ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Η ΑΥΤΑΠΑΤΗ ΤΗΣ ΕΛΛΕΙΨΗΣ (part 1)

 

Με απεριόριστη αφθονία, η γη της Αγγλίας ανθίζει και αναπτύσσεται· κυματίζει στον αέρα τις κατακίτρινες σοδειές της· κατάστικτη από εργαστήρια, βιομηχανικά σύνεργα, με δεκαπέντε εκατομμύρια εργάτες που λογίζονται οι πιο δυνατοί, οι πιο επιδέξιοι και οι πιο πρόθυμοι που έβγαλε ποτέ η Γη μας· αυτοί οι άντρες είναι εδώ· εδώ είναι και η δουλειά που έκαναν, οι καρποί του μόχθου τους, άφθονοι, πληθωρικοί, για τον καθένα μας: και να, βγήκε ένα απειλητικό φιρμάνι, θαρρείς κάποιας Μαγγανείας που έλεγε: «Μην τα αγγίζετε αυτά εσείς εργάτες, εσείς αρχιεργάτες, κι εσείς αρχιτεμπέληδες· κανένας σας δεν επιτρέπεται να τα αγγίξει, κανένας σας δεν θα γίνει καλύτερος με αυτά· αυτοί οι καρποί είναι μαγεμένοι!

–Thomas Carlyle, Past and Present

 

Λέμε ότι το χρήμα, ή τουλάχιστον η αγάπη για το χρήμα, είναι η ρίζα όλων των κακών. Όμως γιατί να είναι έτσι; Στο κάτω-κάτω, ο σκοπός του χρήματος είναι, στη βασικότερη μορφή του, απλώς να διευκολύνει την ανταλλαγή – με άλλα λόγια, να συνδέει τα ανθρώπινα δώρα με τις ανθρώπινες ανάγκες. Ποια δύναμη, ποια τερατώδης διαστροφή, μετέτρεψε το χρήμα στο ακριβώς αντίθετο: έναν παράγοντα έλλειψης;

Επειδή πραγματικά ζούμε σε έναν κόσμο ουσιαστικής αφθονίας, έναν  κόσμο όπου τεράστιες ποσότητες τροφής, ενέργειας και πρώτων υλών πάνε στα σκουπίδια. Ο μισός πληθυσμός λιμοκτονεί ενώ ο άλλος μισός χαραμίζει τροφή ικανή να θρέψει τον προηγούμενο μισό. Στον Τρίτο Κόσμο και στα δικά μας γκέτο, οι άνθρωποι στερούνται την τροφή, τη στέγη και άλλα απαραίτητα επειδή δεν μπορούν να τα αγοράσουν. Στο μεταξύ, διοχετεύουμε τεράστιες ποσότητες υλικών πόρων σε πολέμους, πλαστικές ανοησίες και αναρίθμητα άλλα προϊόντα που δεν εξυπηρετούν την ανθρώπινη ευτυχία. Είναι ολοφάνερο ότι η φτώχια δεν οφείλεται στην έλλειψη παραγωγικής ικανότητας. Ούτε οφείλεται στην έλλειψη προθυμίας για βοήθεια: πολλοί άνθρωποι επιθυμούν να ταΐσουν τους φτωχούς, να αποκαταστήσουν τη φύση, και να κάνουν άλλες πραγματικά σημαντικές εργασίες αλλά δεν μπορούν επειδή δεν υπάρχει χρήμα σε αυτές τις εργασίες. Το χρήμα αποτυγχάνει πέρα για πέρα να συνδέσει τα δώρα με τις ανάγκες. Γιατί;

Για χρόνια πίστευα την κοινοτοπία ότι η απάντηση βρίσκεται στην απληστία. Γιατί τα εργοστάσια-κάτεργα χαμηλώνουν τους μισθούς στα κατώτατα όρια; Από απληστία. Γιατί οι άνθρωποι αγοράζουν αυτοκίνητα 4χ4 που καταναλώνουν αδηφάγα τη βενζίνη; Από απληστία. Γιατί οι φαρμακευτικές εταιρείες αποκρύπτουν τις έρευνές τους και πουλάνε φάρμακα που γνωρίζουν ότι είναι επικίνδυνα; Από απληστία. Γιατί οι προμηθευτές τροπικών ψαριών ανατινάζουν με δυναμίτη τους κοραλλιογενείς υφάλους; Γιατί τα εργοστάσια διοχετεύουν τα τοξικά τους απόβλητα στα ποτάμια; Γιατί οι εταιρικοί επιδρομείς λεηλατούν τα συνταξιοδοτικά ταμεία των εργαζομένων; Απληστία και πάλι απληστία.

Τελικά έπαψα να νιώθω καλά με αυτήν την απάντηση. Για έναν λόγο, ότι πέφτω στην ίδια παγίδα της ιδεολογίας της διάστασης που είναι ρίζα όλων των κακών του πολιτισμού μας. Είναι μια ιδεολογία τόσο παλιά όσο ο διαχωρισμός του κόσμου σε δύο ξεχωριστές επικράτειες που επιβλήθηκε από τον ερχομό της γεωργίας: στην άγρια φύση και την εξημερωμένη φύση, το ανθρώπινο και το φυσικό, το σιτάρι και την ήρα. Λέγεται ότι υπάρχουν δύο αντίθετες δυνάμεις στον κόσμο, το καλό και το κακό, και ότι μπορούμε να δημιουργήσουμε έναν καλύτερο κόσμο εξολοθρεύοντας το κακό. Υπάρχει κάτι κακό μέσα στον κόσμο και κάτι κακό μέσα στους εαυτούς μας, κάτι που πρέπει να εξαλείψουμε για να κάνουμε τον κόσμο ασφαλή για την καλοσύνη.

Ο πόλεμος ενάντια στο κακό διαποτίζει κάθε θεσμό της κοινωνίας μας. Στην αγροτική ζωή, εκφράζεται με την επιθυμία να εξολοθρεύσουμε τους λύκους, να καταστρέψουμε όλα τα αγριόχορτα με ζιζανιοκτόνα, να σκοτώσουμε όλα τα παράσιτα. Στην ιατρική είναι ένας πόλεμος ενάντια στα μικρόβια, ένας συνεχής αγώνας ενάντια σε έναν εχθρικό κόσμο. Στη θρησκεία είναι ένας αγώνας ενάντια στην αμαρτία ή ενάντια στο εγώ ή ενάντια στην απιστία ή την αμφιβολία ή ενάντια στην έξωθεν προβολή αυτών των πραγμάτων: ο διάβολος, ο άπιστος. Είναι η νοοτροπία του εξαγνισμού και της κάθαρσης, της αυτοβελτίωσης και της κατάκτησης, της κυριαρχίας στη φύση και της υπέρβασης της επιθυμίας, της θυσίας του εαυτού μας προκειμένου να γίνουμε καλοί. Πάνω από όλα, είναι η νοοτροπία του ελέγχου.

Λέγεται ότι από τη στιγμή που εξασφαλιστεί η νίκη ενάντια στο κακό θα μπούμε στον παράδεισο. Όταν εξοντώσουμε όλους τους τρομοκράτες ή τους απομονώσουμε με έναν αδιαπέραστο φράχτη θα είμαστε ασφαλείς. Όταν αναπτύξουμε ένα ακατανίκητο αντιβιοτικό και μία τεχνητή ρύθμιση των σωματικών λειτουργιών θα έχουμε τέλεια υγεία. Όταν κάνουμε το έγκλημα αδύνατο και φτιάξουμε νόμους που θα διέπουν τα πάντα θα έχουμε μια τέλεια κοινωνία. Όταν υπερνικήσεις την τεμπελιά σου, τις εξαρτήσεις σου, τους εθισμούς σου, θα έχεις μια τέλεια ζωή. Μέχρι τότε, πρέπει απλώς να προσπαθήσεις περισσότερο.

Στο ίδιο πνεύμα, υποθέτουμε ότι το πρόβλημα της οικονομικής ζωής είναι η απληστία, τόσο έξω από εμάς, με τη μορφή όλων αυτών των άπληστων ανθρώπων όσο και μέσα μας με τη μορφή των δικών μας τάσεων για απληστία. Μας αρέσει να πιστεύουμε ότι εμείς δεν είμαστε τόσο άπληστοι όσο οι άλλοι– μπορεί να έχουμε παρορμήσεις απληστίας αλλά τις κρατάμε υπό έλεγχο. Όχι όπως μερικοί άλλοι! Μερικοί άνθρωποι δεν κρατούν την απληστία τους υπό έλεγχο. Τους λείπει κάποιο βασικό στοιχείο που εσύ κι εγώ έχουμε, μια στοιχειώδης αξιοπρέπεια, μια στοιχειώδης καλοσύνη. Είναι με μια λέξη Κακοί. Αν δεν μάθουν να χαλιναγωγούν τις επιθυμίες τους, να αρκούνται από μόνοι τους σε λιγότερα, τότε θα πρέπει να τους αναγκάσουμε.

Είναι ολοφάνερο ότι το παράδειγμα της απληστίας είναι γεμάτο από επίκριση προς τους άλλους και προς τον εαυτό μας. Ο φαρισαϊκός θυμός μας και το μίσος μας για τους άπληστους κρύβει τον μυστικό φόβο ότι δεν είμαστε καλύτεροί τους. Ο υποκριτής δείχνει το μεγαλύτερο ζήλο στην καταδίωξη του κακού. Όταν εξωτερικεύουμε τον εχθρό δίνουμε έκφραση σε έναν ανεπίλυτο θυμό. Κατά κάποιο τρόπο, αυτό είναι αναγκαίο: οι συνέπειες του να κρατάμε αυτά τα συναισθήματα καταπιεσμένα ή να τα σπρώχνουμε βαθύτερα τα μέσα μας είναι καταστρεπτικές. Όμως ήρθε μια στιγμή στη ζωή μου που είχα τελειώσει με το μίσος, είχα τελειώσει με τον πόλεμο ενάντια στον εαυτό μου, είχα τελειώσει με τον αγώνα να είμαι καλός και είχα τελειώσει με την αυταπάτη ότι είμαι καλύτερος από τους άλλους. Πιστεύω ότι η ανθρωπότητα, συνολικά, πλησιάζει επίσης σε ένα τέτοιο στάδιο. Τελικά, η απληστία είναι μια πλάνη ένα σύμπτωμα και όχι η αιτία του βαθύτερου προβλήματος. Το να κατηγορούμε την απληστία ως υπαίτιο και να την μαχόμαστε εντατικοποιώντας το πρόγραμμα αυτοελέγχου σημαίνει ότι εντατικοποιούμε τον πόλεμο ενάντια στη φύση και τον πόλεμο ενάντια στον άλλον που βρίσκεται στη βάση της σημερινής κρίσης του πολιτισμού μας.

Η απληστία έχει νόημα σε ένα πλαίσιο έλλειψης. Αυτό πρεσβεύει η επικρατούσα ιδεολογία: είναι κομμάτι της Ιστορίας του Εαυτού που χρησιμοποιούμε. Ο ξέχωρος εαυτός σε ένα σύμπαν που κυριαρχείται από εχθρικές ή αδιάφορες δυνάμεις κινδυνεύει πάντα να εξαφανιστεί, και είναι ασφαλής μόνον στον βαθμό που μπορεί να ελέγξει αυτές τις δυνάμεις. Καθηλωμένοι μέσα σε ένα αντικειμενικό σύμπαν που βρίσκεται έξω από εμάς, πρέπει να ανταγωνιστούμε μεταξύ μας για την εξασφάλιση περιορισμένων φυσικών πόρων. Με βάση την ιστορία του ξέχωρου εαυτού, τόσο η βιολογία όσο και τα οικονομικά συγκαταλέγουν την απληστία στα βασικά αξιώματά τους. Στη βιολογία, με το γονίδιο που επιδιώκει να μεγιστοποιήσει τις πιθανότητες αναπαραγωγής του· στα οικονομικά με τον ορθολογιστή παίκτη που επιδιώκει να μεγιστοποιήσει το προσωπικό του οικονομικό συμφέρον. Αν όμως η υπόθεση της έλλειψης είναι λανθασμένη – αν είναι απλώς η προβολή της ιδεολογίας μας και όχι η απόλυτη πραγματικότητα; Αν είναι έτσι, τότε η απληστία δεν είναι μέρος της βιολογίας μας αλλά είναι απλώς ένα σύμπτωμα της αντίληψης που έχουμε για την έλλειψη.

Μία ένδειξη του ότι η απληστία ανακλά την αντίληψη και όχι την πραγματικότητα της έλλειψης είναι το γεγονός ότι οι πλούσιοι έχουν την τάση να είναι λιγότερο γενναιόδωροι από τους φτωχούς. Από την εμπειρία μου, οι φτωχοί άνθρωποι αρκετά συχνά δανείζουν ή προσφέρουν μικρά ποσά σε άλλους ανθρώπους, τα οποία, τηρουμένων των αναλογιών, θα ήταν τα μισά από όσα θα έδινε ένας πλούσιος άνθρωπος. Εκτεταμένες έρευνες επιβεβαιώνουν αυτήν την παρατήρηση. Μία μεγάλης κλίμακας έρευνα του 2002 που έγινε από τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό ερευνών Independent Sector βρήκε ότι οι Αμερικανοί που κερδίζουν λιγότερο από 25.000 δολάρια το χρόνο προσφέρουν το 4,2% του εισοδήματός τους σε φιλανθρωπίες σε σύγκριση με το 2,7% του εισοδήματος των Αμερικανών που κερδίζουν πάνω από 100.000 δολάρια. Πιο πρόσφατα, ο Paul Piff, ένας κοινωνικός ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνια, διαπίστωσε ότι «οι άνθρωποι χαμηλότερου εισοδήματος είναι πιο γενναιόδωροι, φιλεύσπλαχνοι, δείχνουν περισσότερη εμπιστοσύνη στους άλλους και βοηθούν περισσότερο τους συνανθρώπους τους από αυτούς που έχουν υψηλότερα εισοδήματα».(1) Ο Piff διαπίστωσε ότι όταν στο υποκείμενο της έρευνας δίνονταν χρήματα για να μοιραστούν ανωνύμως ανάμεσα σε αυτό και κάποιο άλλο πρόσωπο (του οποίου δεν μάθαιναν ποτέ την ταυτότητα), η γενναιοδωρία του ήταν αντιστρόφως ανάλογη με την κοινωνικο-οικονομικό του κατάσταση.(2)

Παρόλο που μπαίνουμε στον πειρασμό να συμπεράνουμε ότι οι άπληστοι άνθρωποι γίνονται πλούσιοι, μία εξίσου εύλογη ερμηνεία είναι ότι ο πλούτος κάνει τους ανθρώπους άπληστους. Γιατί αυτό; Σε ένα πλαίσιο αφθονίας η απληστία είναι κάτι ανόητο· μόνον σε ένα πλαίσιο έλλειψης φαίνεται λογική. Οι πλούσιοι βλέπουν έλλειψη εκεί όπου δεν υπάρχει. Επίσης ανησυχούν για τα χρήματα περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Θα μπορούσε να είναι το ίδιο το χρήμα αυτό που προκαλεί την αντίληψη της έλλειψης; Θα μπορούσε το χρήμα, που είναι σχεδόν συνώνυμο με την ασφάλεια, κατά ειρωνικό τρόπο να φέρνει το αντίθετο; Η απάντηση και στις δύο αυτές ερωτήσεις είναι ναι. Σε ατομικό επίπεδο, οι πλούσιοι άνθρωποι έχουν «επενδύσει» πολύ περισσότερα στα χρήματά τους και δυσκολεύονται περισσότερο να τα αφήσουν. (Το να αποχωρίζεσαι κάτι με ευκολία δείχνει μία νοοτροπία αφθονίας). Στο συστημικό επίπεδο, όπως θα δούμε αργότερα, η έλλειψη είναι επίσης ενσωματωμένη στο χρήμα, ως άμεσο αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο το τελευταίο δημιουργείται και κυκλοφορεί.

Η εικασία της έλλειψης είναι ένα από τα δύο βασικά αξιώματα των οικονομικών (Το δεύτερο είναι ότι οι άνθρωποι εκ φύσεως επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν το ατομικό τους συμφέρον στο πλαίσιο της λογικής). Και τα δύο είναι εσφαλμένα· ή για την ακρίβεια, αληθεύουν μόνο για μια περιορισμένη επικράτεια, μια επικράτεια την οποία εμείς, ως άλλοι βάτραχοι στον πάτο του πηγαδιού, νομίζουμε ότι είναι ολόκληρη η πραγματικότητα. Όπως πολύ συχνά συμβαίνει, αυτό που περνάμε για αντικειμενική αλήθεια είναι στην πραγματικότητα μία προβολή της δικής μας κατάστασης στον «αντικειμενικό» κόσμο. Είμαστε δε τόσο βυθισμένοι στην έλλειψη που νομίζουμε ότι αυτή είναι η φύση της πραγματικότητας. Όμως πράγματι, ζούμε σε έναν κόσμο αφθονίας. Η έλλειψη που βιώνουμε παντού είναι ένα τεχνητό δημιούργημα: του χρηματοοικονομικού μας συστήματος, της πολιτικής μας και των αντιλήψεών μας.

Όπως θα δούμε, το χρηματικό μας σύστημα, το σύστημα ιδιοκτησίας μας και το γενικό οικονομικό μας σύστημα ανακλούν την ίδια θεμελιώδη αίσθηση του εαυτού, που έχει ενσωματωμένη την αντίληψη της έλλειψη. Είναι ο «διακριτός και απομονωμένος εαυτός», ο καρτεσιανός εαυτός: μία φούσκα ψυχολογίας  εγκλωβισμένη σε ένα αδιάφορο σύμπαν, που προσπαθεί να κατέχει, να ελέγχει, να οικειοποιείται όσο περισσότερο πλούτο γίνεται, όμως καταδικασμένη εκ των προτέρων στην εμπειρία ότι ποτέ δεν έχει αρκετά λόγω της δικής της αποξένωσης από τον πλούτο της αλληλοσύνδεσης.

Ο ισχυρισμός ότι ζούμε σε ένα κόσμο αφθονίας μερικές φορές προκαλεί μία συναισθηματική αντίδραση, που γειτνιάζει με την εχθρότητα, σε εκείνους τους αναγνώστες μου που πιστεύουν ότι η αρμονική ανθρώπινη συνύπαρξη με τις υπόλοιπες μορφές ζωής είναι αδύνατη χωρίς μια μαζική μείωση πληθυσμού. Επικαλούνται τη θεωρία του τέλους της κορύφωσης της παραγωγής πετρελαίου (Peak Oil) και την εξάντληση των φυσικών πόρων, την παγκόσμια υπερθέρμανση, την εξάντληση της καλλιεργήσιμης γης, και το οικολογικό μας αποτύπωμα ως αποδείξεις ότι η γη δεν μπορεί πλέον να υποστηρίξει τον βιομηχανικό πολιτισμό στα σημερινά επίπεδα πληθυσμού.

Αυτό το βιβλίο προσφέρει μια απάντηση σε αυτήν την ανησυχία ως μέρος του οράματος της ιερής οικονομίας. Και, πράγμα πιο σημαντικό, απαντάει στην ερώτηση «πώς» – για παράδειγμα, πως θα φτάσουμε από εδώ, εκεί. Για την ώρα θα δώσω μια επιμέρους απάντηση, έναν λόγο για να ελπίζουμε.

Είναι αλήθεια ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα επιβαρύνει σε μέγιστο βαθμό τη γη σήμερα. Τα ορυκτά καύσιμα, οι υδροφόροι ορίζοντες, το επιφανειακό έδαφος, η ικανότητα απορρόφησης της ρύπανσης και τα οικοσυστήματα που συντηρούν τη βιωσιμότητα της βιόσφαιρας μειώνονται με ανησυχητικούς ρυθμούς. Όλα τα προτεινόμενα μέτρα είναι ανεπαρκή και είναι πολύ αργά για αυτά – σταγόνα στον ωκεανό σε σύγκριση με αυτό που χρειαζόμαστε.

Από την άλλη πλευρά, ένα τεράστιο μέρος αυτής της ανθρώπινης δραστηριότητας είναι είτε περιττό είτε φθοροποιό για την ανθρώπινη ευτυχία. Σκεφτείτε πρώτα από όλα την πολεμική βιομηχανία και τους πόρους που καταναλίσκονται στον πόλεμο: περίπου 2 τρισεκατομμύρια δολάρια τον χρόνο, ένα τεράστιο επιστημονικό δυναμικό, και η ζωτική ενέργεια εκατομμυρίων νέων ανθρώπων, όλα αυτά δεν εξυπηρετούν καμιά υπαρκτή ανάγκη εκτός από μια ανάγκη που εμείς κατασκευάζουμε.

Σκεφτείτε την οικοδομική βιομηχανία στις ΗΠΑ, με τις πελώριες τυποποιημένες επαύλεις που χτίστηκαν τις δύο τελευταίες δεκαετίες και επίσης δεν εξυπηρετούν καμιά ανθρώπινη ανάγκη. Σε κάποιες χώρες ένα κτίριο αυτού του μεγέθους θα στέγαζε πενήντα ανθρώπους. Σε αυτά τα σπίτια, οι απέραντοι χώροι υποδοχής μένουν αχρησιμοποίητοι επειδή οι άνθρωποι δεν νιώθουν άνετα σε αυτήν την απάνθρωπη κλίμακα και αναζητούν την παρηγοριά που δίνει ο μικρός χώρος και η κόχη της κουζίνας. Τα υλικά και η ενέργεια για την κατασκευή τους και η συντήρηση αυτών των σπιτιών είναι σπατάλη πόρων. Ίσως ακόμα πιο μεγάλη σπατάλη είναι ο χωροταξικός σχεδιασμός των προαστίων, που καθιστά αδύνατη τη χρήση των δημόσιων μέσων συγκοινωνίας και επιτάσσει υπερβολική οδήγηση.

σκεφτείτε τη βιομηχανία τροφίμων, η οποία παρουσιάζει τεράστια σπατάλη σε όλα τα επίπεδα. Σύμφωνα με μια κυβερνητική μελέτη, οι απώλειες που σημειώνονται από το χωράφι έως τους μεταπράτες είναι περίπου 4%, από τους μεταπράτες έως τον καταναλωτή 12% και οι απώλειες στο επίπεδο του καταναλωτή 29%.(3) Επιπλέον, τεράστιες ποσότητες καλλιεργήσιμης γης είναι αφιερωμένες στην παραγωγή βιοκαυσίμων και η μηχανοποιημένη γεωργία εμποδίζει την αμειψισπορά από μεγάλο αριθμό εργατών και άλλες εντατικές τεχνικές παραγωγής που θα μπορούσαν να αυξήσουν θεαματικά την παραγωγικότητα.(4)

Τέτοια νούμερα δείχνουν τη δυνητική αφθονία ακόμα και σε έναν κόσμο εφτά δισεκατομμυρίων ανθρώπων – αλλά με έναν περιοριστικό όρο: οι άνθρωποι θα περνούν πολύ περισσότερο χρόνο (κατά κεφαλήν) στην καλλιέργεια τροφής, σε μια αντιστροφή της τάσης που κυριάρχησε τους δύο τελευταίους αιώνες. Λίγοι αντιλαμβάνονται ότι η οργανική γεωργία μπορεί να είναι δύο με τρεις φορές πιο παραγωγική από την συμβατική καλλιέργεια – ανά στρέμμα, όχι ανά ώρα εργασίας.(5) Και η εντατική κηπουρική μπορεί να γίνει ακόμη πιο παραγωγική (και να απασχολεί περισσότερα χέρια). Αν σας αρέσει η κηπουρική και πιστεύετε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θα ωφελούνταν αν υιοθετούσαν μια πιο στενή σχέση με τη γη, τότε αυτά είναι καλά νέα για σας. Με μερικές ώρες δουλειάς την εβδομάδα, ένας συνήθης κήπος των προαστίων των 90 τετραγωνικών μέτρων μπορεί να ικανοποιήσει τις περισσότερες ανάγκες μιας οικογένειας σε λαχανικά· διπλασιάστε την έκταση και μπορεί να προσφέρει σημαντικές ποσότητες από τα βασικά είδη τροφής όπως πατάτες, γλυκοπατάτες κολοκύθες. Είναι πραγματικά απαραίτητο το αχανές σύστημα φορτηγών που διασχίζει όλη την ήπειρο και φέρνει λάχανα και καρότα από την Καλιφόρνια στην υπόλοιπη χώρα; Κάνει καλύτερη τη ζωή μας κατά οποιοδήποτε τρόπο;

Ένα άλλο είδος σπατάλης προέρχεται από την φτηνή ποιότητα και την εσκεμμένη παλαίωση πολλών βιομηχανικών προϊόντων. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν ελάχιστα οικονομικά κίνητρα και μερικά αντικίνητρα, για την παραγωγή προϊόντων που αντέχουν στον χρόνο και που είναι εύκολο να επισκευαστούν, με το παράλογο επακόλουθο να κοστίζει συχνά φτηνότερα η αγορά καινούριας συσκευής από την επισκευή της παλιάς. Αυτό είναι εν τέλει επακόλουθο του χρηματοοικονομικού μας συστήματος και θα αντιστραφεί σε μια ιερή οικονομία.

Στο δρόμο μου, κάθε οικογένεια έχει στην κατοχή της μια χλοοκοπτική μηχανή που χρησιμοποιείται ενδεχομένως δέκα ώρες κάθε καλοκαίρι. Κάθε κουζίνα έχει ένα μπλέντερ που χρησιμοποιείται το πολύ δεκαπέντε λεπτά την εβδομάδα. Κάθε στιγμή, περίπου τα μισά αυτοκίνητα της γειτονιάς είναι παρκαρισμένα στον δρόμο χωρίς να κινούνται. Οι περισσότερες οικογένειες έχουν τα δικά τους κλαδευτήρια, τα δικά τους ηλεκτροκίνητα εργαλεία, τον δικό τους αθλητικό εξοπλισμό. Επειδή τον περισσότερο καιρό αυτά τα πράγματα μένουν αχρησιμοποίητα, τα περισσότερα από αυτά είναι περιττά. Η ποιότητα ζωής μας θα ήταν εξίσου υψηλή με τον μισό αριθμό αυτοκινήτων, το ένα δέκατο των χλοοκοπτικών μηχανών και δυο-τρία μηχανήματα γυμναστικής σε ολόκληρο τον δρόμο. Στην πραγματικότητα, θα ήταν υψηλότερη αφού έτσι θα είχαμε την ευκαιρία να συνεργαζόμαστε και να μοιραζόμαστε. (6) Ακόμα και με τα σημερινά, αναίτια υψηλά επίπεδα κατανάλωσης, περίπου 40% του παγκόσμιου βιομηχανικού εξοπλισμού παραμένει αδρανές. Αυτό το νούμερο μπορεί να αυξηθεί σε 80% ή και παραπάνω χωρίς καμιά απώλεια στην ανθρώπινη ευτυχία. Το μόνο που θα χάναμε είναι η ρύπανση και η ρουτίνα της μεγάλης βιομηχανικής παραγωγής. Φυσικά, θα χάναμε και έναν μεγάλο αριθμό «θέσεων εργασίας», αλλά αφού αυτές δεν συνεισφέρουν έτσι κι αλλιώς στην ανθρώπινη ευημερία, θα μπορούσαμε να προσλάβουμε τους ανθρώπους αυτών των θέσεων να ανοίγουν τρύπες στο έδαφος και να τις ξανακλείνουν χωρίς καμιά απώλεια. Ή ακόμα καλύτερα, θα μπορούσαμε να τους αναθέσουμε ρόλους που απαιτούν μεγάλο αριθμό από εργατικά χέρια όπως η αεικαλλιέργεια, η φροντίδα των αρρώστων και των ηλικιωμένων, η αποκατάσταση των οικοσυστημάτων, και όλες οι άλλες σημερινές ανάγκες που παραμένουν τραγικά ανεκπλήρωτες λόγω της έλλειψης χρημάτων.

Ένας κόσμος χωρίς όπλα, χωρίς επαύλεις-τέρατα σε προάστια που επεκτείνονται άναρχα, χωρίς βουνά περιττής συσκευασίας, χωρίς γιγάντιες μηχανοποιημένες μονοκαλλιέργειες, χωρίς ενεργοβόρα υπερ-καταστήματα, χωρίς ηλεκτρονικές γιγαντοαφίσες, χωρίς ατελείωτους σωρούς άχρηστων αντικειμένων μιας χρήσης, χωρίς την υπερκατανάλωση καταναλωτικών αγαθών που κανένας αληθινά δεν χρειάζεται, δεν είναι ένας φτωχότερος κόσμος. Διαφωνώ με εκείνους τους περιβαλλοντολόγους που λένε ότι πρέπει να μάθουμε να ζούμε με λιγότερα. Στην πραγματικότητα, θα μάθουμε να ζούμε με περισσότερα: περισσότερη ομορφιά, περισσότερους δεσμούς με την κοινότητα, περισσότερη ικανοποίηση, περισσότερη τέχνη, περισσότερη μουσική, και αντικείμενα που θα είναι λιγότερα σε αριθμό αλλά ανώτερα σε χρησιμότητα και αισθητική. Τα φτηνοπράγματα που γεμίζουν τις ζωές μας σήμερα, όσο μεγάλη και αν είναι η ποσότητά τους, το μόνο που κάνουν είναι να φτηναίνουν τη ζωή μας.

Μέρος της ίασης που εκφράζει η ιερή οικονομία είναι η ίαση του διαχωρισμού ανάμεσα στο πνεύμα και την ύλη. Προκειμένου να συνδεθούμε με την ιερότητα όλων των πραγμάτων, εγώ προτείνω να αγκαλιάσουμε τον υλισμό και όχι να απέχουμε από αυτόν. Πιστεύω ότι θα αγαπάμε τα πράγματά μας περισσότερο και όχι λιγότερο. Θα φυλάμε τα υλικά μας αποκτήματα, θα τιμούμε το μέρος από το οποίο ήρθαν και το μέρος που πρόκειται να πάνε. Αν έχετε στην κατοχή σας ένα πολύτιμο για σας γάντι του μπέιζμπολ ή καλάμι ψαρέματος, ίσως καταλαβαίνετε για τι πράγμα μιλάω. Ή ίσως ο πατέρας σας είχε ένα αγαπημένο σετ εργαλείων ξυλουργικής που κρατούσε σε άριστη κατάσταση για πενήντα χρόνια. Έτσι θα τιμήσουμε τα πράγματά μας. Φαντάζεστε πως θα ήταν ο κόσμος αν η ίδια φροντίδα και το ίδιο ενδιαφέρον επενδυόταν σε καθετί που παράγουμε; Αν ο κάθε μηχανικός έβαζε τόση αγάπη στα δημιουργήματά του; Σήμερα, μια τέτοια αντιμετώπιση είναι αντιοικονομική· σπάνια συμφέρει οποιονδήποτε να αντιμετωπίσει ένα πράγμα ως ιερό. Μπορείς απλώς να αγοράσεις ένα καινούριο γάντι του μπέιζμπολ ή καλάμι ψαρέματος, και ποιος ο λόγος να είσαι τόσο προσεκτικός με τα εργαλεία σου όταν τα καινούρια είναι τόσο φτηνά; Η φτήνια των αντικειμένων μας είναι μέρος της υποτίμησής τους, η οποία μας καθηλώνει σε έναν φτηνό κόσμο όπου τα πάντα είναι απρόσωπα και αναλώσιμα.

Ακόμα κι εμείς στις πλούσιες χώρες, μέσα στην υπεραφθονία, ζούμε σε ένα πανταχού παρόν άγχος, λαχταρώντας «οικονομική ασφάλεια» καθώς προσπαθούμε να κρατήσουμε την έλλειψη μακριά μας. Κάνουμε επιλογές (ακόμα και αυτές που δεν σχετίζονται με το χρήμα) σύμφωνα με τα μέσα που «διαθέτουμε», και συνήθως συσχετίζουμε την ελευθερία με τον πλούτο. Όταν όμως κυνηγάμε τον πλούτο, διαπιστώνουμε ότι ο παράδεισος της οικονομικής ελευθερίας είναι μια χίμαιρα, που όσο την πλησιάζουμε αυτή ξεμακραίνει, και ότι το ίδιο το κυνήγι μας υποδουλώνει. Το άγχος είναι πάντα εκεί, η έλλειψη πάντα παραμονεύει ένα βήμα παραπέρα. Ονομάζουμε αυτό το κυνήγι απληστία. Ειλικρινά, είναι μια αντίδραση στην ιδέα της έλλειψη.

Επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω και άλλο πειστήριο, που για την ώρα είναι περισσότερο υποδηλωτικό και όχι καθοριστικό, για την τεχνητή ή απατηλή φύση της έλλειψης που βιώνουμε. Στη σελίδα 1 όλων των εγχειριδίων γράφει ότι Οικονομικά είναι η μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς κάτω από συνθήκες έλλειψης. Έτσι λοιπόν η επέκταση του οικονομικού τομέα είναι επέκταση της έλλειψης, η αιφνίδια εισβολή της σε τομείς της ζωής που κάποτε χαρακτηρίζονταν από αφθονία. Η οικονομική συμπεριφορά, ιδιαίτερα η ανταλλαγή χρημάτων με αγαθά, προεκτείνεται σήμερα σε τομείς που δεν υπήρξαν ποτέ πριν αντικείμενο χρηματικών συναλλαγών. Πάρτε για παράδειγμα, μία από τις κατηγορίες λιανικών πωλήσεων που γνωρίζουν μεγάλη ανάπτυξη την τελευταία δεκαετία: το εμφιαλωμένο νερό. Αν ένα πράγμα είναι άφθονο παντού πάνω στη γη, αυτό είναι το νερό, ωστόσο σήμερα έχει γίνει ανεπαρκές, κάτι για το οποίο πληρώνουμε.

Η φύλαξη των παιδιών είναι άλλος ένας τομέας που σημείωσε μεγάλη οικονομική ανάπτυξη κατά τη διάρκεια της ζωής μου. Όταν ήμουν παιδί, δεν ήταν τίποτα για τους φίλους και τους γείτονες να προσέχουν ο ένας τα παιδιά του άλλου για λίγες ώρες μετά το σχολείο, ένα κατάλοιπο της εποχής που τα παιδιά έτρεχαν ελεύθερα στα πλαίσια του χωριού ή της φυλής. Η πρώην γυναίκα μου Πάτσι μιλάει με συγκίνηση για τα παιδικά της χρόνια στην ύπαιθρο της Ταϊβάν όπου τα παιδιά είχαν το δικαίωμα να εμφανιστούν και εμφανίζονταν σε οποιοδήποτε γειτονικό σπίτι την ώρα του δείπνου και πάντα κάποιος θα τους έδινε μία κούπα ρύζι. Η κοινότητα πρόσεχε τα παιδιά. Με άλλα λόγια, η φροντίδα των παιδιών ήταν σε αφθονία· ήταν αδύνατο να διανοηθεί κάποιος να ανοίξει ένα κέντρο φύλαξης παιδιών μετά το σχολείο.

Για να γίνει κάτι αντικείμενο του εμπορίου, πρέπει πρώτα να γίνει σπάνιο. Εξ ορισμού, καθώς η οικονομία αναπτύσσεται, όλο και περισσότερες ανθρώπινες δραστηριότητες εισέρχονται στη σφαίρα του χρήματος, τη σφαίρα των αγαθών και υπηρεσιών. Συνήθως συσχετίζουμε την οικονομική ανάπτυξη με μια αύξηση του πλούτου, μπορούμε όμως να το δούμε και ως μια αποστέρηση, μια αύξηση της έλλειψης. Πράγματα για τα οποία δεν μας περνούσε κάποτε από το μυαλό ότι πρέπει να πληρώσουμε για αυτά, σήμερα πρέπει να πληρώσουμε για αυτά. Να πληρώσουμε για να χρησιμοποιήσουμε τι; Για να χρησιμοποιήσουμε χρήματα φυσικά, χρήματα για τα οποία κάνουμε πολύ αγώνα και πολλές θυσίες για να τα αποκτήσουμε. Αν ένα πράγμα είναι σε έλλειψη, αυτό είναι σίγουρα το χρήμα. Οι περισσότεροι άνθρωποι που γνωρίζω ζουν σε ένα συνεχές άγχος χαμηλού βαθμού (μερικές φορές υψηλού βαθμού) λόγω του φόβου του ότι δεν έχουν αρκετά. Και όπως επιβεβαιώνει το άγχος των πλουσίων, κανένα ποσό δεν είναι «αρκετό».

Από αυτήν την άποψη, πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί με την αγανάκτησή μας με πληροφορίες του τύπου «Πάνω από δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν με λιγότερα από δύο δολάρια την ημέρα». Ένα μικρό χρηματικό εισόδημα μπορεί να σημαίνει ότι οι ανάγκες ενός ατόμου εκπληρώνονται έξω από την οικονομία του χρήματος, για παράδειγμα μέσα από παραδοσιακά δίκτυα αμοιβαιότητας και μέσα από δώρα. Η «ανάπτυξη» σε τέτοιες περιπτώσεις αυξάνει το χρηματικό εισόδημα φέρνοντας τις μη χρηματικές μορφές της οικονομικής δραστηριότητας στη σφαίρα των αγαθών και υπηρεσιών, με την επακόλουθη νοοτροπία της έλλειψης, του ανταγωνισμού και του άγχους που είναι τόσο διαδεδομένα σε εμάς στη Δύση, ωστόσο τόσο ξένα στον κυνηγό-τροφοσυλλέκτη ή στον χωρικό που επιβιώνουν χωρίς χρήματα.