ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΩΡΟΥ (part 1)

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ:   Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΣΤΑΣΗΣ

Οι συγκλίνουσες κρίσεις της εποχής μας έχουν όλες μία κοινή ρίζα που μπορούμε να ονομάσουμε Διάσταση. Παίρνοντας πολλές μορφές –τον διχασμό ανθρώπου/φύσης, τη διάλυση της κοινότητας, τη διαίρεση της πραγματικότητας σε υλική και πνευματική – η Διάσταση είναι συνυφασμένη με όλους τους τομείς του πολιτισμού μας. Επίσης δεν μπορεί να συντηρηθεί: παράγει ολοένα και μεγαλύτερες κρίσεις οι οποίες μας σπρώχνουν προς μια νέα εποχή, την Εποχή της Επανασύνδεσης.

Η διάσταση δεν είναι μια απόλυτη πραγματικότητα αλλά μια ανθρώπινη προβολή, μια ιδεολογία, μια ιστορία. Όπως σε όλους τους πολιτισμούς, η δική μας Ιστορία των Ανθρώπων έχει δύο μέρη που συνδέονται ισχυρά μεταξύ τους: την Ιστορία του Εαυτού και την Ιστορία του Κόσμου. Η πρώτη είναι ο διακριτός και απομονωμένος εαυτός: μια φούσκα ψυχολογίας, μια ψυχή που περιβάλλεται από δέρμα, ένας βιολογικός φαινότυπος που ωθείται από τα γονίδιά του να επιδιώκει την αναπαραγωγή, ένας ορθολογιστής παίκτης που επιδιώκει οικονομικό όφελος, ένας φυσικός παρατηρητής ενός αντικειμενικού σύμπαντος, ένα καρτεσιανό σωματίδιο συνειδητότητας μέσα στη φυλακή της σάρκας. Η δεύτερη είναι η Ιστορία της Ανόδου: εμείς οι άνθρωποι, ξεκινώντας από την κατάσταση της άγνοιας και της αδυναμίας, μάθαμε να δαμάζουμε τις δυνάμεις της φύσης και διερευνάμε τα μυστικά του σύμπαντος και οδεύουμε αδυσώπητοι προς την εκπλήρωση του πεπρωμένου μας για την απόλυτη κυριαρχία και υπέρβαση της φύσης. Είναι μια ιστορία διάστασης του ανθρώπινου κόσμου από τον φυσικό, στην οποία ο πρώτος αναπτύσσεται ενώ ο τελευταίος μετατρέπεται βαθμιαία σε φυσικούς πόρους, αγαθά, ιδιοκτησίες, και τελικά, χρήματα.

Το χρήμα αποτελεί ένα σύστημα κοινωνικών συμφωνιών, νοημάτων και συμβόλων που αναπτύσσεται μέσα στο χρόνο. Με μια λέξη, είναι μια ιστορία, η οποία υπάρχει μέσα στην κοινωνική πραγματικότητα μαζί με άλλα πράγματα, όπως νόμους, κράτη, θεσμούς, ημερολογιακό και ωρολογιακό χρόνο, θρησκεία και επιστήμη. Οι ιστορίες κουβαλούν δημιουργική δύναμη. Μέσα από αυτές συντονίζουμε την ανθρώπινη δραστηριότητα, εστιάζουμε την προσοχή και την πρόθεσή μας, προσδιορίζουμε ρόλους, και αναγνωρίζουμε τι είναι σημαντικό, ακόμα και τι είναι αληθινό. Οι ιστορίες δίνουν νόημα και σκοπό στη ζωή και έτσι προσφέρουν κίνητρα για δράση. Το χρήμα είναι ένα σημαντικό συστατικό της ιστορίας της Διάστασης το οποίο καθορίζει τον πολιτισμό μας.

Το Πρώτο Μέρος του βιβλίου φωτίζει το οικονομικό σύστημα που προέκυψε με βάση την ιστορία της Διάστασης. Η ανωνυμία, η αποπροσωποποίηση, η πόλωση του πλούτου, η απεριόριστη ανάπτυξη, η οικολογική λεηλασία, ο κοινωνικός αναβρασμός, και η ανεπανόρθωτη κρίση είναι τόσο βαθιά ριζωμένα στο οικονομικό μας σύστημα ώστε το λιγότερο που χρειάζεται για τη θεραπεία τους είναι η μετατροπή της δικής μας Ιστορίας των Ανθρώπων. Η πρόθεσή μου είναι αναγνωρίζοντας τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της οικονομίας της Διάστασης, να μπορέσουμε να οραματιστούμε και την Οικονομία της Επανασύνδεσης, μια οικονομία που θα αποκαταστήσει στην ολότητα στις κατακερματισμένες μας κοινότητες, σχέσεις, τους κατακερματισμένους μας πολιτισμούς, τα κατακερματισμένα οικοσυστήματα και τον κατακερματισμένο μας πλανήτη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΩΡΟΥ

 

Ακόμη και κι ύστερα από τόσους χρόνους

Ο ήλιος δε λέει στη γη

«Μου χρωστάς».

Για δες,

με μια τέτοια αγάπη,

ανάβει όλος ο ουρανός.

–Hafiz

 

Εν αρχή ην το δώρο.

Γεννιόμαστε αβοήθητα βρέφη, πλάσματα της ανάγκης, έχοντας ελάχιστα να προσφέρουμε, παρόλα αυτά μας ταΐζουν, μας προστατεύουν, μας ντύνουν, μας αγκαλιάζουν και μας ταχταρίζουν, χωρίς να έχουμε κάνει τίποτα για να το αξίζουμε, χωρίς εμείς να δίνουμε τίποτα σε αντάλλαγμα. Αυτή η εμπειρία, κοινή σε όσους έχουν επιβιώσει της παιδικής ηλικίας, διαπνέει μερικές από τις βαθύτερες ψυχικές μας ενορμήσεις. Η ζωή μας χαρίζεται· γι’ αυτό, η αυτονόητη αρχική μας κατάσταση είναι αυτή της ευγνωμοσύνης. Αυτή είναι η αλήθεια της ύπαρξής μας.

Ακόμα κι αν τα παιδικά σας χρόνια ήταν απαίσια, αν τώρα διαβάζετε αυτό το βιβλίο, σημαίνει ότι σας δόθηκαν αρκετά για να μπορέσετε να ενηλικιωθείτε. Για τα πρώτα χρόνια της ζωής σας, τίποτα από αυτά δεν ήταν κάτι που κερδίσατε ή παράγατε. Όλα ήταν δώρο. Φανταστείτε να βγείτε από το σπίτι σας αυτή τη στιγμή και να προσγειωθείτε σε έναν άγνωστο κόσμο όπου είσαστε απόλυτα αβοήθητοι, ανίκανοι να βρείτε τροφή ή ρούχα, ανίκανοι να χρησιμοποιείστε τα πόδια και τα χέρια σας, ανίκανοι ακόμα και να διακρίνετε που τελειώνει το σώμα σας και που αρχίζει ο υπόλοιπος κόσμος. Τότε, κάτι τεράστια πλάσματα σας παίρνουν αγκαλιά, σας ταΐζουν, σας φροντίζουν, σας περιβάλλουν με αγάπη. Δεν θα αισθανόσασταν ευγνωμοσύνη;

Σε στιγμές πνευματικής διαύγειας, όπως μετά από ένα πολύ κοντινό συναπάντημα με τον θάνατο ή όταν συνοδεύουμε ένα αγαπημένο μας πρόσωπο προς το θάνατο, αντιλαμβανόμαστε ότι η ίδια η ζωή είναι δώρο. Αισθανόμαστε τότε να μας πλημμυρίζει μια τεράστια ευγνωμοσύνη που είμαστε ζωντανοί. Περπατάμε εκστασιασμένοι με τους θησαυρούς που συνοδεύουν τη ζωή: την χαρά της αναπνοής, τα θαύματα του χρώματος και του ήχου, την ευχαρίστηση να πίνεις νερό για να σβήσεις τη δίψα σου, την γλυκύτητα ενός αγαπημένου προσώπου. Αυτή η αίσθηση του δέους ανάμεικτου με ευγνωμοσύνη είναι ένα ολοφάνερο σημάδι της παρουσίας του ιερού.

Αισθανόμαστε την ίδια ευλάβεια και ευγνωμοσύνη όταν αντιλαμβανόμαστε το μεγαλείο της φύσης, τη θαυμαστή περιπλοκότητα και τάξη ενός οικοσυστήματος, ενός οργανισμού, ενός κυττάρου. Είναι εξωφρενικά τέλεια, πολύ παραπάνω από τη δυνατότητά μας να αντιληφθούμε, να δημιουργήσουμε, ακόμα και να κατανοήσουμε περισσότερο από ένα μικροσκοπικό κομμάτι τους. Ωστόσο υπάρχουν, χωρίς ποτέ να χρειάζεται να τα δημιουργήσουμε: ένας ολόκληρος κόσμος υπάρχει για να μας συντηρεί και να μας περιβάλλει. Δεν χρειάζεται να καταλάβουμε πως ακριβώς ένας σπόρος φυτρώνει και αναπτύσσεται· δεν χρειάζεται να το κάνουμε εμείς να συμβεί. Ακόμα και σήμερα, οι μηχανισμοί λειτουργίας ενός κυττάρου, ενός οργανισμού, ενός οικοσυστήματος παραμένουν κατά μεγάλο μέρος ένα μυστήριο. Χωρίς να χρειάζεται να κατασκευάσουμε κάτι, χωρίς να χρειάζεται ακόμα και να κατανοήσουμε τους βαθύτερους μηχανισμούς της φύσης, εμείς δεχόμαστε τους καρπούς της. Μπορείτε να φανταστείτε τον θαυμασμό, την ευγνωμοσύνη των μακρινών προγόνων μας καθώς στοχάζονταν τη φροντίδα που τους πρόσφερε η φύση χωρίς να έχουν κάνει κάτι για να την αξίζουν;

Είναι φυσικό λοιπόν που οι αρχαίοι στοχαστές της θρησκείας είπαν ότι ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο, και είναι φυσικό που είπαν ότι ο Θεός μας δώρισε τον κόσμο. Το πρώτο ήταν έκφραση ταπεινότητας, το δεύτερο έκφραση ευγνωμοσύνης. Δυστυχώς, οι μεταγενέστεροι θεολόγοι διαστρέβλωσαν αυτήν τη συνειδητοποίηση και είπαν ότι «Ο Θεός μας δώρισε τον κόσμο για να τον εκμεταλλευτούμε, να τον υποτάξουμε, να τον εξουσιάσουμε». Μια τέτοια ερμηνεία είναι αντίθετη με το πνεύμα της αρχικής συνειδητοποίησης. Η ταπεινότητα γνωρίζει ότι αυτό το Δώρο είναι πέρα από την ικανότητά μας να κυριαρχήσουμε. Η ευγνωμοσύνη γνωρίζει ότι τιμούμε ή δεν τιμούμε τον δωρητή ανάλογα με τον τρόπο που χρησιμοποιούμε το δώρο του.

Η σύγχρονη κοσμολογία επίσης επιβεβαιώνει την μυθολογική εκτίμηση του σύμπαντος ως δώρου. Η Μεγάλη Έκρηξη δεν πρόσφερε τα πάντα (στην κυριολεξία) χωρίς να ζητήσει τίποτα;(1) Αυτό το συναίσθημα ενισχύεται με την στενή εξέταση των διάφορων σταθερών της φυσικής (ταχύτητα φωτός, μάζα ηλεκτρονίου, σχετική δύναμη των τεσσάρων βασικών δυνάμεων κτλ) οι οποίες με ανεξήγητο τρόπο παίρνουν ακριβώς τις κατάλληλες τιμές που χρειάζεται ένα σύμπαν με ύλη, αστέρια και ζωή. Είναι λες και ολόκληρο το σύμπαν κατασκευάστηκε για μας, για να υπάρχουμε.

Εν αρχή ην το Δώρο: Στο αρχετυπικό ξεκίνημα του κόσμου, στο ξεκίνημα της ζωής μας, και στη νηπιακή ηλικία του ανθρώπινου είδους. Έτσι, η ευγνωμοσύνη είναι κάτι φυσικό για μας, είναι κάτι τόσο πρωτόγονο, τόσο ουσιώδες, που είναι πολύ δύσκολο να το ορίσουμε. Ίσως είναι το συναίσθημα του να έχεις λάβει ένα δώρο και η επιθυμία να ανταποδώσεις με τη σειρά σου. Γι’ αυτό θα περιμέναμε οι πρωτόγονοι άνθρωποι, που είναι συνδεδεμένοι με αυτήν την πρωταρχική ευγνωμοσύνη, να την εκφράζουν στις κοινωνικές και οικονομικές τους σχέσεις. Όντως, αυτό έκαναν. Οι περισσότερες αφηγήσεις στην ιστορία του χρήματος αρχίζουν με πρωτόγονες μορφές αντιπραγματισμού, όμως ο αντιπραγματισμός είναι μάλλον σπάνιος ανάμεσα στους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες. Ο πιο σημαντικός τρόπος οικονομικής συναλλαγής ήταν το δώρο.

Αν και πρωτογενείς ιδιότητες του ανθρώπου, η ευγνωμοσύνη και η γενναιοδωρία που πηγάζει από αυτήν συνυπάρχουν με άλλες, λιγότερο ηθικές πλευρές της ανθρώπινης φύσης. Ενώ πιστεύω στην θεμελιώδη θεϊκότητα του ανθρώπου, αναγνωρίζω επίσης ότι μπήκαμε σε μια μακριά περίοδο αποχωρισμού από τη θεϊκή μας υπόσταση και δημιουργήσαμε έναν κόσμο στον οποίο αδίστακτα άτομα με κοινωνικά απροσάρμοστη συμπεριφορά νέμονται τον πλούτο και την εξουσία. Αυτό το βιβλίο δεν προσποιείται ότι δεν υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, ούτε ότι δεν υπάρχουν τέτοιες προδιαθέσεις μέσα στον καθένα μας. Αντ’ αυτού, προσπαθεί να αφυπνίσει το πνεύμα του δώρου που βρίσκεται λανθάνον μέσα μας, και να οικοδομήσει θεσμούς που εκφράζουν και ενθαρρύνουν αυτό το πνεύμα. Το σημερινό οικονομικό σύστημα επιβραβεύει τον εγωισμό και την απληστία. Πώς θα ήταν ένα οικονομικό σύστημα, το οποίο, όπως κάποιοι αρχαίοι πολιτισμοί, θα επιβράβευε αντί για αυτά τη γενναιοδωρία;

Ας αρχίσουμε με μια καλύτερη κατανόηση της δυναμικής του δώρου. Παραπάνω, αναφέρθηκα στην οικονομική ανταλλαγή, όμως αυτή δεν είναι γενικά μια ακριβής περιγραφή μιας κοινωνίας δώρων. Η κυκλοφορία δώρων είναι μια πιο πετυχημένη λέξη. Σήμερα, συχνά ανταλλάζουμε δώρα, όμως η ανταλλαγή δώρων είναι ήδη ένα βήμα προς τον αντιπραγματισμό. Στις αρχαίες κοινωνίες, περίπλοκα έθιμα ρύθμιζαν την προσφορά των δώρων, έθιμα που διατηρούνται και σήμερα σε κοινωνίες που δεν έχουν χάσει τελείως τη σύνδεσή τους με το παρελθόν. Συνήθως τα δίκτυα των δώρων συνδέονται στενά με τα δίκτυα των συγγενών. Τα έθιμα υπαγορεύουν ποιος δίνει σε ποιον. Σε κάποιες κατηγορίες συγγενών αναμένεται να προσφέρεις· από άλλες κατηγορίες αναμένεις να δεχτείς· και σε άλλες τα δώρα ρέουν και προς τις δύο κατευθύνσεις.

Παρόλο που τα δώρα μπορεί να είναι αμοιβαία, εξίσου συχνά ρέουν σε κύκλους. Εγώ δίνω σε σένα, εσύ δίνεις σε κάποιον άλλον… και τελικά, κάποιος δίνει ξανά σε μένα. Ένα γνωστό παράδειγμα είναι το σύστημα κούλα (kula) των νησιών Trobriand, όπου πολύτιμα περιδέραια κυκλοφορούν σε μία κατεύθυνση από νησί σε νησί, και βραχιόλια κυκλοφορούν στην αντίθετη κατεύθυνση. Το κούλα που σημαίνει «κύκλος», και περιγράφτηκε για πρώτη φορά από τον ανθρωπολόγο Bronislaw Malinowski, είναι ο ακρογωνιαίος λίθος ενός εκτεταμένου συστήματος δώρων και άλλων οικονομικών ανταλλαγών. Ο Marcel Mauss το περιγράφει ως εξής:

Το σύστημα των δώρων με ανταλλαγές διαπερνά όλη την οικονομική, φυλετική και ηθική ζωή του λαού των Trobriand. Η ζωή τους είναι διαποτισμένη από αυτό, όπως πολύ ωραία το διατύπωσε ο Malinowski. Είναι ένα συνεχές «πάρε-δώσε». Η διαδικασία χαρακτηρίζεται από μια συνεχή ροή δώρων που προσφέρονται, που γίνονται αποδεκτά, που ανταποδίδονται προς όλες τις κατευθύνσεις».(2)

Παρόλο που το ζενίθ του συστήματος κούλα είναι η πολύ τελετουργική ανταλλαγή επίσημων βραχιολιών και περιδέραιων μεταξύ αρχηγών, το δίκτυο των δώρων που το περιβάλλει, προεκτείνεται σε όλα τα είδη πρακτικής χρησιμότητας, όπως τροφή, βάρκες, εργασία κλπ. Ο ολοκληρωτικός αντιπραγματισμός, σύμφωνα με τον Mauss, είναι ασυνήθιστος. Σε κάθε περίπτωση, «Γενικά, ακόμα και όταν κάποιος αποκτά ένα δώρο επειδή το έλαβε από κάπου – με οποιοδήποτε τρόπο – δεν κρατάει το δώρο για τον εαυτό του, παρά μόνον αν δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτό». (3) Με άλλα λόγια, τα δώρα διατηρούν συνέχεια τη ροή τους, σταματώντας την κυκλοφορία τους μόνον όταν συναντούν μια αληθινή, τρέχουσα ανάγκη. Ορίστε η ποιητική περιγραφή της αρχής του δώρου από τον Lewis Hyde:

Το δώρο κινείται προς την κατεύθυνση του κενού χώρου. Καθώς κινείται στον κύκλο του στρέφεται προς αυτόν που έχει μείνει με άδεια χέρια για περισσότερο χρόνο, κι αν κάπου αλλού εμφανιστεί κάποιος άλλος με μεγαλύτερη ανάγκη αφήνει τον παλιό του δρόμο και ανακατευθύνεται προς αυτόν. Η γενναιοδωρία μας μπορεί να μας αφήνει κενούς, όμως το κενό μας στη συνέχεια απορροφάται ήσυχα από το σύνολο μέχρι που το αντικείμενο που βρίσκεται σε κίνηση επιστρέφει για να μας ξαναγεμίσει. Η κοινωνική φύση αποστρέφεται το κενό.(4)

Παρόλο που σήμερα κάνουμε σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στο δώρο και την εμπορική συναλλαγή, σε παλιότερες εποχές η διάκριση δεν ήταν καθόλου ξεκάθαρη. Σε κάποιους πολιτισμούς, όπως στους Toaripi και στους Namau, είχαν μόνον μια λέξη για τα ρήματα αγοράζω, πουλάω, δανείζω και δανείζομαι (5), ενώ η λέξη šám στην αρχαία Μεσοποταμία σήμαινε «αγοράζω» και «πουλάω». (6) Αυτή η δισημία συνεχίζεται και σε πολλές σύγχρονες γλώσσες. Τα κινέζικα, τα γερμανικά, τα δανέζικα, τα νορβηγικά, τα ολλανδικά, τα εσθονικά, τα βουλγαρικά, τα σερβικά, τα γιαπωνέζικα και πολλές άλλες γλώσσες έχουν η καθεμιά τους μία μόνο λέξη για το δανείζομαι και το δανείζω· ίσως ένα απομεινάρι της αρχαίας εποχής όταν οι δύο αυτές έννοιες δεν ξεχωρίζονταν. (7) Διατηρείται ακόμα και στα Αγγλικά, στην ομιλία λιγότερο μορφωμένων ανθρώπων, οι οποίοι πολλές φορές χρησιμοποιούν τη λέξη «δανείζομαι» ενώ εννοούν «δανείζω», όπως όταν λένε «Του δανείστηκα είκοσι δολάρια». Πώς γίνεται αυτό; Πώς γίνεται η ίδια λέξη να χρησιμοποιείται για δύο αντίθετες πράξεις»;

Η λύση σε αυτόν το γρίφο βρίσκεται στη δυναμική του δώρου. Με την σπάνια, ίσως θεωρητική εξαίρεση που ο Derrida αποκάλεσε «δώρα χωρίς δεσμεύσεις» («free gifts»), τα δώρα συνοδεύονται είτε από κάποιο σύμβολο ανταλλαγής είτε από μια ηθική ή κοινωνική υποχρέωση (ή και τα δύο). Σε αντίθεση με μία σύγχρονη χρηματική συναλλαγή που είναι κλειστή και δεν αφήνει καμιά υποχρέωση, η συναλλαγή με δώρα είναι ανοιχτή, δημιουργώντας έναν συνεχή δεσμό ανάμεσα στους συμμετέχοντες. Από μια άλλη σκοπιά, το δώρο έχει κάτι από τον δότη, και έτσι, όταν δίνουμε ένα δώρο, προσφέρουμε κάτι από τον εαυτό μας. Αυτό είναι το αντίθετο από την σύγχρονη συναλλαγή με εμπορεύματα, στην οποία τα αγαθά που πωλούνται είναι απλώς αντικείμενα, ξέχωρα από αυτόν που τα πουλάει. Καταλαβαίνουμε τη διαφορά. Πιθανώς έχετε κάποια αντικείμενα που σας έχουν χαρίσει και θεωρείτε πολύτιμα, τα οποία πιθανώς είναι αντικειμενικά ολόιδια με άλλα που κυκλοφορούν στην αγορά, όμως είναι μοναδικά και ξεχωριστά για σας εξαιτίας αυτού που σας τα χάρισε. Έτσι, οι αρχαίοι άνθρωποι αναγνώριζαν μια μαγική ιδιότητα, ένα πνεύμα που κυκλοφορούσε μαζί με τα δώρα.

Άχρηστα αντικείμενα όπως όστρακα, όμορφες χάνδρες, περιδέραια και άλλα ήταν οι πρώτες μορφές χρήματος. Η ανταλλαγή τους με κάτι πρακτικής χρησιμότητας είναι, αφελώς μιλώντας, απλώς ένας τρόπος διευκόλυνσης του δώρου – παίρνεις κάτι χωρίς να έχεις δώσει τίποτα. Η ανταλλαγή εξελίχθηκε όταν άρχισαν να παίρνουν δίνοντας κάτι άλλο, όμως αυτό δεν μείωσε την αξία του δώρου, αφού απλώς έδιναν υλική υπόσταση στο αίσθημα της υποχρέωσης· επρόκειτο για δείγμα ευγνωμοσύνης. Από αυτήν την άποψη, η ταυτότητα της αγοράς και της πώλησης, του δανείζειν και του δανείζεσθαι, είναι εύκολο να γίνει κατανοητή. Δεν είναι καθόλου αντίθετες λειτουργίες μεταξύ τους. Όλα τα δώρα μέσα από μια κυκλική διαδρομή επιστρέφουν στον δότη σε άλλη μορφή. Ο αγοραστής και ο πωλητής είναι ίσοι.

Σήμερα υπάρχει μια ασυμμετρία στις εμπορικές συναλλαγές, η οποία αναγνωρίζει ως αγοραστή αυτόν που δίνει χρήματα και δέχεται αγαθά και ως πωλητή αυτόν που δέχεται χρήματα και δίνει αγαθά. Όμως, θα μπορούσαμε εξίσου να πούμε ότι ο «αγοραστής» πουλάει χρήματα για πάρει εμπορεύματα και ο «πωλητής» αγοράζει χρήματα δίνοντας εμπορεύματα. Γλωσσολογικά και ανθρωπολογικά στοιχεία μαρτυρούν ότι αυτή η ασυμμετρία είναι νέα, αρκετά νεότερη από το χρήμα. Τι είναι λοιπόν αυτό που συνέβη στο χρήμα και του προκάλεσε αυτήν την ασυμμετρία; Το χρήμα διαφέρει από κάθε άλλο αγαθό στον κόσμο, και όπως θα δούμε, αυτή είναι η καίρια διαφορά που κάνει το χρήμα ανίερο.

Τα δώρα, από την άλλη πλευρά, αναγνωρίζονται ενστικτωδώς ως ιερά, γι’ αυτό και μέχρι σήμερα δημιουργούμε τελετές για την προσφορά δώρων. Τα δώρα ενσαρκώνουν τις καίριες ιδιότητες του ιερού που ανέπτυξα στην εισαγωγή. Πρώτον, την μοναδικότητα: σε αντίθεση με τα σύγχρονα τυποποιημένα αγαθά, που αγοράζονται σε κλειστές συναλλαγές με χρήματα και είναι αποξενωμένα από την προέλευσή τους, τα δώρα είναι μοναδικά στον βαθμό που κουβαλούν κάτι από τον δότη. Δεύτερον, την ολότητα, την αλληλεξάρτηση: τα δώρα διευρύνουν τον κύκλο του εαυτού για να συμπεριλάβει ολόκληρη την κοινότητα. Ενώ το χρήμα σήμερα εκφράζει την αρχή «Περισσότερο για μένα σημαίνει λιγότερο για σένα», σε μια οικονομία του δώρου το περισσότερο για σένα σημαίνει και περισσότερο για μένα επειδή αυτοί που έχουν, δίνουν σε αυτούς που έχουν ανάγκη. Τα δώρα στερεώνουν τη μυστικιστική συνειδητοποίηση της συμμετοχής σε κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό μας, το οποίο ωστόσο δεν είναι ξέχωρο από τον εαυτό μας. Οι αλήθειες που αφορούν το ατομικό συμφέρον στο πλαίσιο της λογικής αλλάζουν επειδή ο εαυτός έχει διευρυνθεί για να συμπεριλάβει κάτι από τον άλλον.

Η συνήθης εξήγηση για την εξέλιξη του χρήματος που βρίσκουμε σε οικονομικά κείμενα θεωρεί ως σημείο εκκίνησης τον αντιπραγματισμό. Από πολύ νωρίς, τα άτομα που συμμετείχαν στον ανταγωνισμό, επιδίωκαν να μεγιστοποιήσουν το ατομικό τους συμφέρον στο πλαίσιο της λογικής. Αυτή η εξιδανικευμένη περιγραφή δεν τεκμηριώνεται από την ανθρωπολογία. Ο αντιπραγματισμός, σύμφωνα με τον Mauss, ήταν σπάνιος στην Πολυνησία, σπάνιος στη Μαλαισία και ανήκουστος στον Βορειο-Δυτικό Ειρηνικό. Ο οικονομικός ανθρωπολόγος George Dalton συναινεί κατηγορηματικά: «Ο αντιπραγματισμός, με την στενή έννοια της ανταλλαγής χωρίς τη μεσολάβηση χρήματος, δεν ήταν ποτέ ένα ποσοτικά σημαντικό ή κυρίαρχο μοντέλο συναλλαγής σε κανένα από τα παλαιά ή σημερινά οικονομικά συστήματα για τα οποία υπάρχουν πληροφορίες που μπορούν να επαληθευτούν». (8) Οι μόνες περιπτώσεις αντιπραγματισμού, λέει ο Dalton, ήταν για ασήμαντες, σποραδικές ή επείγουσες συναλλαγές – όπως συμβαίνει και σήμερα. Πέρα από αυτά, οι συναλλαγές χωρίς τη μεσολάβηση χρήματος ελάχιστα έμοιαζαν στις απρόσωπες συναλλαγές με στόχο το μέγιστο όφελος που φαντασιώνονται οι οικονομολόγοι, αλλά «συνήθως απαιτούσαν προσωπικές σχέσεις με διάρκεια (και μερικές φορές τελετουργικές) οι οποίες επικυρώνονταν από τα έθιμα και χαρακτηρίζονταν από αμοιβαιότητα».(9) Τέτοιες συναλλαγές δεν χαρακτηρίζονται ως αντιπραγματισμός αλλά ως τελετουργική ανταλλαγή δώρων.

Σήμερα, τοποθετούμε τα δώρα και τις αγορές σε διαφορετικές κατηγορίες· και για να είμαστε σίγουροι, τα αναθέτουμε σε διαφορετικούς κλάδους των οικονομικών και της ψυχολογίας. Όμως, οι πολύ παλιές κοινωνίες δεν είχαν τέτοιους διαχωρισμούς ούτε είχαν τη σημερινή διάκριση ανάμεσα σε μία επαγγελματική σχέση και μία προσωπική σχέση. Οι οικονομολόγοι, διηγούμενοι την ιστορία του χρήματος, έχουν την τάση να προβάλλουν αυτήν την διάκριση στο παρελθόν, και μαζί με αυτήν κάποιες βαθιές εικασίες για την ανθρώπινη φύση, τον εαυτό και τον σκοπό της ζωής: δηλαδή ότι είμαστε διακριτά και απομονωμένα άτομα που ανταγωνιζόμαστε για περιορισμένους πόρους ώστε να μεγιστοποιήσουμε το προσωπικό μας όφελος. Δεν θα πω ότι αυτές οι εικασίες δεν αληθεύουν. Είναι τμήμα της χαρακτηριστικής ιδεολογίας του πολιτισμού μας, την Ιστορία των Ανθρώπων που τώρα πλησιάζει στο τέλος της. Η μεταμόρφωση του χρήματος είναι τμήμα μιας μεγαλύτερης μεταμόρφωσης, που βασίζεται σε πολύ διαφορετικές υποθέσεις για τον εαυτό, τη ζωή και τον κόσμο.

Η ανθρώπινη οικονομία δεν βρίσκεται ποτέ πολύ μακριά από την κοσμολογία, τη θρησκεία και την ψυχή. Δεν βασίζονταν μόνον οι αρχαίες οικονομίες στα δώρα αλλά και η αρχαία κοσμολογία και η θρησκεία. Και σήμερα, το χρήμα που έχουμε εφεύρει με τις ιδιότητες της τυποποίησης, της αφαίρεσης και της ανωνυμίας είναι σε συμφωνία με τις άλλες πλευρές της ανθρώπινης εμπειρίας. Άραγε τι νέα επιστημονικά, θρησκευτικά ή ψυχολογικά πρότυπα μπορεί να προκύψουν στο πλαίσιο ενός διαφορετικού είδους χρήματος;

Αν το χρήμα δεν προήλθε από τον φανταστικό κόσμο των οικονομολόγων με τις υπολογισμένες συναλλαγές που φέρνουν το μέγιστο κέρδος, τότε από πού προήλθε; Εγώ πιστεύω ότι το χρήμα δημιουργήθηκε ως ένα μέσο για τη διευκόλυνση της προσφοράς δώρων, του μοιράσματος και της γενναιοδωρίας ή ότι τουλάχιστον έφερε λίγο από αυτό το πνεύμα. Για να αναπλάσουμε μια ιερή οικονομία, είναι απαραίτητο να αποκαταστήσουμε αυτό το αρχικό πνεύμα του χρήματος.

Στον πυρήνα του, το χρήμα είναι μια όμορφη έννοια. Επιτρέψτε μου να γίνω πολύ αφελής για λίγο ώστε να αποκαλύψω αυτόν τον πυρήνα, αυτήν την πνευματική (αν όχι ιστορική) υπόσταση του χρήματος. Έχω κάτι που χρειάζεσαι και επιθυμώ να σου το δώσω. Έτσι λοιπόν το κάνω, κι εσύ νιώθεις ευγνωμοσύνη και επιθυμία να μου δώσεις κάτι σε ανταπόδοση. Όμως, δεν έχεις τίποτα που να χρειάζομαι τώρα. Έτσι, μου δίνεις ένα δείγμα της ευγνωμοσύνης σου – ένα άχρηστο, όμορφο πραγματάκι, όπως ένα περιδέραιο από κοχύλια ή ένα κομμάτι ασήμι. Αυτό το δείγμα λέει «Έχω ικανοποιήσει τις ανάγκες άλλων ανθρώπων και έχω κερδίσει την ευγνωμοσύνη τους». Αργότερα, όταν δεχτώ δώρο από κάποιον άλλον, του δίνω αυτό το δείγμα. Τα δώρα μπορούν να κυκλοφορούν σε τεράστιες κοινωνικές αποστάσεις, κι εγώ μπορώ να λαμβάνω δώρα από ανθρώπους στους οποίους δεν έχω τίποτα να δώσω ενώ συνεχίζω να εκπληρώνω την επιθυμία μου να εκφράζω έμπρακτα την ευγνωμοσύνη  που μου ενέπνευσαν τα δώρα.

Στο επίπεδο της οικογένειας, της φατρίας ή της ομάδας των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, το χρήμα δεν είναι απαραίτητο για τη λειτουργία της οικονομίας του δώρου. Ούτε είναι απαραίτητο στη μεγαλύτερη μονάδα κοινωνικής οργάνωσης: το χωριό ή την φυλή μερικών εκατοντάδων ανθρώπων. Εκεί, αν δεν χρειάζομαι κάτι από εσένα τώρα, είτε θα μου δώσεις κάτι που χρειάζομαι στο μέλλον (από ευγνωμοσύνη) είτε θα δώσεις σε κάποιον άλλον, ο οποίος θα δώσει σε κάποιον άλλον, ο οποίος θα δώσει σε μένα. Αυτός είναι ο «κύκλος του δώρου», η βάση της κοινότητας. Σε μια φυλή ή σε ένα χωριό, η κλίμακα της κοινωνίας είναι όσο μικρή χρειάζεται ώστε αυτοί που δίνουν σε μένα να αναγνωρίζουν τα δώρα μου προς τους άλλους. Αυτό δεν συμβαίνει σε μια μαζική κοινωνία όπως η δική μας. Αν σου προσφέρω απλόχερα, ο αγρότης στη Χαβάη που καλλιέργησε το τζίντζερ μου ή ο μηχανικός στην Ιαπωνία που σχεδίασε το κινητό μου τηλέφωνο δεν θα το μάθει. Γι’ αυτό, αντί της προσωπικής αναγνώρισης των δώρων, χρησιμοποιούμε το χρήμα: την απεικόνιση της ευγνωμοσύνης. Η κοινωνική μαρτυρία των δώρων γίνεται ανώνυμη.

Το χρήμα γίνεται απαραίτητο όταν η εμβέλεια των δώρων ξεπερνάει τους ανθρώπους που γνωρίζουμε προσωπικά. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση που η οικονομική κλίμακα και ο καταμερισμός της εργασίας υπερβαίνουν το επίπεδο της φυλής ή του χωριού. Πράγματι, τα πρώτα χρήματα εμφανίστηκαν στους πρώτους γεωργικούς πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν πέρα από το νεολιθικό χωριό: στη Μεσοποταμία, την Αίγυπτο, την Κίνα και την Ινδία. Τα παραδοσιακά αποκεντρωμένα δίκτυα δώρων αντικαταστάθηκαν από συγκεντρωτικά συστήματα αναδιανομής, με κομβικό σημείο τον ναό και αργότερα το βασιλικό παλάτι. Πολύ πιθανόν, αυτά να εξελίχθηκαν μέσα από έθιμα τύπου πότλατς (potlatch) στις οποίες τα δώρα κυκλοφορούσαν προς τους αρχηγούς των φυλών και άλλους ηγέτες και κατόπιν από αυτούς προς τους συγγενείς τους και την υπόλοιπη φυλή. Ξεκινώντας ως κεντρικοί κόμβοι για μεγάλης κλίμακας κυκλοφορία δώρων, σύντομα ξέφυγαν από τη λογική του δώρου καθώς οι συνεισφορές γινόντουσαν αναγκαστικές και ποσοτικά καθορισμένες, και η ανταπόδοση έγινε άνιση. Τα κείμενα των αρχαίων Σουμερίων ήδη μιλούν για οικονομική πόλωση, για έχοντες και μη έχοντες και για απολαβές πείνας.(10) Μολονότι η διακίνηση των αγαθών ελεγχόταν από τις συγκεντρωτικές ντιρεκτίβες και όχι από την αγορά,(11) οι πρώτες γεωργικές αυτοκρατορίες χρησιμοποιούσαν κάτι που κάποιοι αποκαλούν χρήμα: γεωργικά είδη και μέταλλα σε τυποποιημένες ποσότητες που χρησίμευαν ως μέσα ανταλλαγής, μονάδες υπολογισμού και μέσα αποθήκευσης. Έτσι, τέσσερεις χιλιάδες χρόνια πριν, το χρήμα ήδη αδυνατούσε να εκπληρώσει την αφελή προσδοκία μου για δημιουργία μεγαλύτερης αφθονίας για όλους, διευκολύνοντας το ταίριασμα δώρων και αναγκών.

Αφού το χρήμα διευκόλυνε το εμπόριο, πρόσφερε κίνητρα για επαρκή παραγωγή και επέτρεπε την ανάληψη έργων μεγάλης κλίμακας μέσω της συσσώρευσης κεφαλαίου, θα έπρεπε να εμπλουτίσει τη ζωή μας: θα έπρεπε να μας προσφέρει άνεση, ελεύθερο χρόνο, να μας ελευθερώσει από τα άγχη μας και να μας παρέχει δίκαιη κατανομή του πλούτου. Όντως, η συμβατική οικονομική θεωρία προβλέπει όλα αυτά τα θετικά αποτελέσματα. Το γεγονός ότι το χρήμα έχει γίνει ένας παράγοντας που συντελεί σε όλα τα αντίθετα – άγχος, κακοτυχίες, και πόλωση του πλούτου – είναι ένα παράδοξο.