυτά, τόσο πιο πολύ θεωρείται ότι έχει αναπτυχθεί η οικονομία. Σε τομείς όπου υπήρξε ανάπτυξη, όπως το διαδίκτυο, πολλή από αυτήν είναι στην πραγματικότητα μία συγκαλυμμένη μορφή εισαγόμενης ανάπτυξης. Τα έσοδα που προέρχονται από το διαδίκτυο προέρχονται κυρίως από πωλήσεις και διαφήμιση, και όχι από νέα παραγωγή. Απλώς λαδώνουμε τα γρανάζια του μηχανισμού που διοχετεύει προϊόντα από την Κίνα προς τη Δύση. Σε κάθε περίπτωση, οι αναπτυσσόμενες χώρες δεν μπορούν να κρατήσουν την αναπτυξιακή μηχανή σε κίνηση για πάντα. Όσο περισσότερο επιβραδύνει, τόσο θα γίνεται πιο απαραίτητο να πάμε στα μηδενικά επιτόκια.

Καθώς η ιδέα να κολλάμε χαρτόσημα πάνω στα χαρτονομίσματα φαντάζει γραφική, πρόσφατα κάποιοι διαπρεπείς οικονομολόγοι πρότειναν κάποιες σύγχρονες εναλλακτικές λύσεις. Αφού το περισσότερο χρήμα είναι ηλεκτρονικό έτσι κι αλλιώς, το μέτρο ζωτικής σημασίας είναι κάποιο είδος φόρου ρευστότητας (όπως προτάθηκε από τον Irving Fisher ήδη από το 1935) ή αντίστοιχα, ένα αρνητικό επιτόκιο στις καταθέσεις από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα. Το τελευταίο μέτρο προτάθηκε από τον Willem Buiter,στη συνέχεια από έναν καθηγητή οικονομικών και σήμερα κορυφαίο οικονομολόγο της Citibank, σε μία δημοσίευση στο Economic Journal και  στους Financial Times το 2009 (δείτε στη βιβλιογραφία). Επίσης ανακινήθηκε από τον καθηγητή οικονομικών Greg Mankiw και από τον Robert Hall(18), πρόεδρο της Αμερικανικής Οικονομικής Εταιρείας (American Economics Association) και έφτασε να συζητηθεί από τους οικονομολόγους της Ομοσπονδιακής Τράπεζας.(19) Ελπίζω η αναφορά αυτών των ονομάτων να κάνουν σαφές ότι δεν πρόκειται για μία ιδέα κάποιων λίγων εκκεντρικών.

Βέβαια, το νόμισμα με υλική υπόσταση θα πρέπει να υπόκειται στην ίδια υποτίμηση με τα αποθεματικά, πράγμα που μπορεί να επιτευχθεί είτε με τη μέθοδο του Gesell, βάζοντας ημερομηνία λήξης πάνω στο νόμισμα, αντικαθιστώντας το με ανώνυμο ομόλογο (ή επαναπροσδιορίζοντάς το ως ανώνυμο ομόλογο) με αρνητικό επιτόκιο, χρησιμοποιώντας νόμισμα που είναι διαφορετικό από την επίσημη μονάδα υπολογισμού ή αφήνοντας την ισοτιμία ανάμεσα στα τραπεζικά αποθεματικά των τραπεζών και το νόμισμα να αυξομειώνεται.(20) Μία άλλη επιλογή θα ήταν να απαγορευτεί τελείως το επίσημο υλικό νόμισμα, πράγμα που θα μπορούσε να αυξήσει δραματικά τον κυβερνητικό έλεγχο αφού κάθε ηλεκτρονική συναλλαγή θα καταγράφονταν. Όσο τρομακτικό κι αν ακούγεται σε εκείνους (εμού συμπεριλαμβανομένου) που είναι δύσπιστοι με το κράτος επιτήρησης, η απάντησή μου σε αυτήν την ανησυχία είναι «Πολύ αργά». Ήδη σήμερα σχεδόν όλες οι σημαντικές συναλλαγές γίνονται ούτως ή άλλως ηλεκτρονικά, με την αξιοσημείωτη εξαίρεση εκείνων που σχετίζονται με παράνομα ναρκωτικά. Τα μετρητά επίσης χρησιμοποιούνται ευρέως στην παραοικονομία για να διευκολύνουν τον κόσμο να αποφεύγει τους φόρους, ένα κίνητρο που θα εξαφανιζόταν αν η φορολόγηση μετατοπιζόταν από τα εισοδήματα προς τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους, όπως εγώ προτείνω.

Επιπλέον, δεν υπάρχει λόγος για τον οποίο τα ανεπίσημα νομίσματα δεν πρέπει να ευδοκιμούν δίπλα στο επίσημο ηλεκτρονικό νόμισμα αρνητικού επιτοκίου. Το αν αυτά θα είναι ηλεκτρονικά ή χάρτινα νομίσματα εξαρτάται από τη χρήση τους: πιθανόν οι δακτύλιοι εμπορικού αντιπραγματισμού και οι συνεταιρισμοί εκκαθάρισης πιστώσεων να χρησιμοποιούν ηλεκτρονικό χρήμα ενώ τα νομίσματα των κατά τόπους κοινοτήτων να προτιμούν το χάρτινο χρήμα. Ούτως ή άλλως, οι συναλλαγές στις οποίες χρησιμοποιούνται αυτά τα νομίσματα θα είναι έξω από τη δικαιοδοσία της κεντρικής κυβέρνησης. Η κοινότητα που θα τις διαχειρίζεται θα αποφασίζει ποιο επίπεδο καταγραφής θα τηρείται για το νόμισμα. Οι άνθρωποι που συναλλάσσονται αποκλειστικά μέσα στην τοπική οικονομία, όπως οι χίπις, αυτοί που επιστρέφουν στη ζωή στο χωριό, και άλλοι άνθρωποι που συμπαθώ, θα μπορούν να είναι αόρατοι για την κεντρική εξουσία στις οικονομικές τους συναλλαγές. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλοι λόγοι για να γίνουν όλες οι συναλλαγές και οι οικονομικές πράξεις ανοιχτές, όχι μόνο στην κυβέρνηση, αλλά στον καθένα. Αυτό πράγματι προτάθηκε ως γενικότερο αντίδοτο στο κράτος επιτήρησης – να κάνουμε την τεχνολογία επιτήρησης δημόσια και πανταχού παρούσα – και συμβαίνει ήδη με τη διάδοση που έχουν οι βιντεοκάμερες στα κινητά τηλέφωνα, στις φορητές κονσόλες παιχνιδιών και άλλες συσκευές. Όταν οι δραστηριότητες της κυβέρνησης γίνουν τόσο διαφανείς για τον κόσμο όσο και οι δραστηριότητες του κόσμου είναι για την κυβέρνηση, θα έχουμε μια αληθινά ανοιχτή κοινωνία.

Θέλω να τονίσω την πρακτικότητα των σύγχρονων προτάσεων για αρνητικά επιτόκια. Ενώ το εναλλακτικό νόμισμα του Gesell με τα χαρτόσημα φαντάζει σαν μία αναχρονιστική πλάνη που θα περιελάμβανε τεράστια οικονομική αναστάτωση, η επιβολή ενός τέλους στα τραπεζικά αποθεματικά δεν θα απαιτούσε σχεδόν καμία νέα οικονομική υποδομή. Μάλιστα, θα ήταν μια προέκταση εκεί όπου έχει ήδη προηγηθεί η νομισματική πολιτική. Η ίδια Ομοσπονδιακή Τράπεζα, οι ίδιες κεντρικές τράπεζες, το ίδιο βασικό τραπεζικό σύστημα θα μπορούσαν να διατηρηθούν ως έχουν. Βέβαια, μεγάλες αλλαγές θα ακολουθούσαν, όμως θα ήταν εξελικτικές αλλαγές που θα γλίτωναν την κοινωνία από την αναστάτωση του να αχρηστεύσει το παλιό οικονομικό σύστημα και να δημιουργήσει άλλο από το μηδέν. Όπως έγραψα στο Κεφάλαιο 5, «Τα ιερά οικονομικά είναι μέρος μιας εντελώς διαφορετικής επανάστασης, ενός μετασχηματισμού και όχι μίας εκκαθάρισης».

Μερικές κεντρικές τράπεζες φλερτάρουν ήδη με το αρνητικό επιτόκιο. Τον Ιούλιο του 2009 η Riksbank (η κεντρική τράπεζα της Σουηδίας) υιοθέτησε αρνητικό επιτόκιο, επιβάλλοντας ένα τέλος 0,25 τοις εκατό στα τραπεζικά αποθεματικά, επίπεδο το οποίο διατηρήθηκε μέχρι τον Φεβρουάριο του 2010. (21) Αυτό είναι ελάχιστα διαφορετικό από το μηδέν, όμως το σκεπτικό για μια τόσο μεγάλη μείωση του επιτοκίου μπορεί να εφαρμοστεί και για περαιτέρω μείωση. Οι Riksbank, Buiter Mankiw και άλλοι υπέρμαχοι των αρνητικών επιτοκίων με συμβατική οικονομική σκέψη βλέπουν τα αρνητικά επιτόκια ως προσωρινό μέτρο για να αναγκάσουν τις τράπεζες να ξαναρχίσουν να δανείζουν χρήματα και να παρέχουν φτηνή πίστωση μέχρι του σημείου που η οικονομία να αρχίσει και πάλι να αναπτύσσεται και τότε προφανώς τα επιτόκια θα ξανανέβουν αποκτώντας και πάλι θετικό πρόσημο. Ωστόσο, αν μπαίνουμε σε μια περίοδο οικονομίας μηδενικής ανάπτυξης ή οικονομίας αποανάπτυξης, τα αρνητικά επιτόκια μπορεί να γίνουν και μόνιμα.

Το ενδεδειγμένο επιτόκιο, θετικό ή αρνητικό, εξαρτάται από το αν η οικονομία τείνει να αναπτυχθεί ή να συρρικνωθεί. Στον παλιό τρόπο σκέψης, η νομισματική πολιτική αποσκοπούσε στο να επιταχύνει την οικονομική ανάπτυξη ή να τη συγκρατήσει σε ένα βιώσιμο επίπεδο. Στον νέο τρόπο σκέψης, η νομισματική πολιτική προσπαθεί να ταιριάξει το βασικό επιτόκιο με το ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης (ή αποανάπτυξης). Ο Keynes υπολόγισε ότι θα πρέπει να είναι «κατά προσέγγιση ίσο με τη διαφορά του χρηματικού επιτοκίου (μεγαλύτερο) από την οριακή αποδοτικότητα κεφαλαίου που αντιστοιχεί σε έναν ρυθμό με τον οποίο οι νέες επενδύσεις είναι συμβατές με την πλήρη απασχόληση». Αυτός ο μαθηματικός τύπος θα πρέπει να τροποποιηθεί αν, όπως προτείνω στο Κεφάλαιο 14, δεν χρειάζεται ούτε μπορούμε πια να επιδιώκουμε την πλήρη απασχόληση με πλήρεις αποδοχές σαν ένα θετικό κοινωνικό αγαθό (αυτό είναι μια αναγκαία συνέπεια της οικονομίας σταθερής κατάστασης και δεν είναι τόσο τρομακτικό αν υπάρχει κοινωνικό μέρισμα). Στην ουσία, όμως, αυτό που προτείνει ο Keynes είναι να ρυθμιστεί ο φόρος ρευστότητας σε ένα επίπεδο που θα αντισταθμίζει τη διαφορά του τόκου από τη μέση απόδοση των επενδύσεων σε παραγωγικό κεφάλαιο. Με άλλα λόγια πρέπει να ρυθμιστεί σε ένα επίπεδο ώστε να μην υπάρχει κανένα πλεονέκτημα στο να κρατάει κάποιος τα χρήματά του άθικτα αντί να τα χρησιμοποιεί.

Ο Buiter και ο Mankiw δεν είναι φιλελεύθεροι, πράγμα που είναι σημαντικό επειδή οι εισηγήσεις τους είναι αντίθετες με τα συμφέροντα της τάξης των πιστωτών που συνήθως αντιπροσωπεύουν οι συντηρητικοί. Οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι πολλές φορές υποστηρίζουν μία λύση που μοιάζει με το αρνητικό επιτόκιο: τον πληθωρισμό. Ο πληθωρισμός, μιλώντας με μαθηματικά μεγέθη, έχει παρόμοια αποτελέσματα με ένα υποτιμώμενο νόμισμα στο ότι ενθαρρύνει την κυκλοφορία του χρήματος, αποθαρρύνει τη συσσώρευση και διευκολύνει την εξόφληση των χρεών. Το ελεύθερο χρήμα ωστόσο έχει ορισμένα σημαντικά πλεονεκτήματα. Εκτός του ότι μηδενίζει τα κλασσικά κόστη του πληθωρισμού (κόστος προσαρμογής των τιμών, κόστος του χρόνου και της προσπάθειας που δαπανώνται για να αντισταθμιστούν οι συνέπειες του πληθωρισμού κτλ), δεν εξαθλιώνει τους ανθρώπους με ένα σταθερό εισόδημα. Ορίστε ένα τυπικό επιχείρημα υπέρ του πληθωρισμού από τον Dean Baker του Κέντρου Οικονομικών και Πολιτικών Ερευνών (Center for Economic and Policy Research):

Αν είναι πολιτικώς ανέφικτο να αυξήσουμε το έλλειμμα, τότε η νομισματική πολιτική προσφέρει ένα δεύτερο εργαλείο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την τόνωση της ζήτησης. Το Συμβούλιο Ομοσπονδιακών Τραπεζών (Federal Reserve Board) μπορεί να προχωρήσει πέρα από το πρόγραμμά του της ποσοτικής χαλάρωσης σε μια πολιτική που θα στοχεύει κατηγορηματικά σε ένα μέτριο ποσοστό πληθωρισμού (π.χ. 3-4 τοις εκατό) κάνοντας έτσι το πραγματικό επιτόκιο αρνητικό. Αυτό θα είχε και το πλεονέκτημα της μείωσης του τεράστιου φορτίου του ενυπόθηκου χρέους που βαραίνει δεκάδες εκατομμύρια ιδιοκτητών ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης της στεγαστικής φούσκας.(22)

Το πρόβλημα είναι, σε ένα αποπληθωριστικό περιβάλλον όπου οι τράπεζες δεν δανείζουν, πως θα δημιουργήσει πληθωρισμό η Ομοσπονδιακή Τράπεζα; Αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα με την επιλογή της λύσης του πληθωρισμού σε μία κατάσταση υπερβάλλουσας δανειακής εξάρτησης και υπερβάλλουσας παραγωγικής ικανότητας. Η ποσοτική χαλάρωση ανταλλάσσει ένα άκρως ρευστοποιήσιμο στοιχείο (το ποσό των καταθέσεων που οφείλει να τηρεί η τράπεζα ως απόθεμα, τα τραπεζικά αποθεματικά) με λιγότερο ρευστοποιήσιμα στοιχεία (π.χ. διάφορα χρηματοοικονομικά παράγωγα), όμως αυτό δεν θα προκαλέσει πληθωρισμό στις τιμές ούτε πληθωρισμό κόστους αν το νέο χρήμα δεν φτάσει στα χέρια των ανθρώπων που θα το ξοδέψουν.(23) Ακόμα και αν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα νομισματοποιούσε όλο το χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, το βασικό πρόβλημα θα παρέμενε. Εξαιτίας των μηδενικών επιτοκίων, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα ήταν ανήμπορη να προκαλέσει πληθωρισμό για να ξεφύγει από την παγίδα του χρέους το 2008 και το 2009. Σε αυτό το σημείο επιστρέφουμε στο αρχικό κίνητρο για το ελεύθερο χρήμα: για να κυκλοφορήσει το χρήμα.

Σε ένα σύστημα αποθεματικών αρνητικού επιτοκίου, οι τράπεζες θα προτιμούσαν να μην κρατήσουν αποθεματικά. Αν το αρνητικό επιτόκιο ήταν της τάξης του 5-8 τοις εκατό (δηλαδή αυτό που ο Gesell, ο Fisher και άλλοι οικονομολόγοι πίστευαν ότι πρέπει να είναι), τότε θα ήταν στο συμφέρον των τραπεζών να δώσουν δάνεια με μηδέν επιτόκιο, ίσως και δάνεια με αρνητικό επιτόκιο. Αναρωτιέστε πώς θα έβγαζαν χρήματα; Ουσιαστικά με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν σήμερα.(24) Οι καταθέσεις θα ήταν επίσης υποκείμενες σε αρνητικό επιτόκιο, όμως μικρότερο από το επιτόκιο των αποθεματικών. Οι τράπεζες θα έπαιρναν καταθέσεις όψεως με, ας πούμε, -7 τοις εκατό επιτόκιο ή προθεσμιακές καταθέσεις με επιτόκιο, ενδεχομένως, -5 ή -3 τοις εκατό, και θα πρόσφεραν δάνεια με επιτόκιο -1 ή 0 τοις εκατό (Μπορείτε να καταλάβετε τώρα γιατί θα έπρεπε να γίνει υποτίμηση και στα μετρητά· αλλιώς ποιος θα έκανε καταθέσεις με αρνητικό επιτόκιο;)

Το αρνητικό επιτόκιο στα τραπεζικά αποθεματικά είναι συμβατό με την υπάρχουσα οικονομική υποδομή: η ίδιες αγορές εμπορικών αξιογράφων, οι ίδιες διατραπεζικές χρηματαγορές, ακόμα, αν το επιθυμήσουμε, και ο ίδιος μηχανισμός τιτλοποίησης. Το μόνο που έχει αλλάξει είναι το επιτόκιο. Καθένα από αυτά τα ιδρύματα έχει έναν υψηλότερο στόχο που ελλοχεύει μέσα του σαν ένα υπολειπόμενο γονίδιο που περιμένει τη στιγμή που θα εκδηλωθεί. Αυτό ισχύει εξίσου για τον πιο μοχθηρό από όλους τους οργανισμούς, την «καρδιά» του χρηματοοικονομικού συστήματος: την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (και άλλες κεντρικές τράπεζες).

Ενάντια στην καθιερωμένη αντίληψη, η καρδιά δεν διοχετεύει αίμα στο σύστημα αλλά δέχεται το αίμα, το ακούει και το ξαναστέλνει στην περιφέρεια.(25) Είναι ένα όργανο με αντίληψη. Ανάλογα με αυτά που ανιχνεύει στο αίμα, η καρδιά παράγει ένα ευρύ φάσμα ορμονών, πολλές από τις οποίες μόλις πρόσφατα ανακαλύφθηκαν, που επικοινωνούν με άλλα μέρη του σώματος, όπως ακριβώς και τα δικά της κύτταρα επικοινωνούν με τα εξωγενείς ορμόνες. Αυτός ο ρόλος της καρδιάς να ακούει και να ρυθμίζει δίνει μια πολύ διαφορετική προοπτική στο ρόλο της κεντρικής νομισματικής αρχής: ένα όργανο που ακούει τις ανάγκες του συστήματος και ανταποκρίνεται σ’ αυτές, αντί να διοχετεύει χρήματα μέσα στο σύστημα. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα υποτίθεται ότι ακούει το σφυγμό της οικονομίας για να ρυθμίσει την προσφορά χρήματος ώστε να διατηρήσει τα επιτόκια στα κατάλληλα επίπεδα.(26) Η εισαγωγή νέου χρήματος στην οικονομία θα μπορούσε να γίνει με τον ίδιο τρόπο που γίνεται σήμερα – εργασίες στην ανοικτή αγορά – ή μέσω της κυκλοφορίας χρήματος κατ’ εντολήν από την κυβέρνηση. Γενικά μιλώντας, το χρήμα που χάνεται από το αρνητικό επιτόκιο του χρήματος πρέπει να ξαναμπαίνει στην οικονομία· αλλιώς το επίπεδο των αποθεματικών θα συρρικνώνεται κάθε χρόνο, ανεξαρτήτως των χρημάτων που χρειάζονται για να διευκολυνθεί η οικονομική δραστηριότητα. Το αποτέλεσμα θα ήταν οι ίδιες αδυναμίες που μας απειλούν σήμερα· έλλειψη και συγκέντρωση του πλούτου. Γι’ αυτό, εξακολουθούμε να χρειαζόμαστε μια καρδιά στο οικονομικό σύστημα που να ακούει το αίμα και να επισημαίνει την αναγκαιότητα δημιουργίας περισσότερου (ή λιγότερου) αίματος.

Ο οξυδερκής αναγνώστης ίσως αντιτείνει ότι αν το νόμισμα και οι τραπεζικές καταθέσεις ήταν υποκείμενες σε αρνητικό επιτόκιο, ο κόσμος θα στρεφόταν σε κάποιο άλλο μέσο συναλλαγής που θα ήταν καλύτερο μέσο αποθήκευσης: για παράδειγμα χρυσό ή βραχυπρόθεσμα ομόλογα. Αν έχετε αυτήν την αντίρρηση, θα βρείτε κι άλλους υποστηρικτές. Ο John Maynard Keynes, επαινώντας τις ιδέες του Gesell, έγραψε την παρακάτω προειδοποίηση: «Έτσι, αν τα χαρτονομίσματα στερούνταν το ασφάλιστρο ρευστότητας λόγω του συστήματος των χαρτοσήμων, τη θέση των χαρτονομισμάτων θα έπαιρνε μια μακριά σειρά από υποκατάστατα – λογιστικό χρήμα, άμεσα απαιτητά δάνεια, ξένο συνάλλαγμα, κοσμήματα και πολύτιμα μέταλλα γενικότερα, και ούτω καθεξής».(27) Μπορούμε να απαντήσουμε σε αυτήν την αντίρρηση σε διάφορα μέτωπα (ούτε ο Keynes την έβλεπε σαν ανυπέρβλητο εμπόδιο, παρά σαν μια «δυσκολία» την οποία «δεν αντιμετώπισε» ο Gesell). Το λογιστικό χρήμα, όπως περιγράφθηκε παραπάνω, θα ήταν υποκείμενο στην ίδια υποτίμηση με το υλικό νόμισμα. Τα άμεσα απαιτητά δάνεια απαιτούν ασφάλιστρο πιστωτικού κινδύνου, που αντισταθμίζει το ασφάλιστρο ρευστότητας.(28) Τα εμπορεύματα, τα κοσμήματα, και όλα τα συναφή, έχουν υψηλά κόστη διατήρησης αποθέματος. Ωστόσο, το πιο σημαντικό από όλα είναι ότι τελική ανάλυση το χρήμα είναι σε μία κοινωνική συμφωνία, η οποία μέσω νόμων, εθίμων και άλλων μορφών συναίνεσης, μπορεί συνειδητά να επιλεγεί και να εφαρμοστεί. Τελικά, αποφάνθηκε ο Keynes, «Η ιδέα πίσω από το νόμισμα με τα χαρτόσημα είναι υγιής».

Από πρακτικής άποψης, καθετί στον υλικό και κοινωνικό κόσμο έχει κόστος διατήρησης αποθέματος, όπως επισήμανε ο Gesell στο παράδειγμά του με τις εφημερίδες, τις πατάτες και όλα τα υπόλοιπα. Τα μηχανήματα και ο εξοπλισμός χαλάνε, χρειάζονται συντήρηση και απαρχαιώνονται. Ακόμα και τα ελάχιστα συστατικά που δεν οξειδώνονται, όπως ο χρυσός και ο λευκόχρυσος, πρέπει να μεταφερθούν, να φυλαχθούν, και να ασφαλιστούν κατά της κλοπής· τα νομίσματα από πολύτιμα μέταλλα μπορεί επίσης να αχρηστευθούν ή να ακυρωθούν. Το χρήμα είναι εξαίρεση σε αυτόν τον οικουμενικό νόμο, τον νόμο της επιστροφής στην πηγή, είναι μέρος μίας ευρύτερης ιδεολογίας της ανθρώπινης εξαιρετικότητας απέναντι στη φύση. Γι’ αυτό το φθειρόμενο νόμισμα δεν είναι απλώς ένα έξυπνο τέχνασμα: είναι αναγνώριση της πραγματικότητας. Οι αρχαίοι Έλληνες, που είχαν μια ασυναίσθητη έλξη για τις ιδιότητες αυτού του νέου πράγματος που λεγόταν χρήμα, δημιούργησαν μία έννοια του πνεύματος που βρίσκονταν επίσης υπεράνω των νόμων της φύσης – αιώνια, αφηρημένη, άυλη. Αυτή η διαίρεση του κόσμου σε πνεύμα και ύλη και η επακόλουθη μεταχείριση του κόσμου σαν κάτι που δεν είναι ιερό, τελειώνει. Μαζί της τελειώνει και το είδος του χρήματος που πρωτίστως έφερε αυτήν τη διαίρεση. Δεν θα είναι πια το χρήμα εξαίρεση στον οικουμενικό νόμο της παροδικότητας.

Η «δυσκολία» του Keynes υπογραμμίζει τη σημασία του να μην δημιουργούμε τεχνητά μέσα αποθήκευσης του πλούτου τα οποία, όπως το χρήμα σήμερα, παραβιάζουν τους νόμους της φύσης. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα στη γη, που οποία υπήρξαν ιστορικά το μέσο για την ίδια συγκέντρωση του πλούτου που έχει φέρει το χρήμα σήμερα. Το αρνητικό επιτόκιο στο νόμισμα πρέπει να συνοδεύει και τους φόρους κατά George ή κατά Gesell πάνω στη γη, και τελικά κάθε άλλη πηγή «ενοικίου». Τα φυσικά κοινά αγαθά της γης, του γονιδιώματος, του οικοσυστήματος και του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος όπως επίσης και τα πολιτιστικά κοινά των ιδεών, των εφευρέσεων, της μουσικής και των ιστοριών, πρέπει να υπόκεινται στα ίδια κόστη διατήρησης αποθέματος με το χρήμα, αλλιώς η ανησυχία του Keynes θα βγει αληθινή. Ευτυχώς, έχουμε μία τυχαία σύγκλιση της δικαιοσύνης και της λογικής, στο ότι η κοινωνική υποχρέωση που επιφέρει η χρήση των κοινών αγαθών διπλασιάζεται ως φόρος ρευστότητας σε κάθε υποκατάστατο μέσο αποθήκευσης. Βασικώς, η ίδια αρχή διακυβεύεται, είτε την εφαρμόζουμε στα χρήματα είτε στα κοινά αγαθά: δικαιούμαστε να τα κρατήσουμε μόνον αν τα χρησιμοποιήσουμε με έναν παραγωγικό τρόπο για την κοινωνία. Αν απλώς τα αποθηκεύουμε, θα πρέπει να τα χάσουμε.

Το ελεύθερο χρήμα δεν θα ωφελούσε τους πάντες, τουλάχιστον όχι βραχυπρόθεσμα. Όπως και ο πληθωρισμός, το υποτιμώμενο νόμισμα ωφελεί τους οφειλέτες και ζημιώνει τους πιστωτές. Το παρακάτω σχόλιο για τον πληθωρισμό συνοψίζει πολύ όμορφα αυτήν την ιδέα:

Η γενεσιουργός αιτία της επιθυμίας για πολύ χαμηλό πληθωρισμό είναι η επιθυμία από την πλευρά των τάξεων των ομολογιούχων να δουν μια αληθινή απόδοση στις επενδύσεις μηδενικού κινδύνου και καταθέσεις… Είναι σκανδαλώδες ότι οι άνθρωποι πρέπει να έχουν αληθινό κέρδος επειδή δανείζουν χρήματα στην κεντρική τράπεζα που τυπώνει αυτά τα χρήματα… Είναι καθήκον των πλουσίων, που φορολογούνται ελαφρά, επειδή έχουν τη δυνατότητα να πάρουν ρίσκο, να κινούν τις επενδύσεις και την ανάπτυξη στην αληθινή οικονομία. Αν θέλουν να έχουν μέρος του χαρτοφυλακίου τους σε καταθέσεις μηδενικού κινδύνου, δεν θα πρέπει να προσδοκούν ότι αυτό θα διατηρήσει τη σχετική αξία του.(29)

Αυτό το επιχείρημα αξιοποιεί την μακριά παράδοση του George και του Gesell στην οποία έχω βασιστεί, που αναγνωρίζει ότι οι άνθρωποι δεν θα πρέπει να μπορούν να επωφελούνται από το γεγονός και μόνον της ιδιοκτησίας. Οι δικαιούχοι του πλούτου είναι οι διαχειριστές του, οι φροντιστές του, και αν δεν τον χρησιμοποιήσουν για κοινωνικά ωφέλιμο σκοπό, τότε αυτός ο πλούτος θα πρέπει τελικά να περάσει στα χέρια άλλων που θα το πράξουν.

Οι επαναστάτες του παρελθόντος, αναγνωρίζοντας την ανομία των περισσοτέρων περιπτώσεων συγκέντρωσης πλούτου, επιδίωξαν να σβήσουν το παρελθόν με τη δήμευση και την αναδιανομή του πλούτου. Εγώ τάσσομαι υπέρ μιας πιο ήπιας, πιο βαθμιαίας προσέγγισης. Ένας τρόπος είναι με φόρο στα χαρτοφυλάκια, εξασφαλίζοντας ότι ο μόνος τρόπος για τη διατήρηση του πλούτου είναι να επενδύουμε αναλαμβάνοντας τον κίνδυνο, ή, να το πούμε αλλιώς, να παίρνουμε έξυπνες αποφάσεις για το πως θα κατευθύνουμε τη μαγική ροή της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Σίγουρα, αυτή είναι μια ικανότητα που αξίζει επιβράβευση, κι εδώ είναι που κάτι λείπει από τις μαρξιστικές θεωρίες της αξίας που αγνοούν τη διάσταση της έξυπνης επιχειρηματικότητας στην κατανομή κεφαλαίων.

Αν και οι τολμηροί (συμβατικής σκέψης ωστόσο) οικονομολόγοι που ανέφερα βλέπουν το αρνητικό επιτόκιο ως ένα προσωρινό μέτρο για να προωθήσουν τον δανεισμό και να ξεφύγουν από την πληθωριστική παγίδα ρευστότητας, η πραγματική του αξία πάει πολύ βαθύτερα. Η παγίδα ρευστότητας δεν είναι μία προσωρινή ανωμαλία  που προκλήθηκε από το σκάσιμο μιας φούσκας· είναι μία διαρκής κατάσταση πτώχευσης που έχει τις ρίζες της στη φθίνουσα οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου,(30) η οποία με τη σειρά της είναι αποτέλεσμα της τεχνολογικής εξέλιξης και του ανταγωνισμού. Όπως επισήμανε ο Keynes,

Καθώς τα πάγια στοιχεία του ενεργητικού – τα οποία ξεκίνησαν με μια οριακή αποδοτικότητα τουλάχιστον ίση με το επιτόκιο –αυξάνονται, η οριακή τους αποδοτικότητα (για λόγους μάλλον προφανείς, που έχουν ήδη αναφερθεί) τείνει να πέφτει. Έτσι θα έρθει μια στιγμή που δεν αξίζει πια να τα παράγουμε, εκτός και αν το επιτόκιο πέσει εξίσου. Όταν δεν υπάρχει στοιχείο του ενεργητικού του οποίου η οριακή αποδοτικότητα να φτάνει την τιμή του επιτοκίου, η περαιτέρω παραγωγή πάγιων στοιχείων του ενεργητικού θα σταματήσει.(31)

Όπως έχω ήδη υποστηρίξει, αυτό το ενδεχόμενο έχει καθυστερήσει πολύ επειδή η τεχνολογία και ο ιμπεριαλισμός έχουν μεταφέρει τα αγαθά και τις υπηρεσίες από την επικράτεια των κοινών αγαθών στην εγχρήματη οικονομία. Ωστόσο, καθώς τα κοινά αγαθά εξαντλούνται, η ανάγκη να άρουμε τον περιορισμό του επιτοκίου εντείνεται. Ο Keynes αποφάνθηκε προφητικά: «Γι’ αυτό εκείνοι οι μεταρρυθμιστές που ψάχνουν για μία λύση δημιουργώντας τεχνητά κόστη διατήρησης αποθέματος για το χρήμα χαρτοσημαίνοντας περιοδικά τα νόμιμα χαρτονομίσματα με προκαθορισμένο κόστος ώστε να διατηρήσουν την αξία τους ως χρήμα ή με ανάλογους τρόπους, βρίσκονται στο σωστό δρόμο· και η πρακτική αξία των προτάσεών τους αξίζει την προσοχή μας».(32) Ένα τέτοιο μέτρο (και το σύγχρονο ισοδύναμο που έχω αναπτύξει) θα επέτρεπε την επένδυση κεφαλαίων με αρνητική οριακή αποδοτικότητα – με άλλα λόγια, οι τράπεζες πρόθυμα θα δάνειζαν χρήματα σε εταιρείες που έχουν μηδέν ή και ελάχιστα κάτω από το μηδέν απόδοση επενδύσεων.

Δεδομένου ότι το γενεσιουργό αίτιο της οικονομικής μας κρίσης είναι η αναπόφευκτη επιβράδυνση της ανάπτυξης, και δεδομένου ότι προχωράμε σε μία οικολογική οικονομία σταθερής κατάστασης, οι προτάσεις για φθειρόμενα νομίσματα προσφέρουν κάτι παραπάνω από μια προσωρινή ανάκαμψη μιας στάσιμης οικονομίας, υπόσχονται ία βιώσιμη, μακροπρόθεσμη υποδομή για μία μόνιμα μη αναπτυσσόμενη οικονομία. Ιστορικά, η οικονομική συρρίκνωση ή η στασιμότητα στην ανάπτυξη ήταν ταυτόσημες με την ανθρώπινη δυστυχία: την οικονομική πόλωση, τη διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στους έχοντες και τους μη έχοντες. Το ελεύθερο χρήμα εμποδίζει να συμβεί αυτό παρέχοντας έναν τρόπο για να κυκλοφορεί το χρήμα χωρίς την αναγκαιότητα δανεισμού που εξαρτάται από την ανάπτυξη.

Σε συνδυασμό με τις άλλες αλλαγές που περιγράφονται σ’ αυτό το βιβλίο, το ελεύθερο χρήμα θα έχει σημαντική επίδραση στην ανθρώπινη οικονομία και ψυχολογία. Συνηθίσαμε τόσο πολύ στον κόσμο της τοκογλυφίας που νομίζουμε ότι πολλές από τις συνέπειές της είναι βασικοί νόμοι των οικονομικών ή της ανθρώπινης φύσης. Όπως θα περιγράψω, ένα χρηματικό σύστημα που περιλαμβάνει μία νέα αίσθηση του εαυτού και μία νέα ιστορία των ανθρώπων – ο συνδεδεμένος εαυτός που ζει σε συν-δημιουργική συντροφικότητα με τη Γη – θα έχει πολύ διαφορετικά αποτελέσματα. Οι αντιλήψεις που αναπτύχθηκαν μέσα στη διάρκεια αιώνων δεν θα ισχύουν πια. Δεν θα είναι πια αξιώματα της ζωής η απληστία, η έλλειψη, η ποσοτικοποίηση και εμπορευματοποίηση όλων των πραγμάτων, η «διαχρονική προτίμηση» για άμεση κατανάλωση, η απαξίωση του μέλλοντος για χάρη του παρόντος, η θεμελιώδης αντίθεση ανάμεσα στο οικονομικό όφελος και το κοινό καλό ή η εξίσωση της ασφάλειας με την συσσώρευση πλούτου.