ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7: Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (part 1)

 

 

Έχουμε μεγαλύτερα σπίτια αλλά μικρότερες οικογένειες

περισσότερες ανέσεις, αλλά λιγότερο χρόνο.

Έχουμε περισσότερα πτυχία αλλά λιγότερη κατανόηση·

περισσότερη γνώση αλλά λιγότερη κρίση·

περισσότερους ειδικούς, αλλά περισσότερα προβλήματα

περισσότερα φάρμακα, αλλά λιγότερη υγεία.

Πήγαμε στο φεγγάρι και γυρίσαμε,

αλλά έχουμε πρόβλημα να διασχίσουμε το δρόμο για να συναντήσουμε τον νέο μας γείτονα.

Φτιάξαμε περισσότερους υπολογιστές για να κρατούμε περισσότερα αντίγραφα από ποτέ,

Αλλά έχουμε λιγότερη πραγματική επικοινωνία·

Έχουμε πλεόνασμα στην ποσότητα,

αλλά έλλειψη στην ποιότητα.

Αυτή είναι η εποχή του γρήγορου φαγητού, αλλά της αργής πέψης·

Των μεγαλόσωμων ανδρών, αλλά των μικρών χαρακτήρων·

Του γεμάτου πορτοφολιού αλλά των κενών σχέσεων.

Είναι μια εποχή που υπάρχουν πολλά στη βιτρίνα,

Αλλά τίποτα μέσα στο δωμάτιο.

-Αγνώστου Συγγραφέα

 

Η οικονομική κρίση που αντιμετωπίζουμε σήμερα οφείλεται κατά πολύ στο γεγονός ότι δεν έχει μείνει σχεδόν κανένα κοινωνικό, πολιτιστικό, φυσικό και πνευματικό κεφάλαιο για να μετατραπεί σε χρήμα. Αιώνες σχεδόν συνεχούς δημιουργίας χρήματος μας έχουν αφήσει τόσο φτωχούς σε πόρους που δεν μας έχει μείνει τίποτα άλλο να πουλήσουμε. Τα δάση μας έχουν καταστραφεί ανεπιστρεπτί, τα εδάφη μας έχουν εξαντληθεί και τα υλικά τους έχουν μεταφερθεί από τη βροχή στη θάλασσα, οι ψαρότοποι έχουν υπεραλιευτεί και η ανανεωτική ικανότητα της γης να ανακυκλώνει τα απόβλητά μας έχει κορεστεί. Ο πολιτιστικός θησαυρός των τραγουδιών και των παραμυθιών μας, των φωτογραφιών και των εικόνων, έχει λεηλατηθεί και δεσμευθεί από τα πνευματικά δικαιώματα. Κάθε έξυπνη φράση που μπορείτε να σκεφτείτε είναι ήδη σλόγκαν. Μας πήραν τις ίδιες τις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπου και τις ικανότητές μας και μετά μας τις πούλησαν, έτσι ώστε σήμερα εξαρτιόμαστε από ξένους, και άρα από το χρήμα, για πράγματα που λίγοι άνθρωποι στην ιστορία είχαν ποτέ πληρώσει όπως για την τροφή, τη στέγη, την ένδυση, την ψυχαγωγία, την φροντίδα των παιδιών, το μαγείρεμα. Η ίδια η ζωή έχει γίνει ένα καταναλωτικό προϊόν.

Σήμερα ξεπουλάμε τα τελευταία υπολείμματα της θείας κληρονομιάς μας: την υγεία μας, την βιόσφαιρα και το γονιδίωμα, ακόμη και το μυαλό μας. Η ρήση του Πυθαγόρα «Όλα είναι αριθμοί», έχει σχεδόν πραγματοποιηθεί: ο κόσμος έχει μετατραπεί σε χρήμα. Αυτή είναι η διαδικασία που αποκορυφώνεται στην εποχή μας. Έχει σχεδόν ολοκληρωθεί, ιδιαίτερα στην Αμερική και τον «αναπτυγμένο» κόσμο. Στον «αναπτυσσόμενο» κόσμο (παρατηρήστε πώς αυτοί οι όροι θεωρούν το δικό μας οικονομικό σύστημα προορισμό για τις άλλες κοινωνίες), εξακολουθούν να υπάρχουν άνθρωποι που ζουν ουσιαστικά σε κοινωνίες του δώρου, όπου ο φυσικός και κοινωνικός πλούτος δεν έχει γίνει ακόμα αντικείμενο ιδιοκτησίας. Η παγκοσμιοποίηση είναι η διαδικασία απογύμνωσης της κοινωνίας από αυτά τα περιουσιακά στοιχεία, για να τροφοδοτηθεί η ακόρεστη, υπαρξιακή ανάγκη της μηχανής του χρήματος για ανάπτυξη. Ωστόσο, η απογύμνωση άλλων χωρών, φθάνει κι αυτή στα όριά της, τόσο επειδή δεν έχει μείνει σχεδόν τίποτε άλλο να πάρουμε όσο και λόγω των αυξανόμενων θυλάκων αποτελεσματικής αντίστασης.

Το αποτέλεσμα είναι ότι η προσφορά χρήματος – και ο αντίστοιχος όγκος του χρέους – έχει εδώ και αρκετές δεκαετίες ξεπεράσει κατά πολύ την παραγωγή των αγαθών και υπηρεσιών που υπόσχεται. Αυτό συνδέεται βαθιά με το πρόβλημα της υπερβάλλουσας παραγωγικής ικανότητας στην κλασική οικονομική επιστήμη. Για να καθυστερήσουμε τη μαρξιστική κρίση του κεφαλαίου – έναν φαύλο κύκλο πτώσης κερδών, πτώσης μισθών, υποτονικής κατανάλωσης, και υπερπαραγωγής σε ώριμους βιομηχανικούς κλάδους – στο μέλλον, θα πρέπει να αναπτύσσουμε συνεχώς νέες, υψηλού κέρδους βιομηχανίες και αγορές. Η συνέχιση του καπιταλισμού, όπως τον γνωρίζουμε, εξαρτάται από μια απεριόριστη προσφορά αυτών των νέων βιομηχανιών, η οποία ουσιαστικά πρέπει να μετατρέπει άπειρες νέες επικράτειες κοινωνικού, φυσικού, πολιτιστικού και πνευματικού κεφαλαίου σε χρήμα. Το πρόβλημα είναι ότι αυτοί οι πόροι είναι πεπερασμένοι, και όσο πλησιάζουμε στην εξάντλησή τους, τόσο πιο δύσκολη γίνεται η απόσπασή τους. Έτσι, συγχρόνως με την οικονομική κρίση έχουμε μια οικολογική κρίση και μια κρίση στον χώρο της υγείας. Αλληλοσυνδέονται στενά μεταξύ τους. Δεν μπορούμε να μετατρέψουμε πολύ περισσότερη γη σε χρήμα, ή πολύ περισσότερη από την υγεία μας σε χρήμα, προτού η ίδια βάση της ζωής απειληθεί.

Ένας αρχαίος κινεζικός μύθος μας βοηθάει να καταλάβουμε αυτό που συμβαίνει. Λέει πως υπήρξε ένα τέρας, που ονομαζόταν tao tei, το οποίο είχε καταληφθεί από μια ακόρεστη όρεξη. Έφαγε κάθε πλάσμα γύρω του, ακόμη και την ίδια τη γη, αλλά συνέχισε να πεινάει. Έτσι, στράφηκε τελικά στον εαυτό του, τρώγοντας τα χέρια του, τα πόδια του και τον κορμό του, αφήνοντας μόνον το κεφάλι του.

Ένα κεφάλι δεν μπορεί να ζήσει χωρίς το σώμα. Το οικονομικό κεφάλαιο, αντιμέτωπο με την εξάντληση της μη εκχρηματισμένης επικράτειας του κοινού πλούτου που καταναλώνει, έχει αρχίσει να καταβροχθίζει το σώμα του: τη βιομηχανική οικονομία που υποτίθεται ότι υπηρετεί. Αν το εισόδημα από την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών δεν επαρκεί για να εξυπηρετήσει το χρέος, τότε οι πιστωτές κατάσχουν περιουσιακά στοιχεία. Αυτό είναι που έχει συμβεί τόσο στην αμερικανική οικονομία όσο και παγκοσμίως. Τα ενυπόθηκα δάνεια, για παράδειγμα, αντιπροσώπευαν αρχικά τον δρόμο για να αποκτήσει κάποιος τη δική του κατοικία, καθαρή και απαλλαγμένη βάρους, ξεκινώντας με ένα 20 τοις εκατό της καθαρής εμπορικής αξίας του ακινήτου. Σήμερα λίγοι τολμούν να ονειρευτούν ότι κάποτε θα ξεπληρώσουν το στεγαστικό τους δάνειο και αρκούνται μόνο στην ατελείωτη αναχρηματοδότησή του, πληρώνοντας νοίκι στην ουσία για το σπίτι τους στην τράπεζα. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι χώρες του Τρίτου Κόσμου βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση, καθώς αναγκάζονται να ξεπουλήσουν τον εθνικό τους πλούτο και να διαλύσουν τις κρατικές κοινωνικές υπηρεσίες στο πλαίσιο προγραμμάτων λιτότητας που τους επιβάλλει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Όπως ακριβώς όλος ο παραγωγικός σας μόχθος, όπως ίσως αισθάνεστε, είναι στην υπηρεσία της εξόφλησης των χρεών σας, έτσι και ολόκληρη η οικονομία αυτών των κρατών είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή εμπορευμάτων για να εξοφληθεί το εξωτερικό τους χρέος.

Τα μέτρα λιτότητας του ΔΝΤ είναι εντελώς ανάλογα με ένα πλάνο εξόφλησης χρέους που έχει επιβληθεί με δικαστική απόφαση. Λένε, «Θα πρέπει να ζήσεις με λιγότερα, να εργαστείς περισσότερο, και να αφιερώσεις ένα μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός σου για τις δόσεις του χρέους. Θα μου δώσεις ό, τι έχεις στην κατοχή σου και θα παραδώσεις όλα τα μελλοντικά σου κέρδη σε μένα!» Οι συντάξεις των εργαζομένων, οι μισθοί των εκπαιδευτικών, τα ορυκτά, το πετρέλαιο, όλα στρέφονται προς την εξυπηρέτηση του χρέους. Οι μορφές δουλείας έχουν αλλάξει με την πάροδο του χρόνου, όμως όχι και η βασική εντολή. Η ειρωνεία είναι ότι, μακροπρόθεσμα, τα μέτρα λιτότητας δεν ωφελούν ούτε και τους ίδιους τους πιστωτές. Στραγγαλίζουν την οικονομική ανάπτυξη με τη μείωση της κατανάλωσης, της ζήτησης, και των ευκαιριών επιχειρηματικών επενδύσεων. Οι θέσεις εργασίας εξανεμίζονται, οι τιμές των αγαθών πέφτουν, και οι οφειλέτες, ιδιώτες και έθνη είναι λιγότερο ικανοί από ποτέ να πληρώσουν τα χρέη τους.

Ανίκανοι να σκεφτούν μακροπρόθεσμα, οι εκπρόσωποι των οικονομικών συμφερόντων αγαπούν τη λιτότητα, επειδή οι οφειλέτες λένε «Θα αφιερώσουμε περισσότερο από τον μόχθο μας και τους παραγωγικούς μας πόρους για την εξυπηρέτηση του χρέους». Επιτρέπει σε ανείσπρακτα χρέη να εξυπηρετηθούν έστω για λίγο καιρό ακόμα. Αυτό είναι που συμβαίνει στην Ευρώπη καθώς γράφεται αυτό το βιβλίο (2010), ενώ οι κυβερνήσεις κόβουν συντάξεις και συμφωνούν στην ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών, έτσι ώστε να μπορούν να διαβεβαιώσουν τους ομολογιούχους ότι θα πληρωθούν. Οι φωνές που ζητούν λιτότητα ακούγονται κι εδώ στην Αμερική, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για το δημόσιο έλλειμμα. Με τη λογική των αγορών ομολόγων και των ελλειμματικών προϋπολογισμών, το επιχείρημα για μεγαλύτερη δημοσιονομική ευθύνη είναι ακαταμάχητο. Έξω από αυτή τη λογική, είναι παράλογο: θα αφήσουμε να μας εξαναγκάσουν οι αριθμοί, η ερμηνεία και μόνο των μπιτ στους υπολογιστές να μειώσουμε το βιοτικό επίπεδο των πολλών για να διατηρηθεί ο πλούτος των λίγων;

Τελικά, κάποτε τελειώνει στους οφειλέτες το διαθέσιμο εισόδημα και τα περιουσιακά στοιχεία που μπορούν να κατασχεθούν. Η οικονομική κατάρρευση που βρίσκεται σε εξέλιξη σήμερα θα έπρεπε στην πραγματικότητα να είχε συμβεί πριν από πολλά χρόνια, όμως δημιουργήθηκαν διάφορα ψεύτικα περιουσιακά στοιχεία και φούσκες που συντήρησαν την κατάσταση λίγο περισσότερο καθώς το οικονομικό tao tie κατανάλωνε τις σάρκες του, καλύπτοντας το χρέος με περισσότερο χρέος. Οι προσπάθειες για να στηρίξουμε αυτό το οικοδόμημα δεν φέρνουν αποτέλεσμα, επειδή αυτό πρέπει να συνεχίσει να μεγαλώνει – όλα αυτά τα χρέη φέρουν τόκο. Ωστόσο, οι αρχές συνεχίζουν να προσπαθούν. Όταν ακούτε τη φράση «σώστε το χρηματοπιστωτικό σύστημα», μεταφράστε το στο μυαλό σας σε «διατηρήστε τα χρέη στα βιβλία». Προσπαθούν να βρουν έναν τρόπο για σας (και τα έθνη-οφειλέτες επίσης) να συνεχίσετε να πληρώνετε και για το χρέος να συνεχίσει να αυξάνεται. Μια πυραμίδα χρέους δεν μπορεί να αυξάνεται για πάντα, γιατί στο τέλος, αφού θα έχουν εξαφανιστεί όλα τα περιουσιακά στοιχεία των οφειλετών, και όλο το εισόδημά τους που ήταν διαθέσιμο για την πληρωμή των χρεών, οι πιστωτές δεν θα έχουν άλλη επιλογή από το να δανείζουν στους οφειλέτες τα χρήματα για να κάνουν τις πληρωμές τους. Σύντομα το ανεξόφλητο υπόλοιπο είναι τόσο υψηλό ώστε να πρέπει να δανείζονται χρήματα, ακόμη και για την πληρωμή των τόκων, πράγμα που σημαίνει ότι το χρήμα δεν ρέει πλέον, και δεν μπορεί να ρέει πλέον, από τον οφειλέτη προς τον πιστωτή. Αυτό είναι το τελικό στάδιο, συνήθως μικρό σε διάρκεια, αν και στις μέρες μας έχει επιμηκυνθεί από τα οικονομικά «μαγικά κόλπα» της Γουόλ Στριτ. Τα δάνεια και τα τυχόν παράγωγα που στηρίζονται σε αυτά αρχίζουν να χάνουν την αξία τους, και έπεται ο αποπληθωρισμός λόγω χρέους.

Ουσιαστικά, η πρόσφατη οικονομική κρίση και η βαθύτερη αναπτυξιακή κρίση του πολιτισμού μας συνδέονται με δύο τρόπους. Το χρήμα που βασίζεται στο έντοκο χρέος επιβάλλει την οικονομική ανάπτυξη, και μια κρίση χρέους είναι ένα σύμπτωμα που εμφανίζεται κάθε φορά που η ανάπτυξη επιβραδύνεται.

Η παρούσα κρίση είναι το τελικό στάδιο αυτού που ξεκίνησε στη δεκαετία του 1930. Για το θεμελιώδες πρόβλημα της διατήρησης του ρυθμού επέκτασης του χρήματος στο ύψος του επιτοκίου, έχουν εφαρμοσθεί διάφορες διαδοχικές λύσεις που εξαντλήθηκαν. Η πρώτη λύση ήταν ο πόλεμος, μια μόνιμη κατάσταση από το 1940. Δυστυχώς, ή μάλλον ευτυχώς, τα πυρηνικά όπλα και μια αλλαγή στην ανθρώπινη συνειδητότητα περιόρισαν τη χρήση της ατέλειωτης κλιμάκωσης των πολεμικών συρράξεων ως λύση στο πρόβλημα. Πόλεμος μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων δεν είναι πλέον δυνατός. Οι άλλες λύσεις – η παγκοσμιοποίηση, η ανάπτυξη με τη βοήθεια της τεχνολογίας νέων αγαθών και υπηρεσιών που δεν είχαν ποτέ πριν εμπορευματοποιηθεί, η λεηλασία φυσικών πόρων, άλλοτε απρόσιτων, με τη βοήθεια της τεχνολογίας και τελικά η κατασπάραξη του οικονομικού συστήματος από τον ίδιο του τον εαυτό – έχουν όλες ολοκληρώσει τον κύκλο τους. Εκτός κι αν υπάρχουν τομείς πλούτου που εγώ δεν έχω σκεφτεί και νέα επίπεδα φτώχειας, δυστυχίας, και αποξένωσης στην οποία θα μπορούσαμε να βυθιστούμε, το αναπόφευκτο δεν μπορεί να καθυστερήσει πολύ περισσότερο.

Η πιστωτική φούσκα που κατηγορείται ως η πηγή των τωρινών οικονομικών δεινών μας δεν ήταν καθόλου η αιτία τους, αλλά μόνο ένα σύμπτωμά τους. Όταν η απόδοση των επενδύσεων του κεφαλαίου άρχισε να πέφτει στις αρχές της δεκαετίας του 1970, το κεφάλαιο άρχισε μια απελπισμένη αναζήτηση άλλων τρόπων για να συντηρήσει την επέκτασή του. Κάθε φορά που έσπαγε μια φούσκα – των χρηματιστηριακών προϊόντων στα τέλη της δεκαετίας του 1970, των S&L επενδύσεων σε ακίνητα στη δεκαετία του 1980, των μετοχών από τις εταιρείες του διαδικτύου στη δεκαετία του 1990, και των στεγαστικών και χρηματοοικονομικών παραγώγων στη δεκαετία του 2000 – το κεφάλαιο αμέσως προχωρούσε στην επόμενη, διατηρώντας μια ψευδαίσθηση οικονομικής επέκτασης. Όμως η πραγματική οικονομία βρισκόταν σε τέλμα. Δεν υπήρχαν αρκετές ανάγκες για να ανταποκριθούν στην υπερβάλλουσα παραγωγική ικανότητα, δεν υπήρχε αρκετό κοινωνικό και φυσικό κεφάλαιο για να μετατραπεί σε χρήμα.

Για να διατηρηθεί η εκθετική αύξηση του χρήματος, πρέπει είτε ο όγκος των αγαθών και των υπηρεσιών να είναι σε θέση να συμβαδίσει μαζί της είτε ο ιμπεριαλισμός και ο πόλεμος να βρίσκονται σε κλιμάκωση στο διηνεκές. Όλα έχουν φθάσει στα όριά τους. Δεν μπορούμε να στραφούμε πουθενά.

Σήμερα, το αδιέξοδο που έχουμε βρεθεί όσο αφορά στην ικανότητά μας να μετατρέπουμε τη φύση σε εμπορεύματα και τις σχέσεις μας σε υπηρεσίες δεν είναι προσωρινό. Έχουν μείνει πολύ λίγα που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε με αυτόν τον τρόπο. Η τεχνολογική πρόοδος και η τελειοποίηση των βιομηχανικών μεθόδων δεν θα μας βοηθήσουν να αποσπάσουμε περισσότερα ψάρια από τις θάλασσες – τα περισσότερα ψάρια έχουν εξαφανιστεί. Δεν θα μας βοηθήσουν να πάρουμε περισσότερη ξυλεία – τα δάση έχουν ήδη φθάσει στα όρια της παραγωγικής τους ικανότητας. Δεν θα μας επιτρέψουν να αντλήσουμε περισσότερο πετρέλαιο – τα αποθέματα στερεύουν. Δεν μπορούμε να επεκτείνουμε τον τομέα των υπηρεσιών – δεν έχει μείνει σχεδόν τίποτα που να κάνουμε ο ένας για τον άλλον, για τα οποίο δεν πληρώνουμε ήδη. Δεν υπάρχει άλλο περιθώριο για οικονομική ανάπτυξη, όπως την έχουμε γνωρίσει· δηλαδή, δεν υπάρχει περιθώριο για την μετατροπή της ζωής και του πλανήτη σε χρήμα. Γι’ αυτό, ακόμα και αν ακολουθήσουμε τις πιο ριζοσπαστικές πολιτικές συνταγές της αριστεράς, ελπίζοντας με την ακύρωση των χρεών και την αναδιανομή των εισοδήματος να πυροδοτήσουμε μια ανανεωμένη οικονομική ανάπτυξη, το μόνο που θα καταφέρουμε είναι να εξαλείψουμε ό, τι έχει απομένει από το θείο κληροδότημα της φύσης, του πολιτισμού, και της κοινότητας. Στην καλύτερη περίπτωση, τα οικονομικά κίνητρα θα επιτρέψουν μια μικρή, βραχύβια επέκταση της ανάπτυξης καθώς οι λειτουργίες που «από-χρηματίστηκαν» κατά τη διάρκεια της ύφεσης θα εκχρηματιστούν εκ νέου. Για παράδειγμα, λόγω της οικονομικής κατάστασης, κάποιοι φίλοι μου κι εγώ καλύπτουμε μεταξύ μας την ανάγκη της φύλαξης των παιδιών μας, ενώ σε καιρούς ευημερίας θα είχαμε στείλει τα παιδιά μας στον παιδικό σταθμό. Η αμοιβαία συνεργασία μας αποτελεί μια ευκαιρία για οικονομική ανάπτυξη: αυτό που κάνουμε για τον άλλον δωρεάν μπορεί να μετατραπεί σε εκχρηματισμένη υπηρεσία. Αν γενικευθεί στο σύνολο της κοινωνίας, είναι απλώς μία ευκαιρία για να επιστρέψουμε στο ίδιο σημείο που βρισκόμασταν πριν, όπου η ίδια κρίση θα ξαναεμφανιστεί. «Πρώτα συρρίκνωση για να ακολουθήσει ανάπτυξη» η ουσία του πολέμου και του αποπληθωρισμού, είναι αποτελεσματική, με φθίνουσα τάση, μόνον ως μία μια δεσμευτική δράση καθώς γίνονται προσβάσιμες νέες περιοχές ανεκμετάλλευτου οικονομικά κοινωνικού και φυσικού κεφαλαίου.

Το σημερινό πρόβλημα είναι επομένως πολύ βαθύτερο απ’ ότι αντιλαμβανόμαστε με τη συμβατική σοφία του σήμερα. Δείτε αυτό το χαρακτηριστικό παράδειγμα από ένα οικονομικό περιοδικό:

«Ο [Paul] Volcker έχει δίκαιο. Οι διασφαλισμένες δανειακές υποχρεώσεις, οι τίτλοι με ενυπόθηκη εξασφάλιση, και άλλα σύνθετα προϊόντα-κατασκευάσματα του διαδικτύου και παιχνιδάκια δεν ήταν η απάντηση σε βασικές ανάγκες της οικονομίας, αλλά στην ακόρεστη απληστία της Γουόλ Στριτ. Χωρίς αυτά, οι τράπεζες δεν θα είχαν άλλη επιλογή παρά να συνεχίσουν να αφιερώνουν τα κεφάλαια και τις ικανότητές τους για την ικανοποίηση των πραγματικών αναγκών των επιχειρήσεων και των καταναλωτών, και δεν θα υπήρχε κρίση, οικονομική κατάρρευση και ύφεση».(1)

Αυτό περιγράφει μόνο την επιφάνεια ενός βαθύτερου προβλήματος για το οποίο οι διασφαλισμένες δανειακές υποχρεώσεις (CDOs) και όλα τα συναφή είναι απλώς συμπτώματα. Το βαθύτερο πρόβλημα ήταν ότι δεν υπήρχαν επαρκείς «πραγματικές ανάγκες» στις οποίες οι τράπεζες θα μπορούσαν να αφιερώσουν τα κεφάλαιά τους, επειδή μόνο εκείνες οι ανάγκες που θα αποφέρουν κέρδη πέραν του επιτοκίου αποτελούν συμφέρουσες ευκαιρίες χορήγησης δανείων για τις τράπεζες. Σε μια οικονομία που μαστίζεται από την υπερπαραγωγή, τέτοιες ευκαιρίες είναι σπάνιες. Γι’ αυτό ο χρηματοοικονομικός τομέας αποφάσισε ν α παίξει με τους αριθμούς. Οι διασφαλισμένες δανειακές υποχρεώσεις και όλα τα συναφή ήταν ένα σύμπτωμα και όχι αιτία, της χρηματοπιστωτικής κρίσης που προέκυψε από την αδυναμία της οικονομικής ανάπτυξης να ακολουθήσει την αύξηση των επιτοκίων.

Διάφοροι ειδήμονες παρατήρησαν ότι το σύστημα πυραμίδας του Ponzi Bernard Madoff δεν διέφερε και πολύ από την πυραμίδα του χρηματοοικονομικού τομέα με τα παράγωγα που βασίζονται σε υποθήκες και άλλα εργαλεία που είχαν σχηματίσει μία φούσκα η οποία, όπως και το σύστημα του Madoff, θα μπορούσε να συντηρηθεί μόνο μέσα από μία αδιάκοπη, και μάλιστα εκθετικά αυξανόμενη, εισροή νέου χρήματος. Ως τέτοια, είναι ένα σύμβολο της εποχής μας – και μάλιστα περισσότερο απ’ όσο πιστεύουν οι άνθρωποι. Δεν είναι μόνο η οικονομία καζίνο της Γουόλ Στριτ ένα σύστημα «πυραμίδας» που δεν είναι διατηρήσιμο. Το ευρύτερο οικονομικό σύστημα, καθώς βασίζεται στην αιώνια μετατροπή ενός πεπερασμένου κοινού πλούτου σε χρήμα, επίσης δεν είναι διατηρήσιμο. Είναι σαν μια φωτιά σε ανοικτό χώρο που οι φλόγες της πρέπει να ανεβαίνουν όλο και ψηλότερα, μέχρι να εξαντληθεί η καύσιμη ύλη. Μόνο ένας ανόητος θα πίστευε ότι οι φλόγες μπορούν να συνεχίσουν να ανεβαίνουν ψηλότερα όταν το απόθεμα καύσιμης ύλης είναι πεπερασμένο. Σε αυτή τη μεταφορά, η πρόσφατη αποβιομηχάνιση και η χρηματιστικοποίηση της οικονομίας αντιστοιχούν στη χρήση της θερμότητας για τη παραγωγή περισσότερης καύσιμης ύλης. Σύμφωνα με το δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής, η ποσότητα  που δημιουργείται είναι πάντα μικρότερη από την ποσότητα που δαπανάται για την δημιουργία της. Προφανώς, η πρακτική του δανεισμού νέου χρήματος για να πληρωθούν το κεφάλαιο και οι τόκοι των παλαιών χρεών δεν μπορεί να διαρκέσει πάρα πολύ, αλλά αυτό είναι που κάνει η οικονομία στο σύνολό της εδώ και δέκα χρόνια τώρα.

Ωστόσο, ακόμη και εγκαταλείποντας αυτήν την τρέλα, έχουμε ακόμα να αντιμετωπίσουμε την εξάντληση των καυσίμων (θυμηθείτε, δεν αναφέρομαι κυριολεκτικά στις πηγές ενέργειας, αλλά σε κάθε στοιχείο της φύσης ή του πολιτισμού που μπορεί να μετατραπεί σε εμπόρευμα). Οι περισσότερες από τις προτάσεις για την αντιμετώπιση της τρέχουσας οικονομικής κρίσης ισοδυναμούν με την ανεύρεση περισσότερων καύσιμων. Είτε πρόκειται για τη διάνοιξη περισσότερων γεωτρήσεων πετρελαίου είτε για την ασφαλτόστρωση περισσότερων πράσινων εκτάσεων ή την παρακίνηση σε μεγαλύτερες καταναλωτικές δαπάνες, ο στόχος είναι να αναθερμάνει την οικονομική ανάπτυξη – δηλαδή, να επεκτείνουν το πεδίο των αγαθών και των υπηρεσιών. Αυτό σημαίνει να βρεθούν νέα πράγματα για τα οποία μπορούμε να πληρώσουμε. Σήμερα, κάτι αδιανόητο για τους προγόνους μας, πληρώνουμε ακόμη και για το νερό και τα τραγούδια μας. Τι άλλο μένει να μετατραπεί σε χρήμα;

Απ ‘όσο γνωρίζω, ο πρώτος οικονομολόγος που αναγνώρισε το θεμελιώδες πρόβλημα και τη σχέση του με το χρηματικό σύστημα ήταν ο Frederick Soddy, ένας νομπελίστας και πρωτοπόρος της πυρηνικής χημείας, ο οποίος έστρεψε την προσοχή του στα οικονομικά τη δεκαετία του 1920. Ο Soddy ήταν από τους πρώτους που απομυθοποίησαν την ιδεολογία της ατέλειωτης εκθετικής οικονομικής ανάπτυξης, επεκτείνοντας τη συλλογιστική του Thomas Malthus από τον πληθυσμό στην οικονομία. Ο Herman Daly περιγράφει την άποψη του Soddy συνοπτικά:

Η ιδέα ότι οι άνθρωποι μπορούν να ζουν από τους τόκους των χρεών που έχουν ο ένας προς τον άλλον … είναι απλώς άλλο ένα σχήμα αέναης κίνησης – μια χυδαία πλάνη σε μεγάλη κλίμακα. Αυτό που φαίνεται να λέει ο Soddy είναι ότι αυτό που είναι ολοφάνερα εξωφρενικό για την κοινότητα – να ζουν όλοι από τον τόκο – θα πρέπει επίσης να απαγορεύεται για τα άτομα, ως κανόνας δικαιοσύνης. Αν δεν απαγορεύεται, ή τουλάχιστον δεν περιορίζεται με κάποιο τρόπο, τότε σε κάποιο σημείο οι αυξανόμενες απαιτήσεις των δανειστών στο περιορισμένο εισόδημα θα υπερβούν εκείνο που οι μελλοντικοί παραγωγοί αυτού του εισοδήματος είναι πρόθυμοι ή ικανοί να εξυπηρετήσουν και θα επέλθει σύγκρουση. Η σύγκρουση παίρνει τη μορφή της αποκήρυξης των χρεών. Το χρέος μεγαλώνει με τον ανατοκισμό και ως καθαρό μαθηματικό μέγεθος δεν έχει όριο, δεν επιβραδύνεται. Ο πλούτος αυξάνεται για κάποιο χρονικό διάστημα με τον ανατοκισμό, όμως, επειδή έχει υλική υπόσταση αργά ή γρήγορα, η ανάπτυξή του σκοντάφτει σε κάποια όρια.(2)

Αυτή η συσχέτιση της οικονομικής ανάπτυξης με την κατανάλωση των πόρων είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σήμερα μεταξύ των θεωρητικών του τέλους της κορύφωσης της παραγωγής πετρελαίου (Peak Oil), οι οποίοι προβλέπουν την οικονομική κατάρρευση καθώς η παραγωγή πετρελαίου αρχίζει την «παρατεταμένη της κάθοδο». Οι επικριτές τους διατείνονται ότι η οικονομική ανάπτυξη μπορεί και πράγματι συμβαίνει ανεξάρτητα από τη χρήση της ενέργειας, χάρη στην τεχνολογία, τη μικρογράφηση, τις βελτιώσεις στην αποδοτικότητα, και ούτω καθεξής. Από το 1960, ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης των ΗΠΑ έχει ξεπεράσει τη χρήση της ενέργειας, μια τάση που επιταχύνθηκε στη δεκαετία του 1980. (Βλέπετε Εικόνα 1). Η Γερμανία τα έχει καταφέρει ακόμα καλύτερα, με ουσιαστικά σταθερή χρήση ενέργειας από το 1991 παρά τη σημαντική οικονομική ανάπτυξη. Ωστόσο, αυτή η αντίρρηση απλώς καταδεικνύει ένα μεγαλύτερο θέμα. Ναι, είναι δυνατόν να διατηρηθεί η οικονομική ανάπτυξη μεταθέτοντάς την από την κατανάλωση ενός τμήματος των κοινών αγαθών σε ένα άλλο – με την καύση φυσικού αερίου αντί για πετρέλαιο ή την εμπορευματοποίηση ανθρώπινων υπηρεσίες ή πνευματικών δικαιωμάτων αντί για την αλιεία μπακαλιάρου, αλλά συνυπολογίζοντας τις συνέπειες στο σύνολο των κοινωνικών, φυσικών, πολιτισμικών και πνευματικών κοινών αγαθών, το βασικό επιχείρημα της θεωρίας του τέλους της κορύφωσης της παραγωγής πετρελαίου εξακολουθεί να ισχύει. Αντί του τέλους της κορύφωσης της παραγωγής πετρελαίου, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το τέλος της κορύφωσης όλων των αγαθών.

 

Εικόνα 1. Πηγή: Υπουργείο Ενέργειας ΗΠΑ, 2000.

ΑΕΠ και Ενεργειακή Κατανάλωση 1949-1999

ΑΕΠ (Δισεκατομμύρια αποπληθωρισμένα δολάρια)

Ενεργειακή Κατανάλωση (Mtoe)