ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20: Ο ΣΩΣΤΟΣ ΒΙΟΠΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΙΕΡΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

 

 

Ζήσαμε τις ζωές μας με βάση την υπόθεση πως ό,τι είναι καλό για εμάς θα ήταν καλό και για τον κόσμο μας. Αποδείχτηκε λάθος. Πρέπει να αλλάξουμε τις ζωές μας ώστε να γίνει εφικτό να ζήσουμε με βάση την αντίθετη υπόθεση, πως ό,τι είναι καλό για τον κόσμο μας θα είναι καλό και για εμάς. Κι αυτό απαιτεί να κάνουμε την προσπάθεια να γνωρίσουμε τον κόσμο μας και να μάθουμε τι είναι καλό γι’ αυτόν.

–Wendell Berry

 

Ο πλεονάζων πλούτος είναι ένα ιερό κληροδότημα το οποίο ο ιδιοκτήτης του οφείλει να διαχειρίζεται όσο ζει για το καλό της κοινότητας.

–Andrew Carnegie

 

ΤΟ ΝΤΑΡΜΑ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ

Ας ξεκαθαρίσουμε το εξής: ο σκοπός της μη συσσώρευσης δεν είναι να μας απαλλάξει από τα αμαρτήματα ενός πολιτισμού που βασίζεται στο χρήμα. Αυτό είναι απλός εγωισμός. Δεν κερδίζεις «πόντους αρετής» με τη φτώχια· η μη συσσώρευση δεν είναι αυτοσκοπός. Ο σκοπός είναι να απολαύσουμε πραγματικό πλούτο, τον πλούτο της σύνδεσης και της ροής, αντί για τον κίβδηλο πλούτο της ιδιοκτησίας. Όμως τι γίνεται αν έχεις περισσότερο πλούτο από όσο μπορείς να μοιραστείς στους συνήθεις ρυθμούς της ζωής;

Στον ευσυνείδητο άνθρωπο, αυτός ο πλούτος μπορεί να φαίνεται περισσότερο ως βάρος παρά ως δώρο. Οφείλουμε και χαιρόμαστε να κάνουμε σωστή χρήση αυτών που μας έχουν δοθεί. Ο πλούτος δεν αποτελεί εξαίρεση. Αυτοί που έχουν την ευλογία και την κατάρα του μεγάλου πλούτου δεν έχουν περισσότερους λόγους να παραιτηθούν από τα καθήκοντά τους από ότι έχει οποιοσδήποτε άλλος να αρνηθεί τα δώρα, τις ευθύνες, τις ευκαιρίες να προσφέρει, όλα αυτά με τα οποία γεννιόμαστε.

Ο πλεονάζων πλούτος, είτε κληρονομήθηκε από την οικογένεια είτε δημιουργήθηκε σε ένα προγενέστερο στάδιο της ζωής κάποιου, κουβαλάει μαζί του την επιθυμία να χρησιμοποιηθεί σωστά. Είναι ένα ντάρμα, μια κλήση για προσφορά. Αν το σπαταλάμε σε ακριβά μπιχλιμπίδια, αν το μοιράζουμε χωρίς λογική ή αν αφοσιωνόμαστε στην αύξησή του, όλα αυτά είναι τρόποι για να απορρίψουμε αυτήν την κλήση. Η πρόκληση του πλεονάζοντα πλούτου είναι να τον προσφέρουμε με έναν όμορφο τρόπο. Αυτό μπορεί να πάρει χρόνια ή δεκαετίες και περιλαμβάνει μακροχρόνιο σχεδιασμό και τη δημιουργία ολόκληρων οργανισμών ή μπορεί να συμβεί μέσα από μια απλή πράξη γενναιοδωρίας. Έτσι κι αλλιώς, αυτό αποτελεί το είδος επένδυσης που είναι ευθυγραμμισμένο με την οικονομία του μέλλοντος στην οποία το κύρος προέρχεται από το να δίνεις και όχι από το να έχεις και η ασφάλεια προέρχεται από όχι από τη συσσώρευση αλλά από το να είσαι ένας κόμβος της ροής. Είναι μία εντελώς διαφορετική νοοτροπία από το παραδοσιακό παράδειγμα της επένδυσης, την οποία εξισώνουμε με την αύξηση του πλούτου.

Αρχικά πίστευα ότι έπρεπε να απαλλαγούμε από τη λέξη και από την έννοια της επένδυσης εντελώς. Ύστερα μελέτησα την ετυμολογία της: ενδύω σημαίνει ντύνω, δηλαδή σαν να παίρνουμε «γυμνά» χρήματα και να τους «φοράμε» καινούρια ρούχα, κάτι υλικό, κάτι χειροπιαστό στην υλική ή την κοινωνική σφαίρα. Το χρήμα είναι γυμνό ανθρώπινο δυναμικό – δημιουργική ενέργεια που δεν έχει ακόμα «ντυθεί» με υλικές ή κοινωνικές κατασκευές.

Η σωστή επένδυση είναι να περιβάλλουμε τα χρήματα με ιερά ενδύματα: να τα χρησιμοποιήσουμε για να δημιουργήσουμε, να προστατέψουμε και να διατηρήσουμε τα πράγματα που γίνονται ιερά για μας σήμερα. Είναι τα ίδια πράγματα που θα αποτελέσουν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας του αύριο. Γι’ αυτό οι σωστές επενδύσεις είναι εξάσκηση για τον επερχόμενο κόσμο, εξάσκηση και στο ψυχολογικό και στο πρακτικό επίπεδο. Συνηθίζει τους ανθρώπους στη νέα νοοτροπία του πλούτου – ανακαλύπτοντας κανάλια παραγωγικής προσφοράς – και δημιουργεί και ενισχύει αυτά τα κανάλια τα οποία μπορεί να διατηρηθούν ακόμα και αφού το παρόν χρηματοοικονομικό σύστημα καταρρεύσει. Το χρήμα όπως το ξέρουμε μπορεί να εξαφανιστεί αλλά οι σχέσεις γενναιοδωρίας και υποχρέωσης θα παραμείνουν.

Αν μου επιτρέπετε λίγη ποιητική σκέψη, όλα όσα είπα στην προηγούμενη παράγραφο αληθεύουν και για «τον άλλο κόσμο που θα έρθει» – μετά τον θάνατο. Δεν χρειάζεται να πιστεύετε στη μεταθανάτια ζωή για να το κατανοήσετε. Φανταστείτε τον εαυτό σας στο νεκροκρέβατό σας, έχοντας μόλις συνειδητοποιήσει ότι δεν θα πάρετε τίποτα μαζί σας. Όπως ακριβώς οι οικονομικές επενδύσεις δεν επιβιώνουν της οικονομικής κατάρρευσης έτσι και το τέλος της ζωής σημαίνει το τέλος για όλα τα συσσωρευμένα πλούτη μας. Εκείνη τη στιγμή, τι θα σας δώσει χαρά; Η ανάμνηση όλων αυτών που δώσατε. Με τον θάνατο, παίρνουμε μαζί μας μόνον ό,τι έχουμε δώσει. Σε μια κουλτούρα δώρου, αυτό θα είναι ο πλούτος μας. Δίνοντας, στρώνουμε με πλούτη τα ουράνια. Όταν γινόμαστε ένα με το Σύνολο, λαμβάνουμε αυτό που δώσαμε σε όλους.

Για τους ανθρώπους με λίγα χρήματα, ο πιο όμορφος τρόπος να τα χρησιμοποιήσουν πιθανότατα αρχίζει με το να τρέφουν τον εαυτό τους και τα παιδιά τους και να ικανοποιούν μερικές από τις βασικές ανάγκες της ανθρώπινης ζωής. Όμως, πέρα από τον ίδιο τον άνθρωπο και τους αγαπημένους του, η όμορφη χρήση του χρήματος απαιτεί κάτι που μπορούμε να ονομάσουμε «επένδυση». Σε μια ιερή οικονομία, η επένδυση έχει σχεδόν την αντίθετη σημασία από αυτήν που έχει σήμερα. Σήμερα επένδυση είναι αυτό που κάνουν οι άνθρωποι για να συντηρήσουν τον πλούτο τους. Σε μια ιερή οικονομία, είναι αυτό που κάνουμε για να μοιραστούμε τον πλούτο μας.

Όπως ακριβώς και με τη μη συσσώρευση, η έννοια είναι τόσο απλή που ακόμα κι ένα παιδί μπορεί να την καταλάβει. Λέει «Έχω πιο πολλά χρήματα απ’ όσα μπορώ να χρησιμοποιήσω, οπότε θα αφήσω κάποιον άλλον να τα χρησιμοποιήσει». Αυτό είναι μία επένδυση ή ένα δάνειο. Και η τράπεζα ή κάποιος άλλος μεσολαβητής της επένδυσης είναι κάποιος ειδικός στο να βρίσκει κάποιον άλλον για να χρησιμοποιήσει τα χρήματα. Η τραπεζική, στην πιο ιερή της διάσταση λέει «Θα σας βοηθήσω να βρείτε κάποιον που μπορεί να χρησιμοποιήσει όμορφα τα χρήματά σας». Μια φορά μοιράστηκα αυτήν την ιδέα με έναν τραπεζίτη που γνώρισα σε ένα συνέδριο κι εκείνος δάκρυσε· ήταν δάκρυα κατανόησης της πνευματικής υπόστασης του χρέους του.

Σε χίλια χρόνια από σήμερα, όταν το χρήμα γίνει τόσο διαφορετικό από αυτό που ξέρουμε σήμερα ώστε πιθανόν να μην το αναγνωρίζουμε πια ως χρήμα, η βασική ιδέα της επένδυσης θα παραμείνει. Αυτό είναι επειδή, χάρη στη θεμελιώδη αφθονία του σύμπαντος και την απεραντοσύνη της ανθρώπινης δημιουργικότητας, συχνά θα έχουμε πρόσβαση σε μια ροή δώρων πολύ μεγαλύτερη από τις άμεσες ανάγκες μας. Πάντα θα έχουμε τα μέσα – που θα αυξάνονται με τον καιρό – να δημιουργήσουμε θαύματα με συλλογική ανθρώπινη προσπάθεια και σε συνεργασία με τη Μεγάλη Ερωμένη, τη Γη. Στο πιο στοιχειώδες επίπεδο, η ιερή επένδυση είναι απλώς η κατεύθυνση της υπερ-αφθονίας προς έναν δημιουργικό σκοπό. Ξεκινάει με την εκπλήρωση των αναγκών και εξελίσσεται με τη δημιουργία της ομορφιάς.

 

ΚΛΕΒΩ ΤΟΝ ΕΝΑΝ ΓΙΑ ΝΑ ΠΛΗΡΩΣΩ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ

Στη σωστή επένδυση φανερώνεται το πνεύμα του δώρου. Δυστυχώς, οι σημερινές επενδύσεις φέρουν το αντίθετο πνεύμα: άλλες έχουν ως κίνητρο την εκμετάλλευση και όχι την παραχώρηση του πλούτου, άλλες προσδιορίζουν εκ των προτέρων το αντάλλαγμα ή το απαιτούν στο τέλος, άλλες και τα δύο. Λέει «Θα σε αφήσω να κάνεις χρήση αυτών των χρημάτων αλλά μόνον αν μου δώσεις περισσότερα σε αντάλλαγμα». Είτε είναι επένδυση σε μετοχές είτε είναι δάνειο, επωφελούμαι από την αποκλειστική ιδιοκτησία ενός πόρου που είναι σε έλλειψη, με τον στόχο να ελέγχω όλο και μεγαλύτερη  ποσότητα από αυτόν. Αν το δούμε διαφορετικά, το κίνητρο για το δώρο ανταπόδοσης δεν είναι η ευγνωμοσύνη. Αντίθετα με αυτά που γράφει το μήνυμα του προέδρου της εταιρείας στην ετήσια έκθεση, το διοικητικό συμβούλιο δεν καθορίζει την πληρωμή των μερισμάτων με πνεύμα ευγνωμοσύνης προς τα εκατομμύρια των ανώνυμων επενδυτών.

Ακόμα και πριν γίνει πραγματικότητα μια νέα μορφή οικονομίας που αντιλαμβάνεται τις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν το δώρο, μπορούμε να αρχίσουμε να ζούμε αυτές τις αρχές. Η σωστή επένδυση – η επένδυση σύμφωνα με το πνεύμα και τη λογική του Δώρου– είναι δυνατή αμέσως τώρα. Οι ιδέες που ετοιμάζομαι να δώσω θα γίνουν πολύ πιο ευνόητες μετά τη μετάβαση στη νέα οικονομία, και οι κεντρικές ιστορίες αυτής της οικονομίας – του συνδεδεμένου εαυτού και της Μεγάλης Ερωμένης, Γης – θα τις υποστηρίξουν. Σήμερα, οι εφαρμογή αυτών των ιδεών απαιτεί πίστη, όραμα και θάρρος. Δεν θα πάρετε τη διαβεβαίωση κανενός ανθρώπου ή θεσμού που βρίσκεται ακόμα απορροφημένος στην παλιά ιστορία. Από τη δική τους σκοπιά, αυτό που πάω να σας προσφέρω είναι παράλογο.

Αυτό που πρόκειται να περιγράψω είναι πολύ πιο ριζοσπαστικό από τις «κοινωνικά συνειδητές επενδύσεις» ή τις «ηθικές επενδύσεις». Παρόλο που αυτές οι ιδέες είναι βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση, κρύβουν μια εσωτερική αντίφαση. Επειδή επιδιώκουν ένα οικονομικό κέρδος, διαιωνίζουν την μετατροπή του κόσμου σε χρήμα.

Οι παραδοσιακές επενδύσεις, που είναι πέρα για πέρα εύλογες στο πλαίσιο της Ανόδου, επιδιώκουν να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη της χρηματικής σφαίρας και να κερδίσουν μέρος αυτής της συνεισφοράς ως ανταμοιβή. Ο ριψοκίνδυνος κεφαλαιούχος αναγνωρίζει τις ευκαιρίες υψηλής ανάπτυξης και παρέχει τα χρήματα που θα τις υλοποιήσουν. Σε μια οικονομία σταθερής κατάστασης ή μια οικονομία αποανάπτυξης, αυτό το μοντέλο δεν είναι πλέον ταιριαστό· επίσης όλο και περισσότεροι άνθρωποι στην τάξη των επενδυτών δεν το αισθάνονται πλέον ταιριαστό– εξ ου και η στροφή προς διαφορετικό επενδυτικό σκοπό: η αποκατάσταση, και όχι η πιο αποτελεσματική εκμετάλλευση, των φυσικών και κοινωνικών κοινών αγαθών.

Ας το επαναδιατυπώσω: δεν υπάρχει χρηματικό κέρδος για τους επενδυτές σε αυτήν την αποκατάσταση. Κάθε σχήμα «κοινωνικά συνειδητής επένδυσης» που υπόσχεται ένα κανονικό ποσοστό απόδοσης κρύβει ένα ψέμα, συνειδητά ή ασυνείδητα. Θα το εξηγήσω με δύο παραδείγματα.

Μετά από μια ομιλία που είχα δώσει, μία πολύ έξυπνη και καλοπροαίρετη γυναίκα που ήταν ενεργή σε κοινωνικά συνειδητές επενδύσεις διαμαρτυρήθηκε «Μα δεν μπορεί όλες οι κερδοφόρες επενδύσεις να συνεισφέρουν στην καταστροφή του κοινού μας πλούτου. Κι αν επενδύσω σε μια εταιρεία που έχει μια καταπληκτική νέα εφεύρεση, ας πούμε, για φτηνούς, φορητούς, φωτοβολταϊκούς φορτιστές; Βοηθάω στην κεφαλαιοποίηση αυτής της εταιρείας, αυτοί πουλάνε πολλά τεμάχια, όλοι βγάζουμε χρήματα και πλανήτης ωφελείται επίσης». Ωραία, όμως αν η εταιρεία πουλούσε με χαμηλότερη τιμή ανά τεμάχιο, (π.χ. μόλις το περιθώριο κέρδους που χρειάζεται για να χρηματοδοτηθεί ο τομέας έρευνας και ανάπτυξης και η εκ νέου επένδυση κεφαλαίων), τότε, δεν θα ήταν μεγαλύτερο το όφελος για το πλανήτη αν η συσκευή γινόταν πιο προσιτή; Ο στόχος να πληρώσουμε τόκους ή μερίσματα στους επενδυτές για να τους δώσουμε ένα θετικό ποσοστό απόδοσης, συγκρούεται με το στόχο να αποκτήσει η εταιρεία κοινωνική ή περιβαλλοντική «συνείδηση».

Ας γίνω σαφής – δεν προτείνω οι επιχειρηματίες να κλείσουν τις δουλειές τους πουλώντας τις επιχειρήσεις τους χωρίς κέρδος. Μιλάω για επένδυση, όχι για τα κέρδη. Άλλο πράγμα είναι λαμβάνεις ανταμοιβές επειδή έκανες καλή δουλειά στον κόσμο και άλλο πράγμα είναι να προσθέτεις χρήματα στα χρήματα λόγω του ότι έχεις χρήματα. Στο παραπάνω παράδειγμα, θα ήταν μια χαρά να χρεώνουμε όσα χρειάζονται για να είναι βιώσιμη η επιχείρηση, να πληρώνονται καλά οι υπάλληλοι, και να χρηματοδοτείται η επέκταση, η έρευνα και ούτω καθεξής. Όμως πέρα από αυτό, οι εταιρείες χρειάζεται να κερδίζουν ένα επιπλέον ποσοστό που πηγαίνει στους επενδυτές με τη μορφή τόκων ή μερισμάτων. Από πού προέρχεται αυτό το επιπλέον ποσοστό; Από το ίδιο μέρος που προέρχονται όλα τα χρήματα: από το τοκιζόμενο χρέος και στην μετατροπή του κόσμου μας σε χρήματα. Αν λοιπόν θέλετε στ’ αλήθεια να συνεισφέρετε στο καλό του κόσμου μας, μη ζητάτε κέρδος από την επένδυσή σας. Μην προσπαθείτε να δώσετε και να πάρετε ταυτόχρονα. Αν θέλετε να πάρετε (και ίσως να έχετε καλούς λόγους για κάτι τέτοιο) τότε πάρετε, και μην προσποιείστε ότι δίνετε.

Ένα δεύτερο παράδειγμα θα ξεκαθαρίσει περισσότερο αυτό το θέμα. Σκεφτείτε ένα από τα πιο εμπνευσμένα είδη κοινωνικά συνειδητής επένδυσης: τα μικροδάνεια για τις γυναίκες της Νότιας Αφρικής. Αυτά τα προγράμματα έχουν εμφανώς σημειώσει τεράστια επιτυχία, παρέχοντας στις γυναίκες της Ινδίας και του Μπαγκλαντές τη δυνατότητα νέων μέσων βιοπορισμού με εξαιρετικά χαμηλό κίνδυνο αθέτησης. Αν θα θέλαμε να δώσουμε ένα παράδειγμα για το «Πως θα πηγαίνεις καλά στη δουλειά κάνοντας το καλό» αυτό θα ήταν το ιδανικό. Δανείζετε 500 δολάρια σε μια Ινδή γυναίκα να αγοράσει μια αγελάδα που παράγει γάλα. Αυτή πουλάει το γάλα στους συγχωριανούς της και κερδίζει αρκετό εισόδημα για να θρέψει την οικογένειά της και να ξεπληρώσει το κεφάλαιο και τους τόκους του δανείου. Ακούγεται εκπληκτικό, όμως σκεφτείτε λίγο· από πού προέρχονται τα χρήματα για την αποπληρωμή του δανείου; Προέρχονται από τους χωρικούς. Και πού τα βρίσκουν τα χρήματα; Τα βρίσκουν πουλώντας κάποιο αγαθό ή υπηρεσία – με άλλα λόγια, μέσω της μετατροπής κάποιου τμήματος των κοινωνικών ή φυσικών κοινών αγαθών τους σε χρήματα, όπως περιγράφθηκε στο Κεφάλαιο 4. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο όπως με τον επαίσχυντο «φόρο της καλύβας» που χρησιμοποίησαν οι Βρετανοί (και άλλες αποικιοκρατικές δυνάμεις) για να καταστρέψουν τις αυτάρκεις τοπικές οικονομίες της Αφρικής κατά τη διάρκεια της αποικιοκρατίας.(1) Ήταν απλώς ένας μικρός ετήσιος φόρος, που η πληρωμή του μπορούσε να γίνει μόνον στο εθνικό νόμισμα, πράγμα που ανάγκαζε τον ντόπιο πληθυσμό να ξεπουλάει τον μόχθο και τα τοπικά αγαθά του για να αποκτήσει αυτό το νόμισμα. Οι τοπικές οικονομίες σύντομα διαλύθηκαν και μετατράπηκαν σε μια αγορά για τα βρετανικά προϊόντα και πηγή εργατικού δυναμικού και πρώτων υλών.

Με την αγελάδα της, η γυναίκα έχει πολύ περισσότερο γάλα από όσο μπορεί να καταναλώσει η οικογένειά της. Σε ποιον θα δώσει το περίσσευμα; Επειδή πρέπει να ξεπληρώσει ένα χρηματικό δάνειο, είτε της αρέσει είτε όχι, θα το δώσει σε αυτούς που είναι πρόθυμοι και ικανοί να πληρώσουν γι’ αυτό. Αν η αγελάδα ήταν δωρεάν, και δεν αναγκασμένη να κερδίσει χρήματα, ίσως μοίραζε το γάλα μέσω των καναλιών ενός παραδοσιακού δικτύου δώρων. Έχοντας την οικονομική υποχρέωση να αιωρείται πάνω από το κεφάλι της, δεν μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο, ακόμα και αν το επιθυμεί. Ακολουθώντας το νήμα αυτής της υπόθεσης μακρύτερα, ποιοι είναι αυτοί που είναι πρόθυμοι και ικανοί να πληρώσουν για το γάλα; Είναι αυτοί που κερδίζουν χρηματικό εισόδημα. Οι άνθρωποι που χρειάζονται γάλα δεν μπορούν να το πάρουν αν ζουν στο πλαίσιο μιας οικονομίας του δώρου. Η είσοδος μιας νέας «επιχείρησης» στο χωριό το ωθεί μακριά από τα παραδοσιακά δίκτυα αμοιβαιότητας και προς τον κόσμο του χρήματος.

Αν δεν υπήρχε ο τόκος στο δάνειο, η εισροή 500 δολαρίων ίσως και να μην ήταν κακή για την κοινότητα. Συμβαίνει συχνά στις σύγχρονες εξαθλιωμένες κοινότητες οι άνθρωποι να έχουν αγαθά και υπηρεσίες να ανταλλάξουν αλλά να τους λείπουν τα μέσα για την ανταλλαγή λόγω της κατάρρευσης της κουλτούρας του δώρου. Ο αρχικός ιδιοκτήτης της αγελάδας μπορεί να χρησιμοποιήσει τα χρήματα για να πληρώσει τους συγχωριανούς του για πράγματα που χρειάζεται, και όταν αυτά τα χρήματα με την κυκλοφορία τους τελικώς φτάσουν πίσω στη γυναίκα που αγόρασε την αγελάδα, θα έχουν εκπληρωθεί πολλές ανάγκες και τίποτα δεν θα έχει χαθεί. Ακόμα και αν όλα τα χρήματα επιστρέψουν στον επενδυτή, τουλάχιστον καθόλου χρήματα δεν έχουν φύγει έξω από το χωριό.

Αν το δάνειο είναι έντοκο, τότε είναι μία εντελώς διαφορετική ιστορία. Η χορήγηση έντοκου δανείου σ’ αυτήν τη γυναίκα είναι ισοδύναμη με την εξαγωγή χρήματος από το χωριό της. Φανταστείτε κάποιον να σκέφτεται «Α, σε αυτό το χωριό υπάρχει πλούτος που δεν έχει ακόμα μετατραπεί σε χρήμα. Θα πάω να πάρω κάμποσο από αυτόν! Θα κάνω τους κατοίκους του σκλάβους για χρέη». Δεν είναι και πολύ φιλάνθρωπο κίνητρο.

Ένα από τα βασικά θέλγητρα των τοπικών νομισμάτων είναι ότι εξασφαλίζουν ότι τα χρήματα παραμένουν στην κοινότητα. Ένα έντοκο δάνειο ενός διεθνώς μετατρέψιμου νομίσματος κάνει το αντίθετο – τραβάει χρήματα έξω από την κοινότητα. Η γυναίκα πουλάει το γάλα σε έναν τοπικό τυροκόμο, ο οποίος πουλάει το τυρί σε έναν ξυλουργό, ο οποίος χτίζει έναν στάβλο για την αγελάδα της γυναίκας, και ούτω καθεξής. Το χρήμα κυκλοφορεί ξανά και ξανά, όμως δεν μπορεί να μείνει στην κοινότητα για πάντα επειδή πρέπει να ξεπληρωθεί το δάνειο. Όσο για τον τόκο, αυτός μπορεί να πληρωθεί μόνον αν οι ντόπιοι άνθρωποι πουλήσουν κάτι στον έξω κόσμο. Η πίεση προς τη γυναίκα να πληρώσει τον τόκο περνάει και στην κοινότητα με τη μορφή των τιμών του γάλατος. Αυτή είναι η πίεση που ωθεί τους ανθρώπους στις φτωχές χώρες να εργάζονται σε εργοστάσια και φυτείες. Στις εγχρήματες οικονομίες, όπου τα πρωτογενή δίκτυα δώρων έχουν καταρρεύσει, χρειάζεσαι χρήματα για να επιβιώσεις. Και θα πουλήσεις ό,τι μπορείς – την εργασία σου, τον χρόνο σου, το περιβάλλον σου – προκειμένου να τα αποκτήσεις.

Οι οικονομολόγοι θα σας πουν ότι όσο ο ρυθμός ανάπτυξης της τοπικής οικονομίας είναι μεγαλύτερος από το επιτόκιο του δανείου της αγελάδας (ή για την ακρίβεια του συνόλου των δανείων που εκδόθηκαν για το χωριό), το χωριό μπορεί να ξεπληρώνει το αρχικό κεφάλαιο και τους τόκους και να συνεχίσει να αυξάνει τον πλούτο του. Με άλλα λόγια, αν ολόκληρο το χωριό, όπως η γυναίκα με την αγελάδα, πουλάει νέα αγαθά και υπηρεσίες σε μεγαλύτερο ποσοστό από το ποσοστό του επιτοκίου, θα μπορέσει να πραγματοποιήσει τις πληρωμές του και να ευημερήσει. Όμως τώρα το ίδιο ερώτημα επαναλαμβάνεται: από πού προέρχονται τα χρήματα; Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι επενδύσεις που βασίζονται στον τόκο εξωθούν στον ανταγωνισμό και την ασταμάτητη εξάντληση των κοινωνικών, φυσικών, πολιτισμικών και πνευματικών κοινών αγαθών – τη μετατροπή της οικονομίας του δώρου σε οικονομία του χρήματος.(2)

Είναι τόσο προφανές ότι οι ιερές επενδύσεις έχουν ελάχιστη σχέση με το να βγάζεις κέρδος. Αν θέλετε να βοηθήσετε το χωριό, δώστε στη γυναίκα μια αγελάδα. Ή, αν το απαιτεί η αξιοπρέπειά της, δανείστε της χρήματα με μηδέν τόκο (που είναι το δώρο της χρήσης του χρήματος). Αν ενδιαφέρεστε περισσότερο για την αύξηση του χρηματικού σας πλούτου, τότε ασχοληθείτε με αυτό και μην υποκρίνεστε. Όπως λέει και το ρητό: δεν μπορείς να υπηρετείς δύο αφεντάδες. Και στα δύο παραδείγματα που έδωσα, σε κάποιο σημείο έρχονται στην επιφάνεια οι συγκρουόμενοι στόχοι, και πρέπει να επιλέξουμε: αν θα υπηρετήσουμε τον Θεό ή τον Μαμμωνά. Όμως αυτή η επιλογή δεν θα αφορά την ιερή οικονομία. Αυτά τα δύο θα ενωθούν – μέρος μιας γενικότερης επανασύνδεσης των αντιθέτων που δίνει νόημα στη φράση η Εποχή της Επανασύνδεσης για την περιγραφή της επερχόμενης περιόδου.

Οι κοινωνικά συνειδητές επενδύσεις που υπόσχονται ένα καλό ποσοστό απόδοσης το μόνο που κάνουν είναι να «δανείζονται από τον έναν για να εξοφλήσουν τον άλλον» – παίρνοντας προμήθεια για τη συναλλαγή. Ελπίζω η προηγούμενη εξήγηση να ήταν περιττή για τους περισσότερους αναγνώστες μου. Στο κάτω-κάτω, η κοινή λογική μας λέει ότι υπάρχει πρόβλημα με τις καλές πράξεις που έχουν κίνητρο το κέρδος. Το κέρδος μπορεί να επιτυγχάνεται μερικές φορές συμπτωματικά, όμως το δώρο που ζητά καταναγκαστικά ένα μεγαλύτερο δώρο σε ανταπόδοση δεν είναι καθόλου δώρο αλλά κομπίνα ή πλιάτσικο.

Είστε στ’ αλήθεια κάποιος που μπορεί να επιβάλλει έναν ψυχρό διαχωρισμό ανάμεσα στις επαγγελματικές και στις άλλες ανθρώπινες σχέσεις της ζωής σας; Όταν επενδύετε χρήματα για να πάρετε τόκο, συμμετέχετε έμμεσα σε έναν κύκλο που λέει σε κάποιον κακόμοιρο τύπο «Δεν με νοιάζει τι χρειάζεται να κάνεις για να βρεις χρήματα – δώσε μου τα χρήματα!» Το πιστοποιητικό κατάθεσής σας είναι απειλή κατάσχεσης σε κάποιον άλλον. Μπορεί να μην συμπεριφέρεστε σαν τον Εμπενίζερ Σκρουτζ, όμως πληρώνετε κάποιον άλλον για να το κάνει.

Αν οι επενδύσεις που παράγουν τόκους είναι βασικώς ανήθικες, συνεισφέροντας στην λεηλασία των φυσικών και κοινωνικών κοινών αγαθών, τότε προφανώς δεν πρέπει να επενδύουμε χρήματα που τοκίζονται. Το ίδιο ισχύει και για κάθε επένδυση που προωθεί την επέκταση της σφαίρας των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών. Ως κοινωνικά συνειδητοί επενδυτές, δεν θέλετε να συνεισφέρετε στον εκχρηματισμό της ζωής και της φύσης.

Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτήν την αρχή. Κατά καιρούς δέχομαι ηλεκτρονικά μηνύματα από ανθρώπους του χρηματοοικονομικού τομέα που διαβάζουν τη δουλειά μου και περιγράφουν τις ιδέες τους για τις κοινωνικά ή περιβαλλοντικά συνειδητές επενδύσεις. Μετά προτείνω τη δική μου ιδέα: ένα ταμείο επενδύσεων που έχει, ως σαφή στόχο μηδενική απόδοση στην επένδυση. Για κάποιον λόγο, κανένας από τους επαγγελματίες του χρήματος στους οποίους έκανα αυτήν την πρόταση δεν επικοινώνησε ξανά μαζί μου! Ωστόσο, σε μία οικονομία αρνητικού επιτοκίου, η μηδενική απόδοση σε μία επένδυση θα πρέπει να θεωρείται αρκετά καλή.

Δεν συνηγορώ υπέρ μιας εποχής αλτρουισμού στην οποία θα αποποιηθούμε την προσωπική ωφέλεια για το κοινό καλό. Απλώς προβλέπω μια συγχώνευση της προσωπικής ωφέλειας και του κοινού καλού. Για παράδειγμα, όταν δίνω χρήματα στους ανθρώπους της κοινότητάς μου, δημιουργώ αισθήματα ευγνωμοσύνης που ίσως εμπνεύσουν ένα δώρο ανταπόδοσης σε μένα ή ένα δώρο που κατευθύνεται προς κάποιον άλλον. Και στις δύο περιπτώσεις, έχω ενισχύσει την κοινότητα που με τρέφει. Όταν είμαστε μέρος μιας κοινότητας δώρου, εκ φύσεως κατευθύνουμε την ευγνωμοσύνη μας όχι μόνο προς τον άμεσο δότη αλλά προς την κοινότητα ως σύνολο, και φροντίζουμε τα πιο αδύναμα μέλη της (τα δώρα αναζητούν ανάγκες). Η επιθυμία μας να προσφέρουμε μπορεί θαυμάσια να εκφραστεί ως δώρο προς κάποιο μέλος της κοινότητα που δεν μας έχει δώσει τίποτα. Γι’ αυτό, κάθε δώρο, ακόμα κι αυτό που δεν συνδέεται με την προσδοκία άμεσης ανταπόδοσης, μπορούμε να το δούμε ως μια μορφή «επένδυσης». Παίρνουμε χρήματα που είναι «γυμνά» και, αν η επένδυση είναι καλή, τα «ντύνουμε» με εκλεκτά ενδύματα. Μία κακή επένδυση «ντύνει» τα χρήματα με άσχημα ενδύματα. Είναι τόσο απλό.

Το νόμισμα αρνητικού επιτοκίου του μέλλοντος θα ευθυγραμμίσει το πνεύμα του δώρου με το ατομικό οικονομικό συμφέρον, και τα δάνεια χωρίς τόκο δεν θα αντιμετωπίζονται πια ως θυσία. Εξάλλου, η προσκόλληση στα χρήματα φέρνει λιγότερο από μηδέν απόδοση. Στον χρόνο που μας μένει πριν επικρατήσει ένα τέτοιο σύστημα, προφανώς είναι ενάντια στο εύλογο προσωπικό συμφέρον να δανείζεις χρήματα χωρίς τόκο ή να χαρίζεις χρήματα. Ωστόσο, αυτή είναι μια πολύ κοντόφθαλμη θεώρηση του ατομικού συμφέροντος γιατί ενώ το παρόν χρηματοοικονομικό σύστημα μπορεί εύκολα να διαλυθεί μέσα σε λίγα χρόνια, οι δεσμοί ευγνωμοσύνης που δημιουργούν τα δώρα θα επιβιώσουν σε οποιαδήποτε κοινωνική αναταραχή. Αν είστε από αυτούς που ανησυχούν για το τέλος της κορύφωσης της παραγωγής πετρελαίου ή κάποιο άλλο από τα καταστροφικά σενάρια, η καλύτερη ασφάλεια που μπορείτε να προσφέρετε στον εαυτό σας είναι η ένταξη σε ένα δίκτυο δώρων. Αρχίσετε να δίνετε από τώρα. Δέκα εκατομμύρια δολάρια ίσως αντιστοιχούν απλώς σε ισάριθμα χαρτάκια σε λίγα χρόνια. Αυτή είναι μια άλλη εκδοχή για το πως ό,τι προσφέρετε σε «αυτόν τον κόσμο» να γίνει ο θησαυρός σας στον άλλο κόσμο.

Αν θέλετε να δημιουργήσετε έναν κόσμο αφθονίας, έναν κόσμο ευγνωμοσύνης, έναν κόσμο δώρων, μπορείτε να αρχίσετε χρησιμοποιώντας τα χρήματα του σήμερα, όσο ακόμα υπάρχουν, για να δημιουργήσετε περισσότερη ευγνωμοσύνη στον κόσμο μας. Αν έχουμε ένα αρκετά μεγάλο απόθεμα ευγνωμοσύνης, ακόμα και η κοινωνία μας μπορεί να αντέξει σχεδόν τα πάντα. Από την άλλη πλευρά, ζούμε σε έναν κόσμο θεμελιώδους αφθονίας, που τον έχουμε κάνει τεχνητά φτωχό, με τις αντιλήψεις και τις συνήθειές μας. Έχουμε φθείρει τόσο άσχημα τον πλανήτη και το πνεύμα μας που θα χρειαστεί ένας κατακλυσμός από όλα τα δώρα μας για τη θεραπεία τους. Ο κατακλυσμός των δώρων προέρχεται από την ευγνωμοσύνη. Γι’ αυτό, η καλύτερη επένδυση που μπορείτε να κάνετε με τα χρήματά σας είναι η ανάπτυξη ευγνωμοσύνης. Δεν έχει σημασία αν η ευγνωμοσύνη σας αναγνωρίζει ως δωρητή. Τελικά, το σωστό αντικείμενο της ευγνωμοσύνης είναι ο Δωρητής όλων των δώρων μας, όλου αυτού του κόσμου, της ζωής όλων μας.

Για να προετοιμαστούμε για αυτήν την οικονομία, και για να ζήσουμε σήμερα το πνεύμα της, αντί να επενδύουμε χρήματα με σκοπό να τα πολλαπλασιάσουμε, μετατοπίζουμε τον στόχο της επένδυσης στη χρήση του συσσωρευμένου χρήματος ως το δώρο που είναι: ένα δώρο του παλιού κόσμου προς τον καινούριο, ένα δώρο των προγόνων προς το μέλλον. Είναι ανάλογο με τα δώρα της ζωής, με το γάλα της μάνας, με την τροφή και τη διέγερση των αισθήσεων και με όλα τα πράγματα που μας βοηθούν να εξελιχθούμε σε ενήλικες, που τα δεχόμαστε προκειμένου να ξεκινήσουμε την ενήλικη ζωή και να τα προσφέρουμε εκ νέου σε αυτούς που έρχονται μετά από εμάς. Έτσι, το ερώτημα είναι πως θα χρησιμοποιήσουμε τα χρήματα έχοντας τη συνείδηση του δώρου. Αν δεν είστε επενδυτές, τότε αυτό το ερώτημα γίνεται αφορά τον σωστό βιοπορισμό.