ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΤΟ ΠΤΩΜΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝ ΑΓΑΘΩΝ (Part 1)

 

 

Φωνάζουμε ντροπή στον φεουδάρχη βαρόνο που απαγόρευε σε έναν χωρικό την καλλιέργεια μιας μικρής έκτασης γης εάν δεν παρέδιδε στον άρχοντά του το ένα τέταρτο της σοδειάς του. Αποκαλούμε τις εποχές αυτές βάρβαρες. Όμως αν και οι μορφές έχουν αλλάξει, οι σχέσεις έχουν παραμείνει ίδιες, και ο εργαζόμενος υποχρεώνεται, στο όνομα του ελεύθερου συμβολαίου, να αποδεχθεί φεουδαρχικές υποχρεώσεις. Γιατί όπου και αν στραφεί, δεν μπορεί να βρει καλύτερες συνθήκες. Τα πάντα έχουν μετατραπεί σε ιδιωτική ιδιοκτησία, και πρέπει να συναινέσει, ή να πεθάνει από την πείνα.

–Peter Kropotkin

 

Στα θεμέλια κάθε μεγάλης περιουσίας βρίσκεται ένα μεγάλο έγκλημα.

–Honoré de Balzac

 

Παρά το προφανές γεγονός ότι η γη υπάρχει ανεξάρτητα από την ανθρώπινη προσπάθεια, η ιδιοκτησία της δεν διαφέρει και τόσο από οποιαδήποτε άλλη μορφή ιδιοκτησίας. Ας εξετάσουμε πρώτα την υλική ιδιοκτησία – οτιδήποτε φτιαγμένο από μέταλλο, ξύλο, πλαστικό, φυτά ή ζώα, ορυκτά, και ούτω καθεξής. Μήπως δεν είναι τίποτα περισσότερο από κομμάτια γης, τροποποιημένα από την ανθρώπινη επέμβαση; Η διάκριση μεταξύ της γης και των βελτιώσεων που πραγματοποιούνται σε αυτή – η διάκριση ανάμεσα σε αυτό που ήδη υπάρχει και εκείνο που η ανθρώπινη προσπάθεια δημιουργεί – δεν είναι περισσότερο ή λιγότερο βάσιμη για τη γη από ότι για οποιοδήποτε άλλο υλικό αγαθό. Όλα όσα χρησιμοποιούμε και μας ανήκουν, αποτελούνται από τροποποιημένα κομμάτια γης. Όλα μαζί αποτελούν «φυσικό κεφάλαιο» – τον πλούτο και τα καλά που μας έχει κληροδοτήσει η γη. Αρχικά τίποτα από όλα αυτά δεν αποτελούσε ιδιοκτησία· μπήκαν στη σφαίρα της ιδιοκτησίας καθώς η τεχνολογία πολλαπλασίαζε τις δυνατότητές μας και η λογική της διάστασης επέτεινε την επιθυμία μας να κατέχουμε. Σήμερα, μορφές φυσικού κεφαλαίου που μας ήταν σχεδόν άγνωστες έχουν γίνει ιδιοκτησία: το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο, σειρές DNA, και έμμεσα, η οικολογική ποικιλότητα και η δυνατότητα της γης να απορροφά βιομηχανικά απόβλητα.(1)

Είτε πρόκειται για κάτι που έχει μετατραπεί σε ένα άμεσο αντικείμενο ιδιοκτησίας, όπως είναι η γη, το πετρέλαιο, τα δέντρα, είτε πρόκειται για όσα ακόμα αποτελούν τα κοινά αγαθά τα οποία χρησιμοποιούμε για να δημιουργήσουμε άλλες μορφές ιδιοκτησίας, όπως η ανοιχτή θάλασσα, τα πρωταρχικά Μεγάλα Κοινά έχουν ξεπουληθεί: με τη μετατροπή τους αρχικά σε ιδιοκτησία και μετά σε χρήμα. Αυτό είναι το τελικό στάδιο που επιβεβαιώνει ότι κάτι έχει όντως ολοκληρώσει την μεταμόρφωσή του σε ιδιοκτησία. Το να είμαστε σε θέση να αγοράζουμε και να πουλάμε κάτι ελεύθερα, σημαίνει ότι έχει αποσυνδεθεί από το αρχικό πλέγμα των σχέσεών του· με άλλα λόγια ότι έχει καταστεί «απαλλοτριώσιμο». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το χρήμα έχει γίνει εκπρόσωπος της γης και όλων των άλλων μορφών ιδιοκτησίας, και ο λόγος για τον οποίο η χρέωση ενοικίου (τόκου) για τη χρήση του φέρει τα ίδια αποτελέσματα και μετέχει στην ίδια αδικία με τη χρέωση ενοικίου στη γη.

 

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Το φυσικό κεφάλαιο είναι μία από τις τέσσερις μεγάλες κατηγορίες των κοινών αγαθών που περιλαμβάνουν επίσης το κοινωνικό, πολιτιστικό και πνευματικό κεφάλαιο. Η κάθε κατηγορία περιλαμβάνει αγαθά που κάποτε ήταν ελεύθερα, αποτελούσαν μέρος της αυτάρκειας ή της οικονομίας του δώρου, αγαθά για τα οποία πλέον είμαστε υποχρεωμένοι να πληρώνουμε. Η κλοπή λοιπόν δεν γίνεται από τη μητέρα γη, αλλά από την πολιτιστική «μητέρα».

Η πιο συνήθης από αυτές τις μορφές κεφαλαίου που απαντά στον οικονομικό διάλογο είναι το πολιτιστικό κεφάλαιο, το οποίο προσδιορίζεται ως πνευματική ιδιοκτησία. Τα παλιά τα χρόνια, το μεγάλο απόθεμα ιστοριών, ιδεών, τραγουδιών, καλλιτεχνικών μοτίβων, εικόνων, και τεχνικών εφευρέσεων αποτελούσε μια δεξαμενή κοινών αγαθών από την οποία ο καθένας μπορούσε να αντλήσει κάτι είτε για την ευχαρίστησή του και την αύξηση της παραγωγικότητάς του, είτε για να το χρησιμοποιήσει φτιάχνοντας κάτι καινούριο. Στον Μεσαίωνα, οι τροβαδούροι άκουγαν ο ένας τα τραγούδια του άλλου και δανείζονταν τις νέες μελωδίες που τους άρεσαν, τις τροποποιούσαν, και τις κυκλοφορούσαν εκ νέου για να γίνουν με τη σειρά τους μέρος της δεξαμενής των πολιτιστικών κοινών. Σήμερα οι καλλιτέχνες και οι εταιρικοί τους χορηγοί σπεύδουν να προστατέψουν με πνευματικά δικαιώματα κάθε νέα δημιουργία, και διώκουν με αποφασιστικότητα οποιονδήποτε επιχειρεί να ενσωματώσει τα τραγούδια τους σε μία δική του σύνθεση. Το ίδιο συμβαίνει σε κάθε δημιουργικό πεδίο.(2)

Η ηθική αιτιολόγηση για την ύπαρξη πνευματικής ιδιοκτησίας ακολουθεί την εξής συλλογιστική: «Αφού εγώ ανήκω στον εαυτό μου, και η δύναμη του μόχθου μου ανήκει σε μένα, τότε ό,τι φτιάχνω μου ανήκει». Αλλά ακόμα κι αν συμφωνήσουμε με την αρχή του ότι «Εγώ ανήκω στον εαυτό μου», η υπονοούμενη αξίωση ότι η καλλιτεχνική και πνευματική δημιουργία αποτελούν παρθενογένεση από την πλευρά του δημιουργού, ανεξάρτητα από ένα πολιτιστικό πλαίσιο αναφοράς, είναι παράλογη. Κάθε πνευματική δημιουργία (συμπεριλαμβανομένου αυτού του βιβλίου) αντλεί διάφορα κομμάτια από τον ωκεανό του πολιτισμού που μας περιβάλλει, και από τη δεξαμενή των εικόνων, μελωδιών, και ιδεών που έχουν εντυπωθεί βαθιά στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση ή ίσως υπήρχαν από πάντα εκεί. Όπως το έθεσε ο Lewis Mumford, «Ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας αποτελεί μηχανισμό που επιτρέπει σε κάποιον να διεκδικήσει ειδικές οικονομικές ανταμοιβές επειδή αποτελεί τον τελευταίο κρίκο στη σύνθετη κοινωνική διαδικασία που παρήγαγε την εφεύρεση».(3) Το ίδιο ισχύει για τα τραγούδια, τις ιστορίες, και την υπόλοιπη πολιτιστική παραγωγή. Με το να τα μετατρέπουμε σε ιδιωτική ιδιοκτησία, περιφράσσουμε κάτι το οποίο στην πραγματικότητα δεν μας ανήκει. Κλέβουμε από τα πολιτιστικά κοινά. Και επειδή, όπως και η γη, μέρος των πολιτιστικών κοινών παράγουν συνεχώς νέο πλούτο, η κλοπή αυτή είναι ένα συνεχιζόμενο έγκλημα που συντείνει στη διαίρεση ανάμεσα στους έχοντες και τους μη έχοντες, τους ιδιοκτήτες και τους ενοικιαστές, τους πιστωτές και τους οφειλέτες. Ο Ρώσος αναρχικός Peter Kropotkin διατύπωσε πειστικά αυτό το γενικό επιχείρημα:

Κάθε μηχανή έχει την ίδια ιστορία – ένα μακρύ ιστορικό από νύχτες αϋπνίας και φτώχια, από απογοητεύσεις και χαρές, από επιμέρους βελτιώσεις που πραγματοποιήθηκαν από πολλές γενεές ανώνυμων εργατών, οι οποίοι πρόσθεσαν στην αρχική εφεύρεση αυτές τις μικρο-βελτιώσεις, χωρίς τις οποίες και η πιο γόνιμη ιδέα δεν θα καρποφορούσε. Κι ακόμα περισσότερο: κάθε νέα εφεύρεση αποτελεί σύνθεση, τη συνισταμένη αμέτρητων εφευρέσεων που προηγήθηκαν στο αχανές πεδίο της μηχανικής και της βιομηχανίας.

Η επιστήμη και η βιομηχανία, η γνώση και η εφαρμογή, η ανακάλυψη και η πρακτική εφαρμογή που οδηγούν σε νέες ανακαλύψεις, η δεξιοτεχνία του μυαλού και των χεριών, ο διανοητικός και σωματικός μόχθος – λειτουργούν ομαδικά. Κάθε ανακάλυψη, κάθε πρόοδος, κάθε συνεισφορά στους ανθρώπινους θησαυρούς, οφείλουν την ύπαρξή τους στην κοπιώδη χειρονακτική και διανοητική εργασία του παρελθόντος και του παρόντος.

Με ποιο δικαίωμα μπορεί κάποιος με οποιονδήποτε τρόπο να οικειοποιηθεί και το παραμικρό κομμάτι από αυτό το απέραντο όλον και να πει – Αυτό είναι δικό μου, όχι δικό σου;(4)

Τέτοιες θεωρήσεις γεννούν μέσα μου την επιθυμία να διαθέσω τα βιβλία μου ελεύθερα στο Διαδίκτυο, προσπερνώντας ορισμένα από τα συνήθη πνευματικά δικαιώματα. Δεν θα ήμουν σε θέση να συγγράψω αυτό το βιβλίο χωρίς το οργανικό πλαίσιο ενός απέραντου πλέγματος ιδεών, χωρίς τον πλούτο του πολιτιστικού κεφαλαίου που δεν δικαιούμαι να περιχαρακώσω.(5)

Το πνευματικό κεφάλαιο είναι πιο δυσδιάκριτο. Αναφέρεται στις ικανότητες του νου και των αισθήσεων, για παράδειγμα,  στην ικανότητα που έχουμε να συγκεντρωνόμαστε, να δημιουργούμε νέους φανταστικούς κόσμους και να αντλούμε ικανοποίηση από την εμπειρία της ζωής. Όταν ήμουν μικρός, τις τελευταίες μέρες πριν την κυριαρχία της τηλεόρασης και των βιντεοπαιχνιδιών στην αμερικανική παιδική ηλικία, δημιουργούσαμε δικούς μας κόσμους με περίτεχνες ιστορίες, κάνοντας χρήση των «ψυχικών τεχνολογιών» που οι ενήλικες μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να διαμορφώσουν τη ζωή τους και τη συλλογική τους πραγματικότητα: δημιουργούσαμε μια φαντασίωση, λέγαμε μια ιστορία γι’ αυτήν τη φαντασίωση προσδιορίζοντας νοήματα και ρόλους, παίζαμε αυτούς τους ρόλους, και ούτω καθεξής. Σήμερα, αυτοί οι κόσμοι της φαντασίας έρχονται προκατασκευασμένοι από τηλεοπτικά στούντιο και εταιρίες λογισμικού, και τα παιδιά περιπλανώνται σε ευτελείς, φανταχτερούς, συχνά βίαιους κόσμους, που δημιουργήθηκαν από μακρινούς άγνωστους. Οι κόσμοι αυτοί συνοδεύονται από προκατασκευασμένες εικόνες, και έτσι η δυνατότητα των παιδιών να σχηματίζουν δικές τους εικόνες (αυτή η ικανότητα αποκαλείται φαντασία), ατροφεί. Ανίκανο να οραματιστεί έναν νέο κόσμο, το παιδί μεγαλώνει με τη συνήθεια να αποδέχεται οποιαδήποτε πραγματικότητα του σερβίρουν.(6) Μήπως αυτό συμβάλλει στην πολιτική παθητικότητα του αμερικανικού λαού;

Άλλη μία μείωση του πνευματικού κεφαλαίου προκαλείται από την έντονη αισθητηριακή διέγερση των ηλεκτρονικών μέσων. Οι σύγχρονες ταινίες δράσης, για παράδειγμα, έχουν τόσο έντονο ρυθμό, είναι τόσο φανταχτερές, τόσο ακραία διεγερτικές, με αποτέλεσμα παλαιότερες ταινίες να φαντάζουν σε σύγκριση πληκτικές, για να μην αναφέρουμε τα βιβλία ή τον κόσμο της φύσης. Παρόλη την προσπάθειά μου να περιορίσω την έκθεση των παιδιών μου στις σύγχρονες υπερβολές, μετά βίας μπορούν να παρακολουθήσουν μία ταινία γυρισμένη πριν από το 1975. Άπαξ και συνηθίσουμε στην έντονη διέγερση, κατά την απουσία της αισθανόμαστε το στερητικό σύνδρομο που αποκαλούμε πλήξη. Γινόμαστε εξαρτημένοι, με αποτέλεσμα να πληρώνουμε για την απόκτηση εκείνου που κάποτε ήταν διαθέσιμο μόνον και μόνον επειδή ζούσαμε. Ένα βρέφος ή ένας κυνηγός-τροφοσυλλέκτης μαγεύεται από τις αργές διεργασίες της φύσης: ένα κλαδάκι που επιπλέει στο νερό, μία μέλισσα που επισκέπτεται ένα λουλούδι, και άλλα πράγματα που διαφεύγουν της αναιμικής προσοχής του σύγχρονου ενήλικα. Όπως οι Ρωμαίοι πάροικοι έπρεπε να πληρώνουν για τη χρήση της γης την οποία είχαν ανάγκη για την επιβίωσή τους, έτσι και ο σύγχρονος άνθρωπος καλείται να πληρώσει τους ιδιοκτήτες των διεργασιών, των ΜΜΕ, και του κεφαλαίου που απαιτούνται για τη δημιουργία της ακραίας αισθητήριας διέγερσης που χρειάζεται για να αισθανθεί ζωντανός.

Μπορεί εκ πρώτης όψεως να μην είναι προφανές ότι το πνευματικό κεφάλαιο είναι ένα κοινό αγαθό. Εκείνο όμως που έχει συμβεί είναι η οικειοποίηση της συγκέντρωσης της προσοχής μας. Οι δυνατότητες του ανθρώπινου νου που αποκαλώ πνευματικό κεφάλαιο δεν υφίστανται σε απομόνωση· είναι η ανατροφή μας, η αγωγή μας και η κουλτούρα μας που τις ενισχύουν και τις κατευθύνουν. Η ικανότητά μας να αναπτύσσουμε τη φαντασία και να παίρνουμε ικανοποίηση από τις αισθήσεις μας είναι σε μεγάλο βαθμό μία συλλογική ικανότητα, την οποία δεν μπορούμε πλέον να αντλούμε από τις ελεύθερα διαθέσιμες πηγές του νου και της φύσης, αλλά καλούμαστε να αγοράσουμε από τους νέους ιδιοκτήτες της.

Η συλλογική προσοχή της ανθρώπινης φυλής ανήκει στα κοινά αγαθά όπως η γη και ο αέρας. Όπως κι αυτά, αποτελεί την πρώτη ύλη της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Για να φτιαχτεί ένα εργαλείο, για να γίνει οποιαδήποτε εργασία, για να γίνει οτιδήποτε εν γένει, πρέπει κάποιος να συγκεντρώσει όλη του την προσοχή στην εν λόγω εργασία αντί για κάποιας άλλη. Η παρουσία της διαφήμισης και των ΜΜΕ σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής συντελεί στην απόσπαση της συλλογικής ανθρώπινης προσοχής και την απώλεια της θείας κληρονομιάς μας. Στον δρόμο, οπουδήποτε κι αν στρέψω το βλέμμα μου, βλέπω έναν πίνακα διαφημίσεων. Στο μετρό, στο διαδίκτυο, στον δρόμο, γινόμαστε δέκτες εμπορικών μηνυμάτων που αποσπούν την προσοχή μας. Διεισδύουν στην ίδια μας τη σκέψη, στις «αφηγήσεις» μας, στον εσωτερικό μας διάλογο, και διαμέσου αυτών, στα συναισθήματά μας, τις επιθυμίες μας και τις πεποιθήσεις μας, για να φτιάξουν νέα προϊόντα και να αποκομίσουν κέρδη. Η προσοχή μας μετά βίας μας ανήκει πια – τόσο εύκολα που χειραγωγείται από την εξουσία της πολιτικής και του εμπορίου.

Η προσοχή μας, αφού πρώτα έγινε αντικείμενο χειρισμού, κατακερματίστηκε, εθίστηκε στα έντονα ερεθίσματα και περιπλανήθηκε σε μια σειρά φανταχτερά αλλά κενά αντικείμενα επί μακρόν, έχει πλέον τέτοια διάσταση που δεν μπορούμε να τη διατηρήσουμε για όσο χρόνο χρειάζεται προκειμένου να δημιουργήσουμε κάτι πέρα από τα προγράμματα που μας περιβάλλουν. Χάνουμε την ικανότητά μας να διατηρήσουμε τη σκέψη, να αντιληφθούμε τις «λεπτές αποχρώσεις», να βάλουμε τον εαυτό μας στη θέση του άλλου. Επιρρεπείς σε οποιαδήποτε απλοϊκή αφήγηση που στοχεύει άμεσα στο συναίσθημά μας, γινόμαστε εύκολοι στόχοι όχι μόνο για τη διαφήμιση, αλλά και για την προπαγάνδα, τη δημαγωγία και τον φασισμό. Με διάφορους τρόπους, όλα αυτά υπηρετούν την εξουσία του χρήματος.

 

Η ΑΠΟΓΥΜΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

Η πιο σημαντική μορφή κεφαλαίου για τους σκοπούς αυτής της συζήτησης είναι το κοινωνικό κεφάλαιο. Το κοινωνικό κεφάλαιο αναφέρεται πρωτίστως στις σχέσεις και τις δεξιότητες, στις «υπηρεσίες» που οι άνθρωποι κάποτε πρόσφεραν στους εαυτούς τους και ο ένας στον άλλον στις οικονομίες δώρου, όπως το μαγείρεμα, η φροντίδα των παιδιών, οι υπηρεσίες υγείας, η φιλοξενία, η διασκέδαση, η παροχή συμβουλών και η καλλιέργεια τροφής, η ύφανση ρούχων και η κατασκευή σπιτιών. Μόλις μία η δύο γενεές πίσω, πολλές από τις λειτουργίες αυτές ήταν πολύ λιγότερο εμπορευματοποιημένες από ότι είναι σήμερα. Όταν ήμουν παιδί, οι περισσότεροι άνθρωποι που γνώριζα σπάνια έτρωγαν σε εστιατόρια, και οι γείτονες φρόντιζαν ο ένας τα παιδιά του άλλου μετά το σχολείο. Η τεχνολογία έδρασε καταλυτικά στη μεταφορά των ανθρώπινων σχέσεων στην επικράτεια των «υπηρεσιών», καθώς και στη μεταφορά κομματιών από τα σκοτεινά βάθη της γης στην επικράτεια των αγαθών. Για παράδειγμα, η τεχνολογία του φωνόγραφου και του ραδιοφώνου μετέτρεψε τη μουσική από κάτι που οι άνθρωποι έφτιαχναν για τους εαυτούς τους, σε κάτι για το οποίο πλήρωναν. Οι τεχνολογίες αποθήκευσης και μεταφορών έκαναν το ίδιο με την επεξεργασία των τροφίμων. Γενικά, ο λεπτομερής καταμερισμός της εργασίας που συνοδεύει την τεχνολογία έχει δημιουργήσει μία εξάρτηση από αγνώστους για τα περισσότερα πράγματα που χρησιμοποιούμε, και καθιστά απίθανη την περίπτωση οι γείτονές μας να εξαρτώνται από εμάς για κάτι που εμείς οι ίδιοι παράγουμε. Έτσι, οι οικονομικοί δεσμοί διαχωρίζονται από τους κοινωνικούς δεσμούς, αφήνοντας μας με ελάχιστα πράγματα για να προσφέρουμε στους γείτονές μας και άρα ελάχιστες πιθανότητες να τους γνωρίσουμε.

Η «χρηματοποίηση» του κοινωνικού κεφαλαίου οδηγεί στην απογύμνωση της κοινότητας. Δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη ότι το χρήμα εμπλέκεται βαθιά στη διάλυση της κοινότητας, μια και το χρήμα είναι η επιτομή του απρόσωπου. Πάρτε δύο διαφορετικά δάση, μετατρέψτε τα σε χρήμα, και θα έχετε το ίδιο ακριβώς πράγμα. Στον πολιτισμό, η ίδια αρχή, δημιουργεί με ταχείς ρυθμούς μια παγκόσμια μονοκουλτούρα στην οποία κάθε υπηρεσία πληρώνεται. Όταν το χρήμα διαμεσολαβεί σε όλες μας τις σχέσεις, τότε κι εμείς με τη σειρά μας χάνουμε τη μοναδικότητα μας και μετατρεπόμαστε σε τυποποιημένους καταναλωτές τυποποιημένων προϊόντων και υπηρεσιών, και σε τυποποιημένους υπαλλήλους που εκτελούν άλλα καθήκοντα. Καμία προσωπική οικονομική σχέση δεν είναι σημαντική αφού πάντα μπορούμε να «πληρώσουμε κάποιον άλλο να το κάνει». Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν, ότι όσο κι αν προσπαθούμε, δυσκολευόμαστε να δημιουργήσουμε μία κοινότητα. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι αισθανόμαστε τόσο ανασφαλείς, τόσο αντικαταστάσιμοι. Για όλα ευθύνεται η μεταμόρφωση του μοναδικού και ιερού, με κίνητρο, όπως θα δούμε, τον τόκο, σε εκχρηματισμένο και τυποποιημένο. Στο βιβλίο μου The Ascent of Humanity έγραψα,

«Στην πραγματικότητα δεν χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο.» …Τι καλύτερη περιγραφή από αυτό για την απώλεια της αίσθησης της κοινότητας στον σημερινό κόσμο; Δεν χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο. Δεν χρειάζεται να γνωρίσουμε τον άνθρωπο που παράγει, μεταφέρει και επεξεργάζεται την τροφή μας, που φτιάχνει τον ρουχισμό μας, χτίζει το σπίτι μας, δημιουργεί τη μουσική μας, κατασκευάζει ή επισκευάζει το αυτοκίνητό μας· δεν χρειάζεται καν να γνωρίσουμε τον άνθρωπο που φροντίζει τα μωρά μας ενώ βρισκόμαστε στη δουλειά. Είμαστε εξαρτημένοι από τον ρόλο, αλλά εντελώς συμπτωματικά από τον άνθρωπο που εκπληρώνει αυτόν τον ρόλο. Ότι κι αν είναι, μπορούμε απλούστατα να πληρώσουμε κάποιον να το κάνει (ή να πληρώσουμε κάποιον άλλον να το κάνει) αρκεί να έχουμε τα χρήματα. Και πως βρίσκουμε τα χρήματα; Εκπληρώνοντας έναν άλλο εξειδικευμένο ρόλο ο οποίος, κατά πάσα πιθανότητα, συνοψίζεται στο να μας πληρώνει κάποιος για να κάνουμε κάτι για αυτόν…

Η εξυπηρέτηση των αναγκών της ζωής έχουν ανατεθεί σε ειδικούς, με αποτέλεσμα να μην μας μένει τίποτα ουσιαστικό να κάνουμε (εκτός της εξειδίκευσής μας) εκτός από το να αναζητούμε ψυχαγωγία. Ταυτόχρονα, οι δραστηριότητες της καθημερινότητας που μας απομένουν, είναι κυρίως μοναχικές δραστηριότητες: η οδήγηση, η αγορά προϊόντων, η πληρωμή λογαριασμών, η προετοιμασία πρόχειρου φαγητού, οι οικιακές εργασίες. Καμία από αυτές δεν απαιτεί τη βοήθεια των γειτόνων, συγγενών ή φίλων. Έχουμε την επιθυμία να έρθουμε πιο κοντά στους γείτονές μας· θεωρούμε τους εαυτούς μας φιλικά άτομα που με ευχαρίστηση θα τους βοηθούσαν. Αλλά υπάρχουν λίγα πράγματα στα οποία μπορούμε να παρέχουμε βοήθεια. Στα σπίτια-κουτιά που ζούμε, είμαστε αυτάρκεις. Ή μάλλον είμαστε αυτάρκεις σε σχέση με τους ανθρώπους που γνωρίζουμε αλλά εξαρτημένοι όσο ποτέ από αγνώστους που κατοικούν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά.

Με την εμπορευματοποίηση των κοινωνικών σχέσεων μας δεν μας μένει τίποτα άλλο να κάνουμε με τους συνανθρώπους μας πέρα από το να καταναλώνουμε. Η συλλογική κατανάλωση δεν συντελεί στη δημιουργία μίας κοινότητας μια και δεν απαιτεί την ανταλλαγή δώρων. Πιστεύω ότι η κενότητα των περισσοτέρων κοινωνικών συγκεντρώσεων στις οποίες συχνά μετανιώνουμε την ώρα και τη στιγμή που πήγαμε, προέρχεται από τη στοιχειώδη γνώση ότι «Εγώ δεν σε έχω ανάγκη». Δεν έχω ανάγκη τη βοήθειά σου για να καταναλώσω τροφή, ποτό, φάρμακα, ή ψυχαγωγία. Η κατανάλωση δεν χρειάζεται τα δώρα κανενός, δεν ζητάει την αλήθεια της ύπαρξης κανενός. Το πνεύμα της κοινότητας και της οικειότητας δεν μπορούν να προέλθουν από τη συλλογική κατανάλωση, αλλά μόνο από την προσφορά και τη συν-δημιουργία.

Όταν οι ελευθεριακοί επικαλούνται την ιερότητα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, άθελά τους δημιουργούν την ανάγκη της Μεγάλης Κυβέρνησης που τόσο περιφρονούν. Γιατί με την απουσία των δεσμών της κοινότητας, τα αποξενωμένα άτομα που απομένουν εξαρτώνται από μία απόμακρη εξουσία – ένα νομικά θεσμοθετημένο κράτος – για πολλές από τις κοινωνικές λειτουργίες που κάποτε εκπλήρωναν οι δομές της κοινότητας: ασφάλεια, επίλυση αντιπαραθέσεων και την κατανομή του συλλογικού κοινωνικού κεφαλαίου.  Η ιδιωτικοποίηση του οικονομικού φάσματος μας αφήνει, για να δημιουργήσω μία έκφραση, απελπιστικά ανεξάρτητους – ανεξάρτητους από όλους όσους γνωρίζουμε, και εξαρτημένους από απρόσωπους, καταναγκαστικούς θερμούς που μας κυβερνούν εξ αποστάσεως.

Όταν ρωτάω ανθρώπους τι είναι εκείνο που λείπει περισσότερο από τη ζωή τους, η πιο συνηθισμένη απάντηση είναι η «κοινότητα». Αλλά πως μπορούμε να χτίσουμε μία κοινότητα όταν τα δομικά της στοιχεία – τα πράγματα που κάνουμε ο ένας για τον άλλον έχουν μετατραπεί σε χρήμα;  Ο ιστός της κοινότητας υφαίνεται από δώρα. Σε αντίθεση με τις χρηματικές συναλλαγές και τις συναλλαγές του αντιπραγματισμού, όπου δεν απομένει καμιά υποχρέωση μετά το πέρας της συναλλαγής, τα δώρα πάντα υπονοούν μελλοντικά δώρα. Όταν λαμβάνουμε, χρωστάμε· η ευγνωμοσύνη είναι η γνώση ότι λάβαμε μαζί με την επιθυμία να ανταποδώσουμε. Αλλά τι έχει μείνει  που να μπορούμε να δώσουμε; Σίγουρα όχι τα χρειώδη, η τροφή, η στέγη, ο ρουχισμός, η ψυχαγωγία, οι ιστορίες, οι υπηρεσίες υγείας: ο καθένας μας πληρώνει για να αγοράσει αυτά τα πράγματα. Εξ ου και η επιθυμία να απομακρυνθούμε από όλα αυτά, να επιστρέψουμε σε μία πιο αυτάρκη ζωή όπου εμείς οι ίδιοι χτίζουμε τα σπίτια μας και καλλιεργούμε την τροφή μας και φτιάχνουμε τα ρούχα μας, μέσα σε μια κοινότητα. Ωστόσο παρόλο που αυτό το κίνημα είναι σημαντικό, δεν πιστεύω πως θα είναι πολλοί αυτοί που θα ξαναρχίσουν να κάνουν τα πράγματα με τον παλιό, δύσκολο τρόπο μόνο και μόνο για να αναδημιουργήσουν την κοινότητα. Υπάρχει μία άλλη λύση πέρα από το να αναστρέψουμε την πορεία της εξειδίκευσης της εργασίας και της υψηλής παραγωγικότητας που βασίζεται στη μηχανή στη σύγχρονη εποχή, και απορρέει από γεγονός ότι το χρήμα δεν ανταποκρίνεται καθόλου σε πολλές από τις ανάγκες μας. Πολύ σημαντικές ανάγκες παραμένουν ανεκπλήρωτες σήμερα, και το χρήμα, λόγω της απρόσωπης φύσης του, αδυνατεί να τις εκπληρώσει  Η κοινότητα του μέλλοντος θα γεννηθεί από τις ανάγκες τις οποίες το χρήμα από τη φύση του αδυνατεί να ικανοποιήσει.

Μπορείτε να καταλάβετε τώρα γιατί αποκαλώ το χρήμα «το πτώμα των κοινών αγαθών». Η μετατροπή του φυσικού, πολιτιστικού, κοινωνικού, και πνευματικού κεφαλαίου σε χρήμα αποτελεί την εκπλήρωση της δύναμής του, όπως περιγράφει ο Richard Seaford· να κάνει ομοιόμορφα όλα όσα αγγίζει. «Όταν υποβαθμίζουμε την ατομικότητα στην ομοιογένεια του απρόσωπου», γράφει, «η δύναμη του χρήματος μοιάζει με τη δύναμη του θανάτου»(7). Πράγματι, όταν κάθε δάσος έχει μετατραπεί σε ξυλεία, όταν κάθε οικοσύστημα έχει καλυφθεί με τσιμέντο, όταν κάθε ανθρώπινη σχέση έχει αντικατασταθεί από μία υπηρεσία, οι ίδιες οι διεργασίες του πλανήτη και της κοινωνικής ζωής θα πάψουν να υφίστανται. Το μόνο που θα απομείνει θα είναι το ψυχρό, νεκρό χρήμα, όπως μας προειδοποίησε ο μύθος του Βασιλιά Μίδα πριν από πολλούς αιώνες. Θα είμαστε νεκροί – αλλά πάρα πολύ πλούσιοι.

 

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΑΝΑΓΚΩΝ

Οι οικονομολόγοι θα υποστηρίξουν ότι εξελίξεις όπως ο φωνόγραφος, η μπουλντόζα και άλλα τεχνολογικά επιτεύγματα έχουν εμπλουτίσει τη ζωή μας, δημιουργώντας νέα αγαθά και νέες υπηρεσίες που μέχρι πρότινος δεν υπήρχαν. Αν εμβαθύνουμε, όμως, οι ανθρώπινες ανάγκες που ικανοποιούν τα αυτά πράγματα δεν είναι καινούριες. Απλώς τις ικανοποιούν με διαφορετικό τρόπο – έναν τρόπο για τον οποίο τώρα πληρώνουμε.

Ας πάρουμε για παράδειγμα τις τηλεπικοινωνίες. Τα ανθρώπινα όντα δεν έχουν μία γενική ανάγκη για επικοινωνία μεγάλων αποστάσεων. Έχουμε την ανάγκη να διατηρήσουμε επαφή με τους ανθρώπους με τους οποίους έχουμε συναισθηματικούς και οικονομικούς δεσμούς. Στο παρελθόν, οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονταν συνήθως κοντά μας.  Ένας κυνηγός-τροφοσυλλέκτης ή ένας Ρώσος χωρικός του δέκατου τέταρτου αιώνα δεν θα είχαν ιδιαίτερη ανάγκη το τηλέφωνο. Το τηλέφωνο ξεκίνησε να ανταποκρίνεται σε μία ανάγκη μόνον όταν άλλες εξελίξεις στην τεχνολογία και τον πολιτισμό σκόρπισαν τους ανθρώπους μακρύτερα μεταξύ τους και διέσπασαν την εκτεταμένη οικογένεια και την τοπική κοινότητα. Οπότε η βασική ανάγκη που καλύπτουν δεν αποτελεί κάτι καινούριο.

Ας δούμε μια άλλη προσφορά της τεχνολογίας, μια προσφορά που ασκεί ακαταμάχητη έλξη στα παιδιά μου, προς μεγάλη μου απογοήτευση: τα διαδικτυακά παιχνίδια ρόλων σε φανταστικούς κόσμους με τη μαζική συμμετοχή πολλαπλών παικτών. Η ανάγκη που ικανοποιούν επίσης δεν είναι κάτι καινούριο. Οι προέφηβοι και οι έφηβοι έχουν μία ισχυρή ανάγκη να εξερευνήσουν, να έχουν συμμετέχουν σε περιπέτειες, και να βρουν μια ταυτότητα μέσω των συναναστροφών με συνομήλικους που αποτελούν σημείο αναφοράς αυτής της εξερεύνησης και της περιπέτειας. Στο παρελθόν, αυτό συνέβαινε στον πραγματικό κόσμο, έξω από το σπίτι. Όταν ήμουν παιδί δεν είχαμε ούτε κατά διάνοια την ελευθερία των προηγούμενων γενεών, όπως ίσως έχετε διαβάσει στον Τομ Σόγιερ, παρόλα αυτά, οι φίλοι μου κι εγώ μερικές φορές περιπλανιόμασταν για χιλιόμετρα, πότε σε ένα ρυάκι ή ένα εγκαταλελειμμένο λατομείο, πότε σε έναν άχτιστο λόφο ή τις ράγες του τρένου. Σήμερα, σπανίως βλέπουμε παρέες παιδιών να περιπλανιούνται, αφού κάθε κομμάτι γης είναι περιφραγμένο και σηματοδοτημένο με πινακίδες «Απαγορεύεται η Διέλευση», αφού η κοινωνία έχει εμμονή με την ασφάλεια, και αφού τα παιδιά έχουν εξουθενωτικά προγράμματα που αποσκοπούν στις υψηλές επιδόσεις. Η τεχνολογία και η κουλτούρα στερούν στα παιδιά κάτι που το έχουν μεγάλη ανάγκη – και μετά, τους το πουλάνε με τη μορφή βιντεοπαιχνιδιών.