ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12: Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΩΝ ΑΡΝΗΤΙΚΩΝ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ (Part 4)

Έτσι λοιπόν ο τόκος είναι μία επιβράβευση για τη φειδώ, για την αυτοσυγκράτηση. Σε αυτήν την άποψη συναντάμε τον αντίλαλο ορισμένων από τις κρυμμένες, βαθιά ριζωμένες ιδεολογίες που διαπερνούν τον πολιτισμό μας· για παράδειγμα, ότι η πρόοδος του ανθρώπου τόσο στο πνευματικό όσο και στο υλικό επίπεδο πηγάζει από τη νίκη στον πόλεμο κατά της φύσης: νίκη επί των δυνάμεων της φύσης έξω από εμάς, και νίκη επί της επιθυμίας, της ευχαρίστησης και των ζωωδών ενστίκτων μέσα μας. Η εγκράτεια ανακηρύσσεται μεγάλη αρετή· χωρίς αυτή, λέει αυτή η ιδεολογία, θα ήμασταν σαν τα ζώα. Δεν θα είχαμε ανέλθει σε ένα ξεχωριστό και καλύτερο ανθρώπινο βασίλειο, μακριά από τη φύση. Ο Καρλ Μαρξ το έθεσε ως εξής:

Η θρησκεία του χρήματος έχει τον δικό της ασκητισμό, την δική της αυταπάρνηση και αυτοθυσία – οικονομία και φειδώ, περιφρόνηση για τις πεζές, κοσμικές και παροδικές απολαύσεις· το κυνήγι του παντοτινού θησαυρού. Εξ’ ου και η σύνδεση ανάμεσα στον αγγλικό πουριτανισμό ή επίσης τον ολλανδικό προτεσταντισμό και την απόκτηση πλούτου.(39)

Αυτή η νοοτροπία διαπνέει τον πολιτισμό μας. πρέπει να αναβάλλεις την ικανοποίησή σου. Πρέπει να χαλιναγωγείς τις επιθυμίες σου με τη σκέψη της μελλοντικής επιβράβευσης. Ο κόπος σου σήμερα γίνεται κέρδος αύριο. Μελέτησε για το σχολείο για να πάρεις καλούς βαθμούς. Δούλεψε για να πληρωθείς. Γυμνάσου για να είσαι υγιής. Κάνε δίαιτα για να είσαι λεπτός. Αφιέρωσε τη ζωή σου σε κάτι που αποφέρει πολλά χρήματα, ακόμα κι αν δεν παθιάζεσαι γι’ αυτό, ώστε να έχεις μια αξιοπρεπή σύνταξη στο μέλλον. Σε όλα τα παραπάνω χρησιμοποιούμε ένα σύστημα απειλής και κινητοποίησης που αποσκοπούν στο να υπερνικήσουμε την τεμπελιά μας, τον εγωισμό μας. το συμφέρον γίνεται παρακινητής στον πόλεμο με τον εαυτό μας, στην υπερνίκηση της αδικαιολόγητης απρονοησίας μας.

Όμως είναι στα αλήθεια αυτή η ανθρώπινη φύση; Είναι αλήθεια στη φύση μας να καταναλώνουμε και να υπερ-καταναλώνουμε χωρίς κα σκεφτόμαστε τους άλλους ανθρώπους, για τα άλλα όντα ή για το ίδιο μας το μέλλον; Όχι. Οι αρχαίοι Έλληνες, που δεν είχαν ιδιαίτερα συμπονετική άποψη για την ανθρώπινη φύση, είχαν καταλάβει τι συμβαίνει. Όπως είπε ο Αριστοφάνης, σε όλα τα πράγματα – το ψωμί, το κρασί, το σεξ, και ούτω καθεξής – υπάρχει κορεσμός. Οι ανάγκες μας είναι πεπερασμένες, και όταν τις εκπληρώσουμε, στρεφόμαστε σε άλλα πράγματα και γινόμαστε γενναιόδωροι. «Όμως για το χρήμα δεν υπάρχει κορεσμός». Δεν είναι η ροπή για κατανάλωση που δεν έχει όριο· αντιθέτως, η απεριόριστη επιθυμία προκαλείται από το χρήμα. Αφού αποκτήσουν μια υπερπληθώρα αναλώσιμων αγαθών, οι άνθρωποι ποθούν το ίδιο το χρήμα, όχι αυτά που το χρήμα μπορεί να αγοράσει, και η επιθυμία αυτή δεν έχει όρια. Η νεοκλασική οικονομική θεωρία (και η αυστριακή οικονομική σχολή) το εξηγούν αντίστροφα, και ο Gesell με τον Keynes είχαν δίκιο που απογύμνωσαν το χρήμα από ορισμένα από τα μοναδικά χαρακτηριστικά του που κάνουν την επιθυμία για αυτό απεριόριστη. Ο Keynes γνώριζε – μάλιστα το διατύπωνε σαφώς – ότι η επικράτηση της προτίμησης για ρευστότητα έναντι της χρονικής προτίμησης ήταν μία θεμελιώδης υπόθεση της θεωρίας του: ένας «ψυχολογικός νόμος», όπως τον χαρακτήριζε.

Βέβαια, για κάποιους ανθρώπους – αυτούς που έχουν εθισμό στο φαγητό, το σεξ ή το αλκοόλ – πράγματι δεν υπάρχει κορεσμός σε αυτά τα πράγματα που απαρίθμησε ο Αριστοφάνης. Αποδεικνύει αυτό ότι τελικά οι άνθρωποι είναι άπληστοι; Στην πραγματικότητα, το παράδειγμα των εθισμών δείχνει με σαφήνεια τι δεν πάει καλά με το χρήμα. Ο εθισμός αναπτύσσεται όταν χρησιμοποιούμε κάτι ως υποκατάστατο για κάτι άλλο που πραγματικά θέλουμε ή χρειαζόμαστε – για παράδειγμα φαγητό ως υποκατάστατο της σύνδεσης· σεξ ως υποκατάστατο της συναισθηματικής οικειότητας· και ούτω καθεξής. Το χρήμα ως οικουμενικό μέσο γίνεται υποκατάστατο για πολλά άλλα πράγματα, ανάμεσά τους και εκείνα ακριβώς τα πράγματα που η εγχρήματη οικονομία κατέστρεψε: την κοινότητα, τη σύνδεση με τον τόπο, τη σύνδεση με τη φύση, τον ελεύθερο χρόνο και άλλα.

Όταν μιλάμε για τη «ρευστότητα» του χρήματος, εννοούμε απλώς ότι μπορούμε να το ανταλλάξουμε εύκολα με ο,τιδήποτε άλλο θελήσουμε. Τώρα, σε μια εγχρήματη οικονομία, μπορούμε όντως να ανταλλάξουμε οποιοδήποτε αγαθό με οποιοδήποτε άλλο αγαθό, απλώς όχι τόσο εύκολα, με τη χρήση του μέσου ανταλλαγής (το χρήμα). Γιατί λοιπόν να προτιμάμε το χρήμα έναντι άλλων αγαθών; Με εξαίρεση περιπτώσεις στις οποίες έχουμε μια ανάγκη που πρέπει να εκπληρωθεί άμεσα, γεγονός που δικαιολογεί το να κρατάμε στην τσέπη μας μικρά ποσά του μέσου ανταλλαγής, ο μόνος λόγος για να προτιμάμε το χρήμα είναι ότι αυτό δεν έχει υφίσταται απώλειες στην αποθήκευσή του. Η αφθαρσία του χρήματος το καθιστά όχι μόνον ένα οικουμενικό μέσο αλλά και έναν οικουμενικό σκοπό. Κάνοντας το χρήμα φθαρτό, το διατηρούμε ως μέσο αλλά όχι ως σκοπό και με αυτόν τον τρόπο ενθαρρύνουμε μία αντίληψη του πλούτου ριζικά διαφορετική από ότι ξέραμε  μέχρι τώρα.

 

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΓΙΑ ΣΕΝΑ

Με την καθιέρωση του ελεύθερου χρήματος, το χρήμα αποκτά τη σπουδαιότητα μιας ομπρέλας· οι φίλοι κι οι γνωστοί βοηθούν ο ένας τον άλλον όπως είναι αυτονόητο με δανεισμό χρημάτων. Κανένας δεν φυλάει ή δεν μπορεί να φυλάξει αποθέματα χρημάτων, αφού το χρήμα πρέπει αναγκαστικά να κυκλοφορεί. Όμως ακριβώς επειδή κανένας δεν μπορεί να δημιουργήσει αποθέματα χρημάτων, δεν χρειάζονται αποθέματα χρημάτων. Επειδή η κυκλοφορία του χρήματος είναι ομαλή και αδιάκοπη.

-Silvio Gesell

Στη σύγχρονη οικονομική σκέψη, το αντίστοιχο του «οικουμενικού μέσου» και του «οικουμενικού σκοπού» είναι το «μέσο συναλλαγής» και το «μέσο αποθήκευσης». Ένας τρόπος να αντιληφθούμε το φαινόμενο του αρνητικού επιτοκίου είναι το ότι διαχωρίζει αυτές τις δύο λειτουργίες. Αυτή είναι μια σοβαρή αλλαγή. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι θεωρούν ότι η ανταλλαγή και η αποθήκευση είναι δύο λειτουργίες που προσδιορίζουν την έννοια του χρήματος. Ο συνδυασμός των δύο αυτών λειτουργιών σε ένα και μοναδικό αντικείμενο δημιουργεί προβλήματα επειδή ένα μέσο συναλλαγής χρειάζεται να κυκλοφορεί για να είναι χρήσιμο ενώ ένα μέσο αποθήκευσης φυλάσσεται (αποθηκεύεται) μακριά από την κυκλοφορία. Αυτή η αντίφαση, για αιώνες ή και περισσότερο, έχει δημιουργήσει μία ένταση ανάμεσα στον πλούτο του ατόμου και τον πλούτο της κοινωνίας.

Η ένταση ανάμεσα στον πλούτο του ατόμου και τον πλούτο της κοινωνίας αντικατοπτρίζει την ατομιστική αντίληψη του εαυτού που κυριάρχησε στην εποχή μας. Έτσι, ένα χρηματικό σύστημα που επιλύει αυτήν την ένταση εγγυάται σοβαρές συνέπειες για την ανθρώπινη συνείδηση. στο Κεφάλαιο 1 έγραψα «Ενώ το χρήμα σήμερα εκφράζει την αρχή ‘Περισσότερο για μένα σημαίνει λιγότερο για σένα’, σε μια οικονομία του δώρου το περισσότερο για σένα σημαίνει και περισσότερο για μένα επειδή αυτοί που έχουν, δίνουν σε αυτούς που έχουν ανάγκη. Τα δώρα στερεώνουν τη μυστικιστική συνειδητοποίηση της συμμετοχής σε κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό μας, το οποίο ωστόσο δεν είναι ξέχωρο από τον εαυτό μας. Οι αλήθειες που αφορούν το ατομικό συμφέρον στο πλαίσιο της λογικής αλλάζουν επειδή ο εαυτός έχει διευρυνθεί για να συμπεριλάβει κάτι από τον άλλον». Μπορούμε να ενσταλάξουμε στο χρήμα την ιδιότητα που έχουν τα δώρα;

Σε μια οικονομία βασισμένη στο ελεύθερο χρήμα, ο πλούτος σημαίνει κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που σημαίνει σήμερα και μάλιστα παίρνει πολλά από τα γνωρίσματα που είχε στις πρωτόγονες κοινωνίες που ήταν βασισμένες στα δώρα. Στις κοινωνίες των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, όπου οι άνθρωποι ήταν γενικά νομάδες, τα περιουσιακά στοιχεία ήταν στην κυριολεξία βάρος. Το «κόστος διατήρησης αποθέματος» που έχουν όλα τα πράγματα εκτός από το χρήμα  σήμερα ήταν αληθινό γι’ αυτούς. Και στις μη νομαδικές αγροτικές κοινωνίες, τα περιουσιακά στοιχεία όπως τα ζώα και τα αποθέματα δημητριακών, παρόλο που αποτελούσαν επιδίωξη των ανθρώπων, δεν πρόσφεραν τον ίδιο βαθμό ασφάλειας με την ένταξη σε ένα πυκνό δίκτυο κοινωνικών σχέσεων και ανταλλαγών. Τα δημητριακά μπορεί να σαπίσουν και τα ζώα μπορεί να πεθάνουν, όμως αν ήσουν γενναιόδωρος με τα πλούτη σου προς την κοινότητα, δεν είχες να φοβηθείς και πολλά πράγματα.

Το ελεύθερο χρήμα επαναφέρει το οικονομικό σκεπτικό του κυνηγού-τροφοσυλλέκτη. Στο σημερινό μας σύστημα, είναι πολύ καλύτερο να έχεις χίλια δολάρια παρά να σου χρωστάνε δέκα άνθρωποι από εκατό δολάρια ο καθένας. Σε ένα σύστημα αρνητικού επιτοκίου, με εξαίρεση την περίπτωση που χρειάζεσαι να ξοδέψεις χρήματα εδώ και τώρα, ισχύει το αντίθετο. Από τη στιγμή που το χρήμα φθείρεται με την πάροδο του χρόνου, αν έχω χρήματα που δεν τα χρησιμοποιώ, σου τα δανείζω ευχαρίστως, όπως θα έκανα και αν είχα περισσότερο ψωμί από αυτό που μπορώ να φάω. Αν χρειαστώ κάποια χρήματα στο μέλλον, μπορώ να προσφύγω σε αυτούς που μου οφείλουν ή να δημιουργήσω μια νέα οφειλή με οποιονδήποτε μέσα από το δίκτυο έχει περισσότερα χρήματα από όσα άμεσα χρειάζεται. Παρόμοια, όταν ένας πρωτόγονος κυνηγός σκότωνε ένα μεγάλο ζώο, θα μοίραζε το περισσότερο από το κρέας του στην κοινότητα με βάση τη συγγένεια, την προσωπική συμπάθεια και τις ανάγκες του καθενός. Όπως και με το φθειρόμενο χρήμα, ήταν πολύ καλύτερο να έχεις πολλούς ανθρώπους «να σου είναι υπόχρεοι» παρά να έχεις έναν σωρό κρέατος που θα σάπιζε ή έστω έναν σωρό παστού κρέατος που θα έπρεπε να μεταφερθεί ή να ασφαλιστεί. Γιατί έστω να επιθυμούσες κάτι τέτοιο όταν η κοινότητά σου είναι τόσο γενναιόδωρη μαζί σου όσο είσαι κι εσύ μαζί της; Η ασφάλεια προερχόταν από το μοίρασμα. Η καλή τύχη του γείτονα ήταν και δική σου καλή τύχη. Αν σου παρουσιαζόταν κάποια απροσδόκητη πηγή πλούτου, έκανες μια μεγάλη γιορτή. Όπως εξήγησε ένα μέλος της φυλής Pirahã όταν ρωτήθηκε για την αποθήκευση τροφής «Εγώ αποθηκεύω κρέας στην κοιλιά του αδελφού μου»(40) Ή σκεφτείτε την έννοια που δίνουν οι !Kung τον πλούτο όπως φαίνεται στη συνομιλία ανάμεσα στον ανθρωπολόγο Richard Lee και τον !Xoma, ένα μέλος της φυλής !Kung :

Ρώτησα τον !Xoma «Τι κάνει έναν άνθρωπο //kaiha [πλούσιο άνθρωπο] – είναι το αν έχει πολλά σακούλια με //kai [χάνδρες και άλλα τιμαλφή] στην καλύβα του;»

«Το να φυλάς πολλά //kai δεν σε κάνει πλούσιο άνθρωπο», απάντησε ο !Xoma «Είναι όταν κάποιος κάνει πολλά αγαθά να ταξιδεύουν από τον έναν στον άλλον που μπορεί να τον πούμε //kaiha».

Αυτό που φάνηκε να είπε ο !Xoma είναι πως δεν μετρούσε η ποσότητα των αγαθών που αποτελούσαν τον πλούτο ενός ανθρώπου· μετρούσε ο αριθμός των φίλων του. Το μέτρο για τον πλούσιο άνθρωπο ήταν η συχνότητα των συναλλαγών του και όχι ο αριθμός των περιουσιακών του στοιχείων.(41)

Ο πλούτος σε ένα σύστημα ελεύθερου χρήματος διαμορφώνεται σε κάτι που μοιάζει με το μοντέλο του βορειοανατολικού Ειρηνικού στην Βόρεια Αμερική ή της Μελανησίας, στο οποίο ένας αρχηγός «λειτουργεί ως κόμβος διακίνησης των αγαθών που ρέουν αμοιβαία ανάμεσα στη δική του ομάδα και άλλες παρόμοιες ομάδες της κοινωνίας».(42) Το κύρος δεν συσχετιζόταν με τη συγκέντρωση χρήματος ή περιουσιακών στοιχείων, παρά με τη μεγάλη ευθύνη της γενναιοδωρίας. Μπορείτε να φανταστείτε μία κοινωνία στην οποία το μεγαλύτερο γόητρο, η μεγαλύτερη εξουσία και η μεγαλύτερη αρχηγεσία παραχωρούνται σε εκείνους με τη μεγαλύτερη έφεση και ικανότητα προσφοράς;

Αυτή ήταν η κατάσταση στις αρχαϊκές κοινωνίες. Το κύρος προερχόταν από τη γενναιοδωρία, και η γενναιοδωρία δημιουργούσε ευγνωμοσύνη και υποχρέωση. Αν ήσουν βασιλιάς, έπρεπε να προσφέρεις μεγαλοπρεπή δείπνα και πλούσια δώρα σε φίλους και υποτακτικούς. Ένα πολύ ξεκάθαρο παράδειγμα αυτού του πράγματος έχουμε στο Nibelungen, το μεγάλο γερμανικό έπος της μέσης εποχής του Μεσαίωνα το οποίο αντλεί το υλικό του από πολύ παλαιότερα χρόνια. Όταν η Kriemhild, χήρα του σπουδαίου ήρωα Siegfried, αρχίζει να προσφέρει αφειδώς τους θησαυρούς που κληρονόμησε από εκείνον, ο βασιλιάς νιώθει ότι απειλείται σε τέτοιο βαθμό που βάζει να τη δολοφονήσουν και να ρίξουν το θησαυρό μέσα στο Ρήνο (όπου παραμένει μέχρι σήμερα!). Ο βασιλιάς διατηρούσε την ισχύ του δίνοντας δώρα και η εξουσία του αυτή υπονομευόταν όταν κάποιος άλλος άρχιζε να δίνει μεγαλύτερα δώρα από εκείνον.

Τα δάνεια μηδενικού επιτοκίου σε μια οικονομία ελεύθερου χρήματος είναι ανάλογα με τα δώρα του παρελθόντος. Παρόλο που αυτά τα δάνεια δείχνουν να παραβιάζουν την αρχή του δώρου που λέει ότι το δώρο της ανταπόδοσης δεν πρέπει να καθορίζεται εκ των προτέρων, είναι δώρα: αυτό που δωρίζεται δεν είναι χρήματα αλλά η χρήση των χρημάτων. Στα αρχαία χρόνια, οι υποχρεώσεις και οι προσδοκίες που γεννούσαν τα δώρα ήταν κοινωνικά προσδιορισμένες. Το ίδιο ισχύει και εδώ: ο κοινωνικός προσδιορισμός παίρνει τη μορφή συμβολαίων, συμφωνιών, νόμων και ούτω καθεξής. Κάτω από αυτές τις συγκεκριμένες μορφές η δυναμική είναι αντίστοιχη: αυτοί που έχουν περισσότερα από αυτά που χρειάζονται τα δίνουν σε άλλους. Είναι τόσο απλό, μία έκφραση της έμφυτης γενναιοδωρίας του ανθρώπου που περιέγραψα στο Κεφάλαιο 1. Το μόνο που χρειάζεται είναι ένα χρηματικό σύστημα που να ενθαρρύνει αντί να αποτρέπει τη γενναιοδωρία. Δεν χρειάζεται καμία θαυματουργή αλλαγή στην ανθρώπινη φύση. Όπως περιγράφω στο Ascent of Humanity,

Ενώ σε ένα σύστημα που βασίζεται στον τόκο η ασφάλεια προέρχεται από τη συσσώρευση χρημάτων, σε ένα σύστημα αρνητικού επιτοκίου η ασφάλεια προέρχεται από την ύπαρξη παραγωγικών οδών μέσα στις οποίες κατευθύνουμε το χρήμα – δηλαδή γίνεται κόμβος στη ροή του πλούτου και όχι σημείο συσσώρευσής του. Με άλλα λόγια, εστιάζει στις ανθρώπινες σχέσεις και όχι στην ιδιοκτησία. Ανταποκρίνεται σε μια πολύ διαφορετική έννοια του εαυτού, που δεν επιβεβαιώνεται από το κλείσιμο όλο και περισσότερων τμημάτων του κόσμου μας μέσα στα όρια του εγώ και του «δικό μου» αλλά από την ανάπτυξη και τη σύσφιξη των σχέσεων με τους άλλους. Ενθαρρύνει την αμοιβαιότητα, το μοίρασμα και τη γρήγορη κυκλοφορία του πλούτου.

Μερικές φορές οι άνθρωποι ρωτούν αν το νόμισμα αρνητικού επιτοκίου δεν θα μπορούσε, όπως ο πληθωρισμός, να προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερη κατανάλωση. Με οικονομικούς όρους, αυτό θα συνέβαινε μόνον αν το «τέλος επισταλίας» ήταν πολύ υψηλό και οδηγούσε σε προτίμηση των αγαθών έναντι του χρήματος ως μέσο αποθήκευσης.(43) Αυτά τα δύο πρέπει να είναι ίσα. Όμως ας διερευνήσουμε αυτό το ζήτημα λίγο βαθύτερα. Όταν περιγράφω ένα νόμισμα αφθονίας, ο κόσμος διαμαρτύρεται «Μα ζούμε σε έναν κόσμο έλλειψης. Οι φυσικοί πόροι είναι πεπερασμένοι κι εμείς τους έχουμε σχεδόν εξαντλήσει. Το πρόβλημα είναι ότι τους μεταχειριστήκαμε σαν να ήταν ανεξάντλητοι». Συνεπώς, κάποιος θα μπορούσε να σκεφτεί ότι μια νοοτροπία αφθονίας και ένα νόμισμα αφθονίας είναι το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμαστε.

Για να απαντηθεί αυτός ο προβληματισμός σκεφτείτε καταρχήν αν το νόμισμα της έλλειψης που διαθέτουμε σήμερα έχει περιορίσει καθόλου την κατανάλωση των λιγοστών παραγωγικών πόρων. Απ’ ότι φαίνεται όχι. Η έλλειψη του χρήματος έχει εντείνει τη μετατροπή τους σε χρήμα. Είναι μια νοοτροπία έλλειψης, και όχι αφθονίας, που έχει οδηγήσει στη εξάντληση των φυσικών κοινών. Ο ανταγωνισμός και η συσσώρευση περισσοτέρων από όσα κανείς χρειάζεται είναι η φυσική αντίδραση σε αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως έλλειψη πλουτοπαραγωγικών πόρων. Η εξοργιστική υπερκατανάλωση και η σπατάλη της κοινωνίας μας πηγάζουν από τη φτώχια μας: το έλλειμμα της ύπαρξης που ταλανίζει τον διακριτό και απομονωμένο εαυτό, την έλλειψη χρημάτων σε ένα σύστημα που βασίζεται στον τόκο, τη φτώχια των σχέσεων που προέρχεται από το κόψιμο των δεσμών μας με την κοινότητα και τη φύση, την αδυσώπητη πίεση να κάνουμε κάτι, ο,τιδήποτε για να κερδίσουμε τα προς το ζην. Αντίθετα, η φυσική αντίδραση σε μια ατμόσφαιρα αφθονίας είναι η γενναιοδωρία και το μοίρασμα. Αυτό περιλαμβάνει το μοίρασμα μέσα στην επικράτεια των ανθρώπων αλλά και πέρα από αυτήν. Από πού προέρχεται ο φρενήρης αγώνας δρόμου να μετατρέψουμε τη φύση σε εμπορεύματα που δεν ικανοποιούν αληθινές ανάγκες, αν όχι από την ανασφάλεια;

Σκεφτείτε. Είναι μια νοοτροπία έλλειψης ή αφθονίας που οδηγεί κάποιον να αγοράσει πενήντα ζευγάρια παπούτσια; Είναι ο ασφαλής άνθρωπος ή ο ανασφαλής άνθρωπος που αγοράζει ένα τρίτο σπορ αυτοκίνητο και ένα σπίτι χιλίων τετραγωνικών; Από πού προέρχεται αυτή η παρόρμηση να κατέχουμε, να κυριαρχούμε, να ελέγχουμε; Προέρχεται από έναν μοναχικό, στερημένο εαυτό μέσα σε έναν εχθρικό κόσμο που δεν προσφέρει.

Το ελεύθερο χρήμα εκφράζει τις πνευματικές διδαχές της αφθονίας, της αλληλοσύνδεσης και της παροδικότητας. Αυτές οι διδαχές όμως παρουσιάζουν μια αλήθεια που είναι σε σύγκρουση με τον κόσμο που δημιουργήσαμε μέσα από τις αντιλήψεις μας, ιδιαίτερα τις αντιλήψεις μας που διαμόρφωσαν την ιστορία του χρήματος. Ήρθε η ώρα να μάθουμε να ζούμε σε ένα νέο κόσμο, στον οποίο δεν προσπαθούμε πια να γίνουμε πλούσιοι φυλάγοντας, συσσωρεύοντας, κατέχοντας. Είναι ένας κόσμος στον οποίο είμαστε πλούσιοι δίνοντας. Οι δάσκαλοι «προγραμματισμού για την ευημερία» της Νέας Εποχής τους οποίους κριτικάρισα στο Κεφάλαιο 6, στην πραγματικότητα αναγγέλλουν μια σπουδαία αλήθεια. Χρειαζόμαστε πράγματι να υιοθετήσουμε μια νοοτροπία αφθονίας και να δημιουργήσουμε έναν κόσμο που να την εκφράζει.

Αγαπητέ αναγνώστη, για σκέψου: ποιος είσαι εσύ για να πεις «Θα σου δανείσω χρήματα – όμως μόνον αν μου επιστρέψεις περισσότερα από όσα σου έδωσα»; Όταν χρειάζεσαι χρήματα για να ζήσεις, δεν είναι αυτή μία συνταγή για σκλαβιά; Είναι σημαντικό ότι η κατάργηση των χρεών για την οποία έγινε διάσημος ο Σόλων κινητοποιήθηκε εν μέρει από την υποδούλωση στα χρέη όλο και μεγαλύτερης μερίδας του πληθυσμού. Σήμερα, οι νέοι αισθάνονται σκλαβωμένοι στα φοιτητικά τους δάνεια, οι ιδιοκτήτες των σπιτιών στις υποθήκες τους και ολόκληρες χώρες του Τρίτου Κόσμου στα χρέη τους προς το εξωτερικό. Ο τόκος είναι δουλεία. Και αφού η κατάσταση της δουλείας ταπεινώνει τον ιδιοκτήτη του δούλου όσο και τον ίδιο τον δούλο, εμείς μέσα στην καρδιά μας δεν θέλουμε να συμβαίνει τίποτα από αυτά.

Αν δανείσεις χρήματα σε κάποιον, ποιος είσαι εσύ για να τον κρατάς δέσμιο αυτής της υποχρέωσης για πάντα; Γιατί με αυτό ισοδυναμεί ο τόκος σε ένα δάνειο: είναι η πίεση για να εξοφληθεί το δάνειο. Είναι η απειλή «Αν δεν με εξοφλήσεις, το δάνειο θα αυξάνεται συνέχεια». Ένα δάνειο με μηδενικό ή αρνητικό επιτόκιο φέρει έναν αέρα ελευθερίας μαζί του. Απουσιάζει από αυτό η απειλή της εφ’ όρου ζωής υποδούλωσης στο χρέος.(44) Εγώ βρίσκω ότι το αρνητικό επιτόκιο είναι πολύ φυσιολογικό. Αν δανείσω χρήματα σε έναν φίλο, και δεν με ξεπληρώσει, στο τέλος θέλω να του πω «Ξέχασέ το – δεν θέλω να σε έχω για πάντα δέσμιο του χρέους σου». Δεν θέλω να προσπαθώ να κρατήσω παλιά πράγματα, παλιά χρέη. Ένα χρηματικό σύστημα αρνητικού επιτοκίου ενισχύει αυτή την ωφέλιμη προδιάθεση, που είναι έμφυτη σε όλους μας, να αφήσουμε πίσω μας το παρελθόν, να απελευθερώσουμε από αυτό και να προχωρήσουμε.