ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Το χρήμα, η κβαντική φυσική και η αναγκαιότητα των αποθεματικών

 

Τι είναι το χρήμα; Στο βιβλίο αυτό έπαιξα με διαφορετικούς ορισμούς του χρήματος: είναι ένα μέσο συναλλαγής, ένα μέσο αποθήκευσης και μία μονάδα υπολογισμού· είναι μια ιστορία ή μια συμφωνία· είναι μια ένδειξη ευγνωμοσύνης· είναι ένα τελετουργικό ταλισμάν που χρησιμεύει στην καθοδήγηση της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Όλοι αυτοί οι ορισμοί είναι χρήσιμοι, αναλόγως με το πώς προσπαθούμε να κατανοήσουμε το χρήμα. Τελικά, η πεποίθηση ότι το χρήμα είναι κάτι, κάτι αντικειμενικό και διακριτό μέσα σε έναν σύμπαν άλλων αντικειμενικών, διακριτών πραγμάτων, είναι μία ψευδής πεποίθηση, μέρος της ιστορίας της διάστασης που τελειώνει στην εποχή μας.

Γι’ αυτό εγώ προτιμώ μία πιο ρευστή, πιο «πολύπλευρη» προσέγγιση στην κατανόηση του χρήματος. Η αξιωματική μέθοδος κατανόησης, που αρχίζει με ορισμούς και στηρίζεται σε αυτούς για να βγάλει συμπεράσματα, είναι αναπόφευκτα ελλιπής. Δημιουργεί ένα σύστημα που έχει εσωτερική συνέπεια και που ικανοποιεί τη νόησή μας αλλά αφήνει απέξω σημαντικές αλήθειες. Αυτό συμβαίνει πάντα με τον φονταμενταλισμό, οικονομικό και θρησκευτικό.

Επιβάλλεται λοιπόν να είμαστε πολύ προσεκτικοί στην αποδοχή οποιασδήποτε επίσημης δήλωσης για το τι είναι το χρήμα, και, κατ’ επέκταση, για το πώς δημιουργείται το χρήμα ή πως θα έπρεπε να δημιουργείται. Υπήρξαν πολλές φορές που νόμισα πως κατανόησα το χρήμα, μόνο και μόνο για να βρεθώ αντιμέτωπος με νέες αντιφάσεις, κάποιες φορές λεπτές και κάποιες άλλες απροκάλυπτες, οι οποίες μου έδειχναν πως, όπως και με τη λογική του Gödel, το βασίλειο της αλήθειας είναι πάντα πολύ ευρύτερο από το δικό μου πλαίσιο κατανόησης του.

Καμία από τις αποκαλύψεις του «τι είναι πραγματικά το χρήμα» δεν ήταν λανθασμένη· απλώς ήταν όλες τους τμηματικές, χρήσιμες μόνο για ορισμένα είδη συλλογιστικής. Αυτό ισχύει ακόμα και για την πιο πρόσφατη κατανόηση του χρήματος που κάνει θραύση στην αβάν-γκαρντ συλλογιστική: ότι το χρήμα σήμερα είναι καθαρή πίστωση, που παράγεται από το τίποτα – μία απλή λογιστική εγγραφή – από τις τράπεζες όταν χορηγούν ένα δάνειο. Ωστόσο, αν εξετάσουμε σχολαστικά αυτόν τον ορισμό, θα δούμε ότι δεν ευσταθεί. Θα ήθελα να διερευνήσω αυτές τις λεπτές αποχρώσεις του χρήματος και της πίστωσης ώστε το όραμά μου για την ιερή οικονομία να μην κουβαλάει μαζί του τα αναπόφευκτα μειονεκτήματα που κρύβονται μέσα σε κάθε παραλλαγή νομισματικού φονταμενταλισμού. Κάποια άμεσα και, κατά τη γνώμη μου, απροσδόκητα συμπεράσματα συνδέονται με το ζήτημα των υποχρεωτικών καταθέσεων των τραπεζών. Κλασματικά αποθεματικά; Πλήρη αποθεματικά; Καθόλου αποθεματικά; Κάθε πρόταση έχει τους δικούς της ευφυείς και υπερασπιστές, γνώστες του θέματος. Όπως θα δούμε, μεγάλο μέρος αυτής της διαμάχης βασίζεται σε λανθασμένη (ή τουλάχιστον αληθινή υπό όρους) συλλογιστική βάση.

Πρώτα-πρώτα, σκεφτείτε την εξίσωση της πίστωσης με το χρήμα, όπως διδάσκεται μέσα από πολλά παραδείγματα σήμερα, από την ταινία Zeitgeist μέχρι το Crash Course του Chris Martenson και το Modern Money Mechanics, το εγχειρίδιο που εκδίδει η ίδια η Ομοσπονδιακή Τράπεζα. Μια τράπεζα (η Τράπεζα Α) δανείζει στον Τζον ένα εκατομμύριο δολάρια, που τα δημιουργεί με μερικά πατήματα των πλήκτρων. Δεν χρεώνεται κανένας τραπεζικός λογαριασμός με ένα εκατομμύριο δολάρια για να συμβεί αυτό· πρόκειται για καινούριο χρήμα. Μπορεί ο Τζον να ζήτησε αυτό το δάνειο επειδή ήθελε να χρησιμοποιήσει ένα εκατομμύριο δολάρια, οπότε αυτά δεν θα μείνουν στο λογαριασμό του, της τράπεζας που του χορήγησε το δάνειο. Πιθανότατα θα τα ξοδέψει, ας πούμε για να αγοράσει ένα σπίτι, και το ένα εκατομμύριο δολάρια θα καταλήξει ως κατάθεση στον λογαριασμό της Μέρι σε μια άλλη τράπεζα (την Τράπεζα Β). Συνεχίζει να υπάρχει ένα εκατομμύριο δολάρια στο σύστημα, μόνο που τώρα βρίσκεται στο λογαριασμό της Μέρι και όχι του Τζον.

Όμως, αυτό δεν είναι το μόνο πράγμα που συμβαίνει όταν η Μέρι καταθέτει την επιταγή που της έδωσε ο Τζον. Πρέπει επίσης να γίνει «εκκαθάριση» της επιταγής, δηλαδή ο λογαριασμός της Τράπεζας Α στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα (ή πιθανότερα σε ένα ενδιάμεσο γραφείο εκκαθαρίσεως συναλλαγών, αλλά ας το αφήσουμε πιο απλό) να χρεωθεί 1 εκατομμύριο δολάρια και ο λογαριασμός της τράπεζας Β να πιστωθεί επίσης κατά το ίδιο ποσόν. Συνήθως, όμως, η Τράπεζα Α λαμβάνει επιταγές που εκδίδονται από την Τράπεζα Β ή άλλες τράπεζες, οπότε στο τέλος της ημέρας, όταν έχουν διευθετηθεί όλες οι συναλλαγές, είναι πιθανόν το υπόλοιπο του λογαριασμού καταθέσεων της τράπεζας Α στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα να μην χρειαστεί να χρεωθεί καθόλου. Επίσης, είναι πιθανόν, ιδιαίτερα αν η Τράπεζα Α εκδίδει μεγάλα δάνεια, ότι τα ρευστά αποθεματικά της θα πέσουν κάτω από το μηδέν. Όμως αυτό δεν είναι πρόβλημα – οι επιταγές της δεν θα είναι ακάλυπτες. Μπορεί απλώς να δανειστεί τα απαραίτητα μετρητά από άλλες τράπεζες (στην αγορά αποθεματικών κεφαλαίων της Κεντρικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας) ή από την ίδια την Κεντρική Ομοσπονδιακή Τράπεζα (με τον μηχανισμό βραχυπρόθεσμου δανεισμού μέσω του Federal Reserve System). Αυτά είναι βραχυπρόθεσμα δάνεια τραπεζικών αποθεματικών. Για να καλύψει ένα πιο μακροπρόθεσμο έλλειμμα, η Τράπεζα Α θα πρέπει να προσελκύσει περισσότερες καταθέσεις ή, εναλλακτικά, να δανειστεί από άλλες τράπεζες πιο μακροπρόθεσμα ή να πουλήσει τα δάνεια στην αγορά των repos. Αν μπορεί να δείξει ότι τα δάνεια που εξέδιδε ήταν υγιή, δεν θα πρέπει να έχει κανένα πρόβλημα στο να αποκτήσει το απαραίτητο ρευστό με ένα ευνοϊκό επιτόκιο. Αυτός ο δανεισμός είναι ριζικά διαφορετικός από τη δημιουργία πίστωσης. Όταν μία τράπεζα δανείζεται από τη διατραπεζική αγορά δανεισμού δεν δημιουργείται καθόλου νέο χρήμα. Ό,τι κερδίζει η μία τράπεζα σε ρευστά αποθεματικά το χάνει η άλλη. Όταν πρόκειται για ρευστά αποθεματικά, νέο χρήμα μπορεί να δημιουργηθεί μόνον από την κεντρική τράπεζα (π.χ. από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα). Οπότε, έχουμε ήδη δύο είδη χρήματος, τα τραπεζικά αποθεματικά και την πίστωση, που αντιστοιχούν στη γλώσσα της οικονομικής στατιστικής στο Μ0 (ή νομισματική βάση), Μ1, Μ2 και ούτω καθεξής.

Κάτι άλλο συμβαίνει όταν η πίστωση που δημιουργείται από τις τράπεζες χρησιμοποιείται ως μέσο συναλλαγής. Θυμηθείτε το στις επόμενες παραγράφους, καθώς θα ερευνούμε την ιδέα της τραπεζικής πλήρων αποθεμάτων, που υποστηρίζεται από πολλούς μεταρρυθμιστές ως το κλειδί για ένα υγιές οικονομικό σύστημα. Η τραπεζική πλήρων αποθεμάτων διαθέτει λαμπρές περγαμηνές, που επιβεβαιώνονται από ένα πλήθος διανοητών τελείως ανόμοιων μεταξύ τους, όπως ο Frederick Soddy στη δεκαετία του 1920, ο Irving Fisher τη δεκαετία του 1930, και αρκετοί σύγχρονοι μεταρρυθμιστές όπως ο Ron Paul, o Stephen Zarlenga, ο Dennis Kucinich και πολλοί οικονομολόγοι της αυστριακής οικονομικής σχολής. Η τραπεζική πλήρων αποθεμάτων σβήνει τη διάκριση ανάμεσα στην πίστωση και τα τραπεζικά αποθεματικά. Οι τράπεζες θα μπορούν να δανείζουν τα δικά τους χρήματα ή να δανείζουν τα χρήματα των καταθετών τους (με τη συναίνεσή τους), αλλά αυτά τα χρήματα θα εξαφανίζονται μέχρι να εξοφληθούν. Δεν θα υπάρχει δανεισμός με τα χρήματα των καταθέσεων όψεως.

Με την πρώτη ματιά αυτό το σύστημα δείχνει εντελώς διαφορετικό από αυτό που έχουμε σήμερα. Με την τραπεζική κλασματικών αποθεμάτων, μια τράπεζα μπορεί «να δανείζεται βραχυπρόθεσμα και να δανείζει μακροπρόθεσμα»· δηλαδή, μπορεί να κρατάει τις καταθέσεις όψεως, οι οποίες μπορεί να αποσυρθούν ανά πάσα στιγμή, και να δανείζει τις περισσότερες από αυτές ως μακροπρόθεσμα δάνεια. Με την τραπεζική πλήρων αποθεμάτων αυτό δεν επιτρέπεται· οι τράπεζες μπορούν ακόμα να δανείζουν χρήματα, όμως μόνον αν αυτά τα χρήματα τους είχαν δοθεί ως προθεσμιακές καταθέσεις. Για παράδειγμα, αν ένας καταθέτης αγοράσει ένα πιστοποιητικό κατάθεσης έξι μηνών (CD), η τράπεζα μπορεί να δανείσει αυτά τα χρήματα για μια περίοδο έξι μηνών.

Ένας από τους κύριους λόγους επίκρισης της τραπεζικής πλήρων αποθεμάτων είναι ότι αυτή δυσκολεύει πολύ την οικονομική διαμεσολάβηση – τη σύνδεση ανάμεσα στους δανειστές και τους δανειζόμενους. Αντί να εκδίδει δάνεια που να βασίζονται αποκλειστικά στη φερεγγυότητα του δανειολήπτη, η τράπεζα πρέπει να βρει έναν καταθέτη πρόθυμο να δεσμεύσει τα χρήματά του για την περίοδο που διαρκεί το δάνειο. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική εξέταση αποκαλύπτει ότι αυτός ο ισχυρισμός είναι στο μεγαλύτερο μέρος του αβάσιμος. Στην πραγματικότητα, η τραπεζική αυτή είναι σχεδόν η ίδια με αυτήν που έχουμε σήμερα.

Ας σκεφτούμε πρώτα τις τραπεζικές καταθέσεις. Σε ένα σύστημα πλήρων αποθεμάτων δεν θα υπήρχε τόκος για τις καταθέσεις όψεως επειδή η τράπεζα δεν θα είχε κανένα όφελος από τη φύλαξή τους (μάλιστα θα χρέωνε γι’ αυτό). Θα έδινε τόκο μόνον για τις προθεσμιακές καταθέσεις, τα χρήματα των οποίων θα μπορούσε να δανείσει με ακόμα μεγαλύτερο τόκο – όσο μεγαλύτερη η διάρκεια του δανείου, τόσο μεγαλύτερος ο τόκος. Οι καταθέτες θα έκαναν ότι ήταν δυνατόν για να καταθέσουν τα χρήματά τους για όσο περισσότερο χρόνο γινόταν, ανάλογα με τις ανάγκες ρευστότητας που θα παρουσίαζαν. Ένας καταθέτης μπορεί να κατέθετε ένα ποσό των χρημάτων του σε ένα πιστοποιητικό κατάθεσης τριάντα ημερών, γνωρίζοντας ότι έχει να πληρώσει λογαριασμούς στο τέλος του μήνα· κάποιο άλλο ποσό των χρημάτων του σε ένα πιστοποιητικό κατάθεσης έξι μηνών, με την προσδοκία μιας μεγάλης αγοράς εκείνη τη χρονική στιγμή· και τα υπόλοιπα χρήματά του σε ένα πιστοποιητικό κατάθεσης 10 ετών, προγραμματίζοντας να ξοδέψει αυτά τα χρήματα για την πανεπιστημιακή μόρφωση του παιδιού του. Λαμβάνοντας υπόψη όλους τους καταθέτες, η τράπεζα θα είχε διαθέσιμη μία μεγάλη γκάμα χρονικών διαστημάτων, με σχεδόν συνεχή ροή, για τα οποία θα μπορούσε να δανείζει ρευστό. Περισσότερο ρευστό θα ήταν διαθέσιμο για βραχυπρόθεσμο δανεισμό, με χαμηλό επιτόκιο· λιγότερο ρευστό θα ήταν διαθέσιμο για μακροπρόθεσμο δανεισμό.

Η κύρια διαφορά έγκειται στο ότι οι τράπεζες θα είχαν περιορισμό στη δημιουργία πολύ μακροπρόθεσμων δανείων, τα οποία σήμερα δίνονται για κτηματαγορές και για μεγάλα έργα. Οι άνθρωποι ίσως εξακολουθούν να έχουν την ανάγκη ενός δανείου είκοσι ή τριάντα χρόνων για να αγοράσουν σπίτι, όμως λίγοι είναι πρόθυμοι να αποχωριστούν τις οικονομίες τους για τόσο μακρύ διάστημα. Στην πραγματικότητα, αυτό το πρόβλημα εύκολα αποφεύγεται, απλώς και μόνο με τη χορήγηση ενός βραχυπρόθεσμου δανείου, ας πούμε ενός χρόνου, το οποίο θα αναχρηματοδοτείται κάθε χρόνο. Αυτό είναι βασικώς το αντίστοιχο ενός ενυπόθηκου δανείου με αναπροσαρμοζόμενο επιτόκιο.

Κατ’ αρχήν, όλα τα δάνεια θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν με αυτόν τον τρόπο, καθιστώντας περιττή την ανάγκη για καταθέσεις στις οποίες θα πληρώνεται ορισμένο ποσό για ορισμένη χρονική διάρκεια ετών. Ένα ερώτημα που προκύπτει είναι «Ποιοι περιορισμοί θα υπήρχαν στον δανεισμό σε ένα σύστημα πλήρων αποθεμάτων;» Όπως ακριβώς σήμερα, μια τράπεζα μπορεί να δανείσει οποιοδήποτε ποσό (μέχρι του ορίου των συνολικών αποθεματικών της) για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα, σε οποιονδήποτε δανειολήπτη. Και αν μια τράπεζα είχε μία ελκυστική ευκαιρία δανεισμού και ήθελε να δανείσει χρήματα περισσότερα από τα υπάρχοντα αποθεματικά της; Θα έκανε ακριβώς το ίδιο πράγμα που κάνει και σήμερα – θα δανειζόταν τα απαραίτητα αποθεματικά από άλλες τράπεζες ή από τις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Τώρα βέβαια, καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε το ίδιο ακριβώς πρόβλημα που έδωσε ώθηση στις προτάσεις τραπεζικής πλήρων αποθεμάτων: την απότομη και ξαφνική ανάληψη ρευστού από τις τράπεζες. Παρόλο που θεωρητικά η πλήρης αξία των βραχυπρόθεσμων καταθέσεων θα καλύπτονταν από δάνεια ακόμα συντομότερης διάρκειας, στην πράξη πολλά από αυτά τα βραχυπρόθεσμα δάνεια θα χρειαζόντουσαν περιοδική αναχρηματοδότηση και μάλιστα βασιζόμενα σε περιουσιακά στοιχεία που δεν είναι πολύ ρευστά. Όπως ακριβώς σήμερα, αν μία τράπεζα χορηγήσει υπερβολικά από αυτά τα (ντεφάκτο) μακροπρόθεσμα δάνεια αντλώντας χρήματα από βραχυπρόθεσμες καταθέσεις που όντως αποσύρονται γρήγορα, τότε αυτή η τράπεζα θα αντιμετωπίσει κρίση ρευστότητας. Αυτή η κρίση θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με τους ίδιους τρόπους που χρησιμοποιούν οι τράπεζες σήμερα· για παράδειγμα, αν το χαρτοφυλάκιο δανείων της είναι υγιές, τότε θα μπορούσε πιθανότατα να δανειστεί ρευστότητα από άλλες τράπεζες. Εναλλακτικά, αν υπήρχε η απαραίτητη χρονική ανοχή, θα μπορούσε να εκδώσει μετοχές ή ομόλογα για επενδυτές. Γενικά, η ρευστότητα δεν θα αποτελούσε περιορισμό για τον δανεισμό περισσότερο από όσο αποτελεί σήμερα. Τυχαίες διακυμάνσεις στα επίπεδα των καταθέσεων συμβαίνουν κάθε μέρα και δεν είναι μεγάλο πρόβλημα επειδή οι τράπεζες μπορούν να καλύψουν οποιοδήποτε έλλειμμα στα αποθεματικά με δανεισμό από την αγορά αποθεματικών κεφαλαίων της Κεντρικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας ή από τον μηχανισμό πιστωτικής διευκόλυνσης της ίδιας της Κεντρικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας. Αντίστοιχοι μηχανισμοί θα μπορούσαν με ευκολία να λειτουργήσουν σε ένα σύστημα πλήρων αποθεμάτων.

Πέρα από την οικονομική διαμεσολάβηση, μία άλλη εμφανής διαφορά ανάμεσα στα δύο συστήματα είναι ότι στο σύστημα πλήρων αποθεμάτων, οι τράπεζες υποθετικά δεν θα είχαν την ικανότητα να μεταβάλουν την προσφορά χρήματος, η οποία θα εξαρτιόταν από την νομισματική αρχή. Ωστόσο, και αυτή η διαφορά είναι μια ψευδαίσθηση. Στο σημερινό σύστημα, η προσφορά χρήματος αυξάνεται όταν οι τράπεζες δανείζουν περισσότερο, όπως κατά τη διάρκεια μιας οικονομικής επέκτασης που υπάρχουν πολλές ασφαλείς ευκαιρίες δανεισμού. Σε ένα σύστημα πλήρων αποθεμάτων, πάλι οι τράπεζες θα δανείσουν περισσότερο κάτω από τέτοιες συνθήκες. Το σύνολο των δολαρίων δεν θα αυξηθεί αλλά ο αριθμός των δολαρίων στα χέρια των ανθρώπων που θέλουν να ξοδέψουν θα αυξηθεί. Σε καιρούς ύφεσης, οι τράπεζες δεν θα θέλουν να δανείσουν, και το χρήμα θα σαπίζει στους λογαριασμούς καταθετών που δεν έχουν ανάγκη να το ξοδέψουν. Έτσι, το ποσό του χρήματος που θα είναι στην πραγματικότητα διαθέσιμο στην οικονομία θα μειωθεί. Όπως ακριβώς είναι σήμερα.

Οι υπέρμαχοι της τραπεζικής πλήρων αποθεμάτων υποστηρίζουν ότι θα απέτρεπε τον κύκλο ανόδου-πτώσεως που προκαλείται από την υπερβολική επέκταση της πίστωσης. Ελπίζω ότι τα προηγούμενα καθιστούν σαφές ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα. Η πραγματική προσφορά χρήματος εξαρτάται όχι από το σύνολο των δολαρίων αλλά από τον αριθμό των δολαρίων που χρησιμοποιείται ως χρήμα, που χρησιμοποιείται ως μέσο συναλλαγής. Ανεξαρτήτως του αν επιτρέπεται η τραπεζική πλήρων αποθεμάτων, αν συγκεντρωθεί υπερβολικά μεγάλος αριθμός δολαρίων στα χέρια ανθρώπων που δεν θέλουν ή δεν χρειάζονται να τα ξοδέψουν, τότε το σύνολο της δημόσιας και ιδιωτικής κατανάλωσης και των επιχειρηματικών επενδύσεων μπορεί να καταρρεύσει, δημιουργώντας ένα αποπληθωριστικό σπιράλ.

Όταν οι τράπεζες δανείζουν μέσα σε ένα σύστημα πλήρων αποθεμάτων, μπορεί να πείτε «Η προσφορά χρήματος δεν αυξάνεται καθόλου – είναι το ίδιο χρήμα σε διαφορετικά χέρια». Όμως τι είναι το χρήμα; Μπορεί το ίδιο πράγμα, στα χέρια ενός ανθρώπου, να μην είναι χρήμα, ενώ στα χέρια ενός άλλου να είναι χρήμα; Και στα χέρια ενός ανθρώπου που δεν θα το ξοδέψει ποτέ, το χρήμα παραμένει χρήμα; Το αίνιγμα αυτό παραμένει άλυτο από την αρχαιότητα. Είναι τα νομίσματα που έχει καταχωνιάσει ο φιλάργυρος κάτω από τη μηλιά χρήμα; Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα που μειώνει την προσφορά χρήματος πουλώντας χρεώγραφα για να απομακρύνει χρήματα από το σύστημα και σε μια τράπεζα που αποσύρει χρήματα από την κυκλοφορία συσσωρεύοντας αποθεματικά πέραν του υποχρεωτικού ορίου; Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, και η χειροπιαστή πραγματικότητα  – μπιτ σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές – είναι η ίδια, επίσης. Ο Richard Seaford, απηχώντας τον Μαρξ, σημειώνει το βασικό παράδοξο: «Παρόλο που είναι πολύτιμο μόνον κατά την πληρωμή ή την ανταλλαγή, [το χρήμα] παραδόξως μπορεί να περιέλθει στην κατοχή μας… μόνον αν παρακρατηθεί από την πληρωμή και την ανταλλαγή, ως το φάντασμα του αληθινού πλούτου.(1)

Η τρέχουσα οικονομική σκέψη προσπαθεί να επιλύσει αυτό το παράδοξο διακρίνοντας την προσφορά του χρήματος από την ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος – πόσο χρήμα υπάρχει και πόσο γρήγορα κυκλοφορεί. Το γινόμενο αυτών των δύο παραγόντων καθορίζει τα επίπεδα των τιμών στις εξισώσεις. Τα μαθηματικά είναι σωστά, όμως μπορούν αυτοί οι μαθηματικοί τύποι να αποδώσουν σωστά την πραγματικότητα; Πολύ συχνά βλέπουμε τον κόσμο μας μέσα από το πρίσμα της δικής μας συμβολικής αναπαράστασής του. Η μαθηματική διάκριση ανάμεσα στην προσφορά και την ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος διέπει και απηχεί μια αντίληψη που λέει ότι το χρήμα είναι ένα διακριτό, αντικειμενικό πράγμα που υπάρχει ανεξαρτήτως των συναλλαγών ανάμεσα στους ανθρώπους. Όμως υπάρχει και μία άλλη μετα-Καρτεσιανή θεώρηση του χρήματος που λέει ότι το χρήμα είναι σχέση και όχι πράγμα.

Έφτασα σε αυτήν τη συνειδητοποίηση σκεπτόμενος την αγαπημένη μου Πάτσι, την πρώην γυναίκα μου, η οποία δεν συγκαταλέγει τη φειδώ ανάμεσα στα πολλά της προτερήματα. Το μότο της είναι «Το χρήμα δεν σου ανήκει μέχρι να το ξοδέψεις!». Σε μια οικονομία ισχύει το ίδιο: το χρήμα έχει μικρή επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα αν δεν χρησιμοποιηθεί για συναλλαγές. Σε ένα σύστημα κλασματικών αποθεμάτων, ένας τρόπος θεώρησης των πραγμάτων είναι ότι οι τράπεζες δεν δημιουργούν καθόλου νέο χρήμα, απλώς επιτρέπουν στο ήδη υπάρχον χρήμα να υπάρχει σε δύο μέρη ταυτόχρονα. Υπάρχει ταυτόχρονα στον λογαριασμό του καταθέτη και τον λογαριασμό όψεως του δανειολήπτη (και στη συνέχεια στον λογαριασμό καταθέσεων κάποιου άλλου και ούτω καθεξής). Τα ίδια αποθεματικά υπάρχουν σε πολλά μέρη ταυτόχρονα, ωστόσο μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο σε ένα από αυτά τα μέρη τη φορά: κάθε φορά που συμβαίνει μία συναλλαγή και γίνεται εκκαθάριση μιας επιταγής, τα αποθεματικά μεταφέρονται από τον έναν λογαριασμό στον άλλον μέσα στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα. Όταν υπάρχει υψηλή ζήτηση για το ίδιο ποσό χρήματος, και αυτό πρέπει να βρίσκεται σε πάρα πολλά μέρη την ίδια στιγμή, τότε τα επιτόκια ανεβαίνουν εκτός και αν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα διαθέσει και άλλο χρήμα μέσω εργασιών στην ανοικτή αγορά.

Αν το χρήμα βρίσκεται σε έναν λογαριασμό καταθέσεων, αυτό μάλλον σημαίνει ότι κάποιοι δεν χρειάζονται να το χρησιμοποιήσουν άμεσα. Η δουλειά της τράπεζας υποτίθεται πως είναι να τοποθετήσει αυτό το χρήμα στα χέρια κάποιου ο οποίος θέλει πράγματι να το χρησιμοποιήσει. Μόνον τότε μπορούμε να πούμε ότι το χρήμα «υπάρχει» με οικονομικούς όρους, και μόνον τότε έχει οικονομική επίδραση (π.χ. τονώνει την παραγωγή). Σε αντίθεση με τον αποταμιευτή, ο δανειολήπτης είναι κάποιος που θέλει να χρησιμοποιήσει το χρήμα άμεσα. Γι’ αυτό, οποιαδήποτε μεταφορά χρήματος από αποταμιευτή σε δανειολήπτη, είτε σε σύστημα πλήρων αποθεμάτων είτε σε σύστημα κλασματικών αποθεμάτων, θα αυξήσει την πραγματική προσφορά χρήματος. Θα αυξήσει το ποσό χρημάτων που πραγματικά χρησιμοποιείται.

Δεν γίνεται να μην παρατηρήσω την ομοιότητα ανάμεσα στο χρήμα του συστήματος κλασματικών αποθεμάτων και την κατάσταση υπέρθεσης των κβαντικών σωματιδίων. Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι απλώς αν το ίδιο χρήμα μπορεί να βρίσκεται σε πολλά μέρη ταυτόχρονα, μία περιγραφή που εξακολουθεί να αντιλαμβάνεται το χρήμα ως ένα πράγμα που υπάρχει αντικειμενικά. Το ζήτημα είναι ότι αυτό υπάρχει σε όλα αυτά τα μέρη και πουθενά την ίδια στιγμή, υπάρχει μόνο ως δυνατότητα μέχρι να υλοποιηθεί με μία συναλλαγή. Δέκα άνθρωποι μπορούν να έχουν στον τραπεζικό τους λογαριασμό από 100 δολάρια ο καθένας τα οποία βασίζονται σε 100 δολάρια αποθεματικών. Οποιοσδήποτε από αυτούς, θα μπορούσε να αποσύρει οποιαδήποτε στιγμή τα 100 του δολάρια, αλλά μέχρι να γίνει αυτό, αυτά τα 100 δολάρια δεν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν σε κανέναν από αυτούς τους τραπεζικούς λογαριασμούς. Όπως συμβαίνει και σε μία κβαντική μέτρηση, το χρήμα είναι εικονικό μέχρι να εισέλθει στην πραγματικότητα μέσω μιας διάδρασης, μιας συναλλαγής. Κάνετε ανάληψη των 100 δολαρίων σας από το ATM και ω, του θαύματος! Εμφανίζονται μετρητά! Ήταν εκεί ευθύς εξαρχής, σωστά; Όχι. εμφανίστηκαν εκεί μόνον με την πράξη της ανάληψης ή της πράξης της υπογραφής μιας επιταγής. Τα χρήματα του τραπεζικού λογαριασμού σας «υπάρχουν πραγματικά εκεί» ή όχι; Αυτό είναι το ερώτημα που απασχολεί τους υποστηρικτές  του «αληθινού χρήματος», όμως σε τελική ανάλυση δεν είναι ένα χρήσιμο ερώτημα. Είτε υπάρχουν εκεί είτε δεν υπάρχουν, αρχίζουν να υπάρχουν όταν γίνεται μια συναλλαγή, όπως ακριβώς ένα ηλεκτρόνιο αρχίζει να υπάρχει όταν αλληλεπιδράσει με έναν παρατηρητή. Με το χρήμα όπως και με την ύλη, η ύπαρξη είναι μια σχέση.

Οι υποστηρικτές του «αληθινού χρήματος» δείχνουν ότι θα ήθελαν να επιστρέψουμε σε μια καρτεσιανή εποχή, στην οποία η ύπαρξη δεν είναι σχέση αλλά μοναδική αναγκαία προϋπόθεση. Αυτή η επιθυμία είναι ανακόλουθη με την επανάσταση που συντελείται σήμερα στα ανθρώπινα: με τη διεύρυνση του διακριτού και απομονωμένου εαυτού προς έναν μεγαλύτερο, συνδεδεμένο εαυτό. Ακόμα και στηn επιστήμη της φυσικής, η ύπαρξη δεν είναι πια μία αντικειμενική ιδιότητα, αν τουλάχιστον με την έννοια «υπάρχω» εννοούμε «καταλαμβάνω ένα σημείο που μπορεί να προσδιοριστεί ποσοτικά στο χώρο και στο χρόνο». Ο τόπος με την υλική του υπόσταση δεν είναι αντικειμενική ποσότητα. Γιατί λοιπόν να είναι το χρήμα;

Πράγματι, αν πρόκειται να συμπορευτούμε με το πνεύμα των καιρών, θα πρέπει να καταργήσουμε τα αποθεματικά και να προσχωρήσουμε σε ένα σύστημα αμιγώς πιστωτικό στο οποίο όλο το χρήμα αποκτά υπόσταση μέσω των συναλλαγών και χάνεται όταν δεν υπάρχουν συναλλαγές. Είναι άραγε τα αποθεματικά, έστω στο ελάχιστο, απαραίτητα; Όλως παραδόξως, η δυνατότητα ύπαρξης ενός συστήματος πλήρων αποθεμάτων υπονοεί ότι αυτά δεν είναι απαραίτητα μια που ένα σύστημα πλήρων αποθεμάτων δεν είναι διαφορετικό από ένα σύστημα χωρίς αποθεματικά. Και στις δύο περιπτώσεις, υπάρχει ένα είδος χρήματος, δεν υπάρχει δεύτερο. Επιπλέον, σε μικρότερη κλίμακα έχουν επινοηθεί και εφαρμοστεί συστήματα χωρίς αποθεματικά – το LETS και άλλα συστήματα αμοιβαίας πίστωσης είναι συστήματα χορήγησης πίστωσης χωρίς αποθεματικά.

Θα μπορούσε το παρόν σύστημα να δουλέψει χωρίς αποθεματικά; Γιατί δεν μπορούσε η Τράπεζα Α να δημιουργήσει εκείνο το 1 εκατομμύριο δολάρια πίστωσης στο λογαριασμό του Τζον και μετά να χρεώσει εκείνον το λογαριασμό με 1 εκατομμύριο δολάρια όταν πληρώσει τη Μέρι, της οποίας ο λογαριασμός στην Τράπεζα Β στη συνέχεια αυξάνεται κατά 1 εκατομμύρια δολάρια, όλα χωρίς αποθεματικά; Ναι, θα μπορούσε, μόνο που μετά θα είχαμε να αντιμετωπίσουμε το ίδιο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν όλα τα συστήματα αμοιβαίας πίστωσης: πώς θα κανονίσουμε ποιος παίρνει πίστωση και πόση πίστωση παίρνει, και πως θα περιορίσουμε τα αρνητικά πιστωτικά υπόλοιπα. Το σύστημα με τα αποθεματικά θέτει ένα όριο στον δανεισμό από τις τράπεζες. Χωρίς αυτό, ένας τραπεζίτης θα μπορούσε να δανείζει απεριόριστα ποσά στους «δικούς του» και μετά να οδηγήσει την τράπεζα σε χρεωκοπία, ουσιαστικά διαχωρίζοντας το χρήμα από τη συνεισφορά στην κοινωνία και υποβαθμίζοντας την αξία του χρήματος εκείνων που συνεισφέρουν. Φυσικά, μπορούν να χρησιμοποιηθούν άλλοι περιοριστικοί μηχανισμοί – για παράδειγμα, το κράτος θα μπορούσε να καθορίσει με διάταγμα ποιος θα πάρει την πίστωση, ή θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε κάποιο είδος φόρμουλας ή ένα σύστημα ανατροφοδότησης από την κοινωνία με αξιολόγηση φερεγγυότητας και μονάδες διαβάθμισης. Για να επανέλθουμε στη μεταφορά με τα κβαντικά σωματίδια, σε ένα σύστημα κβαντικών σωματιδίων η ποικιλία των δυνατών καταστάσεων που μπορούν να εκδηλωθούν με μια μέτρηση είναι περιορισμένο. Όπως ακριβώς η κυματοσυνάρτηση πιθανότητας περιγράφει την κατανομή των σωματιδίων, χρειαζόμαστε και μία κοινωνική εξίσωση που να επηρεάζει την κατανομή του χρήματος. Σε ένα πείραμα μονής σχισμής, τα περισσότερα φωτόνια καταλήγουν σε συγκεκριμένες στενές περιοχές. Σε ένα σύστημα παροχής πιστώσεων, το μεγαλύτερο μέρος της πίστωσης πρέπει να πάει σε εκείνους που θα τη χρησιμοποιήσουν για καλό σκοπό. Η «κοινωνική εξίσωση» που περιγράφω δεν υπαγορεύει σε ποιον θα δοθεί η πίστωση· απλώς θέτει τις προϋποθέσεις ώστε να είναι πιο πιθανό να πάνε τα χρήματα σε έναν συγκεκριμένο τομέα που εκπροσωπεί την κοινωνική συναίνεση στη σωστή χρήση. Αυτή η εξίσωση μπορεί να ρυθμιστεί, όπως ακριβώς και η οπή σε μια pinhole φωτογραφική μηχανή μπορεί να γίνει μεγαλύτερη ή μικρότερη, για να κατευθύνει τη δημιουργία του χρήματος σε μί