ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15: ΤΟΠΙΚΟ ΚΑΙ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟ ΝΟΜΙΣΜΑ (Part 2)

Στα μέρη που τα τοπικά νομίσματα υπήρξαν αποτελεσματικά, είτε λάμβαναν κυβερνητική υποστήριξη, είτε επρόκειτο για εμπόλεμες ζώνες και άλλες ακραίες καταστάσεις. Στην Αργεντινή την περίοδο 2001-2002 και στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη στη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, οι τοπικές κυβερνήσεις εξέδιδαν οι ίδιες νόμισμα. Επιπλέον, σε εκείνους τους τόπους κι εκείνους τους καιρούς, υπήρχε ακόμα πολλή τοπική παραγωγή, γεωργία συντήρησης, τοπικά δίκτυα διανομής και εφοδιασμού και τοπικό κοινωνικό κεφάλαιο γενικότερα. Τα τοπικά νομίσματα είχαν πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας εκεί και, αναμενόμενα, προκάλεσαν την εχθρότητα των κεντρικών αρχών. Στην περίπτωση της Αργεντινής, το ΔΝΤ απαίτησε την κατάργησή τους ως προϋπόθεση για βοήθεια. Παρόλα αυτά, οι προσπάθειες των ακτιβιστών τοπικών νομισμάτων τα τελευταία είκοσι χρόνια δεν ήταν μάταιες. Δημιούργησαν ένα μοντέλο – ουσιαστικά πολλά μοντέλα – που μπορεί να εφαρμοστεί όταν ξεσπάσει η επόμενη κρίση και αυτό που φαίνεται σήμερα ασύλληπτο γίνει τότε κοινή λογική. Δημιουργούν μία νέα λογική, ένα νέο πρότυπο, επιλύοντας τα προβλήματα, κερδίζοντας εμπειρία που θα φανεί χρήσιμη πολύ σύντομα. Γι’ αυτό ας εξετάσουμε μερικούς από τους τύπους συμπληρωματικού νομίσματος που διερευνώνται σήμερα οι οποίοι μπορεί να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο στην επερχόμενη ιερή οικονομία.

 

ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΙ ΜΕ ΤΟΠΙΚΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ

Εναλλακτικά νομίσματα

Το πρώτο είδος τοπικού νομίσματος το οποίο θα εξετάσω είναι το εναλλακτικό δολάριο (ή ευρώ) όπως το Chiemgauer ή το BerkShare. Μπορείτε να αγοράσετε εκατό BerkShare για 95 δολάρια και να αγοράσετε εμπορεύματα στη συνηθισμένη τους τιμή σε δολάρια· ο έμπορος στη συνέχεια ανταλλάσσει τα εκατό BerkShare με 95 δολάρια σε συνεργαζόμενες τράπεζες. Λόγω αυτής της ευκολίας στη μετατρεψιμότητα, οι έμποροι τα δέχονται με ευκολία, καθώς η επιπλέον επιχειρηματική δραστηριότητα αξίζει την απώλεια αξίας του 5 τοις εκατό. Ωστόσο, αυτή η ευκολία στη μετατρεψιμότητα είναι η ίδια που περιορίζει την απήχηση του νομίσματος στην τοπική οικονομία. Θεωρητικά, οι έμποροι που δέχονται τα BerkShare έχουν το κίνητρο του 5 τοις εκατό για να προμηθευτούν τα εμπορεύματά τους τοπικά, όμως, λόγω της απουσίας τοπικής οικονομικής υποδομής, συνήθως δεν δίνουν ασχολούνται με αυτό.

Τα εναλλακτικά νομίσματα δεν κάνουν πολλά για την αναζωογόνηση των τοπικών οικονομιών ή την επέκταση της τοπικής προσφοράς χρήματος. Φυτεύουν έναν σπόρο επιθυμίας για τοπικές αγορές αλλά πολύ μικρό οικονομικό κίνητρο για τον ίδιο σκοπό. Από τη στιγμή που τα BerkShare προέρχονται από τα δολάρια και είναι μετατρέψιμα σε δολάρια, οποιοσδήποτε με πρόσβαση στα BerkShare έχει και πρόσβαση στα δολάρια. Το διεθνές αντίστοιχο απαντά σε χώρες που υιοθετούν το σύστημα του νομισματικού συμβουλίου. αποκαλούμε αυτές τις περιπτώσεις δολαριοποιημένες οικονομίες επειδή έχουν ουσιαστικά παραδώσει κάθε νομισματική ανεξαρτησία. Εναλλακτικά νομίσματα όπως τα BerkShare είναι χρήσιμα ως εργαλεία που θα κεντρίσουν το ενδιαφέρον των ανθρώπων για να τους εισάγουν στις ιδέες των συμπληρωματικών νομισμάτων, όμως από μόνα τους είναι ανεπαρκή για να προωθήσουν δραστήριες τοπικές οικονομίας.

 

Συμπληρωματικά νομίσματα κατ’ εντολήν

Πιο υποσχόμενα είναι τα νομίσματα κατ’ εντολήν, όπως το Ithaca Hour (Ώρες Ιθάκης), τα οποία στην μάλιστα αυξάνουν την τοπική προσφορά χρήματος. Πολλά χαρτονομίσματα που εκδόθηκαν στην εποχή της Μεγάλης Ύφεσης εμπίπτουν επίσης σε αυτήν την κατηγορία. Ουσιαστικά, κάποιος απλώς τυπώνει τα χαρτονομίσματα και δηλώνει ότι έχουν αξία (π.χ. ένα Ithaca Hour ανακηρύσσεται ίσο προς δέκα δολάρια των Ηνωμένων Πολιτειών). Για να είναι ένα νόμισμα χρήμα θα πρέπει να υπάρχει μια συμφωνία της κοινότητας ότι έχει αξία. Στην περίπτωση του Ithaca Hour, μία ομάδα επιχειρήσεων, εμπνευσμένη από τον εισηγητή του νομίσματος Paul Glover, δήλωσε απλώς ότι θα δέχονταν αυτό το νόμισμα, ουσιαστικά διασφαλίζοντάς το με τα αγαθά και τις υπηρεσίες τους. Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, συχνά εκδίδονταν χαρτονομίσματα από μία αναγνωρισμένη τοπική επιχείρηση που μπορούσε να τα ανταλλάξει με εμπορεύματα, κάρβουνο ή κάποιο άλλο αγαθό. Σε άλλες περιπτώσεις, η κυβέρνηση μιας πόλης έκδιδε το δικό της νόμισμα που διασφαλίζονταν με την πληρωμή των τοπικών φόρων και εισφορών.

Η απήχηση των νομισμάτων κατ’ εντολήν είναι πολύ πιο μεγάλη από αυτή των εναλλακτικών νομισμάτων επειδή τα νομίσματα κατ’ εντολήν έχουν τη δυνατότητα να βάζουν χρήματα στα χέρια αυτών που σε άλλες συνθήκες δεν θα τα είχαν. Είναι πληθωριστικά μόνο αν αυτοί που λαμβάνουν τα χρήματα δεν προσφέρουν αγαθά ούτε υπηρεσίες σε ανταπόδοση.(8) Σε χαλεπούς οικονομικούς καιρούς, συμβαίνει συχνά να υπάρχει πληθώρα ανθρώπων που θέλουν να εργαστούν και πληθώρα αναγκών που πρέπει να εκπληρωθούν· λείπει μόνον το χρήμα που θα μεσολαβήσει για να γίνουν αυτές οι συναλλαγές. Αυτό συνέβαινε στη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, και αυτό τείνει να συμβεί σήμερα. Οι δήμοι σε όλον τον κόσμο αντιμετωπίζουν σοβαρές περικοπές στον προϋπολογισμό τους λόγω της έλλειψης εσόδων από φόρους κι έτσι αναγκάζονται να παραμελούν σημαντικές εργασίες συντήρησης κι επισκευών ή ακόμα και να απολύουν αστυνόμους και πυροσβέστες· στο μεταξύ, πολλοί από τους κατοίκους τους που θα μπορούσαν να αναλάβουν αυτά τα καθήκοντα παραμένουν άνεργοι και αδρανείς. Παρόλο που για την ώρα στέκονται εμπόδιο οι νομικές διατυπώσεις, οι πόλεις μπορούν να εκδώσουν κουπόνια, που θα είναι αποδεκτά για την πληρωμή των δημοτικών τελών αντί για τα αμερικανικά δολάρια και πιθανότατα το κάνουν. Με αυτά θα πληρώνουν ανθρώπους οι οποίοι θα κάνουν τη δουλειά που απαιτείται. Γιατί όχι; Πολλοί από τους φόρους παραμένουν απλήρωτοι έτσι κι αλλιώς. Όταν η τοπική κυβέρνηση είναι αυτή που εκδίδει τα χαρτονομίσματα, τότε αυτά πολύ πιο εύκολα προσλαμβάνουν την «ιστορία της αξίας» που τα μεταμορφώνει σε χρήμα.

Τέτοια νομίσματα συχνά αποκαλούνται συμπληρωματικά επειδή είναι ξέχωρα από το καθιερωμένο μέσο συναλλαγής και δρουν συμπληρωματικά σε αυτό. Ενώ συνήθως εκφράζονται σε δολάρια (ή ευρώ, στερλίνες κτλ), δεν υπάρχει νομισματικό συμβούλιο που να κρατάει αποθεματικό δολαρίων για να διατηρηθεί η συναλλαγματική ισοτιμία. Έτσι λοιπόν η κατάστασή τους είναι παρόμοια με αυτή ενός επίσημου νομίσματος με κυμαινόμενη συναλλαγματική ισοτιμία.

Ελλείψει υποστήριξης της τοπικής κυβέρνησης, επειδή τα συμπληρωματικά νομίσματα κατ’ εντολήν δεν είναι εύκολα μετατρέψιμα σε δολάρια, οι επιχειρήσεις είναι πολύ λιγότερο πρόθυμες να τα δεχτούν από όσο τα εναλλακτικά νομίσματα. Αυτό συμβαίνει επειδή στο τρέχον χρηματοοικονομικό σύστημα, υπάρχει ελάχιστη υποδομή για την προμήθεια αγαθών σε τοπικό επίπεδο. Οι ντόπιες επιχειρήσεις εξαρτώνται από τις ίδιες παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες που εξαρτώνται όλες οι εταιρείες. Η εκ νέου δημιουργία της υποδομής της τοπικής παραγωγής και διανομής θα χρειαστεί χρόνο, καθώς και μία αλλαγή στις μακροοικονομικές συνθήκες που θα χαρακτηρίζεται από την απορρόφηση των δαπανών, το τέλος της πίεσης για ανάπτυξη και μια κοινωνική και πολιτική απόφαση για επιστροφή στην τοπική οικονομία. Οι μη οικονομικοί παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν την κοινωνική συμφωνία του χρήματος. Ο ιδεαλισμός των λίγων που συντηρεί το τοπικό νόμισμα σήμερα θα γίνει η θέληση των πολλών.

 

Τράπεζες χρόνου

Υπάρχει ένας παραγωγικός πόρος που είναι πάντα τοπικά διαθέσιμος και πάντα απαραίτητος για τη συντήρηση και τον εμπλουτισμό της ζωής. Αυτός ο παραγωγικός πόρος είναι οι άνθρωποι: η εργασία τους, η ενέργειά τους και ο χρόνος τους. Προηγουμένως είπα ότι τα τοπικά νομίσματα είναι βιώσιμα μόνο στον βαθμό που οι παραγωγοί φτιάχνουν αγαθά και υπηρεσίες που καταναλώνονται τοπικά από ανθρώπους που οι ίδιοι παράγουν αγαθά και υπηρεσίες που καταναλώνονται τοπικά. Λοιπόν εμείς είμαστε «παραγωγοί» του χρόνου μας (και μόνο από το γεγονός ότι ζούμε), και υπάρχουν πολλοί τρόποι να προσφέρουμε αυτόν τον χρόνο για το καλό άλλων. Γι’ αυτό πιστεύω ότι τα νομίσματα που βασίζονται στον χρόνο (συχνά αποκαλούνται «τράπεζες χρόνου») είναι πολλά υποσχόμενα χωρίς να απαιτούν τεράστιες αλλαγές στην οικονομική υποδομή.

Όταν κάποιος εκτελεί μια υπηρεσία μέσω μιας τράπεζας χρόνου, πιστώνεται ο λογαριασμός του με ένα χρονοδολάριο για κάθε ώρα που δαπανά και χρεώνεται ο λογαριασμός παραλήπτη της υπηρεσίας κατά το ίδιο ποσό. Συνήθως, υπάρχει κάποιο είδος ηλεκτρονικού πίνακα ανακοινώσεων με αναρτήσεις των προσφορών και των αναγκών. Οι άνθρωποι που σε διαφορετικές συνθήκες δεν θα άντεχαν να πληρώσουν τις υπηρεσίες ενός μάστορα, ενός μασέρ, τη φύλαξη παιδιών και ούτω καθεξής, αποκτούν πρόσβαση σε βοήθεια από κάποιον άνθρωπο που διαφορετικά θα έμενε άνεργος. Οι τράπεζες χρόνου ανθούν κυρίως σε τόπους όπου οι άνθρωποι έχουν πολύ χρόνο και λίγο χρήμα. Έχει ιδιαίτερα μεγάλη απήχηση σε τομείς που απαιτούν μικρή εξειδίκευση, όπου ο χρόνος κάθε ατόμου είναι το ίδιο πολύτιμος. Ένα πρώτης τάξης παράδειγμα είναι το διάσημο νόμισμα fureai kippu στην Ιαπωνία, που πιστώνει τους ανθρώπους για τον χρόνο που δαπανούν να φροντίζουν τους ηλικιωμένους. Οι τράπεζες χρόνου χρησιμοποιούνται επίσης ευρέως από οργανισμούς εθελοντικής εργασίας στην Αμερική και τη Βρετανία. Μπορεί ακόμα να εφαρμοστεί σε υλικά αγαθά, με ένα κόστος σε δολάρια για τα υλικά και ένα κόστος σε χρονοδολάρια για τον χρόνο εργασίας.

Στη δική μας κοινωνία του ατομισμού, οι παραδοσιακοί μηχανισμοί για να μάθουμε ποιος προσφέρει τι δεν λειτουργούν πια και τα εμπορικά μέσα για τη διάδοση αυτών των πληροφοριών (όπως η διαφήμιση) είναι προσπελάσιμα μόνο με πληρωμή. Οι τράπεζες χρόνου συνδέουν μεταξύ τους άτομα τα οποία διαφορετικά θα αγνοούσαν πλήρως τις ανάγκες και τα δώρα που έχει ο καθένας τους. Όπως λέει ένας χρήστης μιας τράπεζας χρόνου,

Ο καθένας έχει μια δική του δεξιότητα– κάποιοι μπορεί να σας ξαφνιάσουν. Μια ηλικιωμένη που ζει κλεισμένη στο σπίτι και δεν οδηγεί αυτοκίνητο φτιάχνει πανέμορφες τούρτες γάμου. Μια γυναίκα σε αναπηρικό καροτσάκι που χρειάζεται κάποιον να της βάψει το σπίτι της ήταν εκπαιδεύτρια αστυνομικών σκύλων και τώρα εκπαιδεύει κουτάβια. Η συνταξιούχος δασκάλα που χρειάζεται κάποιον να της μαζέψει τα φύλλα στην αυλή διδάσκει κατασκευή κεραμικών. Μια συνηθισμένη ερώτηση όταν συναντάμε άλλους ανθρώπους είναι «Με τι ασχολείσαι;» «Τι χρειάζεσαι;» ή «Τι μπορώ να κάνω για σένα;»

Πέρα από την εκπλήρωση άμεσων αναγκών, μπορείτε να δείτε σε αυτήν την περιγραφή τη δύναμη των τραπεζών χρόνου στην αποκατάσταση των δεσμών της κοινότητας. Δημιουργούν εκείνο το είδος της οικονομικής και κοινωνικής προσαρμοστικότητας που συντηρεί τη ζωή σε ταραχώδεις εποχές. Καθώς το χρήμα ξεφτίζει, είναι σημαντικό να έχουμε εναλλακτικές δομές για την εκπλήρωση των ανθρώπινων αναγκών.

Η βασική ιδέα πίσω από τις τράπεζες χρόνου υποστηρίζει βαθιά την ισότητα των ανθρώπων, επειδή ο χρόνος του καθενός αποτιμάται το ίδιο κι επειδή όλοι ξεκινούν με το ίδιο ποσό χρόνου. Αν υπάρχει ένα πράγμα που μπορούμε να πούμε ότι πραγματικά μας ανήκει, αυτό είναι ο χρόνος μας. Σε αντίθεση με οποιοδήποτε άλλο απόκτημα, όσο ζούμε, ο χρόνος μας κι εμείς είμαστε αχώριστοι. Η επιλογή για το πώς θα ξοδέψουμε τον χρόνο μας είναι η επιλογή για το πώς θα ζήσουμε τη ζωή μας. Και όσο πλούσιοι κι αν είμαστε από άποψη χρήματος, είναι αδύνατο να αγοράσουμε περισσότερο χρόνο. Το χρήμα μπορεί να σας αγοράσει μία χειρουργική επέμβαση που θα σας σώσει τη ζωή ή να βελτιώσει με άλλον τρόπο τη μακροβιότητά σας, αλλά δεν σας εγγυάται μακροζωία· ούτε μπορεί να αγοράσει περισσότερες από εικοσιτέσσερις ώρες εμπειρίας για κάθε μέρα. Σε αυτό είμαστε όλοι ίσοι· ένα χρηματικό σύστημα που αναγνωρίζει αυτήν την ισότητα είναι φυσικά ελκυστικό στους ανθρώπους.

Όταν ένα νόμισμα που βασίζεται στον χρόνο αντικαθιστά τις χρηματικές συναλλαγές, αυτό λειτουργεί σαν μια μεγάλη εξισωτική δύναμη στην κοινωνία. Ο κίνδυνος είναι ότι το νόμισμα αυτό μπορεί επίσης να καταλήξει να μετατοπίσει τη δραστηριότητα που προηγουμένως γινόταν με ανταλλαγή δώρων στην επικράτεια του ποσοτικά προσδιορίσιμου. Το μέλλον ενδεχομένως ανήκει σε μη χρηματικούς και μη ποσοτικά προσδιορίσιμους τρόπους σύνδεσης των δώρων και των αναγκών. Ωστόσο, τουλάχιστον για πολύ καιρό ακόμα, οι τράπεζες χρόνου έχουν να διαδραματίσουν έναν σημαντικό ρόλο στη θεραπεία των κατακερματισμένων τοπικών κοινοτήτων μας.

 

ΑΝΑΚΤΗΣΗ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΚΟΙΝΩΝ

Ένα άλλος τρόπος για να ενισχύσουμε την τοπική οικονομική και νομισματική αυτονομία μας είναι μέσω του συστήματος παροχής πιστώσεων. Όταν μια οικονομική κοινότητα εφαρμόζει επίσημους ή ανεπίσημους μηχανισμούς για να περιορίσει την απόκτηση πίστωσης και, κατά συνέπεια, την κατανομή των κεφαλαίων, η τοπική οικονομία μπορεί να διατηρήσει την αυτονομία της όπως ακριβώς αν είχε θεσπίσει νομισματικούς ελέγχους. Για να γίνει πιο κατανοητό αυτό το επιχείρημα σκεφτείτε μία καινοτομία που αναφέρεται συχνά στις μελέτες που αφορούν το συμπληρωματικό νόμισμα: τα συστήματα αμοιβαίας πίστωσης, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων εμπορικού αντιπραγματισμού, των συνεταιρισμών εκκαθάρισης πιστώσεων και των τοπικών συστημάτων εμπορικών συναλλαγών (LETS). Όταν λαμβάνει χώρα μια συναλλαγή σε ένα σύστημα αμοιβαίας πίστωσης, ο λογαριασμός του αγοραστή χρεώνεται και ο λογαριασμός του πωλητή πιστώνεται κατά το συμφωνημένο ποσόν – είτε έχει ο αγοραστής θετικό πιστωτικό υπόλοιπο είτε δεν έχει. Για παράδειγμα, ας πούμε ότι κουρεύω το γρασίδι σας για μια συμφωνημένη τιμή είκοσι πιστωτικών μονάδων. Αν και οι δύο μας ξεκινήσαμε με μηδέν πιστωτικές μονάδες, τώρα εγώ θα έχω +20 στο λογαριασμό μου κι εσείς θα έχετε -20 στον δικό σας λογαριασμό. Στη συνέχεια, αγοράζω ψωμί από τη Θέλμα για δέκα πιστωτικές μονάδες. Τώρα ο λογαριασμός μου έχει κατέβει στο +10 και ο δικός της είναι επίσης +10.

Αυτό το είδος συστήματος έχει πολλές εφαρμογές. Το παραπάνω σενάριο είναι χαρακτηριστικό δείγμα μικρής κλίμακας, τοπικού συστήματος παροχής πιστώσεων που συχνά αποκαλείται LETS (local exchange trading system). Από τη σύλληψή του το 1983 από τον Michael Linton, εκατοντάδες συστήματα LETS παγιώθηκαν σε όλον τον κόσμο. Η αμοιβαία πίστωση είναι εξίσου χρήσιμη στο επίπεδο των επιχειρηματικών συναλλαγών. Κάθε δίκτυο επιχειρήσεων που πληροί τη βασική προϋπόθεση ότι το κάθε μέλος παράγει κάτι που κάποιος από τους υπόλοιπους χρειάζεται, μπορεί να σχηματίσει έναν συνεταιρισμό εμπορικού αντιπραγματισμού ή έναν συνεταιρισμό εκκαθάρισης πιστώσεων. Αντί να εκδώσουν εμπορικά γραμμάτια ή να επιδιώξουν βραχυπρόθεσμα δάνεια από τις τράπεζες, οι επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε αυτά τα σχήματα δημιουργούν τη δική τους πίστωση.

Στα συστήματα εμπορικού αντιπραγματισμού, οι εταιρείες πουλάνε τα πλεονάζοντα αποθέματά τους και την αχρησιμοποίητη παραγωγική ικανότητα για τα οποία δεν υπάρχει αγορά που να δίνει άμεσα μετρητά και τα ανταλλάσσουν με πιστωτικές μονάδες. Ο αγοραστής εξοικονομεί μετρητά και ο πωλητής μαζεύει πιστωτικές μονάδες για να τις χρησιμοποιήσει σε μελλοντικές συναλλαγές. Οι επιχειρήσεις που ενδιαφέρονται να συμμετέχουν δεν χρειάζεται να δεσμεύονται ιδεολογικά στην ιδέα του συμπληρωματικού νομίσματος· μάλιστα τα περισσότερα συστήματα χρεώνουν μια γερή συνδρομή για την εγγραφή μελών. Περίπου εξακόσια συστήματα εμπορικού αντιπραγματισμού λειτουργούν σήμερα σε όλον τον κόσμο με τη συμμετοχή 500.000 επιχειρήσεων.(10)

Μια πιο πρόσφατη καινοτομία είναι η αμοιβαία πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων, μια ιδέα που συνέλαβε ο Martin “Hasan” Bramwell. Κανονικά, οι επιχειρήσεις λαμβάνουν παραγγελίες πολύ πριν λάβουν πληρωμή για αυτές τις παραγγελίες. Για να αποκτήσουν τα μετρητά που χρειάζονται για την πραγματοποίηση της παραγγελίας κανονικά θα έπρεπε να πουλήσουν τους εισπρακτέους λογαριασμούς τους σε ένα τρίτο φορέα (που λέγεται «πράκτορας απαιτήσεων»), όπως μια τράπεζα. Η αμοιβαία πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων παρακάμπτει τις τράπεζες και επιτρέπει στους εισπρακτέους λογαριασμούς να χρησιμοποιηθούν ως ρευστό μέσο συναλλαγής ανάμεσα στις συμμετέχουσες επιχειρήσεις.

Το πιο διάσημο σύστημα αμοιβαίας πίστωσης είναι αναμφίβολα το ελβετικό EIR, που λειτουργεί από το 1934 και μπορεί να καυχηθεί ότι έχει δεκάδες χιλιάδες μέλη και τζίρο συναλλαγών πάνω από ένα δισεκατομμύριο ελβετικά φράγκα. Το 2005, ο τζίρος του επισκίασε τον τζίρο όλων των δακτυλίων εμπορικού αντιπραγματισμού σε όλον τον κόσμο.(11) Σύμφωνα με τον οικονομολόγο James Stodder, τόσο το WIR όσο και άλλα συστήματα εμπορικού αντιπραγματισμού, έχουν μια αντικυκλική επίδραση παρουσιάζοντας μεγαλύτερη δραστηριότητα συναλλαγών στη διάρκεια μιας οικονομικής ύφεσης, γεγονός που αποδίδει στην ικανότητά τους να δημιουργούν πίστωση.(12) Αυτό δείχνει την ικανότητα του συμπληρωματικού νομίσματος και των συστημάτων παροχής πιστώσεων να προστατεύουν τους συμμετέχοντες από τις μακροοικονομικές διακυμάνσεις και να συντηρούν τις τοπικές οικονομίες.

Σε οποιοδήποτε σύστημα αμοιβαίας πίστωσης, τα μέλη έχουν πρόσβαση στην πίστωση χωρίς την ανάμιξη κάποιας τράπεζας. Αντί να πληρώνουν χρήματα για να έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν χρήματα, όπως συμβαίνει σε ένα σύστημα παροχής πιστώσεων που βασίζεται στον τόκο, η πίστωση σε αυτά τα συστήματα είναι ένα δωρεάν κοινωνικό αγαθό που διατίθεται σε όλους όσους έχουν κερδίσει την εμπιστοσύνη της κοινότητας. Ουσιαστικά, το σημερινό σύστημα παροχής πιστώσεων είναι ένα παράδειγμα ιδιωτικοποίησης των κοινών αγαθών που εξέτασα νωρίτερα σε αυτό το βιβλίο, σε αυτήν την περίπτωση των «πιστωτικών κοινών»  η γενική γνώμη της κοινότητας για τη φερεγγυότητα καθενός από τα μέλη της. Τα συστήματα αμοιβαίας πίστωσης ανακτούν αυτό το κοινό αγαθό δημιουργώντας πίστωση συνεταιρικά και όχι για δικό τους κέρδος.

Η αμοιβαία πίστωση δεν αποτελεί τόσο ένα είδος νομίσματος όσο το μέσο για την έκδοση αυτού του νομίσματος. Στο κυρίαρχο σύστημα, είναι πρωτίστως οι τράπεζες που παραχωρούν πρόσβαση στο χρήμα επεκτείνοντας την πίστωση. Σε ένα σύστημα αμοιβαίας πίστωσης, αυτή η εξουσία μεταβιβάζεται στους ίδιους τους χρήστες.

Η ανάπτυξη των συστημάτων αμοιβαίας πίστωσης είναι εξαιρετικά σημαντική, επειδή η πίστωση αντιπροσωπεύει την επιλογή της κοινωνίας για το ποιος θα αποκτήσει πρόσβαση στο χρήμα και σε πόσο χρήμα. Η αμοιβαία πίστωση αντικαθιστά τις παραδοσιακές λειτουργίες των τραπεζών. Τα άτομα με αρνητικό πιστωτικό υπόλοιπο υφίστανται κοινωνική πίεση, συν την πίεση της δικής τους συνείδησης, να προσφέρουν αγαθά και υπηρεσίες που θα επαναφέρουν θετικό πρόσημο στον λογαριασμό πίστωσής τους. Όμως είμαι βέβαιος ότι βλέπετε ένα δυνητικό πρόβλημα με αυτό το σύστημα όταν εφαρμόζεται σε μεγάλη κλίμακα. Πώς μπορούμε να αποτρέψουμε κάποιον από τους συμμετέχοντες να τείνει προς ένα ολοένα και μεγαλύτερο αρνητικό ισοζύγιο, στην ουσία λαμβάνοντας αγαθά χωρίς να πληρώνει; Το σύστημα χρειάζεται έναν τρόπο για να αποτρέπει τέτοια φαινόμενα και να αποκλείει τους συμμετέχοντες που το εκμεταλλεύονται.

Χωρίς την ύπαρξη αρνητικoύ πιστωτικού υπολοίπου, ένα σύστημα αμοιβαίας πίστωσης μπορεί να αναπαραχθεί απεριόριστα απλώς από την επιθυμία να γίνει μια συναλλαγή. Αυτό μπορεί να φαίνεται καλό, όμως δεν λειτουργεί αν το νόμισμα χρησιμοποιείται για την ανταλλαγή προϊόντων που είναι σε έλλειψη.(13) Τελικά, το χρήμα αντιπροσωπεύει μία κοινωνική συμφωνία για το πώς θα κατανεμηθούν η εργασία και τα υλικά. Δεν μπορεί οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε πίστωση που να του επιτρέπει, ας πούμε, να στήσει μια βιομηχανία τεχνολογίας ψηφιακής κατασκευής πολλών δις δολαρίων ή να αγοράσει το μεγαλύτερο διαμάντι του κόσμου.

Πιο εξελιγμένα συστήματα αμοιβαίας πίστωσης έχουν ευέλικτα πιστωτικά όρια πίστωσης που βασίζονται στην υπεύθυνη συμμετοχή. Το Παγκόσμιο Σύστημα Εμπορικών Συναλλαγών (GETS – ένα ιδιωτικό σύστημα εκκαθάρισης πιστώσεων) και το Κοινοτικό Σύστημα Συναλλαγών (CES) χρησιμοποιούν περίπλοκους μαθηματικούς τύπους στους οποίους τα όρια πίστωσης αυξάνονται με τον χρόνο ανάλογα με το πόσο πολύ ή με πόση επιτυχία συμμετείχε κάποιος στο σύστημα. Αυτοί που εκπλήρωσαν τις υποχρεώσεις τους που αφορούσαν το αρνητικό υπόλοιπο στο παρελθόν παίρνουν μεγαλύτερο πιστωτικό όριο. Αυτή η μέθοδος λειτουργεί όπως ακριβώς μία συμβατική πιστοληπτική διαβάθμιση.

Όμως, ο αληθινός κόσμος δεν χωράει πάντα σε μαθηματικούς τύπους. Διαφορετικά είδη επιχειρήσεων έχουν διαφορετικές ανάγκες πίστωσης και μερικές φορές προκύπτουν εξαιρετικές συνθήκες που αξίζουν μία προσωρινή αύξηση στην πίστωση. Χρειάζεται κάποιος μηχανισμός για να θέσει αυτά τα όρια και να παραχωρήσει ή να απορρίψει τα αιτήματα για πίστωση. Αυτό ίσως απαιτεί έρευνα, εξοικείωση με τις βιομηχανίες και τις αγορές και γνώση της υπόληψης που χαίρει ο δανειολήπτης στην αγορά και των περιστάσεων. Θα μπορούσε επίσης να περιλαμβάνει τις κοινωνικές και οικολογικές συνέπειες της επένδυσης. Όποιος φορέας κι αν αναλάβει αυτή τη λειτουργία, παραδοσιακή τράπεζα, συνεταιρισμός ή ομότιμη (P2P) κοινότητα, πρέπει να έχει μια καλή γενική κατανόηση των επιχειρήσεων και να είναι πρόθυμος να αναλάβει την ευθύνη για τις αξιολογήσεις του.

Νέες μορφές ομότιμων (P2P) τραπεζών έρχονται αντιμέτωπες με το πρόβλημα της εκτίμησης της φερεγγυότητας μέσα στην ανωνυμία του κυβερνοχώρου. Μπορεί κάποιος να φανταστεί ένα σύστημα στο οποίο μια βάση δεδομένων συνδέει εσένα, που έχεις 5.000 δολάρια τα οποία θέλεις να δανείσεις για έξι μήνες, με ένα μακρινό πρόσωπο το οποίο θέλει να τα δανειστεί για έξι μήνες. Δεν τον ξέρεις. Πως ξέρεις ότι είναι φερέγγυος; Ίσως κάποιο σύστημα αξιολόγησης από τους χρήστες όπως γίνεται στο eBay θα μπορούσε να είναι ένα μέρος της λύσης του προβλήματος, ωστόσο τέτοια συστήματα εύκολα χειραγωγούνται. Αυτό που πραγματικά χρειάζεσαι είναι έναν έμπιστο οργανισμό που γνωρίζει αυτό το πρόσωπο καλύτερα από εσένα για να σε διαβεβαιώσει για τη φερεγγυότητά του. Εσύ δανείζεις τα χρήματά σου σε αυτόν τον οργανισμό και ο οργανισμός τα δανείζει σε αυτό το άτομο. Σου θυμίζει κάτι; Λέγεται τράπεζα.

Οι τράπεζα, όπως και το χρήμα, έχει μια ιερή διάσταση: ο τραπεζίτης είναι κάποιος που βρίσκει όμορφες χρήσεις για το χρήμα. Αν έχω περισσότερα χρήματα απ’ όσα μπορώ να χρησιμοποιήσω, μπορώ να πω, «Ορίστε τα χρήματα κύριε Τραπεζίτη, βρείτε παρακαλώ κάποιον που μπορεί να τα χρησιμοποιήσει καλά μέχρι εγώ να τα ξαναχρειαστώ». Το φθειρόμενο νόμισμα, που περιγράφηκε στο Κεφάλαιο 12, ευθυγραμμίζει αυτήν τη σύλληψη της τραπεζικής με το ατομικό συμφέρον. Θα συνεχίσει να είναι μια απαραίτητη λειτουργία ακόμη και όταν το «καλύτερο» πάψει να σημαίνει «να αυξήσω τον προσωπικό μου πλούτο».

Με κοινωνική συναίνεση, με μαθηματικούς τύπους ή με τις αποφάσεις ειδικών, πρέπει να υπάρχει κάποιος τρόπος να δοθεί η πίστωση. Οι λειτουργίες που επιτελούν οι τράπεζες, είτε κρυφά είτε φανερά, πάντα θα υπάρχουν. Σήμερα, ένα καρτέλ τραπεζών έχει μονοπωλήσει αυτές τις λειτουργίες, βγάζοντας κέρδος όχι μόνον από την επιτηδειότητά του στην διάθεση της πίστωσης για τους πλέον επικερδείς σκοπούς, αλλά και από τον μονοπωλιακό έλεγχο που ασκεί στα άλλοτε πιστωτικά κοινά. Τελικά, ένα νέο τραπεζικό σύστημα μπορεί να προκύψει, ξεκινώντας με μικρούς συνεταιρισμούς αμοιβαίας πίστωσης που κάνουν συμφωνίες ανταλλαγής μεταξύ τους. Η μετατρεψιμότητα ανάμεσα σε διαφορετικά συστήματα αμοιβαίας πίστωσης είναι ένα καυτό θέμα σε αυτό το πεδίο δραστηριότητας και αναπτύσσονται πρότυπα από το CES και από την Πρωτοβουλία Μετα-νομίσματος (Metacurrency Initiative).(14) Η πρόκληση είναι να επιτύχουμε ισορροπία ανάμεσα στη μετατρεψιμότητα, ώστε να είναι εφικτό το εμπόριο μακρινών αποστάσεων, και την απομόνωση της εσωτερικής οικονομίας των μελών από τις εξωτερικές επιβουλές ή τους κραδασμούς της οικονομίας. Αυτά είναι ουσιαστικά τα ίδια ζητήματα με εκείνα που αντιμετωπίζουν τα επίσημα νομίσματα μικρών χωρών σήμερα.