ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18: ΞΑΝΑΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΤΟΥ ΔΩΡΟΥ (Part 2)
Τα δώρα μαζί με τις ιστορίες, είναι τα νήματα των σχέσεων, των κοινοτήτων. Αυτά τα δύο είναι στενά συνδεδεμένα. Οι ιστορίες είναι ένα είδος δώρου και οι ιστορίες επίσης συνοδεύουν τα δώρα, ενισχύοντας τη μοναδική, προσωπική τους διάσταση. Η παρόρμηση να διηγηθούμε την ιστορία ενός δώρου είναι σχεδόν ακατανίκητη. Θυμάμαι τη γιαγιά μου να λέει: «Πρώτα το ζήτησα στο Macy’s, αλλά δεν το είχαν εκεί οπότε μετά πήγα στο J. C. Penney’s…». Σε κάθε περίπτωση, ιστορίες για το ποιος έδωσε τι και σε ποιον είναι κομμάτι της κοινωνικής μαρτυρίας που εμπνέει γενναιοδωρία και το αίσθημα της κοινότητας. Η τοποθέτηση αυτού που δίνει – «Εγώ σου δίνω απλόχερα και έχω εμπιστοσύνη ότι θα λάβω αυτό που πρέπει είτε από εσένα είτε από κάποιον άλλον που ανήκει στον κύκλο των δώρων μας» – αγγίζει μια ευαίσθητη χορδή μας. Υπάρχει κάτι αιώνιο και αληθινό στο πνεύμα της ευγνωμοσύνης και της γενναιοδωρίας που δεν περιμένει καμιά ανταμοιβή και δεν επινοεί καμιά υποχρέωση.(9) Οπότε, εδώ υπάρχει ένα παράδοξο: από τη μια πλευρά, η λειτουργία των δώρων να γεννούν την υποχρέωση δημιουργεί κοινωνική αλληλεγγύη και καλλιεργεί την κοινότητα. Από την άλλη, οι καρδιές μας ανταποκρίνονται στα δώρα που δεν επιδιώκουν να δημιουργήσουν καμία υποχρέωση, που δεν απαιτούν καμία αμοιβαιότητα, και συγκινούμαστε από τη γενναιοδωρία εκείνων που δίνουν χωρίς την προσδοκία της ανταπόδοσης. Υπάρχει τρόπος να επιλυθεί αυτό το παράδοξο; Ναι – επειδή η πηγή της υποχρέωσης δεν χρειάζεται να είναι η κοινωνική πίεση που κινεί το ατομικό συμφέρον του διακριτού και απομονωμένου εαυτού. Αντ’ αυτού, η υποχρέωση μπορεί να προκύψει φυσικά, χωρίς πιέσεις, ως αποτέλεσμα της ευγνωμοσύνης. Αυτή η υποχρέωση είναι μια εσωτερική επιθυμία, μία φυσική συνέπεια του βιώματος της σύνδεσης που εμφανίζεται αυθόρμητα, όταν λαμβάνουμε ένα δώρο ή γινόμαστε μάρτυρες μιας πράξης γενναιοδωρίας. Η λογική του διακριτού και απομονωμένου εαυτού ισχυρίζεται ότι οι άνθρωποι είναι βασικά εγωιστές. Είτε πρόκειται για το εγωιστικό γονίδιο της βιολογίας είτε για τον οικονομικό άνθρωπο του Άνταμ Σμιθ, περισσότερο για σένα σημαίνει λιγότερο για μένα. Επομένως, η κοινωνία πρέπει να θέσει σε λειτουργία διάφορες απειλές και κίνητρα για να ευθυγραμμίσει την εγωιστική συμπεριφορά του ατόμου με τα συμφέροντα της κοινωνίας. Σήμερα, νέα παραδείγματα στη βιολογία αντικαθιστούν τις ορθόδοξες νεοδαρβινικές απόψεις ενώ κινήματα στο χώρο της πνευματικότητας, της οικονομίας και της ψυχολογίας, αμφισβητούν την ατομιστική καρτεσιανή αντίληψη του εαυτού. Ο καινούριος εαυτός είναι αλληλοεξαρτώμενος από τους άλλους και, ακόμα παραπάνω, προκειμένου να εξασφαλίσει την επιβίωσή του, συμμετέχει στην επιβίωση των άλλων όντων με τα οποία συνδέεται. Αυτός είναι ο συνδεδεμένος εαυτός, ο διευρυμένος εαυτός, που διευρύνεται για να συμπεριλάβει βαθμιαία, όλους και όλα στον κύκλο των δώρων του. Μέσα σ’ αυτόν τον κύκλο, δεν ισχύει ότι περισσότερο για σένα είναι λιγότερο για μένα. Τα δώρα κυκλοφορούν έτσι ώστε η καλή τύχη του άλλου να είναι καλή τύχη και για σένα. Περιτριγυρισμένος από αυτήν την διευρυμένη έννοια του εαυτού, δεν χρειάζεται κανείς εξαναγκαστικούς μηχανισμούς για να μοιράζεται. Οι κοινωνικές δομές του δώρου συνεχίζουν να υπηρετούν έναν σκοπό: να θυμίζουν στα μέλη του την αλήθεια της σύνδεσής τους, να κατευθύνει όσους την έχουν ξεχάσει και να παρέχουν υποδομές δώρων που λειτουργούν για να εκπληρώνουν τις ανάγκες της κοινωνίας. Ποιος δίνει τι σε ποιον; Η σωστή απάντηση είναι ιδιαίτερη σε κάθε πολιτισμό και εξαρτάται από το περιβάλλον, το σύστημα σχέσεων και ιεραρχιών, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και πολλά άλλα. Η δομή του δώρου εξελίσσεται μέσα στον χρόνο και καθοδηγεί την πολιτισμικά κατάλληλη διανομή των πόρων. Στην ουσία, αυτό είναι που ζητάμε να κάνει η οικονομία του χρήματος: να συνδέσει τις ανθρώπινες (και μη ανθρώπινες) ανάγκες με τα δώρα των ανδρών, των γυναικών και της φύσης που μπορούν να εκπληρώσουν αυτές τις ανάγκες. Καθεμιά από τις οικονομικές και νομισματικές προτάσεις αυτού του βιβλίου επιδιώκει, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, να επιτύχει αυτόν τον στόχο. Το παλιό οικονομικό καθεστώς είναι εχθρικώς διακείμενο σ’ αυτό, με τη συσσώρευση του πλούτου, τον αποκλεισμό εκείνων που δεν μπορούν να πληρώσουν (όπως οι φτωχοί άνθρωποι, τα άλλα είδη και η γη) από την κυκλοφορία των δώρων, την ανωνυμία του και την αποπροσωποποίησή του, τον κατακερματισμό της κοινότητας και της σύνδεσης, την άρνηση της κυκλικότητας και του νόμου της ανταπόδοσης και τον προσανατολισμό του στην συγκέντρωση χρήματος και περιουσίας. Η ιερή οικονομία υποστηρίζει ακριβώς τις αντίθετες συνθήκες: υποστηρίζει την ισότητα, δεν κάνει αποκλεισμούς, είναι προσωπική, δημιουργεί δεσμούς, είναι βιώσιμη και μη συσσωρευτική. Μια τέτοια οικονομία έρχεται! Η παλιά δεν μπορεί να διαρκέσει άλλο. Ήρθε η ώρα να προετοιμαστούμε για τη νέα οικονομία ζώντας από σήμερα με τις αρχές της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18 Σημειώσεις
Αν η περιγραφή του Mauss για τη δυναμική του δώρου είναι πλήρης, τότε θα μπορούσαμε δικαίως να αναρωτηθούμε σε τι διαφέρει ουσιαστικά από το σημερινό χρηματοκεντρικό σύστημα. Κι εμείς ασκούμε κοινωνική πίεση, μέσω του χρήματος, για να εξασφαλίσουμε την ανταπόδοση των δώρων, αποσκοπώντας στο προσωπικό μας συμφέρον. Το χρηματικό χρέος αντιστοιχεί απόλυτα στις υποχρεώσεις που δημιουργεί το δώρο στις “αρχαϊκές κοινωνίες” του Mauss. Επιπλέον, στις κοινωνίες που αναφέρει ο Mauss, στις οποίες, για λόγους κύρους, το δώρο που προσφέρεται ως ανταπόδοση πρέπει να είναι μεγαλύτερο από εκείνο που ελήφθη, μπορούμε να μιλάμε και για μια εκδοχή έντοκου δανεισμού. Ένα συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε από αυτές τις αντιστοιχίες είναι ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει: ότι, δηλαδή, η σημερινή οικονομία του χρήματος δεν είναι τίποτε άλλο από μία προέκταση των αρχαϊκών οικονομιών του δώρου στην εποχή των μηχανών. Αλλά ένα εξίσου ασφαλές, με βάση τα δεδομένα, συμπέρασμα, είναι ότι ο Mauss προβάλλει ορισμένες σημερινές νοοτροπίες και κίνητρα στους ανθρώπους του παρελθόντος. Αυτό το τελευταίο συμπέρασμα ενισχύεται από ορισμένα στοιχεία – όπως, για παράδειγμα, πολλές αφηγήσεις ταξιδευτών για την ειλικρινή, σχεδόν παιδική γενναιοδωρία των ντόπιων που συνάντησαν. Ακόμα και ο Χριστόφορος Κολόμβος μαγεύτηκε (όχι όμως αρκετά ώστε να μην τους δολοφονήσει και υποδουλώσει): “[Οι Arawak] είναι τόσο άδολοι και απλόχεροι με όλα όσα έχουν, που κανένας δεν θα το πίστευε αν δεν το έβλεπε… Ποτέ δεν λένε όχι, αν τους ζητήσεις ο,τιδήποτε δικό τους· αντίθετα, σε προσκαλούν να το μοιραστείτε και δείχνουν τόση αγάπη, σαν να το κάνουν με όλη τους την καρδιά”. Οι παραστατικοί όροι που χρησιμοποιεί υποδεικνύουν κάτι αξιοσημείωτο. Η αθωότητά τους υποδηλώνει ότι η γενναιοδωρία τους έχει μια παιδικότητα και κάτι το αρχέγονο· η τρυφερότητά τους υποδηλώνει την ύπαρξη πολύ διαφορετικών κινήτρων από την κοινωνικά επιβεβλημένη ιδιοτέλεια για την οποία κάνει λόγο ο Mauss. |