ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23: ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΥΛΙΣΜΟΣ

 

 

Η εμφάνιση ζωής στο διάστημα μπορεί να συγκριθεί με ένα είδος αφύπνισης. Σχεδόν σαν – καθώς αποκτά ζωή – το ίδιο το διάστημα, η ύλη, να ξυπνάει, να αφυπνίζεται, και είναι αυτή η αφύπνιση του διαστήματος σε διάφορες διαβαθμίσεις – πραγματικά σε άπειρες διαβαθμίσεις – που αναγνωρίζουμε όταν βλέπουμε ζωή στο διάστημα, όταν βλέπουμε ζωή σε κτίρια, στα βουνά, σε ένα έργο τέχνης, στο χαμόγελο ενός προσώπου.

–Christopher Alexander

 

Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του βιβλίου είναι για το χρήμα, το σύνηθες αντικείμενο των «οικονομικών» σήμερα. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο ωστόσο, τα οικονομικά θα έπρεπε να αφορούν τα πράγματα, ιδιαίτερα τα πράγματα που δημιουργούν οι άνθρωποι, το γιατί τα δημιουργούν, ποιος τα χρησιμοποιεί εντέλει και πως κυκλοφορούν.

Όταν οδηγώ στα αμερικανικά προάστια με τα εστιατόρια φαστ φουντ, τα πελώρια πολυκαταστήματα και τα ομοιόμορφα υποκαταστήματα ή παρατηρώ την αρχιτεκτονική στα σύγχρονα κτίρια γραφείων και τους ουρανοξύστες, δεν μπορώ να μην απορήσω με την ασχήμια τους. Σε σύγκριση με τη χάρη και την έντονη ζωντάνια που εκπέμπουν παλαιότερα αντικείμενα και κατασκευές, ο σημερινός κόσμος είναι τόσο φτωχότερος. Απορώ, με αγανάκτηση που φτάνει στα όρια της οργής, πως μπορούμε να ζούμε σε ένα τόσο άσχημο κόσμο ύστερα από χιλιάδες χρόνια προόδου στην τεχνολογία της ύλης. Είμαστε στ’ αλήθεια τόσο φτωχοί που δεν έχουμε τη δυνατότητα να φτιάξουμε κάτι καλύτερο; Ποιο ήταν το νόημα όλης αυτής της θυσίας, όλης αυτής της καταστροφής, αν είμαστε φτωχότεροι στα καλύτερα πράγματα της ζωής, τα όμορφα και τα μοναδικά, από ότι ένας χωρικός του Μεσαίωνα; Όταν κοιτάζω τα ανθρώπινα δημιουργήματα περασμένων εποχών με εντυπωσιάζει ότι πάλλονται, σφύζουν από ζωή μέσα τους. Σήμερα, σχεδόν όλα όσα χρησιμοποιούμε, ακόμα κι αν τα έχουμε πληρώσει ακριβά, είναι φτηνά με μια αποφορά ψεύτικου, αδιάφορου, αγοραίου.

Ας ξεκινήσουμε από τα κτίρια για να εφαρμόσουμε τας συμπεράσματά μας και σε άλλες ανθρώπινες κατασκευές. Τα κτίριά μας είναι γενικά δύο ειδών. Το πρώτο είδος είναι το αμετανόητα χρηστικό: αποθήκες, σουπερμάρκετ, καταστήματα, και ούτω καθεξής, που στόχους είναι να εξυπηρετήσουν μία λειτουργία όσο φτηνότερα γίνεται. Η αισθητική δεν είναι μέλημά τους. Το δεύτερο είδος κτιρίων προσπαθεί να ενσωματώσει στοιχεία αισθητικής, όμως αυτά είναι είτε επουσιώδεις λεπτομέρειες που προστίθενται εκ περισσού στην λειτουργικότητα του κτιρίου, όπως αψίδες στη βεράντα ενός σπιτιού των προαστίων που δεν εξυπηρετούν κανέναν κατασκευαστικό σκοπό είτε είναι στοιχεία που προστίθενται εις βάρος της λειτουργικότητας.

Αυτά τα δύο είδη κτιρίων αντιστοιχούν σε δύο μεγάλες παρανοήσεις που αφορούν την ομορφιά. Η πρώτη υποστηρίζει πως η ομορφιά είναι ένα παραπροϊόν της προσήλωσης στη χρησιμότητα και την πρακτική αποτελεσματικότητα του κτιρίου. Όπως το θέτει ο αρχιτέκτονας Christopher Alexander,

Λόγω της επικρατούσας άποψης που μας κληροδότησε ο εικοστός αιώνας, οι φοιτητές είναι πεπεισμένοι ότι η «ομορφιά» έρχεται ως αποτέλεσμα της ενασχόλησης με την πρακτική αποτελεσματικότητα. Με άλλα λόγια, αν το κάνεις πρακτικό και αποτελεσματικό, τότε θα έπεται φυσικά και η ομορφιά. Η μορφή έπεται της λειτουργικότητας!…Οι φοιτητές – συνήθως οι πιο ορθολογιστές και οι πιο ευφυείς από αυτούς – δείχνουν ένα πάθος που φτάνει στα όρια της ηθικολογίας στην επιθυμία τους να αποδείξουν ότι αυτά τα όμορφα πράγματα δημιουργήθηκαν μέσα από τελείως πρακτική σκέψη.(1)

Το σύγχρονο δομημένο περιβάλλον αποδεικνύει περίτρανα ότι δεν είναι έτσι, ότι η ομορφιά δεν προκύπτει απαραιτήτως μέσα από την επιδίωξη της αποτελεσματικότητας. Ωστόσο, ούτε είναι αληθινό πως η ομορφιά είναι άσχετη προς τη λειτουργική αποτελεσματικότητα, όπως υποδηλώνει ο «δήθεν» διάκοσμος τόσων πολλών σύγχρονων κτιρίων. Εδώ βρίσκεται η δεύτερη παρανόηση που φορά την ομορφιά: ότι πρόκειται για κάτι επιπλέον, κάτι ξέχωρο από τη λειτουργία. Έτσι χαράζουμε μια γραμμή ανάμεσα στην αισθητική και την πρακτική, τις καλές τέχνες και τις εφαρμοσμένες τέχνες. Η τέχνη, όπως ο νους, όπως το πνεύμα, γίνεται ένα εκλεπτυσμένο βασίλειο που δεν πρέπει να σπιλωθεί από τα ζητήματα της πρακτικότητας. Συνεπώς, ο κόσμος της τέχνης συνεργάζεται ελάχιστα με τον κόσμο του εμπορίου και ιδιαίτερα με την επιτομή του υλισμού: το χρήμα.

Η πρώτη παρανόηση για την ομορφιά αντιστοιχεί στην κοσμοθεωρία της καρτεσιανής επιστήμης· η δεύτερη, στην κοσμοθεωρία της καρτεσιανής θρησκείας. Η πρώτη αντιστοιχεί στην πεποίθηση ότι η ομορφιά, η ζωή και η ψυχή είναι δευτερεύουσες ιδιότητες, επιφαινόμενα, που δεν είναι μετρήσιμα, άρα δεν είναι αληθινά. Αποσυναρμολογείς έναν οργανισμό και αυτό που παίρνεις είναι απλώς μια ποσότητα ύλης, μια ποσότητα χημικών στοιχείων, λίγο άνθρακα, λίγο άζωτο, λίγο φώσφορο… πού είναι το συστατικό που αποκαλούμε ζωή ή πνεύμα; Η νοοτροπία της θρησκείας, από την άλλη πλευρά, φαίνεται επιφανειακά να αντικρούει την επιστήμη κηρύσσοντας ότι το πνεύμα είναι αληθινό συστατικό της ζωής που η επιστήμη δεν μπορεί να δει. Όμως σε ένα βαθύτερο επίπεδο συμφωνεί μαζί της: συμφωνεί ότι το πνεύμα δεν αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ύλης αλλά κατοικεί σε ένα ξεχωριστό άυλο βασίλειο. Και οι δύο συμφωνούν ότι αν υπάρχει αυτό που λέμε πνεύμα της ζωής, είναι κάτι ξέχωρο από την ύλη, ένα επιπλέον συστατικό. Μία αντίστοιχη λογική καθιστά την ομορφιά ένα συστατικό επιπρόσθετο της λειτουργικότητας.

Και έτσι, ακόμα και τα πράγματα της σύγχρονης ζωής που προσπαθούν να είναι ταυτόχρονα όμορφα και λειτουργικά συνήθως πάσχουν από μια έλλειψη αυθεντικότητας. Η ομορφιά τους είναι φανταχτερή, του εντυπωσιασμού, δεν φτάνει πολύ βαθιά. Η αληθινή ομορφιά, αυτή που μπορούμε να αποκαλέσουμε ζωή ή ψυχή, φτάνει στην καρδιά του αντικειμένου και είναι αδιαχώριστη από τη λειτουργικότητά του, δεν είναι δευτερεύουσα στην τελειοποίηση της λειτουργικότητάς του. Προκαλεί το παράξενο συναίσθημα «Αυτό είναι ομορφότερο από ότι χρειάζεται να είναι, ωστόσο δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά». Είναι ολόιδιο με το συναίσθημα που δοκιμάζω όταν παρατηρώ την ομορφιά ενός κυττάρου ή ενός ηλιοβασιλέματος ή του μαθηματικού αντικειμένου γνωστού ως σύνολο του Μάντελμπροτ (Mandelbrot set). Δεν υπάρχει λόγος για τόση ομορφιά, τόση τάξη, μέσα από το χάος – μοιάζει με ένα εκπληκτικό αλλά περιττό δώρο. Η γη θα συνέχιζε να γυρίζει αν τα ηλιοβασιλέματα ήταν άσχημα ή αν οι φράουλες δεν ήταν τόσο νόστιμες, έτσι δεν είναι; Ωστόσο, τίποτα από όλα αυτά δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό.

Δεν είναι ότι η εστίαση στη λειτουργικότητα φέρνει μαζί της την ομορφιά· είναι ότι οι δημιουργικοί κανόνες και το δημιουργικό πνεύμα που κάνουν κάτι να είναι όμορφο είναι τα ίδια που το καθιστούν λειτουργικό. Όλα αρχίζουν με την πρόθεση να κάνουμε αυτό που φτιάχνουμε το καλύτερο στο είδος του. Επρόκειτο να χρησιμοποιήσω εδώ τη λέξη τέλειο, όμως το τέλειο κουβαλάει συνειρμούς ακρίβειας και απαρέγκλιτης κανονικότητας που δεν έχουν να κάνουν με την ομορφιά, τη ζωή ή την ψυχή και στην πραγματικότητα καθιστούν ένα αντικείμενο άψυχο. Οπότε ας πούμε ότι η πρόθεσή μας είναι να είμαστε απολύτως πιστοί υπηρέτες της δημιουργίας που γεννιέται με τη μεσολάβησή μας.

Η λεπτομερής ενασχόληση με τη χρησιμότητα και την ομορφιά αποκαλύπτει ότι και οι δύο βασίζονται στους ίδιους κανόνες. Ο Christopher Alexander παραθέτει δεκαπέντε τέτοιους κανόνες στο βαθυστόχαστο βιβλίο του The Nature of Order. Αυτές οι δεκαπέντε βασικές ιδιότητες χαρακτηρίζουν και τα φυσικά συστήματα και τα μεγαλειώδη έργα αρχιτεκτονικής και τέχνης. Περιλαμβάνουν διαβαθμίσεις κλίμακας, ισχυρά κέντρα, θετικό χώρο, συμμετρίες περιορισμένης έκτασης, βαθιά διασύνδεση και αμφισημία, όρια, τραχύτητα, διαβαθμίσεις και άλλα. Όμως το κλειδί στη σύλληψη του Alexander για την ολότητα, τη τάξη και τη ζωή είναι η ιδέα των κέντρων: οντότητες οι οποίες, όπως τα στοιχεία, προστίθενται για να δημιουργήσουν το σύνολο αλλά, σε αντίθεση με τα στοιχεία, οι ίδιες δημιουργούνται από την ολότητα.(2) Η ολότητα είναι φτιαγμένη από επιμέρους τμήματα· τα τμήματα έχουν δημιουργηθεί από την ολότητα. Ο,τιδήποτε είναι ζωντανό θα αποτελείται από κέντρα που είναι μέσα σε κέντρα που είναι μέσα σε κέντρα, ολότητα μέσα στην ολότητα, και το καθένα δημιουργεί όλα τα υπόλοιπα.

Ο άνθρωπος δεν αποτελεί εξαίρεση. Όπως η κοινωνία απαρτίζεται από ανθρώπους, έτσι και ο άνθρωπος είναι προϊόν της κοινωνίας. Θυμηθείτε την αλήθεια του συνδεδεμένου εαυτού: είμαστε οι σχέσεις μας. Προχωρώντας ένα επίπεδο προς τα μέσα, μπορούμε να πούμε το ίδιο και για τις σχέσεις ανάμεσα στον εαυτό μας και τα όργανά μας. Αυτή είναι μια οικουμενική αλήθεια για τη ζωή. Μια οικονομία που είναι ζωντανή, που είναι ιερή, που είναι προέκταση της οικολογίας, θα πρέπει να έχει τις ίδιες ιδιότητες. Και κάθε αντικείμενο αυτής της οικονομίας, κάθε αντικείμενο που οι άνθρωποι δημιουργούν και κυκλοφορούν, πρέπει να εμπεριέχει σύνδεση προς όλα όσα το περιβάλλουν. Η σημερινή μας οικονομία είναι μια οικονομία της διάστασης: τυποποιημένα εμπορεύματα που δεν έχουν καμία σχέση με τους χρήστες τους, κτίρια που δεν έχουν καμία σχέση με τη γη που καταλαμβάνουν, καταστήματα που δεν έχουν καμία σχέση με την τοπική παραγωγή και προϊόντα που κατασκευάζονται χωρίς περίσκεψη για τις συνέπειές τους στη φύση και τον άνθρωπο. Κανένα από αυτά δεν μπορεί να είναι όμορφο, ζωντανό ή ολοκληρωμένο.

Παρόλο που μπορούμε να περιγράψουμε τα γνωρίσματά της ομορφιάς, της ζωής ή της ψυχής, δεν μπορούμε να τα ορίσουμε. Ο ορισμός τους μπορεί να βρεθεί στην απλότητα, όπως σε ένα έπιπλο των Shaker ή στον περίτεχνο διάκοσμο του Masdi-i-Shah ή του τάφου του Μεβλανά. Ο Alexander μας δίνει μερικούς πολύ αποτελεσματικούς τρόπους αναγνώρισης. Όταν συγκρίνουμε αντικείμενα, μπορούμε να ρωτήσουμε τον εαυτό μας «Ποιο από αυτά έχει περισσότερη ζωή;» «Ποιο από αυτά αντικατοπτρίζει περισσότερο τον εαυτό μου;» «Άραγε αυτό το αντικείμενο κάνει την ανθρωπιά μου να διευρύνεται – ή να συρρικνώνεται;»

Έτσι, για να δημιουργήσουμε αντικείμενα με ψυχή, αντικείμενα για έναν πλούσιο και όμορφο κόσμο, πρέπει να τα περιβάλλουμε με ζωή, με τον εαυτό μας και με ανθρωπιά· με άλλα λόγια, πρέπει να τα περιβάλλουμε με κάτι από τους εαυτούς μας. Ό,τι χρηματοοικονομικό σύστημα και αν έχουμε, αν δεν επιφέρει ή δεν επιτρέπει αυτήν την δημιουργική διεργασία, τότε δεν θα ζούμε σε μια ιερή οικονομία. Στο ίδιο πνεύμα, ενισχύοντας μέσα μας τη συνειδητοποίηση της ιερότητας που είναι έμφυτη στην ύλη, και συντονίζοντας την εργασία μας με αυτήν την ιερότητα, δημιουργούμε την κοινωνική και ψυχική βάση μιας οικονομίας στην οποία όλο και περισσότερα από τα πράγματα που κατασκευάζουμε και που κάνουμε ο ένας για τον άλλον είναι όμορφα, προσωπικά, ζωντανά και έχουν ψυχή.

Η επιδίωξη αυτού του είδους πλούτου δεν υπήρξε προτεραιότητα στο δημόσιο βίο σε κανένα τμήμα του πολιτικού φάσματος για αρκετές εκατοντάδες χρόνια. Οι σοσιαλιστές του εικοστού αιώνα, για παράδειγμα, απέρριπταν οποιοδήποτε στολίδι ή οποιαδήποτε πολυτέλεια δεν εξυπηρετούσε με μετρήσιμο τρόπο την υλική ευημερία, προτιμώντας τον στείρο ωφελιμισμό της λογικής αποτελεσματικότητας για το μεγαλειώδες σχέδιό τους της μεγιστοποίησης της παραγωγής που θα πρόσφερε άφθονα, φτηνά αγαθά στις μάζες. Η ίδια λιτότητα που αναμενόταν από τον σύντροφο σοσιαλιστή πέρασε στον προοδευτικό ακτιβιστή του σήμερα, που καλείται να απέχει από την καλή ζωή προκειμένου να κυνηγήσει τα αλτρουιστικά ιδεώδη. Λίγο διαφέρει και το κατεστημένο του καπιταλισμού: δημιούργησε εκ νέου και τελειοποίησε τα αποτρόπαια άσχημα, χρηστικά κτίρια και τα αντικείμενα του σοσιαλισμού. Θυμάμαι σαν παιδί που άκουγα για τη φρίκη της ζωής στη Σοβιετική Ένωση. Υπήρχε, λέει, μόνον ένα είδος καταστήματος, ένα γιγαντιαίο κατάστημα χωρίς παράθυρα, στελεχωμένο από αδιάφορους, μουτρωμένους κρατικούς λειτουργούς, που πουλούσε φτηνιάρικα αγαθά γενικής χρήσης. Θυμίζει πολύ το Wall-Mart. Α, και οι γονείς ήταν υποχρεωμένοι να στέλνουν τα παιδιά τους από την ηλικία των δύο χρονών σε ένα κρατικό κέντρο ημερήσιας φροντίδας – ακόμα και ο γονεϊκός ρόλος είχε καταργηθεί. Εδώ, σήμερα, συμβαίνουν περίπου τα ίδια, με την οικονομική πίεση να αντικαθιστά την κρατική επιβολή. Σε κάθε περίπτωση, δημιουργήσαμε έναν υλικό κόσμο δίχως ψυχή, δίχως ζωή και που εξοντώνει τη ζωή. Και όλα αυτά γιατί; Για την επιδίωξη της μέγιστης απόδοσης, για το μεγάλο σχέδιο της μεγιστοποίησης της παραγωγής προϊόντων που κρύβει από κάτω την πρόθεση για κυριαρχία και έλεγχο της ζωής. Υποτίθεται πως θα ήταν ο παράδεισος της τεχνολογίας, θα θέταμε τη ζωή υπό έλεγχο και τελικά βλέπουμε αυτό που συνέβη στις πραγματικές του διαστάσεις: ομοιόμορφα εμπορικά κέντρα στα προάστια με μεγάλα πάρκινγκ, ρομπότ-ταμίες, ατελείωτα πάρκινγκ, αφανισμός του άγριου, του ζωντανού, του χαοτικού και του ιερού.

Ένα ιερό αντικείμενο περικλείει κάτι από το άπειρο. Γι’ αυτό είναι από φυσικού του αντίθετο προς το εμπόρευμα, το οποίο προσδιορίζεται από μια πεπερασμένη λίστα μετρήσιμων προδιαγραφών. Και, όπως έχουμε δει, η ομοιομορφία του χρήματος προκαλεί το ίδιο σε ο,τιδήποτε αγγίζει, συμπαρασύροντας τα πάντα μέσα στον κόσμο των εμπορευμάτων. Η συρρίκνωση της επικράτειας του χρήματος που περιγράφηκε στο Κεφάλαιο 14 λοιπόν, δίνει τη δυνατότητα της απελευθέρωσης ολοένα και περισσότερων πραγμάτων από τις αλυσίδες του εμπορίου. Στο κάτω-κάτω, έχουμε ένα πλεόνασμα παραγωγής προϊόντων, ως αποτέλεσμα της τυποποιημένης μαζικής παραγωγής και της αποδοτικότητας κλίμακας. Η τεράστιων διαστάσεων υπερβάλλουσα παραγωγική ικανότητα που διαθέτουμε μας δείχνει ότι δεν χρειαζόμαστε αυτήν την αποδοτικότητα κλίμακας, ούτε τόσο μεγάλη μαζική παραγωγή. Παγιδευμένοι μέσα στην απαίτηση για συνεχή αύξηση του χρήματος, παράγουμε ψυχαναγκαστικά περισσότερα και φτηνότερα, άσχημα πράγματα που δεν χρειαζόμαστε ενώ συγχρόνως υποφέρουμε από την έλλειψη πραγμάτων που είναι όμορφα, μοναδικά, προσωπικά και ζωντανά. Αυτή η έλλειψη, με τη σειρά της, εξωθεί στη συχνή κατανάλωση, μια απελπισμένη αναζήτηση για να καλυφθεί το κενό που άφησε ένα υλικό περιβάλλον που στερείται τη συσχέτιση.

Όταν έθιξα αυτό το θέμα στο Κεφάλαιο 2, έγραψα «Η φτήνια των αντικειμένων μας είναι μέρος της υποτίμησής τους, η οποία μας καθηλώνει σε έναν φτηνό κόσμο όπου τα πάντα είναι απρόσωπα και αναλώσιμα.» Εδώ και πολύ καιρό, νοιαζόμαστε ολοένα και λιγότερο για τα πράγματά μας. Εμείς στις πλούσιες χώρες, δεν μπαίνουμε στον κόπο να επισκευάσουμε πια τα περισσότερα πράγματα, μια που συνήθως κοστίζει λιγότερο να αγοράσουμε καινούρια. Ωστόσο, ένα μεγάλο μέρος αυτής της φτήνιας είναι μια ψευδαίσθηση που προέρχεται από την εξωτερίκευση των δαπανών. Όταν αναγκαστούμε να πληρώσουμε το πραγματικό τίμημα για την εξάντληση των δώρων της φύσης, οι πρώτες ύλες θα γίνουν πολυτιμότερες και η λογική της οικονομίας θα ενισχύει, και δεν θα αντικρούει την επιθυμία της καρδιάς μας να αντιμετωπίζουμε τον κόσμο που μας περιβάλει με ευλάβεια και, όταν παίρνουμε τα δώρα της φύσης, θα τα χρησιμοποιούμε καλά.

Εν τέλει, τα ιερά οικονομικά είναι μέρος της ίασης του διαχωρισμού πνεύματος-ύλης, του διαχωρισμού ανθρώπου-φύσης και του διαχωρισμού τέχνης-εργασίας που καθόρισαν τον πολιτισμό μας για χιλιάδες χρόνια. Στο ταξίδι της διάστασης, αναπτύξαμε απίθανα, δημιουργικά εργαλεία στην τεχνολογία και τον πολιτισμό που δεν θα είχαν ποτέ υπάρξει  αν δεν είχαμε απομακρυνθεί από την ολότητά μας. Τώρα, απομένει να ανακτήσουμε την ολότητά μας και να τη φέρουμε σε μία νέα σφαίρα, για να δημιουργήσουμε με τη νανοτεχνολογία και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πράγματα που να αποπνέουν την ίδια ζωή, ομορφιά και ψυχή όπως αυτά που δημιούργησαν οι δεξιοτέχνες του παρελθόντος με το καλέμι και το τραγούδι.(3) Ας επιμείνουμε στο να μην συμβιβαστούμε με τίποτα λιγότερο. Για ποιο λόγο θυσιάστηκαν οι πρόγονοί μας, αν όχι για έναν όμορφο κόσμο;

Είμαστε γεννημένοι δημιουργοί, για να κάνουμε εδώ πραγματικότητα την πληθωρική έκφραση των δώρων μας. Η υποκείμενη σύνδεση ανάμεσα στην ομορφιά και τη λειτουργικότητα προϋποθέτει συγχρόνως μία αρμονία ανάμεσα στην επιβίωσή μας και την έκφραση των δώρων μας. Ο παλιός διαχωρισμός ανάμεσα στο βιοπορισμό και την τέχνη, ήδη φυλλορροεί. Πολλοί από εμάς, ολοένα και περισσότεροι, αρνούνται αυτόν τον διαχωρισμό. Κανένα πράγμα δεν θα είναι αρκετά μηδαμινό ώστε να μην αξίζει τη φροντίδα μας, την ευλάβειά μας και ην προσπάθεια μας να το κάνουμε σωστά. Θα επιδιώξουμε – ήδη επιδιώκουμε – να περιλάβουμε όλα τα πράγματα μέσα στην ολότητα. Όλα τα κινήματα που περιέγραψα σε αυτό το βιβλίο μας φέρνουν σε έναν κόσμο τόσο μεγάλης ομορφιάς. Το κοινωνικό μέρισμα, η απορρόφηση των δαπανών, η αποανάπτυξη, η οικονομία της αφθονίας και του δώρου, όλα μας απομακρύνουν από τη νοοτροπία της πάλης, της επιβίωσης, και άρα της ωφελιμιστικής αποτελεσματικότητας, και μας φέρνουν πιο κοντά στην κατάσταση ευγνωμοσύνης που είναι η αλήθεια μας: σεβασμού για ό,τι έχουμε λάβει και επιθυμίας για να προσφέρουμε το ίδιο ή και περισσότερο από την κληρονομιά μας. Επιθυμούμε να αφήσουμε τον κόσμο πιο όμορφο από ότι ήταν όταν φτάναμε σ’ αυτόν.

Πόσο όμορφη μπορεί να είναι η ζωή; Ούτε που τολμάμε να το φανταστούμε. Πήρα την πρώτη γεύση αυτής της ομορφιάς στην ηλικία των δεκαεννέα χρονών όταν επισκέφτηκα το Εθνικό Μουσείο (National Palace museum) στην Ταϊβάν. Περιελάμβανε αντικείμενα που, αν δεν τα είχα δει με τα ίδια μου τα μάτια, δεν θα πίστευα ότι υπήρχαν. Θυμάμαι ιδιαίτερα μια τσαγέρα, την τσαγέρα του αυτοκράτορα, ένα αντικείμενο τέτοιας ομορφιάς και τελειότητας που έμοιαζε να συνδέεται με την ψυχή κάποιου θεού. Ο πραγματικός πλούτος είναι να μπορεί ο καθένας να ζει περιστοιχισμένος από αντικείμενα σαν κι αυτό, αντικείμενα φτιαγμένα από δεξιοτέχνες στην ακμή της μεγαλοφυΐας τους. Δεν πιστεύω ότι τέτοια γνώση είναι διαθέσιμη μόνο σε λίγους· αντίθετα, είναι επειδή τα δώρα μας είναι τόσο καταπιεσμένα που λίγοι κατορθώνουμε τέτοια αριστουργήματα. Ευτυχώς, έχουμε τις μαρτυρίες του παρελθόντος να μας υπενθυμίζουν τι δυνατότητες έχουμε. Κοιτάζω σπουδαία έργα όπως αυτή η τσαγέρα και σκέφτομαι «Το είδος του ανθρώπου που έφτιαξε αυτό δεν υπάρχει πια». Τέτοια αντικείμενα είναι πέρα από την ικανότητα οποιουδήποτε ανθρώπου σε αυτήν την εκφυλισμένη εποχή. Ωστόσο η δυνατότητα υπάρχει, ζει μέσα στην ανθρωπιά μας, και είμαστε στην πορεία της ανάκτησής της.

Ο Christopher Alexander διηγείται μια ιστορία για την επίσκεψή του στον ναό Tofuku-ji της Ιαπωνίας, ένα αριστούργημα της αρχιτεκτονικής, όπου ανεβαίνει μια πέτρινη σκάλα που όλο και στενεύει ανάμεσα σε δύο σειρές από θάμνους και μετά σταματά, κι έτσι δεν μένει άλλη επιλογή παρά να καθίσει στο πάνω-πάνω σκαλί – ένα τέλειο σημείο μετά από ένα μακρύ περπάτημα, ήσυχο, με ένα ελαφρύ αεράκι. Μία γαλάζια λιβελούλα κάθεται δίπλα του. Γράφει,

Ξαφνικά, ήμουν βέβαιος ότι οι άνθρωποι που είχαν χτίσει αυτό το κτίριο το είχαν κάνει σκοπίμως όλο αυτό. Ένιωθα βέβαιος – όσο περίεργο ή απίθανο κι αν ακούγεται, καθώς το ξαναδιηγούμαι σήμερα – ότι είχαν φτιάξει αυτό το κτίριο, γνωρίζοντας ότι η γαλάζια λιβελούλα θα ερχόταν να καθίσει πλάι μου. Όπως κι ακούγεται σήμερα, την ώρα που συνέβη, ενώ καθόμουν στο σκαλοπάτι, δεν είχα καμιά αμφιβολία ότι οι άνθρωποι που είχαν φτιάξει αυτό το μέρος κατείχαν μία επιδεξιότητα που όμοιά της δεν είχα ξαναδεί. Θυμάμαι να τρέμω καθώς συνειδητοποιούσα την δική μου άγνοια. Αισθάνθηκα ότι υπήρχε επιδεξιότητα και γνώση μεγαλύτερη από ότι είχα ποτέ συναντήσει. (437)

Μία τέτοια επιδεξιότητα, που υπερβαίνει αυτό που πιστεύουμε ότι είναι δυνατόν, βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση μέσα σε όλους μας σήμερα. Το μεγάλο στοίχημα για την ανθρωπότητα είναι να το ανακτήσει και να το χρησιμοποιήσει για την οικοδόμηση ενός νέου κόσμου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23

Σημειώσεις:

 

  1. Alexander, Christopher. The Nature of Order: Book One; The Phenomenon of Life.  Berkeley: Center for Environmental Structure (2002): σ. 423.

  2. Η αλήθεια είναι πως ακόμα και τα φυσικά στοιχεία που σε καμία περίπτωση δεν είναι διακριτά δομικά στοιχεία της ύλης, δημιουργούνται από την ολότητα και συμβάλλουν στη δημιουργία της ολότητας. Ένα ηλεκτρόνιο υπάρχει μόνο σε σχέση. Αυτή είναι μία καθολική αρχή· όταν προσποιούμαστε ότι δεν ισχύει, τα επακόλουθα είναι δυσάρεστα.

  3. Δεν ισχυρίζομαι ότι πρέπει να σταματήσουμε να χρησιμοποιούμε το καλέμι και το τραγούδι, αλλά λέω ότι πρέπει να στρέψουμε ολόκληρο το τεχνολογικό μας φάσμα προς τον εμπλουτισμό της πνευματικής ζωής.