ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18: ΞΑΝΑΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΤΟΥ ΔΩΡΟΥ
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ ΖΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Η μετάβαση στην ιερή οικονομία είναι κομμάτι μιας μεγαλύτερης αλλαγής στον τρόπο που σκεφτόμαστε, τον τρόπο που συνδεόμαστε μεταξύ μας και τον τρόπο που υπάρχουμε. Η οικονομική λογική από μόνη της δεν αρκεί για να συντηρήσει αυτήν την αλλαγή. Πολλοί οικονομολόγοι οραματιστές επινόησαν μαθηματικά πειστικές επαναστάσεις στο χρήμα και την ιδιοκτησία, όμως από τις λίγες που κατάφεραν να καρποφορήσουν, καμιά τους δεν άντεξε τη δοκιμασία του χρόνου. Γι’ αυτό, το τρίτο και τελευταίο τμήμα αυτού του βιβλίου είναι αφιερωμένο στην αλλαγή της συνείδησης και της πρακτικής που υποστηρίζει τα χρηματοοικονομικά συστήματα που περιέγραψα. Καθώς αποκαθιστούμε τη διάσταση πνεύματος-ύλης, ανακαλύπτουμε ότι τα οικονομικά και η πνευματικότητα δεν μπορούν να διαχωριστούν. Στο προσωπικό επίπεδο, τα οικονομικά έχουν να κάνουν με το πώς προσφέρουμε τα δώρα μας και πως εκπληρώνουμε τις ανάγκες μας. Έχουν να κάνουν με το ποιοι είμαστε σε σχέση με τον κόσμο. Αλλάζοντας την καθημερινή μας οικονομική σκέψη και πρακτική, δεν προετοιμάζουμε μόνον τους εαυτούς μας για τις μεγάλες αλλαγές που θα έρθουν· προετοιμάζουμε επίσης το έδαφος για την εμφάνισή τους. Ζώντας τις ιδέες των ιερών οικονομικών, κάνουμε πιο εύκολη την αποδοχή τους από όλους και τα καλωσορίζουμε στον κόσμο μας. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18 ΞΑΝΑΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΤΟΥ ΔΩΡΟΥ
Στην εποχή μας δημιουργήσαμε έναν διαχωρισμό ανάμεσα στη χρηματική συναλλαγή και το δώρο. Η πρώτη βρίσκεται στη σφαίρα του εύλογου ατομικού συμφέροντος· το δεύτερο είναι τουλάχιστον εν μέρει αλτρουιστικό ή ανιδιοτελές. Αυτός διαχωρισμός των οικονομικών σε δύο ξεχωριστά πεδία αντικατοπτρίζει και άλλες καθοριστικές διχοτομήσεις του πολιτισμού μας: ο άνθρωπος και η φύση, το πνεύμα και η ύλη, το καλό και το κακό, το ιερό και το βέβηλο, ο νους και το σώμα. Κανένα από αυτά δεν αντέχουν εξονυχιστική εξέταση· όλα τους καταρρέουν καθώς η Εποχή της Διάστασης πλησιάζει στο τέλος της. Κι έτσι, όπως ακριβώς καταργούμε τον διαχωρισμό ύλης-πνεύματος και επαναφέρουμε την ιερότητα στην ύλη, όπως ακριβώς παραιτούμαστε από την προσπάθεια να υπερβούμε την φύση και συνειδητοποιούμε ότι είμαστε μέρος της, έτσι ακριβώς θα επιστρέψουμε το πνεύμα του δώρου σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης οικονομίας, είτε υπεισέρχεται σ’ αυτούς το χρήμα είτε όχι. Κάθε πεδίο της οικονομικής εξέλιξης που περιγράφεται σε αυτό το βιβλίο μπολιάζει το χρήμα με τις ιδιότητες του δώρου:
Η βάση λοιπόν της ιερής οικονομίας είναι η συνείδηση των δώρων. Το υπόλοιπο αυτού του βιβλίου μελετάει τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να αποκαταστήσουμε τη νοοτροπία του δώρου στις δικές μας ζωές για να ενισχύσουμε τον καινούριο κόσμο που έρχεται και να προετοιμαστούμε γι’ αυτόν. Δεν προτείνω να γίνετε άγιοι και να παραμερίσετε τελείως τον εγωισμό σας. Η κουλτούρα του δώρου δεν είναι τόσο απλή. Όπως μπολιάζουμε την ύλη με τις ιδιότητες που κάποτε αποδώσαμε στο πνεύμα, επίσης μπολιάζουμε το πνεύμα με τις «βρόμικες» ιδιότητες της ύλης. Ο πνευματικός κόσμος των ιδεών μας δεν θα είναι πια ένα μέρος τέλειας τάξης, αρμονίας, καλοσύνης και δικαιοσύνης. Παρόμοια, καθώς μπολιάζουμε το χρήμα με ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της κουλτούρας του δώρου, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο κόσμος των δώρων δεν ήταν ποτέ, και ίσως δεν θα γίνει ποτέ, ένας κόσμος αγνής ανιδιοτέλειας. Σκεφτείτε το ιδανικό του δώρου χωρίς δεσμεύσεις που ο Jacques Derrida χαρακτήρισε ως εξής: «Για να υπάρχει δώρο, πρέπει να μην υπάρχει αμοιβαιότητα, ανταπόδοση, ανταλλαγή, αντίδωρο ή χρέος». Κάτι τέτοιο αποκλείει κάθε όφελος που προκύπτει για τον δότη, όπως το κοινωνικό κύρος, ο έπαινος, οι εκφράσεις ευγνωμοσύνης, ακόμα ίσως και το συναίσθημα ότι κάποιος έκανε κάτι ενάρετο. Το πιο κοντινό παράδειγμα για αυτό στην πραγματική ζωή είναι η ανώνυμη αγαθοεργία ή ίσως η ελεημοσύνη που δίνεται στους τζαϊνιστές ασκητές, οι οποίοι επιδιώκουν να μην αποδίδουν ευχαριστίες ούτε επαίνους για το φαγητό που τους προσφέρεται.(1) Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις του τζαϊνισμού βρίσκονται πολύ κοντά με αυτόν τον συσχετισμό του δώρου χωρίς δεσμεύσεις με την καθαρότητα, την πνευματικότητα και την έλλειψη υλικότητας. Οι τζαϊνιστές επιδιώκουν μέσα από τον ασκητισμό να εξαφανίσουν το κάρμα, να εξαγνιστούν και να μην δημιουργήσουν νέους δεσμούς με τον κόσμο. Έτσι, προσέχουν να μην επισκέπτονται το ίδιο σπίτι δύο φορές και να μην δέχονται προσκλήσεις, προσπαθώντας να πετύχουν το ιδανικό του απροσδόκητου επισκέπτη που δέχεται καθαρή ελεημοσύνη που δεν συνοδεύεται από κανέναν κοσμικό δεσμό. Ο τζαϊνισμός είναι μια ακραία περίπτωση, όμως παρόμοια ιδανικά συναντάμε και σε άλλες μεγάλες θρησκείες. Στους χριστιανούς, για παράδειγμα, ζητείται να νηστεύουν, να προσεύχονται και να κάνουν φιλανθρωπίες μυστικά. Οι βουδιστές που ακολουθούν το Μποντισάτβα (Bodhisattva) πρέπει να αφιερώνουν τις ζωές τους στη σωτηρία όλων των έμβιων όντων, τοποθετώντας τους άλλους πάνω από τους εαυτούς τους. Στον ιουδαϊσμό, η αρχή του chesed shel emet, της υψηλότερης μορφής καλοσύνης, είναι να μην δίνουμε καμιά ελπίδα ανταπόδοσης ή ευγνωμοσύνης, ενώ το υψηλότερο επίπεδο φιλανθρωπίας είναι όταν ούτε ο δότης ούτε ο αποδέκτης γνωρίζουν ποιος δίνει ή ποιος δέχεται τη φιλανθρωπία. Η ανώνυμη ελεημοσύνη είναι ένας από τους πέντε στύλους του Ισλάμ και μεγάλα ισλαμικά φιλανθρωπικά ιδρύματα έχουν ανώνυμη χρηματοδότηση. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να αναφέρω περισσότερα παραδείγματα για να πείσω τον αναγνώστη για τη σχέση του αλτρουϊσμού και της ανώνυμης αγαθοεργίας με τη θρησκεία. Το θρησκευτικό ιδανικό του δώρου χωρίς δεσμεύσεις που δεν δημιουργεί κοινωνικούς δεσμούς, κατά ειρωνικό τρόπο, μοιάζει πολύ με τις χρηματικές συναλλαγές! Και αυτές επίσης δεν γεννούν καμία υποχρέωση, κανέναν δεσμό: από τη στιγμή που τα χρήματα έχουν πληρωθεί και τα εμπορεύματα έχουν παραδοθεί, κανένα από τα δύο μέρη δεν χρωστάει κάτι στο άλλο. Όμως, με την εξαίρεση των εξιδανικευμένων αληθινών δώρων που περιγράφονται πιο πάνω, τα δώρα είναι πολύ διαφορετικά. Αν μου δώσεις κάτι, εγώ θα νιώσω ευγνωμοσύνη και επιθυμία να σου δώσω κι εγώ με τη σειρά μου, είτε σε σένα είτε σε κάποιον άλλον που υπαγορεύεται από τους κοινωνικούς κανόνες. Σε κάθε περίπτωση, έχει δημιουργηθεί μία υποχρέωση, μία διαβεβαίωση συνεχιζόμενης οικονομικής κυκλοφορίας μέσα στην κοινότητα του δώρου. Τα ανώνυμα δώρα δεν δημιουργούν τέτοιους δεσμούς και δεν ενδυναμώνουν τις κοινότητες. Ο παραλήπτης μπορεί να αισθάνεται ευγνώμων αλλά η ευγνωμοσύνη του δεν έχει άλλο αντικείμενο εκτός από την ανθρωπότητα γενικώς, κάτι αφηρημένο. Επιπλέον, η ευγνωμοσύνη δεν προκύπτει μόνον από την αποδοχή των δώρων αλλά και από την αναγνώριση αυτής της πράξης. Η γενναιοδωρία των άλλων μας ωθεί να γίνουμε κι εμείς γενναιόδωροι. Επιθυμούμε να δώσουμε σε αυτούς που είναι γενναιόδωροι. Μας συγκινεί το πόσο ανοιχτοί είναι προς τη ζωή, πόσο τρωτοί είναι, πόσο εμπιστεύονται τους ανθρώπους. Θέλουμε να τους φροντίσουμε. Με την ενδεχόμενη εξαίρεση της ανώνυμης αγαθοεργίας, τα δώρα δεν μπορούν να λάβουν χώρα στο κενό. Διευρύνουν τον κύκλο του εαυτού, συνδέοντας το ατομικό μας συμφέρον με αυτό του άλλου που, όταν έχει περισσότερα από όσα χρειάζεται, θα μας δώσει ό,τι χρειαζόμαστε. Το θρησκευτικό ιδανικό του δώρου που δεν υπόκειται σε δεσμεύσεις, που διαχέει την ευγνωμοσύνη που προκύπτει σε παγκόσμιο επίπεδο, έχει μια θέση στο μέτρο που επιθυμούμε να ταυτιστούμε με την κοινότητα όλων των ζωντανών. Όμως εγώ δεν πιστεύω ότι η απάντηση στην Εποχή της Διάστασης είναι μια κατάσταση οικουμενικής ενότητας. Αντ’ αυτού, θα μπούμε σε έναν πολυδιάστατο εαυτό που, ναι, ταυτίζεται με όλα τα έμβια όντα αλλά και με την ανθρωπότητα, με τον δικό του πολιτισμό, τον δικό του βιότοπο, την δική του κοινότητα, την δική του οικογένεια και το εγώ του. Συνεπώς, το ανώνυμο, απαλλαγμένο από δεσμεύσεις δώρο έχει να παίξει έναν σημαντικό αλλά περιορισμένο ρόλο στην επερχόμενη οικονομία. Σίγουρα έτσι ήταν τα πράγματα στις πρωτόγονες κουλτούρες του δώρου. Ενώ υπήρχε το ισοδύναμο του δώρου χωρίς ανταπόδοση με τη μορφή θυσιών προς τους θεούς, τα περισσότερα δώρα είχαν κοινωνική φύση. Το 1924, ο Marcel Mauss, στην κλασσική μονογραφία του “The Gift” αναπτύσσει μια ισχυρή επιχειρηματολογία εναντίον της ύπαρξης δώρου χωρίς δεσμεύσεις στις πρωτόγονες κοινωνίες. Γενικώς, είπε ο Mauss, τα κατάλληλα για την περίσταση δώρα και τα δώρα ανταπόδοσης ήταν σαφώς προσδιορισμένα και γινόντουσαν με την κοινωνική συγκατάθεση και τον διασυρμό, με το κύρος και την κοινωνική απομόνωση και άλλες μορφές κοινωνικής πίεσης. Αυτή είναι μια επιθυμητή κατάσταση πραγμάτων: οι υποχρεώσεις και οι δεσμεύσεις που προκύπτουν από τα δώρα και η αναμενόμενη ανταπόδοση ήταν η κόλλα που διατηρούσε τη συνοχή της κοινωνίας. Σήμερα, μπορούμε να αισθανθούμε την απουσία αυτής της κόλλας. Μέσα στη λογική που πρυτανεύει το «εγώ», και το «δικό μου», κάθε υποχρέωση, κάθε εξάρτηση, είναι απειλή. Τα δώρα εκ φύσεως δημιουργούν υποχρεώσεις, γι’ αυτό, στην Εποχή της Διάστασης, οι άνθρωποι φοβούνται να δώσουν και φοβούνται ακόμα περισσότερο να δεχτούν δώρα. Δεν θέλουμε να δεχτούμε δώρα επειδή δεν θέλουμε να είμαστε υποχρεωμένοι σε κανέναν. Δεν θέλουμε να χρωστάμε σε κανέναν, τίποτα. Δεν θέλουμε να εξαρτόμαστε από κανενός τα δώρα ή τη φιλανθρωπία – «Μπορώ να πληρώσω μόνος μου, ευχαριστώ. Δεν σε χρειάζομαι». Έτσι, αναδεικνύουμε τις ανώνυμες πράξεις αγαθοεργίας σε υψηλή ηθική αρετή. Θεωρείται ότι είναι μεγάλη αρετή το να δίνουμε χωρίς απώτερο σκοπό, να μην περιμένουμε τίποτα σε ανταπόδοση. Μέρος του να ζούμε με το δώρο είναι να αναγνωρίζουμε και να τηρούμε την υποχρέωση να δεχόμαστε εκτός του να δίνουμε. Ο Mauss δίνει το παράδειγμα των ανθρώπων της φυλής Νταγιάκ (Dayak) που, «έχουν αναπτύξει ένα ολόκληρο σύστημα νόμων και ηθικής που βασίζεται στο καθήκον τους να μην παραλείπουν να μοιράζονται το γεύμα στο οποίο είναι παρόντες ή το οποίο έχουν παρακολουθήσει να ετοιμάζεται».(2) Προσωπικά είχα μια παρόμοια εμπειρία τα χρόνια που έζησα στην Ταϊβάν, όπου τα κατάλοιπα της παλιάς κουλτούρας που βασιζόταν στα δώρα διατηρούνταν από την παλαιότερη γενεά. Εκεί, όχι μόνον ήταν σοβαρό ατόπημα να παραλείψεις την προσφορά φαγητού σε έναν επισκέπτη στο σπίτι σου αλλά θεωρείτο και πολύ αγενές από τη μεριά του επισκέπτη να το αρνηθεί. Αν ήταν ώρα προετοιμασίας του δείπνου, δεν θεωρείτο πολύ ευγενική η αποχώρηση του επισκέπτη πριν το σερβίρισμα του δείπνου (χωρίς κάποια πολύ πειστική δικαιολογία). Η άρνηση ενός δώρου σημαίνει ότι απορρίπτουμε μια φιλία. Αν τα δώρα δημιουργούν δεσμούς και διευρύνουν τον κύκλο του εαυτού, τότε η άρνηση να προσφέρουμε ή να δεχτούμε κάποιο δώρο σημαίνει «Αρνούμαι να συνδεθώ μαζί σου. Είσαι ένας άλλος στο σχήμα της ύπαρξής μου». Όπως το θέτει ο Mauss, «Η άρνηση να προσφέρουμε, η παράλειψη να προσκαλέσουμε όπως και η άρνηση να δεχτούμε, είναι ταυτόσημα με την κήρυξη πολέμου· σημαίνει ότι απορρίπτουμε τους δεσμούς της συμμαχίας και της κοινότητας».(3) Η απόρριψη αυτών των δεσμών είναι σοβαρό ζήτημα. Ο συγγραφέας Mark Dowie μιλάει για την εμπειρία του ζώντας με μια φυλή στην Αλάσκα που συγκάλεσε συμβούλιο των γηραιότερων για να συζητήσουν για τη σοβαρή παραβίαση του εθίμου του μοιράσματος από ένα μέλος της φυλής. Το συγκεκριμένο πρόσωπο μάζευε για τον εαυτό του τη λεία του από το κυνήγι, περιφρονώντας τα έθιμα της φυλής για τα δώρα. Πόσο σοβαρά αντιμετώπιζαν οι γηραιότερη τη συμπεριφορά του (η οποία ήταν μακροχρόνια); Ο σκοπός της σύναξης ήταν να αποφασίσουν αν θα τον σκότωναν.(4) Σε πολλές περιστάσεις, συμβαίνει ένα είδος αφανούς διαπραγμάτευσης στην οποία οι δύο πλευρές ανταλλάσσουν δικαιολογίες και διαψεύσεις μέχρι να συμφωνήσουν σε ένα δώρο που εκφράζει με τον πρέποντα τρόπο τη σοβαρότητα του δεσμού που πρόκειται να δημιουργηθεί.(5) «Δεν μπορώ να φάω. Μόλις έφαγα (ψέμα). Ίσως ένα φλιτζάνι τσάι». Έρχεται το τσάι, και μαζί με αυτό μία μεγαλοπρεπής γαβάθα με πιτάκια φασολιών, αποξηραμένα δαμάσκηνα και σπόρους καρπουζιού. Τσιμπολογώ μερικούς σπόρους. Και ούτω καθ’ εξής. Αυτός ο υπαινικτικός χορός της προσφοράς και της αποδοχής απουσιάζει από μία εμπορευματική οικονομία όπως είναι η δική μας. Όμως ακόμα και εδώ στην Αμερική, που είμαστε αποξενωμένοι από την κουλτούρα του δώρου, κατανοούμε τη λογική του. Ίσως είχατε κάποτε την εμπειρία να δεχτείτε μία χάρη από κάποιον και μετά να προτείνατε να πληρώσετε γι’ αυτήν, και αισθανθήκατε την απογοήτευση και την αίσθηση απομάκρυνσης που έπονται. Όταν πληρώνουμε για ένα δώρο αυτό παύει να είναι δώρο και ο δεσμός που είχε δημιουργηθεί, σπάει. Η αποστροφή για την υποχρέωση αυξάνει την ελκυστικότητα των χρηματικών συναλλαγών. Όπως λέει ο Richard Seaford, «Ό,τι παραδίδεται σε μια εμπορική συναλλαγή διαχωρίζεται ολωσδιόλου και δια παντός από το πρόσωπο που το παρέδωσε».(6) Όταν πληρώνουμε για όλα όσα δεχόμαστε, παραμένουμε ανεξάρτητοι, αποσυνδεδεμένοι, ελεύθεροι από κάθε υποχρέωση και ελεύθεροι από δεσμούς. Κανένας δεν μπορεί να μας ζητήσει χάρες· κανένας δεν έχει επιρροή επάνω μας. Σε μια οικονομία του δώρου, αν κάποιος ζητήσει βοήθεια, στην πραγματικότητα δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί: αυτός που τη ζητάει και σύσσωμη η κοινωνία λένε, είτε με λόγια είτε χωρίς, «Για θυμήσου όλα τα πράγματα που κάναμε για σένα. Θυμάσαι όταν προσέχαμε τα παιδιά σου; Όταν σώσαμε την αγελάδα σου; Όταν μετά την πυρκαγιά ξαναχτίσαμε τον αχυρώνα σου; Κάτι μας οφείλεις!» Σήμερα επιθυμούμε να έχουμε τη δυνατότητα να πούμε «Σε πλήρωσα που πρόσεξες τα παιδιά μου. Σε πλήρωσα που φτυάρισες το χιόνι από το πεζοδρόμιό μου. Σε έχω πληρώσει για ο,τιδήποτε έχεις κάνει για μένα. Δεν σου οφείλω τίποτα!» Λόγω του ότι δημιουργεί ευγνωμοσύνη ή υποχρέωση, το να δεχόμαστε με ευχαρίστηση ένα δώρο αποτελεί από μόνο του μία μορφή γενναιοδωρίας. Λέει «Είμαι πρόθυμος να σου οφείλω». Ή σε μια πιο εξελιγμένη κουλτούρα δώρου, εννοεί, «Είμαι πρόθυμος να χρωστάω στην κοινότητα». Η προέκταση αυτής της αρχής, που μας επιτρέπει να αποδεχτούμε ολοκληρωτικά τα δώρα που μας παρέχονται, λέει «Είμαι πρόθυμος να χρωστάω στον Θεό και το σύμπαν». Με το ίδιο συμβολισμό, όταν αρνούμαστε τα δώρα είναι σαν να απαλλάσσουμε τους εαυτούς μας από τις υποχρεώσεις που εμφανίζονται φυσιολογικά με την ευγνωμοσύνη. Ο οδηγός ταξί Stewart Millard παρατηρεί, Το πρώτο συμπέρασμα το οποίο κατέληξα είναι ότι το χρήμα μας κάνει βαθιά παράλογους στις αληθινές ανθρώπινες σχέσεις. Αν μόλις πήρα ένα σετ καινούρια λάστιχα για το αυτοκίνητο από το μαγαζί του φίλου μου του Greg (Η αλήθεια είναι ότι πράγματι, καθόμουν στο πάρκιγκ καθώς το σκεφτόμουν αυτό) χωρίς να γίνει χρηματική συναλλαγή, τότε πώς θα ξεπληρώσω τον Greg; Κι έπειτα μου ήρθε μια πιο «πονηρή» ερώτηση: Μήπως καλύτερα να μην δεχόμουν αυτήν την προσφορά (δώρο) του Greg; Αποδεχόμενος τα λάστιχα από τον Greg ως δώρο, χωρίς χρήματα, αυτόματα εμφανίζεται ένα σύνολο συμπεριφορών και σκέψεων. Τι μπορώ να προσφέρω σε αντάλλαγμα; Θα μπορούσα να περιμένω εκείνον να μου ζητήσει κάτι ή μπορώ να μπω στην πιο κουραστική διαδικασία να γνωρίσω καλύτερα τον Greg, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα για μια πιο ουσιαστική ανταλλαγή. Με το χρήμα πληρώνω και μετά δεν δίνω πλέον σημασία στον συνάνθρωπό μου που είναι πίσω από το ταμείο. Δεν τον γνωρίζω καλύτερα, δεν κάνουμε μια ουσιαστική ανταλλαγή ζωής, δεν προχωράμε στο φυσικό ανακάτεμα εξάρτησης και εκτίμησης. Ένας λόγος που ανεχόμαστε τόσο λίγο ο ένας τον άλλον είναι ακριβώς επειδή έχουμε χρήματα. Αν ένας άνθρωπος μας είναι δυσάρεστος, απλώς πηγαίνουμε τα χρήματά μας σε κάποιον άλλον – και αφήνουμε τον πρώτο στην τύχη του. Ένα από τα πιο σημαντικά δώρα που μπορούμε να προσφέρουμε είναι να δεχτούμε ολοκληρωτικά το δώρο κάποιου άλλου. Σήμερα έχουμε πολλούς τρόπους να απορρίπτουμε ή να δεχόμαστε μόνο εν μέρει το δώρο κάποιου άλλου. Ο,τιδήποτε κάνουμε για να μειώσουμε την υποχρέωση που συνεπάγεται η αποδοχή ενός δώρου είναι μια μορφή απόρριψης – για παράδειγμα, όταν θυμίζουμε στον δότη τι του δώσαμε πέρυσι· όταν υπονοούμε ότι αξίζαμε ή δικαιούμασταν το δώρο· όταν προσποιούμαστε πως δεν θέλαμε και πολύ αυτό το δώρο, ό,τι κι αν ήταν αυτό· όταν προθυμοποιούμαστε ή επιμένουμε να πληρώσουμε για το δώρο. Όταν κάποιος μου κάνει ένα κομπλιμέντο, μερικές φορές το απορρίπτω αρνούμενος την αλήθεια του, προβάλλοντας ψευδή ταπεινοφροσύνη, ή μειώνοντας την αξία του με λόγια όπως «Ο καθένας μπορεί να το κάνει αυτό, δεν είναι κάτι σπουδαίο». Όταν κάποιος λέει «Ευχαριστώ», μερικές φορές πιάνω τον εαυτό μου να το απορρίπτει με λόγια όπως «Δεν έκανα και τίποτα σπουδαίο». Κάποιος μπορεί να μου πει «Το γράψιμό σας μου άλλαξε τη ζωή» κι εγώ μπορεί να του απαντήσω «Η αλλαγή ήταν ήδη μέσα σου και το γράψιμό μου απλώς ήταν το μέσον. Κι άλλοι διαβάζουν τα γραπτά μου χωρίς κανένα αποτέλεσμα». Παρόλο που υπάρχει αλήθεια μέσα σε αυτήν την απάντηση, μερικές φορές την έχω χρησιμοποιήσει για να αποκρούσω τα δώρα του επαίνου ή της ευχαριστίας που φοβόμουνα να δεχτώ ολοκληρωτικά, να τα εισπράξω ολοκληρωτικά. Ένας άλλος τρόπος να απορρίψω το δώρο ενός κομπλιμέντου είναι να ανταποδώσω με άλλο κομπλιμέντο με υπερβολική ζέση, αποσπώντας την προσοχή από το πρώτο κομπλιμέντο, πριν αυτό προλάβει να κατακάτσει μέσα μου. Όταν η ευγνωμοσύνη εμπνέει ένα δώρο ανταπόδοσης, δεν πρέπει να το προσφέρουμε πολύ γρήγορα, αλλιώς έχουμε μια απλή συναλλαγή, που δεν διαφέρει και πολύ από μια αγορά. Τότε ακυρώνεται η υποχρέωση αντί να φέρει τον δότη και τον παραλήπτη πιο κοντά. Το να δεχόμαστε ολοκληρωτικά σημαίνει ότι με τη δική μας θέληση βάζουμε τον εαυτό μας σε θέση υποχρέωσης, είτε προς τον δότη είτε προς την κοινωνία γενικά. Η ευγνωμοσύνη και η υποχρέωση πάνε χέρι-χέρι· είναι οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Η υποχρέωση είναι υποχρέωση για να κάνουμε τι; Για να προσφέρουμε χωρίς «αποζημίωση». Τι είναι η ευγνωμοσύνη; Είναι η επιθυμία να δώσουμε, πάλι χωρίς αποζημίωση, που γεννιέται από τη συνειδητοποίηση ότι έχουμε δεχτεί κάτι. Στην εποχή του απομονωμένου εαυτού, έχουμε χωρίσει αυτά τα δύο, όμως αρχικά ήταν ένα: η υποχρέωση είναι μια επιθυμία που έρχεται από μέσα μας και μόνον συμπληρωματικά ενισχύεται απέξω.(7) Ολοφάνερα, λοιπόν, η απροθυμία να δεχτούμε είναι στην πραγματικότητα απροθυμία να δώσουμε. Νομίζουμε ότι είμαστε ανώτεροι, ανιδιοτελείς, ότι θυσιαζόμαστε, αν προτιμήσουμε να δώσουμε παρά να δεχτούμε. Δεν είμαστε τίποτα τέτοιο. Ο γενναιόδωρος άνθρωπος έχει ανοιχτά τα χέρια του και για να δίνει και για να δέχεται. Μη φοβάστε να έχετε υποχρέωση, να αισθανθείτε ευγνωμοσύνη. Φοβόμαστε την υποχρέωση επειδή, αρκετά σωστά, είμαστε επιφυλακτικοί με το «πρέπει»· είμαστε επιφυλακτικοί με τον ισχυρό εξαναγκασμό, με τον καταναγκασμό που κρύβεται κάτω από τόσους θεσμούς της κοινωνίας μας. Όμως όταν μετατρέψουνε το «πρέπει να» σε «θέλω να», είμαστε ελεύθεροι. Όταν συνειδητοποιήσουμε ότι η ίδια η ζωή είναι ένα δώρο, και ότι είμαστε εδώ πέρα για να δώσουμε στους εαυτούς μας, τότε είμαστε ελεύθεροι. Στο κάτω-κάτω, ό,τι παίρνουμε σε αυτή τη ζωή πεθαίνει μαζί μας. Μόνο τα δώρα μας συνεχίζουν να ζουν. Μπορείτε να δείτε πόσο διάχυτη είναι στον πολιτισμό μας η άρνηση των δώρων και πόσα πράγματα πρέπει να ξαναδιδαχτούμε. Πολλά από αυτά που γίνονται στο όνομα της μετριοφροσύνης και της ταπεινοφροσύνης είναι στην πραγματικότητα άρνηση να δημιουργήσουμε δεσμούς, απομάκρυνση από τους άλλους, άρνηση να δεχτούμε. Φοβόμαστε τόσο να δεχτούμε όσο και να δώσουμε· όντως, είναι αδύνατον να κάνουμε το ένα χωρίς να κάνουμε το άλλο. Μπορεί να φανταζόμαστε τους εαυτούς μας ανιδιοτελείς και ενάρετους επειδή είμαστε πιο πρόθυμοι να δώσουμε παρά να δεχτούμε, όμως αυτή η κατάσταση είναι εξίσου μίζερη με το αντίστροφό της, επειδή αν δεν υπάρχει αποδοχή, η πηγή των δώρων μας θα στερέψει. Δεν είναι μόνον μίζερο, είναι και υπεροπτικό: τι φανταζόμαστε ότι είναι η πηγή αυτών που δίνουμε; Ο εαυτός μας; Όχι. Η ίδια η ζωή είναι ένα δώρο, η ζωή και όλα όσα την τρέφουν, από τη μητέρα και τον πατέρα μέχρι το σύνολο του οικοσυστήματος. Τίποτα δεν δημιουργήθηκε από τις προσπάθειές μας. Το ίδιο ισχύει και για τις δημιουργικές μας δυνάμεις, σωματικές και διανοητικές, τις οποίες, μερικοί που διαισθάνονται αυτήν την αλήθεια, μπορεί να τις χαρακτηρίζουν θεόσταλτες. Βέβαια, κάποιες φορές είναι απολύτως λογικό να αρνηθούμε ένα δώρο, ειδικά όταν δεν θέλουμε να δημιουργήσουμε το είδος του δεσμού που υπαινίσσεται το δώρο. Όλα τα δώρα έχουν «απώτερα κίνητρα». Όμως συχνά η απροθυμία μας να δεχτούμε προκύπτει όχι από αποστροφή προς έναν συγκεκριμένο είδος δεσμού αλλά προς κάθε δεσμό γενικότερα. Τα πνευματικά κλισέ του New Age που προτρέπουν «να είμαστε ανοιχτοί στην αφθονία» μου προκαλούν αναγούλες αλλά όπως και με τα περισσότερα κλισέ, κρύβουν κάποια δόση αλήθειας. Ωστόσο, ο φόβος να δεχτούμε, δεν είναι απλώς θέμα χαμηλής αυτοεκτίμησης ή της πεποίθησης ότι δεν αξίζουμε, όπως θα μας έλεγαν κάποιοι γκουρού της αυτοβοήθειας: είναι εντέλει και φόβος να δώσουμε. Αυτά τα δύο πάνε πάντα χέρι-χέρι! Και τα δυο μαζί αποτελούν ένα φόβο για τη ζωή, για τη σύνδεση· είναι ένα είδος επιφυλακτικότητας. Το να δίνεις και να δέχεσαι, να οφείλεις και να σου οφείλουν, να εξαρτάσαι από τους άλλους και να εξαρτώνται από σένα – όλα αυτά σημαίνουν να είσαι ζωντανός. Το να μην δίνεις ούτε να δέχεσαι αλλά να πληρώνεις για τα πάντα, το να μην εξαρτάσαι ποτέ από κανέναν αλλά να είσαι οικονομικά ανεξάρτητος, να μην είσαι δεμένος με μία κοινότητα ή έναν τόπο, αλλά να είσαι μονίμως κινούμενος… αυτός είναι ο απατηλός παράδεισος του διακριτού και απομονωμένου εαυτού. Συμφωνεί με την πνευματική φαντασίωση της απουσίας δεσμών, τη θρησκευτική πλάνη της αποχής από τα εγκόσμια και την επιστημονική φιλοδοξία για κυριαρχία και υπέρβαση της φύσης, και αποδεικνύεται ότι δεν πρόκειται για παράδεισο αλλά για κόλαση. Καθώς συνερχόμαστε από την πλάνη της απουσίας δεσμών, της ανεξαρτησίας και της υπέρβασης, επιδιώκουμε να επανασυνδεθούμε με τους αληθινούς, διευρυμένους εαυτούς μας. Λαχταράμε την κοινότητα. Η ανεξαρτησία και η απουσία δεσμών δεν ήταν παρά μία πλάνη έτσι κι αλλιώς. Η αλήθεια είναι, ήταν πάντα και θα είναι πάντα ότι είμαστε εντελώς εξαρτημένοι ο ένας από τον άλλον και όλοι από τη φύση. Ούτε θα αλλάξει ποτέ ότι το μοναδική εναλλακτική λύση στο να εξαρτόμαστε, να δεχόμαστε, να αγαπάμε και να χάνουμε είναι το να μην είμαστε ζωντανοί. Για την ακρίβεια, υπάρχει αλήθεια και στην απουσία δεσμών, μια αλήθεια που ανακλάται στην κουλτούρα του δώρου όταν προσκολλούμαστε λιγότερο στα πράγματά μας. Αυτή η απουσία δεσμών υπάρχει σε ένα πλαίσιο δεσμών και σύνδεσης, όχι ανεξαρτησίας ή διαχωρισμού. Πράγματι, τα δώρα βοηθούν το εγώ να απαλλαγεί από τις εμμονές του επειδή διευρύνουν τον εαυτό πέρα από το εγώ, ευθυγραμμίζοντας το ατομικό συμφέρον με το καλό ενός ευρύτερου ζωντανού οργανισμού μέσα στον οποίο όλα συνδέονται μεταξύ τους. Τα δώρα και εξυπηρετούν και καταλήγουν στην διεύρυνση του εαυτού πέρα από το εγώ· είναι και αίτιο και συνέπεια. Όταν αισθανόμαστε σύνδεση με τον άλλο, επιθυμούμε να του δώσουμε. Όσο περισσότερο δίνουμε, τόσο περισσότερο αισθανόμαστε αυτά που μας συνδέουν. Το δώρο είναι η κοινωνική και υλική εκδήλωση της βαθύτερης ενότητας της ύπαρξης. Κάποιος που ζει απομακρυσμένος από τον κόσμο, μπορεί να κάνει πολύ λίγο καλό ή κακό μέσα σ’ αυτόν. Όταν συμμετέχουμε ενεργά στον κόσμο, καλούμαστε να χρησιμοποιήσουμε τον πλούτο μας με σοφία.(8) Είναι γενναιόδωρο να μπαίνουμε ολοκληρωτικά στην κοινωνική σφαίρα των δεσμών και των υποχρεώσεων. Προσφέροντας τα δώρα μας με έναν τρόπο που να είναι δημόσιος, με έναν τρόπο που, ενάντια στα θρησκευτικά ιδανικά, μπορεί να προκαλέσει ανταπόδοση, αυξάνουμε τη συνολική παραγωγή των δώρων μέσα από τη δική μας στάση, μεγεθύνοντας την ικανότητα και την ανάγκη μας να δώσουμε. Η ιδέα δεν είναι να εξαναγκάσουμε την ανταπόδοση του δώρου ούτε να καταφέρουμε να μας δοθεί κάποιο αντάλλαγμα – αυτό δεν έχει καθόλου την έννοια του δώρου – αλλά να εκπληρώσουμε μία ανάγκη και να δημιουργήσουμε έναν δεσμό.
|