ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11: ΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝ ΑΓΑΘΩΝ (Part 2)

Κάνω αυτήν την ερώτηση επειδή κάποιοι μεταρρυθμιστές του νομισματικού συστήματος πιστεύουν ότι πρόκειται για μια κακή ιδέα και έχουν οικοδομήσει ολόκληρες οικονομικές φιλοσοφίες γύρω από νομισματικά συστήματα χρυσού ή χρήματος κατ’ εντολήν στα οποία η τραπεζική κλασματικών αποθεμάτων και η ιδιωτική δημιουργία πιστωτικού χρήματος απαγορεύονται. Θα ασχοληθώ με αυτό το θέμα σε βάθος επειδή αντιπροσωπεύει έναν σημαντικό τρόπο σκέψης στη Νέα Οικονομική. Πρόσφατες εισηγήσεις από τον νομισματικό ιστορικό Stephen Zarlenga αντιμετωπίστηκαν ακόμη και με συμπάθεια στoυς περιθωριακούς κύκλους της αμερικανικής πολιτικής, ιδιαίτερα από το μέλος του Κογκρέσου Ron Paul. Η κατάργηση της τραπεζικής κλασματικών αποθεμάτων είναι επίσης μέρος της φιλοσοφίας ορισμένων οπαδών του κινήματος κοινωνικής πίστωσης (social credit movement), της αυστριακής οικονομικής σχολής και πολλών άλλων. Η λογική τους μου φάνηκε ακαταμάχητη στην αρχή και παρείχε μια πολύ ικανοποιητική εξήγηση για τα καταστροφικά αποτελέσματα της γιγάντωσης του χρέους στα μέσα και το τέλος του εικοστού αιώνα, όταν το χρήμα αποσυνδέθηκε από τον χρυσό. Ένα σύστημα τραπεζικής πλήρων αποθεμάτων (100-percent reserve system) υποτίθεται ότι θα απέτρεπε το χρέος από το να υπερβεί τα αποθέματα χρήματος –όμως πώς μπορεί στη συνέχεια να αποφευχθεί η συγκέντρωση του πλούτου ενώ υπάρχει ο τόκος;

Εκτός από τη αυστριακή οικονομική σχολή, οι περισσότεροι υπέρμαχοι της τραπεζικής πλήρων αποθεμάτων υποστηρίζουν επίσης και κάποιο είδος οικονομικής αναδιανομής ή νομισματικής διεύρυνσης όπως την άμεση διοχέτευση του χρήματος κατ’ εντολήν στην οικονομία από την κυβέρνηση ώστε να μπορέσουν οι οφειλέτες να αποκτήσουν αρκετά χρήματα για την αποπληρωμή των δανείων τους, του κεφαλαίου και των τόκων. Ο Frederick Soddy, ένας από τους πρώτους σύγχρονους οικονομολόγους που αναγνώρισε την αδυναμία της απεριόριστης εκθετικής ανάπτυξης και που έκανε διάκριση ανάμεσα στο χρήμα και τον πλούτο, πρότεινε ως προϋπόθεση πλήρη αποθέματα για τις τράπεζες, εξαιρώντας τις από τη δημιουργία χρήματος, με την προϋπόθεση ότι η κυβέρνηση θα τύπωνε χρήμα, στο επίπεδο που αρκεί για να αποφευχθεί ο αποπληθωρισμός. Ο Irving Fisher, ιδρυτής των μαθηματικών οικονομικών και σαφώς ο σπουδαιότερος οικονομολόγος της Αμερικής, εισηγήθηκε μία πρόταση που την ονόμασε «100 τοις εκατό χρήμα» (100-percent money). O Major Douglas προχώρησε ακόμα περισσότερο υποστηρίζοντας την πληρωμή ενός κοινωνικού μερίσματος σε όλους τους πολίτες.

Μου πήρε αρκετό χρόνο να αποφασίσω αν η τραπεζική κλασματικών αποθεμάτων ή η τραπεζική πλήρων αποθεμάτων ταιριάζει περισσότερο με τα ιερά οικονομικά. Αφού πάλεψα με τις φοβερές περιπλοκότητες του θέματος και διάβασα εφημερίδες φτάνοντας μέχρι το 1930, μια μέρα τα παράτησα και ξάπλωσα στον καναπέ, όπου, όπως ήταν αναμενόμενο και με κάποια στενοχώρια μου, αντιλήφθηκα ότι τα δύο συστήματα δεν ήταν τόσο ριζικά διαφορετικά όπως πίστευε ο περισσότερος κόσμος. Η σύγχυση, η οποία είναι πολύ διαδεδομένη στο διαδίκτυο, προέρχεται σε ένα πρώτο επίπεδο από την απλουστευτική και λανθασμένη άποψη για το πώς δουλεύει στην πραγματικότητα η τραπεζική κλασματικών αποθεμάτων και σε ένα βαθύτερο επίπεδο από μία τεχνητή και άστοχη διάκριση ανάμεσα στη σύμβαση και στην πραγματικότητα. Εγώ παρουσιάζω μία εναλλακτική άποψη στο παράρτημα.

Εδώ, αρκεί να σας πω ότι οι προτάσεις αυτού του βιβλίου μπορούν να ταιριάξουν και στα δύο συστήματα. Γενικά, είμαι ευνοϊκά διατεθειμένος σε ένα σύστημα που περιλαμβάνει την ιδιωτική πίστωση, πρώτον επειδή επιτρέπει την οργανική, ενδογενή δημιουργία χρήματος ανεξάρτητα από την κεντρική εξουσία· δεύτερον, επειδή ενσωματώνει πιο εύκολα νέους τρόπους οικονομικής συνεργασίας όπως τους δακτύλιους εμπορικού αντιπραγματισμού και τα συστήματα αμοιβαίας πίστωσης· τρίτον, επειδή επιτρέπει πολύ μεγαλύτερη ευελιξία στη χρηματοοικονομική διαμεσολάβηση και στον σχηματισμό κεφαλαίου· και τέταρτον, επειδή απλοποιεί τη συμψηφιστική εκκαθάριση πιστώσεων μεταξύ τραπεζών. Επιπλέον, όπως άρχισαν να αντιλαμβάνονται μερικοί συνεργάτες του Irving Fisher στα μέσα της δεκαετίας του 1930, είναι σχεδόν αδύνατον να εμποδίσουμε τις καταθέσεις κλασματικών αποθεμάτων να εμφανιστούν σε συγκαλυμμένες μορφές.(6) Επισημαίνω αυτό το σημείο στο παράρτημα, όμως προσέξτε: ακόμα και αν εκδώσετε μία γραπτή αναγνώριση οφειλής για έναν φίλο σας, και ο φίλος σας τη δώσει σε έναν άλλον φίλο αντί για χρήματα, αυξάνετε την προσφορά χρήματος.

Όποια κι αν είναι τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της ιδιωτικής δημιουργίας χρήματος μέσω πίστωσης και είτε η κυβέρνηση εκδίδει χρήμα κατ’ εντολήν είτε δημιουργεί πιστωτικό χρήμα σε σύμπραξη με μία κεντρική τράπεζα, θα προκύψει ένα απείρως μεγαλύτερο ποσοστό χρήματος με προέλευση εκτός του ιδιωτικού τραπεζικού συστήματος από ότι συμβαίνει σήμερα. Ο λόγος είναι πολύ απλός: μεγάλο μέρος του κοινού πλούτου στον οποίο βασίζεται η δημιουργία της ιδιωτικής πίστωσης, θα γίνει δημόσιο κτήμα. Για παράδειγμα, δεν θα μπορεί πλέον μία εταιρεία να παίρνει ένα επιχειρηματικό δάνειο που βασίζεται στα κέρδη που υπολογίζονται ότι θα προέλθουν στο μέλλον από την εξάντληση ενός υδροφόρου ορίζοντα. Τα μελλοντικά κόστη από την εξάντληση του υδροφόρου ορίζοντα θα απορροφούνται και θα επιστρέφονται στο κοινό μέσω των πληρωμών δικαιωμάτων χρήσης. Μπορεί ωστόσο να υπάρχει ακόμα ευκαιρία κέρδους – για παράδειγμα, αν κάποιος βρει μια πιο αποδοτική ή πιο παραγωγική  χρήση της ίδιας ποσότητας νερού. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν μια σωστή βάση για τη δημιουργία ιδιωτικής πίστωσης· αυτό που είναι αθέμιτο είναι να δημιουργούμε χρήματα παίρνοντας αγαθά που θα έπρεπε να ανήκουν σε όλους.

Λόγω της συγκεντρωμένης ιδιωτικής ιδιοκτησίας του κοινού πλούτου σήμερα, τα κέρδη που προέρχονται απλώς και μόνον από την ιδιοκτησία είναι επίσης πολύ συγκεντρωμένα. Όταν οι παραγωγοί/κατασκευαστές (και τελικά οι καταναλωτές) πληρώνουν το συνολικό κόστος για την ενέργεια και τις πρώτες ύλες και τη θεμιτή τιμή ενοικίου για τη γη και άλλα κοινά αγαθά, τότε μεγάλο μέρος του πλούτου που σήμερα συγκεντρώνεται στα χέρια λίγων θα περάσουν στους διαχειριστές των κοινών αγαθών. Η κατάσταση θα είναι ανάλογη με αυτό που συμβαίνει όταν μία χώρα όπως η Βραζιλία ή η Βολιβία κρατικοποιεί τα πετρελαϊκά της πεδία. Αυτό το μέρος του κέρδους πηγαίνει στη χώρα. Τι συμβαίνει σε αυτά τα χρήματα εξαρτάται από την πολιτική – μπορεί να πάνε σε μια κλίκα διεφθαρμένων αξιωματούχων, μπορεί να πάνε σε δημόσια έργα ή μπορεί να πληρωθούν απευθείας στο λαό σαν πληρωμή δικαιώματος (όπως στην Αλάσκα, όπου ο κάθε κάτοικος παίρνει μία ετήσια πληρωμή αρκετών χιλιάδων δολαρίων). Αν αυτό επεκταθεί από το πετρέλαιο σε όλα τα κοινά αγαθά, γίνονται διαθέσιμα τεράστια ποσά χρημάτων σε διάφορα επίπεδα της κυβέρνησης, ιδιαίτερα σε τοπικό επίπεδο και σε επίπεδο βιοπεριοχής, αντικαθιστώντας τις τρέχουσες μορφές φορολόγησης.

Μία άλλη συνέπεια του νομίσματος που διασφαλίζεται με τα κοινά αγαθά είναι ότι θα πληρώναμε πολύ περισσότερο για πράγματα που είναι φτηνά σήμερα επειδή οι τιμές τους θα ενσωμάτωναν κόστη που σήμερα τα μεταβιβάζουμε σε άλλους ανθρώπους ή στις επόμενες γενιές. Τα εμπορεύματα θα γίνονταν πιο ακριβά σε σχέση με τις υπηρεσίες, προσφέροντας ένα κίνητρο για επισκευή, επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση. Θα εξαφανίζονταν τα διαστρεβλωμένα οικονομικά που κάνουν φτηνότερο το να αγοράσεις μια καινούρια τηλεόραση από το να επισκευάσεις μία παλιά. Θα εξαφανιζόταν το σημερινό οικονομικό κίνητρο για εσκεμμένη παλαίωση. Ένα νέο επιχειρηματικό μοντέλο (που ήδη αναδύεται σε κάποιες βιομηχανίες) θα άνθιζε: ιδιαίτερα ανθεκτικά, εύκολα επισκευάσιμα μηχανήματα που ενοικιάζονται αντί να πωλούνται στους καταναλωτές.

Μόλις πριν δύο γενιές, μικροσυσκευές ταπεινές όσο μία τοστιέρα, πήγαιναν για επισκευή. Ακόμα και τα παπούτσια και τα ρούχα επιδιορθώνονταν. Τέτοιες υπηρεσίες όχι μόνον είναι εγγενώς τοπικές, βοηθώντας έτσι να αναζωογονηθούν οι τοπικές οικονομίες, αλλά συνεισφέρουν σε μια στάση φροντίδας για τα υλικά μας υπάρχοντα, και κατ’ επέκταση για την υλικότητα. Μία ζωή γεμάτη από πράγματα μιας χρήσης δεν είναι μία πλούσια ζωή. Πως μπορούμε να έχουμε μια ιερή οικονομία αν δεν μεταχειριζόμαστε τα αντικείμενά της –τα πράγματα που οι άνθρωποι δημιουργούν και ανταλλάσσουν – με σεβασμό; Bρίσκω πολύ ικανοποιητικό ότι ένα οικονομικό σύστημα που βασίζεται στην προστασία και τον σεβασμό προς τη φύση ενθαρρύνει, σε ατομικό επίπεδο, την ίδια στάση σεβασμού προς τα αντικείμενα που φτιάχνουμε από φυσικές πρώτες ύλες.

Σε συλλογικό επίπεδο, αυτός ο σεβασμός θα πάρει τη μορφή μίας εντελώς διαφορετικής προσέγγισης των κυβερνητικών δαπανών. Η μεγάλη ποσότητα των πλουτοπαραγωγικών πόρων που θα προκύψει από την ανάκτηση των κοινών αγαθών για το κοινό καλό μπορεί να γίνει μέρος της θεραπείας των κοινών αγαθών από τη λεηλασία που υπέστησαν τους περασμένους αιώνες. Οι οικολογικές καταστροφές θα κατευθύνουν διαρκώς την προσοχή μας στην επείγουσα ανάγκη να θεραπεύσουμε τα δάση, τους υγρότοπους, τους ωκεανούς, την ατμόσφαιρα και κάθε άλλο οικοσύστημα από τον όλεθρο που προκάλεσε η βιομηχανική εποχή. Το επείγον αυτής της ανάγκης θα στρέψει την ενέργειά μας μακριά από την κατανάλωση και τους πολέμους.

Ο πόλεμος είναι ένα αναπόφευκτο συμπλήρωμα ενός οικονομικού συστήματος που απαιτεί την ανάπτυξη. Είτε μέσω του αποικισμού εκτάσεων γης είτε μέσω της υποδούλωσης λαών, υπάρχει η συνεχής ανάγκη της πρόσβασης σε νέες πηγές κοινωνικού και φυσικού κεφαλαίου για να ταΐσουμε τη μηχανή του χρήματος. Οι πόλεμοι επίσης αυξάνουν την κατανάλωση, μετριάζοντας την κρίση της υπερβάλλουσας παραγωγικής ικανότητας που περιγράφηκε νωρίτερα. Ο ανταγωνισμός για πλουτοπαραγωγικούς πόρους και αγορές ήταν λοιπόν ένα βασικό κίνητρο των πολέμων του εικοστού αιώνα, τόσο ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις όσο και ενάντια σε καθέναν που αντιστεκόταν στον αποικισμό και τον ιμπεριαλισμό. Ο περιορισμός της κατανάλωσης πρώτων υλών είναι ένας από τους πυλώνες μιας οικονομίας σταθερής κατάστασης ή οικονομίας αποανάπτυξης, που βραχυκυκλώνει αυτήν την πρωτόγονη παρόρμηση για πόλεμο και απελευθερώνει τεράστιες ποσότητες πλουτοπαραγωγικών πόρων για την επίτευξη της θεραπείας του πλανήτη.

Το νομισματικό σύστημα που περιέγραψα συντελεί ουσιαστικά στην αναστροφή της παλιάς αδικίας της ιδιοκτησίας και της πλεονεξίας των λίγων ενάντια στους πολλούς και ενάντια στο μέλλον που ενυπάρχει στην εκμετάλλευση των κοινών αγαθών. Ωστόσο, λείπει ένα μεγάλο κομμάτι από το παζλ: όπως τεκμηριώθηκε στο Κεφάλαιο 5, η ίδια αδικία που ενυπάρχει στην ιδιοκτησία ενυπάρχει και στο χρήμα. Έχω περιγράψει την καινούρια ιστορία της αξίας και πως θα την ενσωματώσουμε στο χρήμα όμως μέχρι τώρα έχω αφήσει απέξω την εμμονή του χρήματος που είναι ανεξάρτητη από την ιστορία της αξίας και διέπει είτε την ανάπτυξη είτε τη συγκέντρωση του πλούτου (ή και τα δύο). Είναι δυνατόν να μεταχειριζόμαστε το χρήμα σαν ένα κοινό αγαθό με τον ίδιο τρόπο που μεταχειριζόμαστε τη γη ή την ατμόσφαιρα; Είναι δυνατόν να αντιστρέψουμε το μηχανισμό του τόκου, ο οποίος, όπως η οικειοποίηση των κοινών αγαθών, επιτρέπει σε εκείνους που τον έχουν να κερδίζουν απλώς επειδή έχουν την ιδιοκτησία του; Με αυτό το καίριο ζήτημα θα ασχοληθούμε στη συνέχεια.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

Σημειώσεις

 

  1. Στο σημείο αυτό πρέπει να παραδεχτώ ότι η αμιγώς μαρξιστική θεωρία δεν αντιλαμβάνεται την κρατική ιδιοκτησία ως το τελικό στάδιο του κομμουνισμού, αλλά υποστηρίζει πως το κράτος τελικά θα σβήσει και μαζί με αυτό και η έννοια της ιδιοκτησίας.

  2. Η τραγωδία των κοινών αγαθών αποτελεί ένα ιστορικοφανές κατασκεύασμα που σκοπό είχε να καταδείξει το πρόβλημα με τον λαθρεπιβάτη. Η ιστορία έχει ως εξής: Το κοινόχρηστο λιβάδι ενός χωριού απογυμνώθηκε από κάθε βλάστηση, καθώς ήταν προς το συμφέρον του κάθε χωρικού να πηγαίνει εκεί όσο περισσότερα πρόβατα μπορούσε για βοσκή. Όταν λοιπόν όλοι επεδίωξαν το προσωπικό τους όφελος, όλοι ζημιώθηκαν λόγω της υπερβόσκησης.

  3. Η αδικία και η οικονομική αναποτελεσματικότητα των έγγειων προσόδων αναγνωρίστηκαν και από μεγάλους οικονομολόγους και κατακρίθηκαν στα γραπτά των Adam Smith, David Ricardo, και John Stuard Mill. Δείτε: Hudson, Michael “Deficit Commission Follies.” Counterpunch 6/12/10.

  4. Η αλήθεια είναι πως αυτός ο διαχωρισμός είναι κάπως προβληματικός. Είναι πολύ δύσκολο να διαχωρίσει κανείς την αξία της γης από την αξία των έργων που έγιναν επάνω σε αυτή τη γη. Πρώτα-πρώτα, η ανθρώπινη δραστηριότητα μπορεί να επιφέρει οριστικές αλλαγές στη γη και να μεταβάλει την εγγενή της αξία. Κατά δεύτερο λόγο, τα έργα βελτίωσης μπορεί να προσελκύσουν και άλλους στην περιοχή, γεγονός που θα οδηγήσει σε αύξηση των τιμών της γης, ανεξαρτήτως του εάν έχουν ή δεν έχουν γίνει έργα. Έτσι, κατά παράδοξο τρόπο, τα βελτιωτικά έργα μπορεί να οδηγήσουν σε αύξηση των τιμών της γης που δεν έχει υποβληθεί σε έργα δημιουργώντας έτσι ένα αντικίνητρο για την πραγματοποίηση νέων έργων. Νομίζω ότι αυτές οι δυσκολίες, οι οποίες ισχύουν ως ένα βαθμό και για άλλες μορφές του φυσικού κεφαλαίου, μπορούν να επιλυθούν, αλλά μία λεπτομερής μελέτη αυτού του ζητήματος δεν εμπίπτει στο αντικείμενο αυτού του βιβλίου.

  5. Για παράδειγμα, η γη θα μπορούσε σταδιακά να εξαγοραστεί και να αποσπαστεί από την ιδιωτική ιδιοκτησία με τη θέσπιση φόρου 3 τοις εκατό επί της αξίας της, ο οποίος θα συμψηφιζόταν αρχικά με την αξία της απομένουσας ιδιοκτησίας, ώστε οι τωρινοί ιδιοκτήτες να αρχίσουν να πληρώνουν τον φόρο μόνο ύστερα από τριάντα τρία χρόνια.

  6. Ο οικονομολόγος Henry Simons έγραψε στον Fisher το 1934: “Οι καταθέσεις ταμιευτηρίου, τα μεσοπρόθεσμα ομόλογα δημοσίου, ακόμα και τα εταιρικά ομόλογα είναι προϊόντα ανάλογα των καταθέσεων όψεως, με τον ίδιο περίπου τρόπο που οι καταθέσεις όψεως λειτουργούν όπως το νομίμως κυκλοφορούν χρήμα. Το όλο πρόβλημα που σήμερα συνδέουμε με τις εμπορικές τραπεζικές εργασίες μπορεί εύκολα να ανακύψει και σε άλλες μορφές χρηματοδοτικών μηχανισμών….Δεν θα κερδίζαμε πολλά εφαρμόζοντας ένα τραπεζικό σύστημα πλήρους ρευστότητας στις καταθέσεις όψεως εάν αυτή η αλλαγή συνοδευόταν από αυξανόμενη τάση, και αυξανόμενες διευκολύνσεις, για την κατοχή ρευστών αποθεμάτων “μετρητών” με τη μορφή προθεσμιακών καταθέσεων. Το γεγονός ότι οι καταθέσεις αυτού του είδους δεν μπορούν να χρησιμεύσουν ως μέσο συναλλαγών δεν είναι αποφασιστικής σημασίας· καθώς είναι ένα αποτελεσματικό υποκατάστατο μέσο για σκοπούς ταμειακών υπολοίπων. Η αύξηση των προθεσμιακών καταθέσεων, που αποδεσμεύει τα μέσα συναλλαγών από τα “σεντούκια”, μπορεί να είναι τόσο πληθωριστική όσο ακριβώς και η αύξηση των καταθέσεων όψεως – και η μείωσή τους εξίσου αποπληθωριστική.” Αναφέρεται από τους Allen, William R. “Irving Fisher and the 100% Reserve Proposal”, Journal of Law and Economics 36, αρ 2 (1993). σσ. 708–9.