ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12: Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΩΝ ΑΡΝΗΤΙΚΩΝ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ (Part 3)
Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ: ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΑΛΛΑΓΗ Μια πολύτιμη ευκαιρία για να μεταβούμε στην οικονομία του αρνητικού επιτοκίου ίσως πλησιάζει με τη μορφή της «χρεωστικής βόμβας» η οποία σχεδόν ανέτρεψε την παγκόσμια οικονομία το 2008. Αποτελούμενη από υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους, ενυπόθηκου χρέους, χρέους πιστωτικών καρτών, απλήρωτων φοιτητικών δανείων και από άλλα χρέη που δεν μπορούν να εξοφληθούν ποτέ, η χρεωστική βόμβα αποτελεί έναν κίνδυνο που ποτέ δεν απομακρύνθηκε, απλώς καθυστερεί να εκραγεί. Νέα δάνεια εκδόθηκαν για να δοθεί η δυνατότητα στους δανειολήπτες να εξοφλήσουν τα παλιά, όμως, όπως καταλαβαίνετε, αν δεν αυξηθεί το εισόδημα των δανειοληπτών, πράγμα που θα συμβεί μόνο με την οικονομική ανάπτυξη, το μέτρο αυτό απλώς μεταθέτει το πρόβλημα στο μέλλον και κάνει τα πράγματα χειρότερα. Κάποια στιγμή, η πτώχευση είναι αναπόφευκτη. Υπάρχει λύσει στο αδιέξοδο; Υπάρχει. Η απάντηση βρίσκεται σε μια σύγχρονη εκδοχή της οικονομικής μεταρρύθμισης του Σόλωνα που έγινε πριν 2.600 χρόνια: κατάργηση των χρεών και μεταρρυθμίσεις στις συμβάσεις του χρήματος και της ιδιοκτησίας. Κάποια στιγμή θα καταστεί αναγκαίο να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα: τα χρέη δεν θα εξοφληθούν ποτέ. Είτε θα διατηρηθούν και οι οφειλέτες, ιδιώτες και κράτη, θα παραμείνουν για πάντα υποδουλωμένοι σε αυτά είτε θα καταργηθούν για να ξεκινήσουμε και πάλι από την αρχή. Το πρόβλημα με την τελευταία επιλογή είναι ότι επειδή οι αποταμιεύσεις και τα χρέη είναι δύο συμπληρωματικές όψεις ενός πράγματος, αθώοι αποταμιευτές και επενδυτές θα καταστραφούν και ολόκληρο το χρηματοοικονομικό σύστημα θα καταρρεύσει. Μία ξαφνική κατάρρευση θα κατέληγε σε εκτεταμένη κοινωνική αναταραχή, πόλεμο, επανάσταση, λιμό και ούτω καθεξής. Για να εμποδίσουμε κάτι τέτοιο, μία ενδιάμεση εναλλακτική λύση είναι να μειώσουμε το χρέος σταδιακά. Η οικονομική κρίση του 2008 μας έδωσε μια ιδέα για το πώς κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί ως τμήμα της μετάβασης σε μία οικονομία αρνητικού επιτοκίου. Όταν η κρίση απείλησε μεγάλους οικονομικούς οργανισμούς με χρεοκοπία, η αντίδραση από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα ήταν να νομισματοποιήσει τις επισφαλείς οφειλές, που σημαίνει ότι τις αγόρασε – ανταλλάσσοντας τοξικούς χρηματοοικονομικούς τίτλους με μετρητά. Συνεχίζει να νομισματοποιεί το δημόσιο χρέος (το οποίο είναι επίσης απίθανο να εξοφληθεί ποτέ) μέσα από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Κάποια στιγμή στο μέλλον, για να αποφευχθεί μία ολοκληρωτική οικονομική κατάρρευση, θα πρέπει να ληφθούν παρόμοια μέτρα σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα. Το πρόβλημα είναι ότι όλα αυτά τα χρήματα πηγαίνουν στους πιστωτές, όχι σους οφειλέτες. Οι οφειλέτες δεν γίνονται περισσότερο ικανοί να ξεπληρώσουν τα χρέη τους· ούτε οι πιστωτές γίνονται περισσότερο πρόθυμοι να δανείσουν χρήματα. Η πράξη της Ομοσπονδιακής Τράπεζας ξεσήκωσε έντονες επικρίσεις επειδή στην ουσία έδωσε στους αρπακτικούς οικονομικούς οργανισμούς μετρητά σε αντάλλαγμα για επισφαλείς επενδύσεις ελάχιστης αξίας τις οποίες οι οργανισμοί είχαν ανεύθυνα δημιουργήσει και εμπορευτεί. Έλαβαν την ονομαστική αξία των επενδύσεων, και στη συνέχεια, σαν να μην έφτανε αυτό, επένδυσαν τα μετρητά σε ομόλογα μηδενικού κινδύνου, τα πρόσφεραν ως μπόνους σε υψηλόβαθμα στελέχη ή αγόρασαν μ’ αυτά μικρότερα ιδρύματα. Εντωμεταξύ, οι δανειολήπτες δεν απαλλάχθηκαν από κανένα μέρος του χρέους τους. Άρα, το πρόγραμμα αυτό δεν έκανε τίποτα για να βελτιώσει την πόλωση του πλούτου. Τι θα συνέβαινε αν νομισματοποιούσαμε το χρέος σε ελεύθερο χρήμα; Τότε, ναι μεν οι πιστωτές δεν θα έχαναν τα χρήματά τους εν μία νυκτί όπως συμβαίνει με μία πτώχευση ή μία συστημική κατάρρευση της οικονομίας ούτε όμως θα γίνονταν πιο πλούσιοι από την κρατική οικονομική ενίσχυση, επειδή θα λάμβαναν ένα υποτιμώμενο κεφάλαιο. Όσο για τους οφειλέτες, η νομισματική αρχή θα μπορούσε να μειώσει ή να καταργήσει τα χρέη τους σε όποιο ποσοστό θεωρούσε κατάλληλο (το οποίο πιθανός θα καθοριζόταν με πολιτική διαδικασία). Αυτό μπορεί να περιελάμβανε τη μείωση του επιτοκίου στο μηδέν ή ακόμα και τη μείωση του αρχικού ποσού χρέους. Έτσι, για παράδειγμα, το επιτόκιο στα φοιτητικά δάνεια θα μπορούσε να μειωθεί στο μηδέν, το αρχικό ποσό της υποθήκης θα μπορούσε να περικοπεί στα επίπεδα που βρισκόταν προ φούσκας και το κρατικό χρέος του Τρίτου Κόσμου θα μπορούσε να διαγραφεί ολοκληρωτικά. Ενώ είναι αλήθεια ότι αυτή η νομισματοποίηση του χρέους θα αύξαινε θεαματικά τη νομισματική βάση, επειδή το χρήμα θα ήταν υποκείμενο σε αρνητικό επιτόκιο, με τον καιρό φυσιολογικά η νομισματική βάση θα συρρικνωνόταν εκ νέου. Η νομισματική αρχή θα μπορούσε επίσης να τη συρρικνώσει πιο γρήγορα πουλώντας το αναδιαρθρωμένο χρέος στην ανοικτή αγορά. Χωρίς το αρνητικό επιτόκιο ή την κατάργηση των χρεών που περιγράφεται εδώ, οι οικονομικές ενισχύσεις της Ομοσπονδιακής Τράπεζας ισοδυναμούν με «ελεύθερο χρήμα» (και μη ελεύθερο χρήμα) για τους ανθρώπους που ήδη κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος του χρήματος. Αν οι μεγάλες τράπεζες και οι κεφαλαιούχοι έχουν το ελεύθερο να κρατήσουν τα άνομα κέρδη τους, θα πρέπει σε αντάλλαγμα τουλάχιστον να αποδεχτούν ένα σύστημα που τάσσεται εναντίον της περαιτέρω συσσώρευσης πλούτου. Ναι, τα οικονομικά συμφέροντα θα υποστούν απώλειες, από αυτήν την πρόταση, αν και αυτό θα συμβεί σταδιακά, όμως ποια εναλλακτική λύση υπάρχει; Η αυξανόμενη πόλωση του πλούτου δεν είναι βιώσιμη. Η ευκαιρία που είχαμε το 2008 θα επαναληφθεί, επειδή η κρίση του χρέους δεν θα εξαφανιστεί (χωρίς μια απροσδόκητα υψηλή οικονομική ανάπτυξη). Κάθε φορά, η λύση συνοψιζόταν σε περισσότερο χρέος, το οποίο μετατοπίζεται από τους ιδιώτες και τις εταιρείες στα κράτη, και τ’ ανάπαλιν, πάντα αυξανόμενο. Για παράδειγμα, όταν οι τράπεζες της Ιρλανδίας ήταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας το 2010, η κυβέρνηση τους πρόσφερε πακέτο διάσωσης μεταφέροντας έτσι το πρόβλημα στα δικά της βιβλία και δημιουργώντας μία κρίση δημόσιου χρέους. Για να αποσοβήσουν την καταστροφή, το ΔΝΤ και η ΕΚΤ έδωσαν στην Ιρλανδία νέα δάνεια με 0 τοις εκατό επιτόκιο για να ξεπληρώσει τα παλιά. Εκτός και αν η ιρλανδική οικονομία αναπτυχθεί με ρυθμό μεγαλύτερο του 6 τοις εκατό το χρόνο (πράγμα αδύνατον δεδομένων των σκληρών μέτρων λιτότητας που ήταν προϋπόθεση για τη λήψη των δανείων), το πρόβλημα θα ξαναεμφανιστεί σε λίγα χρόνια και μάλιστα ακόμα χειρότερο. Απλώς σπρώχνουμε το πρόβλημα στο μέλλον. Οι ομολογιούχοι δεν θέλουν να έχουν ζημίες. Θέλουν όλο και περισσότερα για τους εαυτούς τους.(33) Μακροπρόθεσμα, είναι μαθηματικά αδύνατο να εξαργυρωθεί αυτή η επιθυμία. Μπορεί να διατηρηθεί μόνον εφόσον η υπόλοιπη κοινωνία είναι πρόθυμη να αποδεχτεί χειρότερους όρους: περισσότερη λιτότητα, περισσότερη φτώχεια και περισσότερο εισόδημα στην υπηρεσία του χρέους. Κάποια στιγμή, εμείς σαν κοινωνία θα πούμε «Αρκετά!» Ένα οικονομικό πακέτο διάσωσης θα συνεχίζει να είναι απαραίτητο, επειδή οι συνέπειες μιας ξαφνικής πτώχευσης σε επίπεδο συστήματος θα ήταν καταστροφικές. Όμως όταν συμβεί – και θα μπορούσε να συμβεί σε πολλές κατηγορίες χρέους ταυτόχρονα – πρέπει να αντικρύσουμε την αλήθεια. Η συγκέντρωση του πλούτου, και η τοκογλυφία πίσω από αυτό, πρέπει να τελειώσει. Μπορεί να μην έχουμε άλλη επιλογή παρά να διασώσουμε τους πλούσιους, επειδή κάθε μέρος της παγκόσμιας οικονομίας συνδέεται με όλα τα άλλα, όμως ας έχει και ένα τίμημα για τους πλούσιους αυτή η διάσωση: Την σταδιακή απελευθέρωση της κοινωνίας από το χρέος.
ΜΕ ΤΗ ΣΚΕΨΗ ΜΑΣ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ Ανάμεσα στις τεχνικές λεπτομέρειες του χρήματος και της οικονομίας ας μην χάσουμε την επαφή μας με την ουσία αυτής της προσπάθειας που είναι να αποκαταστήσουμε την πραγματική αποστολή του χρήματος που είναι να συνδέει τα δώρα με τις ανάγκες και να δρα ως ένα μαγικό ταλισμάν που συντονίζει την ανθρώπινη δραστηριότητα προς έναν κοινό στόχο. Μου φαίνεται παράξενο να λέω πως το χρήμα είναι ένα σημαντικό τμήμα του ομορφότερου κόσμου που η καρδιά μου λέει πως είναι εφικτός, επειδή για πολύ καιρό το χρήμα μου ήταν αποκρουστικό ως ένα προφανές αίτιο για την καταστροφή και τα δεινά του παρόντος. Ωστόσο, η αποστροφή μας για το χρήμα βασίζεται σε αυτό που υπήρξε το χρήμα, όχι σε αυτό που θα μπορούσε να γίνει. Το χρήμα με αρνητικό επιτόκιο, που διασφαλίζεται με πράγματα που είναι ιερά, σε μια οικολογική οικονομία, αναποδογυρίζει τις αντιλήψεις της Εποχής της Τοκογλυφίας. Είναι πέρα για πέρα επαναστατικό, αλλάζει εκ βάθρων την ανθρώπινη εμπειρία. Αυτή η μεταμόρφωση αντανακλά σε όλα τα επίπεδα, από έξω προς τα μέσα, από το οικονομικό προς το πνευματικό. Στο Κεφάλαιο 9, «Η Ιστορία της Αξίας», εξήγησα πως η τρέχουσα κοινωνική συμφωνία του χρήματος λέει ότι «Θα δώσεις χρήμα μόνο σε εκείνους που θα παράγουν ακόμη περισσότερα χρήματα», που τελικά ισοδυναμεί με τη συμμετοχή στην επέκταση της επικράτειας των αγαθών και υπηρεσιών. Η ενέργεια της κοινωνίας κατευθύνεται προς δραστηριότητες που θα επεκτείνουν την επικράτεια του χρήματος και της ιδιοκτησίας, την ανθρώπινη επικράτεια, την κατεχόμενη επικράτεια. Είναι μέρος του καθήκοντος της Ανόδου της Ανθρωπότητας να εξουσιάσει τη φύση. Η ελάττωση των επιτοκίων κάτω από το μηδέν κάνει εφικτές τις επενδύσεις που έχουν μηδενική ή αρνητική απόδοση κεφαλαίου. Σας φαίνεται παράλογη αυτή ιδέα; Σας φαίνεται ότι αντικρούει όλη την έννοια της «επένδυσης»; Είναι παράλογη, όμως μόνον επειδή οι αντιλήψεις μας καθορίζονται από μία κουλτούρα ανάπτυξης εκατοντάδων χρόνων ώστε ούτε καν μπορούμε να αντιληφθούμε τη δυνατότητα μιας άλλης λειτουργίας του χρήματος ή ενός άλλου επιχειρηματικού μοντέλου που δεν εξαρτάται από το κέρδος. (Φυσικά έχουμε τους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, όμως αυτούς τους ξεχωρίζουμε από τις επιχειρήσεις με στόχο το κέρδος. Αυτή είναι μια διάκριση που θα υποχωρήσει). Ορίστε ένα παράδειγμα για να γίνει περισσότερο κατανοητό το πόσο παράλογο είναι αυτό. Φανταστείτε ότι πάτε στην τράπεζα και λέτε «Θα ήθελα να δανειστώ χρήματα για την επιχείρησή μου. Ορίστε το επιχειρησιακό μου σχέδιο. Όπως βλέπετε, αν μου δανείσετε 1.000.000 δολάρια θα βγάλω 900.000 δολάρια σε τέσσερα χρόνια. Γι’ αυτό θα ήθελα να μου δανείσετε 1.000.000 δολάρια, με αρνητικό επιτόκιο, και εγώ θα σας επιστρέψω 900.000 δολάρια σε δόσεις μέσα σε τέσσερα χρόνια.» «Μας αρέσει το επιχειρησιακό σας σχέδιο» απαντάει η τράπεζα. «Ορίστε τα χρήματά σας» Γιατί συμφωνεί; Επειδή αυτά τα 1.000.000 δολάρια, αν τα αφήσουμε ως μετρητά, θα υποτιμηθούν περισσότερο, ας πούμε 7 τοις εκατό, οπότε ύστερα από τέσσερα χρόνια θα έχουν μείνει μόνο 740.000 δολάρια. Είναι λοιπόν σε όφελος της τράπεζας να συνάψει το δάνειο που περιγράφθηκε παραπάνω. Ένας άλλος τρόπος να κατανοήσουμε τη δυναμική του φθειρόμενου νομίσματος είναι αν σκεφτούμε ότι, όπως ο πληθωρισμός, αντιστρέφει την προεξόφληση των μελλοντικών χρηματικών ροών. Στο βιβλίο μου The Ascent of Humanity παραθέτω το εξής παράδειγμα: Ενώ ο τόκος προωθεί την προεξόφληση των μελλοντικών ταμειακών ροών, το αρνητικό επιτόκιο στο χρήμα ενθαρρύνει την μακροπρόθεσμη σκέψη. Σύμφωνα με τη σημερινή λογιστική, ένα δάσος που αποφέρει 1 εκατομμύριο δολάρια το χρόνο για πάντα με βιώσιμο τρόπο έχει μεγαλύτερη αξία αν το αποψιλώσουμε για ένα άμεσο κέρδος 50 εκατομμυρίων δολαρίων. (Η «καθαρή παρούσα αξία» του δάσους με βιώσιμη εκμετάλλευση υπολογισμένη με ένα προεξοφλητικό επιτόκιο 5 τοις εκατό είναι μόλις 20 εκατομμύρια δολάρια.) Αυτή η προεξόφληση του μέλλοντος καταλήγει στη επαίσχυντα κοντόφθαλμη συμπεριφορά εταιρειών που θυσιάζουν την μακροπρόθεσμη ευημερία (ακόμη και τη δική τους) για τα βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα μιας τριμηνίας. Μια τέτοια συμπεριφορά είναι απολύτως λογική σε μία οικονομία που βασίζεται στον τόκο, όμως σε ένα σύστημα αρνητικού επιτοκίου, το καθαρά προσωπικό συμφέρον θα υπαγόρευε τη διατήρηση του δάσους. Η απληστία δεν θα αποτελούσε πια κίνητρο για τη λεηλασία του μέλλοντος για χάρη του παρόντος. Καθώς η εκθετική προεξόφληση των μελλοντικών ταμειακών ροών υπαινίσσεται την «εξαργύρωση» ολόκληρης της γης, το αρνητικό επιτόκιο είναι πολύ ελκυστικό. Φανταστείτε ότι είστε ο Πρόεδρος του Πλανήτη και δεχόσαστε την ακόλουθη προσφορά από εξωγήινους: «Υπέρτατε Αρχηγέ, ένα βιώσιμο Ακαθάριστο Παγκόσμιο Προϊόν (GWP) είναι 10 τρις δολάρια το χρόνο. Θέλουμε να σας κάνουμε μία προσφορά: 600 τρις δολάρια για ολόκληρη τη γη. Η αλήθεια είναι ότι σχεδιάζουμε να εξάγουμε όλους τους παραγωγικούς πόρους της, να καταστρέψουμε το επιφανειακό έδαφος, να δηλητηριάσουμε τους ωκεανούς, να μετατρέψουμε τα δάση σε ερήμους και να τη χρησιμοποιήσουμε ως χώρο απόρριψης ραδιενεργών αποβλήτων. Όμως για σκεφτείτε – 600 τρις δολάρια! Θα γίνετε πλούσιοι!» Βέβαια θα απαντούσατε όχι, όμως σήμερα ουσιαστικά λέμε ομαδικά ναι σε αυτήν την προσφορά. Εκτελούμε τέλεια το σχέδιο των εξωγήινων, για να βγάλουμε μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια κάπου 600 τρις (το τρέχον Ακαθάριστο Παγκόσμιο Προϊόν είναι 60 τρις το χρόνο). Μέσα από χιλιάδες μικρές αποφάσεις κάθε μέρα, εξαργυρώνουμε την αξία της γης. Και όλα αυτά είναι πολύ συμφέροντα. Με τα επικρατούντα επιτόκια, 600 τρις δολάρια παράγουν ετήσιο εισόδημα τουλάχιστον 20 τρις δολαρίων. Στο βιβλίο μου The Ascent of Humanity αναφέρθηκα σε πολλούς επιφανείς οικονομολόγους που υποστηρίζουν ότι αφού η γεωργία ανέρχεται σε ποσοστό μόλις 3 τοις εκατό του ΑΕΠ, το φαινόμενο του θερμοκηπίου ή μία πτώση 50 τοις εκατό στη γεωργική παραγωγή δεν θα πείραζε και πολύ. Το μέγιστο που θα έπεφτε το ΑΕΠ (το συνολικό επίπεδο του «καλού», αν θυμάστε) θα ήταν 1,5 τοις εκατό. Φαίνεται εξωφρενικό, όμως μέσα στο πλαίσιο της λογικής της τοκογλυφίας είναι αρκετά λογικό. Σε ένα άρθρο του 1997 στο Nature ο οικολογικός οικονομολόγος Robert Costanza εκτίμησε την αξία του παγκόσμιου οικοσυστήματος 33 στα τρις δολάρια, μόλις 20 τοις εκατό περισσότερο από το Ακαθάριστο Παγκόσμιο Προϊόν εκείνης της χρονιάς. Το είπε έχοντας καλό σκοπό, ελπίζοντας να παρέχει ένα οικονομικό κίνητρο (και όχι απλώς ένα ηθικό κίνητρο) για τη διατήρηση του πλανήτη, όμως χρησιμοποιώντας την ίδια λογική, τη λογική της «αξίας», θα ήταν στο συμφέρον μας να μην διατηρήσουμε τον πλανήτη αν μας δινόταν κάποια καλύτερη προσφορά. Επιπλέον, δεν το βρίσκετε αποκαρδιωτικό να καταφεύγουμε στο επιχείρημα ότι πρέπει να διατηρήσουμε το οικοσύστημα επειδή θα γλιτώσουμε πολλά χρήματα έτσι; Αυτό το επιχείρημα ταιριάζει με τη βασική υπόθεση που προκαλεί πολλά προβλήματα εξαρχής: ότι το χρήμα είναι ένα κατάλληλο μέτρο αξίας· ότι όλα τα πράγματα μπορούν και πρέπει να μετρώνται και να προσδιορίζονται ποσοτικά· ότι ο καλύτερος τρόπος να πάρουμε αποφάσεις είναι προσθέτοντας νούμερα. Η «βιωσιμότητα» είναι μία λέξη που έχει χρησιμοποιηθεί τόσο πολύ τελευταία ώστε κοντεύει να γίνει κλισέ. Ωστόσο παρά το γεγονός ότι όλοι την επιδοκιμάζουν, η βιωσιμότητα αγωνίζεται κατά του κέρδους σε μια μάχη από πριν χαμένη. Τα δάση πεθαίνουν, οι λίμνες ξεραίνονται, οι έρημοι εξαπλώνονται και τα τροπικά δάση εξακολουθούν να υφίστανται αποψίλωση – με ρυθμό που ελάχιστα έχει πέσει παρά τις σκληρές προσπάθειες των περιβαλλοντολόγων για τέσσερεις ολόκληρες δεκαετίες. Σε κάθε τους βήμα πρέπει να δώσουν μάχη με την εξουσία του χρήματος, η οποία απελπισμένα επιδιώκει το βραχυπρόθεσμο κέρδος ακόμα και με τίμημα τη δική της μακροπρόθεσμη επιβίωση. Όπως έγραψε ο Λένιν σε ένα κάπως διαφορετικό πλαίσιο «Οι καπιταλιστές θα μας πουλήσουν το σχοινί με το οποίο θα τους κρεμάσουμε». Η μυωπία του κεφαλαίου προέρχεται, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, από τον τόκο, ο οποίος επιτάσσει την προεξόφληση των μελλοντικών ταμειακών ροών. Με επιτόκια κάτω του μηδενός, επικρατεί η αντίθετη λογική. Φανταστείτε ότι είστε ο Πρόεδρος του Πλανήτη. Τώρα η προσφορά των εξωγήινων δεν φαντάζει τόσο ελκυστική. Στην ουσία, με το αρνητικό επιτόκιο, κανένα ποσό χρήματος δεν θα ήταν αρκετό για την εξαργύρωση της γης, επειδή το χρήμα στο μέλλον έχει στην πραγματικότητα μεγαλύτερη αξία από την ίδια ποσότητα χρήματος στο παρόν, και η μελλοντική του αξία αυξάνει εκθετικά με το χρόνο. Θα λέγατε λοιπόν στους εξωγήινους «Δεν πουλάμε τη γη όσα χρήματα κι αν μας δώσετε». Αυτό δεν θα έπρεπε να απαντάμε σήμερα, που η οικονομία επιμένει να βάζει τιμές στην οικολογική βάση του πολιτισμού μας και την ίδια τη ζωή; Αυτό δεν θα έπρεπε να απαντάμε σήμερα και στην ανταλλαγή του απείρως πολύτιμου με ένα πεπερασμένο ποσό χρημάτων; Είναι καιρός, πιστεύω, να σταματήσουμε να «εξαργυρώνουμε» την ομορφιά, τη ζωή, την υγεία και το μέλλον των παιδιών μας. Αντιλαμβάνομαι ότι το παράδειγμα που έδωσα για την εξαργύρωση της γης είναι παρατραβηγμένο και ότι θα μπορούσε κάποιος να αντιπαραθέσει ένα επιχείρημα οικονομικής λογικής που να το αμφισβητεί. Το επιχείρημά μου είναι ότι το αρνητικό επιτόκιο αλλάζει εκ βάθρων το ποια συμπεριφορά θεωρείται «συμφέρουσα». Δραστηριότητες που φέρνουν κέρδη τριάντα, πενήντα ή εκατό χρόνια από σήμερα – ακόμα και δραστηριότητες που φέρνουν κέρδη στην έβδομη γενιά – δίνουν πλέον ένα οικονομικό κίνητρο στους ανθρώπους για να τις επιλέξουν, σε αντίθεση με σήμερα, που μόνον κάποιοι ιδεαλιστές τις επιλέγουν. Με το αρνητικό επιτόκιο και το υποτιμώμενο νόμισμα, δεν θα είναι πλέον σε πόλεμο τα ιδανικά μας με το προσωπικό μας συμφέρον. Σκεφτείτε ένα παράδειγμα από την καθημερινή ζωή. Ας υποθέσουμε ότι σκέφτεστε αν θα τοποθετήσετε ηλιακούς συλλέκτες για να ηλεκτροδοτήσετε την επιχείρησή σας. Το αρχικό κόστος είναι, ας πούμε, 100.000 δολάρια, και θα σας εξοικονομήσει 1.000 δολάρια το χρόνο. Αυτή τη στιγμή είναι ασύμφορη η εγκατάσταση, καθώς η καθαρή παρούσα αξία των 1.000 δολαρίων το χρόνο είναι πολύ λιγότερο από 100.000 δολάρια (ακόμα και με πολύ χαμηλό τόκο). Αν όμως ο τόκος είναι μηδέν ή αρνητικός, η απόφαση γίνεται συμφέρουσα. Σήμερα οι άνθρωποι λαμβάνουν ήδη τέτοιες αποφάσεις παρόλο που είναι ασύμφορες οικονομικά, επειδή η αλήθεια της καρδιάς μας αντικρούει την οικονομική λογική. Μέσα στις καρδιές μας γνωρίζουμε ότι η ιδεολογία που εξισώνει το χρήμα με το καλό είναι λανθασμένη. Χρειάζεται να επαναφέρουμε την ευθυγράμμιση ανάμεσα στο χρήμα και το καλό όπως υποσχεθήκαμε. Ένα ακόμα παράδειγμα: ας υποθέσουμε ότι έχετε στην κατοχή σας ένα δάσος. Έχετε τη δυνατότητα είτε να το πουλήσετε για ξυλεία και λατομεία, για ένα άμεσο κέρδος 1 εκατομμυρίου δολαρίων, είτε να παίρνετε την ξυλεία του με βιώσιμο τρόπο για 10.000 δολάρια το χρόνο στο διηνεκές. Βέβαια, ο τόκος στο 1 εκατομμύριο δολάρια είναι τουλάχιστον διπλάσιος από το εισόδημα της βιώσιμης υλοτομίας – οπότε μπορεί και να εξαργυρώσετε το δάσος. Όμως, αν τα επιτόκια είναι αρνητικά, αυτή η λογική δεν στέκει πια. Η πλήρης απορρόφηση του εξωτερικού κόστους δρα συνεργατικά με το φθειρόμενο νόμισμα για να μετατρέψουν το χρήμα σε μια δύναμη για το καλό. Το πρώτο ευθυγραμμίζει το ατομικό συμφέρον με το δημόσιο συμφέρον· το δεύτερο προωθεί τη μακροπρόθεσμη λογική έναντι της βραχυπρόθεσμης λογικής. Παρόλο που και οι δύο δράσεις είναι βελτιώνουν το υπάρχον σύστημα, από μόνη της καμία δεν εγγυάται έναν βιώσιμο κόσμο. Μαζί όμως, ευθυγραμμίζουν τις αποφάσεις στα οικονομικά με το μακροπρόθεσμο συμφέρον της κοινωνίας και του πλανήτη. Φυσικά, υπάρχουν περιπτώσεις που η μακροπρόθεσμη λογική δεν εξυπηρετεί. Έχουμε πολλές ανάγκες που προτιμάμε να εκπληρώσουμε τώρα παρά στο μέλλον. Αν λιμοκτονούμε, προτιμάμε να φάμε ένα γεύμα σήμερα παρά εκατό γεύματα του χρόνου. Ιδιαίτερα η αυστριακή οικονομική σχολή, αλλά και οι εκπρόσωποι της νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας γενικότερα, χρησιμοποιούν τέτοια παραδείγματα για να ισχυριστούν ότι είναι στην ανθρώπινη φύση η επιθυμία να καταναλώνουμε όσο περισσότερο γίνεται αυτή τη στιγμή. Κατά την άποψή τους, ο τόκο είναι ένα είδος αποζημίωσης για την καθυστερημένη κατανάλωση, για την αναβολή της ικανοποίησης. Με άλλα λόγια, εσύ, αγαπητέ αναγνώστη, μπορεί να ήθελες να μεγιστοποιήσεις την ωφέλειά σου ξοδεύοντας όλα τα χρήματά σου αυτή τη στιγμή, όμως έχεις πειστεί να μην το κάνεις επειδή ξέρεις ότι μπορείς να αποκτήσεις ακόμα περισσότερα αργότερα, χάρη στον τόκο. Αυτό είναι γνωστό στα οικονομικά ως θεωρία του τόκου με βάση τη διαχρονική προτίμηση. Η χρονική προτίμηση – η υποτιθέμενη προτίμησή μας για άμεση κατανάλωση – είναι καίρια για το μοντέλο προεξοφλημένης χρησιμότητας (discounted utility model) που αναπτύχθηκε από τον Paul Samuelson στη δεκαετία του 1930 και αποτελεί τη βάση των περισσότερων καθιερωμένων οικονομικών θεωριών σήμερα. Είναι επίσης καίρια για πολλές σύγχρονες «ανασκευές» του Keynes. Επιπλέον, στη μοναδική δημοσίευση μαθηματικών οικονομικών που ανακάλυψα η οποία αναφέρεται στα νομίσματα που βασίζονται στο αρνητικό επιτόκιο, η θεωρία του τόκου με βάση τη διαχρονική προτίμηση ήταν η καίρια μεταβλητή για την (αληθοφανή) απόδειξη της θεωρίας που λέει ότι ένα τέτοιο νόμισμα βλάπτει την ευημερία των πολλών.(34) Η κεϋνσιανή λογική που αναπτύσσω ελαχιστοποιεί τη σημασία της χρονικής προτίμησης. Ο Keynes δεν την απέρριψε τελείως αλλά είπε ότι οι άνθρωποι τείνουν από τη φύση τους να ξοδεύουν μικρότερο ποσοστό του εισοδήματός τους καθώς το εισόδημά τους αυξάνεται. Είναι μάλλον προφανές ότι αν λιμοκτονείτε, θα ξοδέψετε αμέσως όλο το εισόδημά σας για φαγητό· αν έχετε αρκετά χρήματα για να ικανοποιήσετε όλες τις επείγουσες ανάγκες σας, μπορεί να ξοδέψετε κάποια από τα περίσσια χρήματα σε βιβλία ή σε διασκέδαση· όταν αυτές οι ανάγκες σας εκπληρωθούν, ίσως αγοράσετε μία Rolls-Royce. Όμως, όσο μεγαλύτερο είναι το εισόδημά σας, τόσο μικρότερη η πίεση να το ξοδέψετε. Γι’ αυτό ο Keynes πίστευε ότι οι άνθρωποι έχουν μία ροπή να αποταμιεύουν χωρίς να χρειάζονται ένα κίνητρο (τόκος) για να αναβάλουν την κατανάλωση. Μάλιστα, σκέφτηκε ότι αυτή η ροπή για αποταμίευση μπορεί να είναι καταστροφική όταν οδηγεί σε συγκέντρωση του πλούτου. Γι’ αυτό ήταν ευνοϊκά διατεθειμένος στα χαμηλά ή ακόμα και αρνητικά επιτόκια. Διαβάζοντας ένα μέρος της βιβλιογραφίας των δεκαετιών του 1930 και 1940, μου έκανε εντύπωση η ένταση και η ελάχιστα συγκαλυμμένη εμπάθεια της κριτικής που δέχτηκε ο Keynes από αναγνωρισμένους οικονομολόγους.(35) Αυτό το είδος προσβλητικής συμπεριφοράς είναι χαρακτηριστικό σε κάθε αντιπαράθεση όταν το ορθόδοξο κατεστημένο διαισθάνεται ότι μία νέα θεωρία αμφισβητεί τις θεμελιώδεις αρχές του αντικειμένου του. Η θεωρία του Keynes παρουσιάζει τουλάχιστον δύο πολύ μεγάλες προκλήσεις. Πρώτον, η ιδέα του για τη φυσική ροπή του ανθρώπου για αποταμίευση ουσιαστικά υποστηρίζει ότι το ίδιο το χρήμα υπόκειται σε ελαττούμενη οριακή χρησιμότητα – όσο πιο πολλά έχω, τόσο λιγότερο χρήσιμο είναι το κάθε παραπανίσιο δολάριο σε μένα.(36) Αυτό φαίνεται προφανές σε μένα αλλά μάλλον δεν είναι τόσο προφανές για τους κλασσικούς οικονομολόγους, οι οποίοι κατασκευάζουν μία γραμμική εξίσωση ανάμεσα στο χρήμα και τη χρησιμότητα του ατόμου και της κοινωνίας. Μάλιστα, διατυπώνουν τη βασική υπόθεση ότι οι άνθρωποι επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν το προσωπικό τους συμφέρον μεγιστοποιώντας τα χρήματά τους. Αν απορρίψουμε τη γραμμική εξίσωση χρήματος και χρησιμότητας (δηλαδή «του καλού»), τότε απορρίπτουμε και την προσφιλή ιδεολογία ότι μπορούμε να μεγιστοποιήσουμε το κοινό καλό μεγιστοποιώντας την οικονομική ανάπτυξη. Επίσης αρνούμαστε το ωφελιμιστικό επιχείρημα για τον καπιταλισμό που μεγιστοποιεί τον πλούτο, προσελκύοντας έτσι ιδέες που δίνουν έμφαση στην δίκαιη κατανομή του πλούτου. Σύμφωνα με τα μαθηματικά, αν το χρήμα υπόκειται σε ελαττούμενη οριακή χρησιμότητα, η βέλτιστη κατανομή του είναι όσο πιο συμμετρικά (δίκαια) γίνεται. Επειδή η κεϋνσιανή σκέψη προσφέρει μία λογική εξήγηση για την αναδιανομή του πλούτου, είναι πολύ δικαιολογημένα, αντιπαθητική στους ιδεολόγους των πλουσίων. Όμως η άποψη του Keynes για την προτίμηση ρευστότητας υποδηλώνει μία ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση από αυτό. Σκεφτείτε ξανά την αντίθετη άποψη, διατυπωμένη από τους κλασσικούς οικονομολόγους και τους υποστηρικτές της αυστριακής οικονομικής σχολής, ότι οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους άπληστοι. Όπως το έθεσε ο οικονομολόγος του δέκατου ένατου αιώνα N. W. Senior, «το να απέχουμε από διασκέδαση που έχουμε τη δυνατότητα να επιλέξουμε ή το να επιδιώκουμε μακρινά αντί για άμεσα αποτελέσματα, είναι ανάμεσα στις πιο επίπονες δοκιμασίες της ανθρώπινης θέλησης».(37) Παραθέτω και ένα πιο σύγχρονο παράδειγμα, από έναν οπαδό του von Mises: Κανένα απόθεμα δανειακών κεφαλαίων δεν θα υπήρχε χωρίς να υπάρξουν προηγουμένως αποταμιεύσεις, δηλαδή, χωρίς αποχή από τη δυνατότητα κατανάλωσης αγαθών στο παρόν (τη διαφορά της πλεονάζουσας τρέχουσας παραγωγής από την τρέχουσα κατανάλωση)… Δεν θα υπήρχε τόκος ούτε επιτόκιο χρονικής προτίμησης. Ή μάλλον, το επιτόκιο θα ήταν απεριόριστα υψηλό, γεγονός που, οπουδήποτε εκτός του Κήπου της Εδέμ, θα είχε ως αποτέλεσμα οι άνθρωποι να ζουν όπως τα ζώα, που σημαίνει ότι θα είχαν μια πρωτόγονη διαβίωση με σκληρή δουλειά, αντιμετωπίζοντας τη ζωή μόνο με τα δυο τους χέρια και με τη μοναδική επιθυμία για άμεση ικανοποίηση.(38)
|