ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15: ΤΟΠΙΚΟ ΚΑΙ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟ ΝΟΜΙΣΜΑ

 

 

Μια σωστή κοινότητα, πρέπει να θυμόμαστε, είναι επίσης μία κοινοπολιτεία: ένας τόπος, παραγωγικοί πόροι, μια οικονομία. Ικανοποιεί τις ανάγκες των μελών της, τόσο τις πρακτικές όσο και τις κοινωνικές και τις πνευματικές – ανάμεσά τους και την ανάγκη να χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον. Η απάντηση στη σημερινή ταύτιση της πολιτικής εξουσίας με τον πλούτο είναι η αποκατάσταση της ταυτότητας της κοινότητας και της οικονομίας.

–Wendell Berry

 

Ένας ιερός τρόπος ζωής μας συνδέει με τους ανθρώπους και τους τόπους που μας περιβάλλουν. Αυτό σημαίνει ότι μια ιερή οικονομία πρέπει να είναι κατά μεγάλο μέρος μια τοπική οικονομία, στην οποία έχουμε πολυδιάστατες, προσωπικές σχέσεις με τη γη και τους ανθρώπους που εκπληρώνουν τις ανάγκες μας, και των οποίων τις ανάγκες εκπληρώνουμε εμείς με τη σειρά μας. Διαφορετικά, βιώνουμε έναν διχασμό ανάμεσα στο κοινωνικό και το υλικό, στον οποίο οι κοινωνικές μας σχέσεις στερούνται ουσίας και οι οικονομικές μας σχέσεις είναι απρόσωπες. Είναι αναπόφευκτο, όταν αγοράζουμε τυποποιημένες υπηρεσίες από μακρινούς ξένους και τυποποιημένα προϊόντα από μακρινούς τόπους, να βιώνουμε απώλεια της σύνδεσης, αποξένωση και μία αίσθηση ότι εμείς είμαστε αντικαταστάσιμοι, όπως και τα προϊόντα που αγοράζουμε. Στο βαθμό που εκείνο που παρέχουμε είναι τυποποιημένο και απρόσωπο, είμαστε αντικαταστάσιμοι. Μία από τις συνέπειες ενός ομογενούς εθνικού ή παγκόσμιου νομίσματος είναι η ομογενοποίηση της κουλτούρας. Καθώς η επικράτεια του χρήματος επεκτείνεται για να συμπεριλάβει όλο και περισσότερο από την υλική και κοινωνική ζωή, τα υλικά μας αντικείμενα και οι σχέσεις μας γίνονται τυποποιημένα αγαθά, τα ίδια σε όλους τους τόπους όπου φτάνει το χρήμα. Πουθενά δεν είναι τόσο έκδηλο όσο στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου τα ίδια καταστήματα, τα ίδια εστιατόρια, και η ίδια αρχιτεκτονική κυριαρχούν σε κάθε περιοχή. Και παντού οι ίδιοι υπάλληλοι και οι ίδιοι καταναλωτές, που ζουν κάτω από τον ζυγό μακρινών οικονομικών δυνάμεων. Η τοπική ιδιαιτερότητα, η αυτονομία και η επιχειρηματική ευκαιρία εξαφανίζονται. Τα κέρδη των επιχειρήσεων εξαφανίζονται από τα κεντρικά γραφεία μακρινών εταιρειών και τελικά από τη Γουόλ Στριτ. Στη θέση των δραστήριων κοινοτήτων με τον δικό τους οικονομικό και τοπικό χαρακτήρα, έχουμε μια μονοκουλτούρα όπου το κάθε μέρος είναι το ίδιο.

Το χρηματικό σύστημα που περιγράφηκε μέχρι αυτό το σημείο του βιβλίου απομακρύνει πολλά από τα εμπόδια για την τοπική οικονομική κυριαρχία και αποδυναμώνει την πίεση για παγκοσμιοποίηση. Παραθέτω τρεις τρόπους με τους οποίους γίνεται αυτό:

  1. Μεγάλο μέρος του παγκόσμιου εμπορίου είναι οικονομικά συμφέρον μόνο και μόνο λόγω των κρυφών κοινωνικών και οικολογικών επιδοτήσεων, που θα εξαφανίζονταν με την απορρόφηση των δαπανών.

  2. Το νόμισμα που διασφαλίζεται με κοινά αγαθά επαναφέρει τη δύναμη της τοπικής οικονομίας αφού πολλά από τα κοινά αγαθά έχουν χαρακτήρα τοπικό ή βιοπεριοχής.

  3. Το χρήμα με αρνητικό επιτόκιο αποσύρει την πίεση για τη διατήρηση της ανάπτυξης που βασίζεται στη μετατροπή των μοναδικών, τοπικών σχέσεων και του φυσικού πλούτου άλλων εκτάσεων σε εμπορεύματα. Τελικά, η τοπική διαφοροποίηση στέκεται εμπόδιο στην εμπορευματοποίηση και κατά συνέπεια στην ανάπτυξη.

Ωστόσο, επειδή οι συνήθειες και η υποδομή της τοπικής οικονομίας έχουν εξαφανιστεί σε μεγάλο βαθμό, είναι απαραίτητο να λάβουμε πρόσθετα μέτρα για να ξαναχτίσουμε οικονομίες που είναι βασισμένες στην κοινότητα και στον τόπο που τις παρήγαγε. Αυτό το κεφάλαιο εξετάζει ένα από αυτά τα μέτρα: την εντοπιοποίηση του ίδιου του χρήματος.

Δεν υποστηρίζω την εγκατάλειψη του παγκόσμιου εμπορίου. Ενώ πολλά πράγματα που θα έπρεπε να είναι τοπικά, όπως τα τρόφιμα, έχουν γίνει παγκόσμια, υπάρχουν πολλοί τομείς της συλλογικής ανθρώπινης δραστηριότητας που από τη φύση τους απαιτούν έναν παγκόσμιο συντονισμό εργασίας. Επιπλέον, οι οικονομικές αρχές της αποδοτικότητας κλίμακας και του συγκριτικού πλεονεκτήματος (ότι κάποιοι τόποι και κάποιες κουλτούρες ταιριάζουν καλύτερα με ορισμένα είδη παραγωγής) δεν στερούνται εντελώς λογικής βάσης.(1) Γενικά, ωστόσο, τα ιερά οικονομικά θα προωθήσουν την τοπική προμήθεια πολλών εμπορευμάτων τα οποία σήμερα διασχίζουν ωκεανούς και ηπείρους για να φτάσουν σε εμάς.

Παρόλο που οι αλλαγές που περιγράφθηκαν μέχρι εδώ κάνουν την παγκοσμιοποίηση λιγότερο συμφέρουσα, η συμπάθειά μου για την τοπική οικονομία δεν κινητοποιείται πρωτίστως από την οικονομική λογική: την μεγιστοποίηση κάποιου μετρήσιμου ποσού ευημερίας. Προέρχεται περισσότερο από μια λαχτάρα για την κοινότητα. Η κοινότητα είναι υφασμένη από δύο ειδών νήματα που διασταυρώνονται και κρατούν γερό το υφαντό: από τα δώρα και από την ιστορία. Με λίγα λόγια, μία ισχυρή κοινότητα υφαίνει τους κοινωνικούς και τους οικονομικούς δεσμούς μαζί. Οι άνθρωποι από τους οποίους εξαρτόμαστε, και οι οποίοι εξαρτώνται από εμάς, είναι οι ίδιοι άνθρωποι που ξέρουμε και μας ξέρουν. Είναι τόσο απλό. Το ίδιο ισχύει για την ευρύτερη κοινότητα όλων των έμβιων όντων: τη γη και τα οικοσυστήματά της. Χωρίς την κοινότητα, υποφέρουμε από ένα οδυνηρό έλλειμμα ύπαρξης, γιατί είναι αυτοί οι πολυδιάστατοι δεσμοί της κοινότητας που προσδιορίζουν ποιοι είμαστε και διευρύνουν την ύπαρξή μας πέρα από το δυστυχισμένο μοναχικό, απομονωμένο εγώ, πέρα από τη «φούσκα της ψυχολογίας μέσα σε μια φυλακή σάρκας». Λαχταράμε να αποκαταστήσουμε τις χαμένες μας συνδέσεις, τη χαμένη μας ύπαρξη.

Η τοπική οικονομία αντιστρέφει την τάση χιλιετιών προς μια ομογενοποίηση της κουλτούρας και μας συνδέει με τους ανθρώπους και τους τόπους που βλέπουμε κάθε μέρα. Πέρα από το να ικανοποιεί τη λαχτάρα μας για την κοινότητα, ωφελεί την κοινωνία και το περιβάλλον. Όχι μόνο επιφέρει μικρότερη κατανάλωση ενέργειας αλλά κάνει δυσκολότερο το να αγνοούμε τις κοινωνικές και οικολογικές συνέπειες των οικονομικών μας αποφάσεων. Πράγματι, σήμερα, είναι αρκετά εύκολο να προσποιηθούμε ότι οι οικονομικές αποφάσεις μας δεν έχουν καθόλου συνέπειες. Τα πράγματα που χρησιμοποιούμε σήμερα χωρίς πολλή σκέψη πάνε πακέτο με γενετικές ανωμαλίες σε κινεζικές πόλεις, εξόρυξη ολόκληρων βουνών στη Δυτική Βιρτζίνια και ερημοποίηση περιοχών που είχαν προηγουμένως οργιώδη βλάστηση. Όμως αυτές οι συνέπειες είναι μακρινές και εμείς τις βλέπουμε μόνο σαν πίξελ πάνω στην οθόνη της τηλεόρασης. Πολύ φυσιολογικά, ζούμε σαν να μην έχουν συμβεί. Αν οι άνθρωποι που καλλιεργούν την τροφή σας και κατασκευάζουν τα πράγματά σας ζουν στην Αϊτή, την Κίνα ή το Πακιστάν, τότε η ευημερία τους ή τα βάσανά τους είναι αόρατα. Αν ζουν κοντά σας, ίσως μπορείτε και πάλι να τους εκμεταλλευτείτε αλλά δεν μπορείτε εύκολα να αγνοήσετε το γεγονός ότι το γνωρίζετε. Η τοπική οικονομία μας φέρνει αντιμέτωπους με τις συνέπειες των πράξεών μας, στενεύοντας τον κύκλο του κάρμα και υιοθετώντας μία αίσθηση του εαυτού που περιλαμβάνει και τους άλλους. Με αυτόν τον τρόπο η τοπική οικονομία ευθυγραμμίζεται με την βαθιά πνευματική μεταστροφή που συμβαίνει στην εποχή μας.

 

Η ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΚΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ

Το τοπικό νόμισμα συχνά προτείνεται ως ένας τρόπος για να αναζωογονήσουμε τις τοπικές οικονομίες, να τις απομονώσουμε από τις δυνάμεις της παγκόσμιας αγοράς και να δημιουργήσουμε εκ νέου την κοινότητα. Σήμερα υπάρχουν χιλιάδες τοπικά νομίσματα σε όλον τον κόσμο, ανεπίσημα νομίσματα που κυκλοφορούν από ομάδες ή από συνηθισμένους πολίτες. Θεωρητικά, το τοπικό νόμισμα προσφέρει μερικά οικονομικά οφέλη:

  1. Ενθαρρύνει τους ανθρώπους να ψωνίζουν στις τοπικές επιχειρήσεις αφού μόνον αυτές είναι πρόθυμες να δεχτούν και να χρησιμοποιήσουν το τοπικό νόμισμα.

  2. Αυξάνει την τοπική προσφορά χρήματος, πράγμα που αυξάνει τη ζήτηση και τονώνει την τοπική παραγωγή και απασχόληση.

  3. Κρατάει το χρήμα μέσα στην κοινότητα αφού δεν μπορεί να εξαχθεί σε μακρινές εταιρείες.

  4. Δίνει τη δυνατότητα στα άτομα και στις επιχειρήσεις να παρακάμψουν τα συμβατικά πιστωτικά κανάλια κι έτσι προσφέρει μία εναλλακτική πηγή κεφαλαίου του οποίου ο τόκος (αν υπάρχει) θα επιστρέψει στην κοινότητα.

  5. Διευκολύνει την κυκλοφορία αγαθών και υπηρεσιών ανάμεσα σε ανθρώπους που ίσως να μην διαθέτουν επαρκή πρόσβαση στο εθνικό νόμισμα αλλά ίσως διαθέτουν χρόνο και δεξιότητες να προσφέρουν.

Ας πούμε ότι θέλετε να αγοράσετε ένα χάμπουργκερ και διαθέτετε τοπικό νόμισμα. Μάλλον θα το αγοράσετε από κάποιο τοπικό χαμπουργκεράδικο αντί για τα Μακντόναλντς ακόμα κι αν πληρώσετε περισσότερα, επειδή τα Μακντόναλντς δεν θα δεχτούν το τοπικό νόμισμα. Και τι θα κάνει το τοπικό χαμπουργκεράδικο με το τοπικό νόμισμα; Εντάξει, δεν μπορεί να αγοράσει με το τοπικό νόμισμα μοσχαρίσιο κρέας από την εθνική αλυσίδα διανομής κρέατος, όμως μπορεί να αγοράσει με αυτό κρέας από έναν τοπικό κτηνοτρόφο ή να πληρώσει μέρος των μισθών κάποιων υπαλλήλων του. Και τι θα κάνουν με αυτό ο κτηνοτρόφος ή οι υπάλληλοι; Μπορούν να αγοράσουν πράγματα από άλλους τοπικούς προμηθευτές, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων που τρώνε στο χαμπουργκεράδικο. Με αυτόν τον τρόπο τα τοπικά νομίσματα ενισχύουν τις τοπικές οικονομίες.

Δυστυχώς, στην πράξη τα αποτελέσματα από τις τοπικές πρωτοβουλίες κυκλοφορίας τοπικών νομισμάτων είναι απογοητευτικά. Ένα σύνηθες μοτίβο είναι το νόμισμα να λανσάρεται με μεγάλο ενθουσιασμό και να συνεχίσει να κυκλοφορεί για όσο καιρό το προωθούν οι δημιουργοί του. Όμως τελικά όλοι κουράζονται από την προσπάθεια, ο νεωτερισμός του πράγματος ξεφτίζει και ο κόσμος σταματά να το χρησιμοποιεί. Σύμφωνα με μια μελέτη από το 2005 περίπου το 80 τοις εκατό όλων των τοπικών νομισμάτων που τέθηκαν σε κυκλοφορία από το 1991 είναι ανενεργά.(2) Ένα άλλο σύνηθες μοτίβο είναι το τοπικό νόμισμα να συσσωρεύεται στα χέρια των λίγων τοπικών καταστηματαρχών που το δέχονται και που δεν μπορούν να βρουν τρόπους να το ξοδέψουν. Τέλος, ακόμα και όταν τα τοπικά νομίσματα είναι σχετικά επιτυχημένα, αποτελούν ένα ασήμαντο τμήμα της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας.(3) Αν αντιληφθούμε τα θεωρητικά πλεονεκτήματα των τοπικών νομισμάτων, είναι επιτακτική ανάγκη να αναγνωρίσουμε ότι δεν λειτουργούν σήμερα και να ανακαλύψουμε το γιατί. Στο κάτω-κάτω, λειτούργησαν αρκετά καλά στον δέκατο ένατο αιώνα και στις αρχές του εικοστού. Τον δέκατο ένατο, τα χαρτονομίσματα ήταν «τραπεζογραμμάτια» που εκδίδονταν από τοπικές τράπεζες και που γίνονταν αποδεκτά μόνον στην οικονομική περιοχή όπου βρίσκονταν οι τράπεζες. Ήδη στη δεκαετία του 1930, τα τοπικά νομίσματα ήταν τόσο επιτυχημένα που οι κεντρικές κυβερνήσεις τα πολεμούσαν με ενεργό τρόπο. Τι συνέβη από τότε που τα έκανε (με λίγες αξιοσημείωτες εξαιρέσεις) το παιχνιδάκι των οπαδών του κοινωνικού ιδεαλισμού;(4)

Εμπλέκονται αρκετοί παράγοντες. Ο πρώτος είναι ότι η οικονομία έχει τόσο πολύ χάσει τον τοπικό της χαρακτήρα που είναι δύσκολο να συντηρήσουμε την κυκλοφορία ενός τοπικού νομίσματος. Χρησιμοποιώντας τα λόγια ενός καταστηματάρχη στη Γερμανία για ένα από τα πιο επιτυχημένα τοπικά νομίσματα, το Chiemgauer, «Εμείς το δεχόμαστε αλλά δεν ξέρουμε τι να κάνουμε με αυτό». Αυτός ο καταστηματάρχης το δέχτηκε απρόθυμα – κατανοητό όταν ελάχιστοι από τους προμηθευτές του είναι ντόπιοι. Τα τοπικά νομίσματα είναι βιώσιμα μόνο στον βαθμό που οι παραγωγοί φτιάχνουν αγαθά και υπηρεσίες που καταναλώνονται τοπικά από ανθρώπους που και αυτοί παράγουν αγαθά και υπηρεσίες που καταναλώνονται τοπικά. Στη δεκαετία του 1930, οι οικονομίες ήταν ακόμα σε μεγάλο βαθμό τοπικές. Οι άνθρωποι είχαν αγαθά και υπηρεσίες για ανταλλαγή αλλά δεν είχαν χρήμα για να χρησιμοποιήσουν ως μέσο συναλλαγής επειδή οι τράπεζες είχαν χρεοκοπήσει και ο κόσμος έκρυβε το χρήμα στα σεντούκια. Σήμερα, η κατάσταση είναι αρκετά διαφορετική. Οι περισσότεροι άνθρωποι παρέχουν υπηρεσίες που έχουν νόημα μόνο στο πλαίσιο ενός απέραντου, συχνά παγκόσμιου συντονισμού εργασίας. Το τοπικό νόμισμα δεν μπορεί να διευκολύνει μία εφοδιαστική αλυσίδα που περιλαμβάνει εκατομμύρια ανθρώπους σε χιλιάδες τόπους.

Ωστόσο, ενώ κάποια προϊόντα, όπως τα ηλεκτρονικά, είναι παγκοσμιοποιημένα στη φύση της κατασκευής τους, πολλά προϊόντα θα μπορούσαν να παραχθούν τοπικά όμως αποτελούν παρόλα αυτά μέρος των συστημάτων παγκοσμιοποιημένης παραγωγής. Αυτό υποδηλώνει ένα σημαντικό ανεκμετάλλευτο δυναμικό για τα τοπικά νομίσματα. Δυστυχώς, μεγάλο μέρος της υποδομής της τοπικής παραγωγής και διανομής έχει εξαφανιστεί. Τα τοπικά νομίσματα μπορούν να γίνουν μέρος της ανοικοδόμησης εκείνης της υποδομής, όμως από μόνα τους δεν φτάνουν. Αν τίποτα άλλο δεν αλλάξει, περιορίζονται σε έναν πολύ περιθωριακό, λιγότερο καίριο ρόλο. Όπως έχουν τα πράγματα, το τοπικό νόμισμα δεν μας είναι πολύ χρήσιμο επειδή εισάγουμε σχεδόν ο,τιδήποτε χρησιμοποιούμε από τόπους που είναι εκτός της περιοχής μας.

Καταρχήν, γιατί θα έπρεπε κάποιος να είναι πρόθυμος να δεχτεί ένα τοπικό νόμισμα; Ένας λόγος είναι ο ιδεαλισμός, όμως αν είναι να στηριχτούμε στον ιδεαλισμό, τότε γιατί να μην εφαρμόσουμε αυτόν τον ιδεαλισμό στο υπάρχον νόμισμα και να το χρησιμοποιήσουμε για να «κάνουμε τις αγορές μας τοπικά»; Γιατί να παιδευόμαστε με ένα συμπληρωματικό νόμισμα; Αυτό που θέλουμε είναι να ευθυγραμμίσουμε τα ιδανικά μας με αυτό που είναι πρακτικό, όχι να φέρουμε σε σύγκρουση αυτά τα δύο. Άλλωστε, η πρόσφατη ιστορία των συμπληρωματικών νομισμάτων δείχνει ότι ο ιδεαλισμός δεν είναι αρκετός, ότι τα νομίσματα αυτά αδρανούν και εξαφανίζονται όταν εκείνος ο αρχικός ιδεαλιστικός ενθουσιασμός ξεθυμαίνει. Το ερώτημα λοιπόν, είναι πως μπορούν τα τοπικά νομίσματα να ευθυγραμμιστούν με το οικονομικό ατομικό συμφέρον.

Πρέπει να δούμε το τοπικό νόμισμα μέσα σε ένα μεγαλύτερο οικονομικό πλαίσιο. Αν μια περιοχή έχει το δικό της νόμισμα, ωστόσο είναι τόσο βαθιά ενσωματωμένη στην παγκόσμια εμπορευματική οικονομία ώστε σχεδόν όλη παραγωγή της πωλείται στο εξωτερικό και το μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσής της είναι προϊόντα που αγοράζονται από το εξωτερικό, τότε πιθανότατα δεν θα ασχοληθεί καθόλου με το δικό της νόμισμα. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, το νόμισμα πρέπει να είναι ελεύθερα μετατρέψιμο (αφού η κυκλοφορία του χρήματος γίνεται προς και από την παγκόσμια αγορά), μόλις κάτι παραπάνω από ένα εναλλακτικό νόμισμα για την κυρίαρχη μονάδα υπολογισμού παγκοσμίως (που σήμερα είναι το δολάριο των ΗΠΑ). Ένας τέτοιο μέρος είναι σε ελάχιστα καλύτερη θέση από μια αποικία· σε αυτό έχουν μετατραπεί τα περισσότερα μέρη, σε αποικίες, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, όπου οι πόλεις έχουν χάσει τον τοπικό τους χαρακτήρα  και λειτουργούν μόνο σαν κέντρα παραγωγής και κατανάλωσης για την παγκόσμια οικονομία. Για να έχει μία περιφέρεια, πόλη ή χώρα ένα εύρωστο δικό της νόμισμα, θα πρέπει να έχει και μια εύρωστη τοπική της οικονομία. Το κλειδί για την οικοδόμηση μιας εύρωστης οικονομίας είναι αυτό που η οικονομολόγος Jane Jacobs αποκάλεσε «αντικατάσταση των εισαγωγών» – η προμήθεια των υλικών και των υπηρεσιών τοπικά και η ανάπτυξη των σχετικών δεξιοτήτων και της σχετικής υποδομής. Διαφορετικά, ένας τόπος είναι έρμαιο των καπρίτσιων της παγκόσμιας οικονομίας και εξαρτημένος από τις τιμές των εμπορευμάτων πάνω στις οποίες δεν έχει κανέναν έλεγχο.

Στις «αναπτυσσόμενες» χώρες που εξακολουθούν να έχουν ισχυρή τοπική οικονομική υποδομή, τα τοπικά νομίσματα βοηθούν στη διατήρηση αυτής της υποδομής και την προστασία αυτών των χωρών από την αρπακτικές τάσεις της παγκόσμιας οικονομίας. Όμως σε πολύ αναπτυγμένες οικονομίες που κυριαρχούνται από ένα εθνικό ή υπερ-εθνικό νόμισμα, όποιος προσπαθεί να εισάγει ένα τοπικό νόμισμα αντιμετωπίζει μία αντίφαση. Τα τοπικά νομίσματα λειτουργούν μόνον όταν υπάρχει ένα τοπικό σύστημα τοπικής παραγωγής για την οποία μπορούν να γίνουν το μέσο συναλλαγής. Ωστόσο, για να αναπτυχθεί ένα τέτοιο σύστημα και να αντέξει τις πιέσεις της παγκόσμιας εμπορευματικής οικονομίας, χρειάζεται ένα προστατευμένο τοπικό νόμισμα. Δεν μπορεί να συμβεί αντικατάσταση των εισαγωγών αν οι τοπικοί παραγωγοί πρέπει να ανταγωνιστούν φτηνές εισαγωγές χωρίς περιορισμούς. Αυτός είναι ο λόγος που μια τέτοια οικονομία μπορεί να υπάρξει μόνον σαν μια συνειδητή επιλογή που κινητοποιείται από μια νέα Ιστορία των Ανθρώπων η οποία παράγει ένα κοινό όραμα, κοινές αξίες και κοινούς στόχους. Με άλλα λόγια, θα συμβεί μόνο μέσα από κάποια μορφή δημοκρατίας, λαϊκής δράσης και μιας κυβέρνησης που ανταποκρίνεται στη θέληση του λαού της και όχι στη θέληση των διεθνών τραπεζών, επενδυτών και της αγοράς ομολόγων. Αυτές οι δυνάμεις είναι πάντοτε έτοιμες να προσφέρουν και πάλι την παλιά ιστορία των ανθρώπων: ανταγωνισμό, ανάπτυξη, διάσταση, κατάκτηση και άνοδο.

Αρκετά ιστορικά παραδείγματα επιβεβαιώνουν αυτό το επιχείρημα. Συγκρίνετε τα καταστροφικά αποτελέσματα σε χώρες που «άνοιξαν τις αγορές τους» για να «απελευθερώσουν το εμπόριο» τα τελευταία χρόνια με την παλαιότερη επιτυχία της Ταϊβάν, της Νότιας Κορέας και της Ιαπωνίας, οι οποίες συνειδητά ενίσχυσαν τις τοπικές βιομηχανίες με αντικατάσταση των εισαγωγών, διατίμηση και βιομηχανικό σχεδιασμό, περιορίζοντας ταυτόχρονα τη μετατρεψιμότητα των νομισμάτων τους. Μου είναι πολύ γνώριμη η περίπτωση της Ταϊβάν, έχοντας μεταφράσει στη δεκαετία του 1990 ένα πολύτομο έργο της ιστορίας της ανάπτυξης των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεών της.(5) Στη δεκαετία του 1950 και του 1960, η Ταϊβάν έθεσε αυστηρούς όρους για τις ξένες επενδύσεις. Τα εργοστάσια ξένων συμφερόντων ήταν υποχρεωμένα να αγοράζουν ένα υψηλό ποσοστό των υλικών τους τοπικά, για να ενθαρρύνουν την ανάπτυξη της εγχώριας βιομηχανίας. Ομοίως, στην Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα και τη Σιγκαπούρη, επίσημοι και ανεπίσημοι μηχανισμοί πρόσφεραν στις εγχώριες επιχειρήσεις ένα καθεστώς προνομίων.(6) Ταυτόχρονα, επέβαλαν ελέγχους νομίσματος και περιορισμούς στον επαναπατρισμό των κερδών. Οι ξένοι επενδυτές μπορούσαν να μετατρέπουν ελεύθερα τα νομίσματά τους σε γουόν, ταϊβανέζικα δολάρια και ούτω καθεξής, όμως δεν μπορούσαν να κάνουν την αντίστροφη μετατροπή το ίδιο εύκολα. Σήμερα, αυτές οι χώρες έχουν μία ευμεγέθη μεσαία τάξη, βιομηχανικές εγκαταστάσεις παγκόσμιας κλάσης και έναν πελώριο συνολικό πλούτο, παρόλο που ξεκίνησαν σε συνθήκες μεγάλης φτώχιας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Συγκρίνετε τις πολιτικές τους με αυτές του Μεξικού, που επέτρεψαν σε ξένους κατασκευαστές να ανοίξουν εργοστάσια στη ζώνη Maquiladora, χωρίς φόρους, χωρίς όρια στον εκπατρισμό των κερδών και κανέναν όρο για προμήθεια των υλικών από το Μεξικό. Το Μεξικό και πολλές άλλες χώρες που προσφέρουν τέτοιες «ζώνες ελεύθερου εμπορίου» απλώς παρείχαν εργατικό δυναμικό χαμηλού κόστους και απουσία περιβαλλοντικών περιοριστικών όρων, ξεπουλώντας ουσιαστικά το φυσικό και κοινωνικό τους κεφάλαιο χωρίς να κερδίζουν σε αντάλλαγμα σημαντική τεχνογνωσία ή υποδομή. Αντί να εμπλουτίσουν τις οικονομίες τους, τις στράγγισαν. Στη συνέχεια τα εργοστάσια μετακόμισαν για να εκμεταλλευτούν ακόμα φθηνότερο εργατικό δυναμικό σε άλλους τόπους. Πρώτα το GATT, μετά το NAFTA και το WTO και το EMU κατέστρεψαν στη μια χώρα μετά την άλλη όλες τις προστατευτικές ρυθμίσεις που συγκρατούσαν τις τοπικές οικονομίες από το να γίνουν ανίσχυρες αποικίες για εξαγωγή εμπορευμάτων και κατανάλωση. Οι μόνοι που επωφελήθηκαν ήταν αυτοί που ανήκαν στις διάφορες ελίτ, που είναι σχετικά ανεξάρτητοι από την τοπική οικονομία. Σε αντίθεση με τις μάζες, μπορούν να εισάγουν ό,τι χρειάζονται και να αλλάξουν τόπο διαμονής αν οι συνθήκες γίνουν ανυπόφορες.

Η νομισματική αυτονομία είναι ένα καίριο κομμάτι της πολιτικής κυριαρχίας. Σε τελική ανάλυση, η πολιτική κυριαρχία δεν έχει νόημα αν οι εταιρείες του εξωτερικού μπορούν να απογυμνώσουν την κοινωνία από τον φυσικό και τον κοινωνικό της πλούτο – τους παραγωγικούς της πόρους, τις επιδεξιότητες και την εργασία των ανθρώπων της – και να εξάγουν όλα αυτά στις παγκόσμιες αγορές. Καθώς γράφονται αυτά, η Βραζιλία, η Ταϋλάνδη και άλλες χώρες παίρνουν μέτρα για να προστατέψουν τις οικονομίες τους από την επέλαση φτηνών αμερικανικών δολαρίων που προκλήθηκε από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ. Αν αφεθούν ανεξέλεγκτα, αυτά τα δολάρια μπορούν να επιτρέψουν στους ξένους να αγοράσουν εγχώριες μετοχές, ορυχεία, εργοστάσια, επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και ούτω καθεξής. Αυτές οι χώρες αναγνωρίζουν ότι η κυριαρχία που έχει νόημα είναι η οικονομική κυριαρχία.

Ό,τι ισχύει για τα κράτη ισχύει και για μικρότερες περιφέρειες. Ωστόσο, σε σύγκριση με το κατέβασμα των επιτοκίων κάτω και από το μηδέν, η πρόταση της κυκλοφορίας τοπικού νομίσματος από τις τοπικές και περιφερειακές κυβερνήσεις ίσως φανεί αφελής και πρακτικώς ανεφάρμοστη. Στην πραγματικότητα, είναι μία πολύ προσιτή λύση η οποία συνεχώς αποσιωπάται. Αν και είναι παράνομο για τις πολιτείες των ΗΠΑ να εκδίδουν νομίσματα μέσα στις ΗΠΑ και σε πολλές άλλες χώρες, οι άνθρωποι βρίσκουν τόπους να παρακάμψουν τον νόμο όταν προκύπτει η ανάγκη.

Η περίπτωση της οικονομικής κρίσης του 2001-2002 στην Αργεντινή είναι άκρως διαφωτιστική. Όταν οι επαρχιακές κυβερνήσεις ξέμειναν εντελώς από χρήματα και δεν μπορούσαν να πληρώσουν τους εργαζόμενους και τους συνεργάτες τους, τους πλήρωσαν τελικά με ανώνυμα ομόλογα χαμηλής ονομαστικής αξίας (ομόλογα του ενός πέσο, των πέντε πέσο…). Οι τοπικές επιχειρήσεις και οι πολίτες δέχτηκαν πρόθυμα αυτά τα ομόλογα, παρόλο που κανείς δεν πίστεψε αληθινά ότι αυτά θα ήταν ανταλλάξιμα με σκληρό νόμισμα, επειδή μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν για την πληρωμή των επαρχιακών φόρων και εισφορών. Η αποδοχή των ομολόγων για την πληρωμή των φόρων βελτίωσε την κοινωνική αντίληψη της αξίας, και όπως σε όλες τις μορφές χρήματος, η αξία και η αντίληψη της αξίας είναι ένα και το αυτό. Τα νομίσματα, που εκφράζονταν όλα σε μια κοινή μονάδα υπολογισμού, κυκλοφόρησαν πολύ μακρύτερα από την περιφέρεια της κυκλοφορίας τους. Αναζωογόνησαν την οικονομική δραστηριότητα, που είχε διακοπεί – άλλωστε, οι άνθρωποι συνέχιζαν να έχουν την ικανότητα να παράγουν αγαθά και υπηρεσίες που χρειάζονταν άλλοι άνθρωποι, απλώς τους έλλειπε το μέσο για να κάνουν συναλλαγές. Αυτό ήταν δυνατόν μόνον επειδή η Αργεντινή είναι κατά βάση μια πλούσια χώρα που δεν είχε μετατραπεί εντελώς σε προορισμό εξαγωγής της παραγωγής άλλων χωρών. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση της Αργεντινής αρνήθηκε να πληρώσει τα χρέη της από εξωτερικό δανεισμό, απομονώνοντας τη χώρα προσωρινά από τις εισαγωγές και αυξάνοντας την ανάγκη για τοπική αυτάρκεια. Σε εκείνο το σημείο το ΔΝΤ επενέβη με δάνεια έκτακτης ανάγκης για να πείσει τη χώρα να κρατήσει τα χρέη της στα λογιστικά βιβλία.

Όσο για το 2011, ζούμε ακόμα, αν όχι πια σε κανονικούς καιρούς, τουλάχιστον στην αδράνεια που είχαν οι συνήθειες εκείνων των καιρών. Συνεπώς, τα τοπικά νομίσματα εξακολουθούν να δίνουν μία δύσκολη μάχη, φθίνοντας χωρίς κυβερνητική υποστήριξη. Ακόμα χειρότερα, οι κυβερνήσεις μέσα από τη φορολογική νομοθεσία τα παρουσιάζουν να έχουν φριχτά μειονεκτήματα. Τα νομίσματα που δημιουργήθηκαν από τους πολίτες δεν γίνονται αποδεκτά για την πληρωμή των φόρων, ωστόσο οι συναλλαγές που γίνονται με αυτά τα νομίσματα υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος και φόρο κατανάλωσης. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και αν χρησιμοποιούσατε αποκλειστικά τοπικό νόμισμα, θα πρέπει να πληρώσετε τους φόρους σας σε δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών – κι ας μην έχετε κερδίσει ούτε ένα τέτοιο δολάριο!(7) Η φορολόγηση των ανθρώπων σε ένα νόμισμα που δεν το έχουν χρησιμοποιήσει είναι καταπιεστική – ήταν ένας από τους λόγους για την Αμερικανική Επανάσταση και ένα καίριο εργαλείο της αποικιοκρατίας (δείτε τη μελέτη του «φόρου της καλύβας» (hut tax) στο Κεφάλαιο 20).