ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11: ΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝ ΑΓΑΘΩΝ
Ζούμε πάνω σε έναν πλανήτη όπου η αφθονία είναι φυσική κατάσταση, έναν πλανήτη που είναι πηγή δώρων που συντηρούν τη ζωή όλων μας. Όπως παρατηρήσαμε στο Κεφάλαιο 4, τα πλούτη του πλανήτη –πετρέλαιο, νερό, αέρας, ορυκτά, το γονιδίωμα– δεν δημιουργήθηκαν από κανέναν άνθρωπο και γι’ αυτό δεν αποτελούν ιδιοκτησία κανενός αλλά βρίσκονται υπό κοινή διαχείριση για λογαριασμό όλων των έμβιων όντων. Το ίδιο ισχύει και για τη συσσωρευμένη ανθρώπινη τεχνολογία και κουλτούρα, που είναι το κληροδότημα όλων των προγόνων μας, μία πηγή πλούτου την οποία κανένας ζωντανός άνθρωπος δεν αξίζει λιγότερο από τους άλλους. Όμως τι κάνουμε με αυτήν τη συνειδητοποίηση; Αυτές οι αλήθειες είναι πολύ κοντά με τη μαρξιστική και την αναρχική κριτική θεώρηση της ιδιοκτησίας, όμως η μαρξιστική λύση – συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής με τη διαχείριση του κράτους – δεν φτάνει αρκετά βαθιά, ούτε αντιμετωπίζει το ίδιο το πρόβλημα. (1) Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι και στο κομμουνιστικό σύστημα και στο σύστημα του εταιρικού καπιταλισμού, μία ελίτ της εξουσίας αποφασίζει και επωφελείται από τις αποφάσεις της για τη χρησιμοποίηση του πλούτου της κοινωνίας. Η σύμβαση της ιδιοκτησίας –δημόσιας ή ιδιωτικής– χρησιμοποιείται και στις δύο περιπτώσεις για να δικαιολογήσει και να διευκολύνει την κατανομή του πλούτου. Η μεταμόρφωση της ανθρώπινης οικονομίας που βρίσκεται σε εξέλιξη στην εποχή μας θα προχωρήσει βαθύτερα από την μαρξιστική επανάσταση επειδή η Ιστορία των Ανθρώπων που δημιουργεί δεν είναι απλώς ένας νέος μύθος ιδιοκτησίας, αλλά μία αναγνώριση της πλασματικής, συμβατικής φύσης της. Γιατί τι είναι η ιδιοκτησία παρά μια κοινωνική συμφωνία ότι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο έχει συγκεκριμένα δικαιώματα χρήσης πάνω σε κάτι με συγκεκριμένους και προδιαγεγραμμένους τρόπους; Η ιδιοκτησία δεν είναι ένα αντικειμενικό χαρακτηριστικό της πραγματικότητας, και για να της δώσουμε υπόσταση και να τη μετατρέψουμε σε κάτι ισχυρό, όπως κάνουν η καπιταλιστική και η κομμουνιστική θεωρία, πρέπει να υποδουλώσουμε ασυνείδητα τους εαυτούς μας στην ιστορία που την περικλείει. Δεν πιστεύω ότι μια ιερή οικονομία μπορεί να ξεκινήσει με την ιδιοκτησία ως βασικό γνώρισμα επειδή αυτή η αντίληψη δέχεται μια κοσμοθεωρία, μια ιστορία του εαυτού και του κόσμου που δεν είναι αληθινή ή που δεν είναι αληθινή πια – τον διακριτό και απομονωμένο εαυτό μέσα σε ένα αντικειμενικό σύμπαν. Οπότε, αντί να λέμε, όπως ίσως θα έλεγε ένας μαρξιστής, ότι τα κληροδοτήματα της φύσης και του πολιτισμού πρέπει να είναι συλλογική ιδιοκτησία, ας σταματήσουμε εντελώς να χρησιμοποιούμε την έννοια της ιδιοκτησίας για αυτά τα πράγματα και αντ’ αυτού ας σκεφτούμε πως θα ενσωματώσουμε ορθά, δημιουργικά και όμορφα την αξία τους σε ένα οικονομικό σύστημα. Σήμερα, η πρόσβαση στο χρήμα, μέσω της πίστωσης, δίνεται σε αυτούς που είναι πιο πιθανό να επεκτείνουν την επικράτεια των αγαθών και των υπηρεσιών. Σε μια ιερή οικονομία, το χρήμα θα πηγαίνει σε εκείνους που συνεισφέρουν σε έναν ωραιότερο κόσμο. Παρόλο που μπορεί να μην συμφωνούμε όλοι μας στο πως θα μοιάζει αυτός ο κόσμος, πολλές σημαντικές κοινές αξίες αναδύονται στην εποχή μας. Επικοινωνώντας με άλλους ανθρώπους από όλο το πολιτικό φάσμα είχα την ευχαρίστηση να ανακαλύψω έναν σχεδόν οικουμενικό σεβασμό για την κοινότητα, για τη φύση και για τα ωραία προϊόντα του ανθρώπινου πολιτισμού. Μέσα από αυτές τις κοινές αξίες, που η πολιτική γλώσσα τείνει να συσκοτίζει επιβάλλοντας διαχωριστικά πάνω από την κοινή μας ανθρωπιά, θα αναδυθεί το νόμισμα της ιερής οικονομίας. Σε αυτό το κεφάλαιο θα αναφερθώ στην «κυβέρνηση» στο πλαίσιο του θέματος του νομίσματος, όμως έχετε υπόψη ότι όπως όλοι οι θεσμοί μας, έτσι και η κυβέρνηση πρόκειται να αλλάξει δραματικά τα επόμενα χρόνια. Σε τελευταία ανάλυση, οραματίζομαι αποκεντρωμένες, αυτο-οργανωμένες, αναδυόμενες, ομότιμες (peer-to-peer) οικολογικά ολοκληρωμένες εκφράσεις πολιτικής βούλησης. Παράλληλα με αυτό, οραματίζομαι και μία οικολογία του χρήματος, ένα οικονομικό σύστημα με πολλούς συμπληρωματικούς τρόπους κυκλοφορίας και συναλλαγής. Ανάμεσά τους θα υπάρχουν νέες προεκτάσεις του δώρου, που θα απελευθερώσουν την εργασία από τον εξαναγκασμό και θα διασφαλίσουν τα απαραίτητα της ζωής για όλους. Όποια μορφή κι αν παίρνει, ένας βασικός σκοπός της κυβέρνησης –ίσως ο βασικός σκοπός της κυβέρνησης– είναι να λειτουργεί ως διαχειριστής των κοινών αγαθών. Τα κοινά αγαθά περιλαμβάνουν την επιφάνεια της γης, τα ορυκτά κάτω από τη γη, το νερό πάνω και κάτω από το έδαφος, τη γονιμότητα του εδάφους, το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα, το γονιδίωμα του πλανήτη, την πανίδα των τοπικών και παγκόσμιων οικοσυστημάτων, την ατμόσφαιρα, τη συγκέντρωση ανθρώπινης γνώσης και τεχνολογίας αιώνων και τους καλλιτεχνικούς, μουσικούς και λογοτεχνικούς θησαυρούς των προγόνων μας. Όπως παρατήρησαν οι κοινωνικοί μεταρρυθμιστές των τελευταίων δύο χιλιάδων χρόνων, δεν είναι θεμιτό για κανέναν άνθρωπο πάνω στη γη να διεκδικήσει δικαιώματα κατοχής σε κανένα από αυτά τα αγαθά. Στο παρελθόν, ίσως να έλεγα ότι ο σκοπός της κυβέρνησης είναι να διαχειριστεί αυτούς τους θησαυρούς για το καλό όλων των ανθρώπων. Αυτό είναι μια καλή αρχή, όμως, σήμερα, καθώς περνάμε σε μια ερωτική σχέση με τη Γη, αντί γι’ αυτό λέω ότι η κυβέρνηση αντιπροσωπεύει τον συλλογικό διαχειριστή αυτών των θησαυρών για λογαριασμό της ίδιας της γης, που περιλαμβάνει και την ανθρωπότητα ως το πιο νέο της όργανο. Δεν μπορούμε πλέον να αντιμετωπίζουμε την ανθρωπότητα ως μια ακόμα μορφή ζωής πάνω στον πλανήτη επειδή έχουμε τη δύναμη να αλλάξουμε ή ακόμα και να καταστρέψουμε τον πλανήτη, πράγμα που δεν μπορούσε να κάνει κανένα άλλο είδος στο παρελθόν. Τι θα μπορούσε να αποτελέσει καλύτερη βάση για το νομισματικό σύστημα – εδώ έρχεται η ιστορία της αξίας– από αυτά τα πράγματα που είναι τόσο πολύτιμα, τόσο ιερά, που έχουν τόσο μεγάλη αξία; Κατά συνέπεια, ένα μέρος της προσφοράς χρήματος θα «στηρίζεται» σε αυτά τα πράγματα των οποίων έχουμε τη συλλογική διαχείριση. Ένας τρόπος που θα μπορούσε αυτό να λειτουργήσει είναι ο εξής: πρώτα, επιτυγχάνουμε μία συλλογική συμφωνία με πολιτική μεσολάβηση για το ποιο είναι το ενδεδειγμένο ποσοστό της φύσης που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τις ανθρώπινες δραστηριότητες: ποιο ποσοστό από την παραγωγή των θαλασσών, του εδάφους, του νερού· ποιο ποσοστό από την ικανότητα της ατμόσφαιρας να απορροφά και να επεξεργάζεται ρύπους· ποιο ποσοστό από την ικανότητα της γης να ανακάμπτει από τα τραύματα που αφήνει η εξόρυξη μετάλλων· ποιο ποσοστό από τα δώρα των ορυκτών καυσίμων, των μεταλλευμάτων και του υπόλοιπου πλούτου· ποιο ποσοστό από την ηρεμία της γαλήνης της φύσης μπορεί να παραδοθεί στο θόρυβο των μηχανών· ποιο ποσοστό από το σκοτάδι του νυχτερινού ουρανού μπορεί να δοθεί στα φώτα της πόλης. Αυτές οι αποφάσεις συχνά απαιτούν επιστημονική γνώση όμως εξίσου συχνά δηλώνουν αξίες. Και στις δύο περιπτώσεις συνεισφέρουν στη συλλογική συμφωνία μας για το πόσο από το κεφάλαιο της φύσης μπορούμε να καταναλώσουμε. Μία τέτοια απόφαση είναι κάτι καινούριο πάνω στη γη. Για την ακρίβεια, οι κυβερνήσεις σήμερα χρησιμοποιούν ρυθμίσεις και φόρους για να σταματήσουν ή να επιβραδύνουν την κατανάλωση ορισμένων τμημάτων των κοινών αγαθών, όμως ποτέ μέχρι τώρα δεν μαζευτήκαμε να ρωτήσουμε «Ποιο ποσοστό είναι αρκετό;» Τα χωριά της αρχαιότητας προστάτευαν αυτά τα κοινά αγαθά μέσω της παράδοσης, των εθίμων και της κοινωνικής πίεσης (η «τραγωδία των κοινών αγαθών» είναι κατά κύριο λόγο μύθος (2)) , όμως στην κλίμακα της σημερινής κοινωνίας, μας χρειάζεται μία πολιτική διαδικασία για να επιτύχουμε και να εφαρμόσουμε μια συμφωνία. Αυτή η διαδικασία θα λάβει υπόψη της την επιστημονική συναίνεση καθώς και την κοινωνική συναίνεση για τη σχετική σπουδαιότητα, του περιορισμού της δουλειάς που προκύπτει από τις μηχανές εσωτερικής καύσης έναντι της ευχαρίστησης που προσφέρει μια ήσυχη φθινοπωρινή ημέρα. Από τη στιγμή που θα αποφασίσουμε ποιο ποσοστό καθενός από τα κοινά μας αγαθά θα διαθέσουμε προς χρήση, μπορούμε να εκδώσουμε χρήμα που να «στηρίζεται» σε καθένα από αυτά τα αγαθά. Για παράδειγμα, μπορεί να αποφασίσουμε ότι η ατμόσφαιρα μπορεί να αντέξει ένα σύνολο εκπομπών διοξειδίου του θείου, δύο εκατομμύρια τόνους τον χρόνο. Στη συνέχεια, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα δικαιώματα εκμετάλλευσης ων εκπομπών ως αγαθό αναφοράς. Το ίδιο ισχύει και για τα υπόλοιπα κοινά αγαθά. Το αποτέλεσμα θα είναι μία μακριά λίστα που θα περιλαμβάνει όλα τα κοινά αγαθά που συμφωνήσαμε να χρησιμοποιήσουμε για οικονομικούς σκοπούς. Εννοιολογικά, μπορεί να είναι κάπως έτσι: Η αξία των χρημάτων μας προέρχεται από το δικαίωμα να αλιεύουμε 300.000 τόνους μπακαλιάρου από το αλιευτικό πεδίο του Newfoundland, το δικαίωμα να αντλούμε 100.000 κυβικά μέτρα νερού μηνιαίως από τον υδροφόρο ορίζοντα του Ogallala, το δικαίωμα να εκπέμπουμε 10 δισεκατομμύρια τόνους CO2, το δικαίωμα να αντλούμε 2 δισεκατομμύρια πετρελαίου από το υπέδαφος, από τη χρήση μιας περιοχής Χ-μικροχέρτζ του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος… Πώς θα το εφαρμόσουμε αυτό πρακτικά; Ένας τρόπος θα ήταν η κυβέρνηση απλώς να παράγει χρήμα και να το ξοδέψει μέσα στο πλαίσιο της οικονομίας με τον ίδιο τρόπο που οι κυβερνήσεις σήμερα ξοδεύουν τα έσοδα από τους φόρους. Το χρήμα θα κυκλοφορούσε μέσω της οικονομίας και τελικά θα κατέληγε πίσω στην κυβέρνηση όταν οι παραγωγοί/κατασκευαστές θα το αντάλλασσαν με τα αγαθά αναφοράς. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί είτε μέσω πλειστηριασμού είτε με τον καθορισμό συγκριτικών τιμών εκ των προτέρων για κάθε αγαθό αναφοράς και στη συνέχεια ρύθμιση των τιμών κάθε χρόνο σύμφωνα με τις πραγματικές τιμές στη δευτερογενή αγορά. Ούτως ή άλλως η ανταλλαγή του χρήματος με τα αγαθά αναφοράς θα λειτουργούσε σαν φόρος στους πλουτοπαραγωγικούς πόρους και τη ρύπανση. Ας δούμε ένα χειροπιαστό παράδειγμα που δείχνει πως κάτι τέτοιο μπορεί να λειτουργήσει. Μία τοπική αρχή παρέχει μισθούς στην αστυνομία, την πυροσβεστική και το τοπικό προσωπικό οικολογικού καθαρισμού. Κάποιος από αυτούς ξοδεύει τον μισθό του σε τρόφιμα, ηλεκτρικό ρεύμα και ένα καινούριο κιβώτιο ταχυτήτων για το αυτοκίνητό του. Τα τρόφιμα προέρχονται από ένα τοπικό αγρόκτημα, το οποίο ξοδεύει μέρος των χρημάτων του για να αποκτήσει το δικαίωμα να αντλήσει 300.000 κυβικά μέτρα νερού από έναν τοπικό υδροφόρο ορίζοντα. Αυτά τα χρήματα πάνε στην τοπική αρχή που είναι διαχειρίστρια αυτού του κοινού αγαθού. Εντωμεταξύ, μέρος των χρημάτων για το κιβώτιο ταχυτήτων πάει σε κάποιο εργοστάσιο, που πληρώνει έτσι ένα μέρος των πιστωτικές μονάδων ρύπανσης που χρειάζεται για να λειτουργήσει. Το κόστος αυτό ενσωματώνεται στην τιμή του κιβωτίου ταχυτήτων, που αντικατοπτρίζει επίσης τις πιστωτικές μονάδες ρύπανσης για τη βενζίνη που το μετέφερε, τα μεταλλευτικά δικαιώματα του σιδήρου που χρησιμοποιήθηκε για να φτιαχτεί το ατσάλι, και ούτω καθεξής. Όλες αυτές οι πληρωμές πάνε σε διάφορους διαχειριστές των κοινών αγαθών, κάποιους τοπικούς, κάποιους περιφερειακούς, κάποιους εθνικούς ή παγκόσμιους. Κάθε εργοστάσιο που βρίσκει έναν τρόπο να χρησιμοποιεί λιγότερα από τα κοινά αγαθά – για παράδειγμα δημιουργεί λιγότερη ρύπανση ή χρησιμοποιεί ανακυκλωμένο μέταλλο από μάντρες με παλιοσίδερα– θα μπορεί να μειώσει τις δαπάνες του και να βγάζει μεγαλύτερο κέρδος. Έτσι, το κίνητρο του κέρδους γίνεται σύμμαχος, και όχι εχθρός, της επιθυμίας μας να θεραπεύσουμε τη γη. Θυμηθείτε το αξίωμα που λέει πως όποιο αγαθό χρησιμοποιούμε ως χρήμα αυτομάτως θεωρείται πολύτιμο, ώστε να επιδιώκουμε να αποκτήσουμε περισσότερο. Όταν ο χρυσός χρησιμοποιείται σαν χρήμα, εξορύσσουμε περισσότερο χρυσό πέρα από κάθε πρακτική μας ανάγκη. Στις κοινωνίες όπου τα βοοειδή χρησιμοποιούνται σαν χρήμα, οι άνθρωποι συντηρούν κοπάδια πέρα από αυτά που χρειάζονται. Αν χρησιμοποιήσουμε πετρέλαιο ή άλλη μορφή ενέργειας ως αγαθό αναφοράς του νομίσματος, όπως προτείνουν μερικοί, τότε θα προσπαθούμε να παράγουμε και να συσσωρεύουμε περισσότερο πετρέλαιο. Αν όμως χρησιμοποιούσαμε το πετρέλαιο που βρίσκεται ακόμα μέσα στη γη, τον χρυσό που βρίσκεται ακόμα μέσα στο βουνό και τα δάση που είναι ακόμα ανέγγιχτα ως αγαθά αναφοράς; Δεν θα προάγαμε έτσι την αξία τους και δεν θα επιδιώκαμε να δημιουργήσουμε περισσότερα από αυτά τα κοινά αγαθά; Ο μηχανισμός δεν είναι καθόλου μυστήριος. Αν πρέπει να πληρώσεις ολόκληρο περιβαλλοντικό κόστος για την άντληση του πετρελαίου, θα ψάξεις με ζέση να βρεις τρόπους για να κρατήσεις το πετρέλαιο στο υπέδαφος. Αν πρέπει να πληρώσεις για κάθε μονάδα ρύπανσης, θα προσπαθήσεις σκληρά για να ρυπαίνεις λιγότερο. Μια εναλλακτική μέθοδος που θα οδηγούσε στο ίδιο αποτέλεσμα θα ήταν η κυβέρνηση να δημιουργήσει πιστωτικό χρήμα παίρνοντας δάνειο από την κεντρική τράπεζα με μηδενικό επιτόκιο και να εξοφλήσει το δάνειο με χρήματα από την πώληση των κοινών αγαθών που διαχειρίζεται. Η κυβέρνηση θα μπορούσε επίσης να εκδώσει ομόλογα και η κεντρική τράπεζα να ασκήσει νομισματική πολιτική όπως κάνει σήμερα αγοράζοντας ή πουλώντας διάφορες ποσότητες αυτών των ομολόγων στην ανοικτή αγορά. Είναι υψίστης σημασίας αυτά τα ομόλογα να έχουν μηδενικό (ή αρνητικό) επιτόκιο, ένα ενδεχόμενο που θα εξηγήσω στα επόμενα δύο κεφάλαια. Διαφορετικά, θα προέκυπτε μία ανάγκη για αέναη ανάπτυξη στη χρήση των κοινών αγαθών. Σε κάθε περίπτωση, οι παραγωγοί/κατασκευαστές θα είχαν το οικονομικό κίνητρο να ελαχιστοποιήσουν τη χρήση των κοινών αγαθών. Κανένα τέτοιο κίνητρο δεν υπάρχει σήμερα, κι αν υπάρχει, υπάρχει μόνον αποσπασματικά. Αυτό το σύστημα θα ενσωματώσει πλήρως το κοινωνικό και οικολογικό κόστος. Σήμερα, όταν μία μεταλλευτική εταιρεία αδειάζει έναν υδροφόρο ορίζοντα ή ένας αλιευτικός στόλος εξαντλεί έναν ψαρότοπο, τα κόστη για την κοινωνία και τον πλανήτη είναι εξωτερικά κόστη στον ισολογισμό του παραγωγού/κατασκευαστή. Με αυτό το σύστημα, κάτι τέτοιο παύει να ισχύει. Αφού αυτά τα κόστη θα περνούσαν στις βιομηχανίες επεξεργασίας και τελικά στους καταναλωτές, οι καταναλωτές δεν θα αντιμετώπιζαν πια το σημερινό δίλημμα ανάμεσα στα φτηνότερα προϊόντα από τη μια πλευρά που είναι αυτά που προκαλούν τη μεγαλύτερη κοινωνική και περιβαλλοντική ζημιά και τα προϊόντα του δίκαιου εμπορίου και τα φιλικά προς το περιβάλλον προϊόντα από την άλλη που είναι πολύ πιο ακριβά. Αντί γι’ αυτό, τα προϊόντα που απέφευγαν τη ρύπανση στην κατασκευή τους θα ήταν φτηνότερα επειδή η επιβαλλόμενη εισφορά για όποιον ρύπαινε θα κόστιζε πολλά χρήματα. Τα προϊόντα θα κόστιζαν πιο ακριβά σε αναλογία με την ποσότητα των φυσικών κοινών αγαθών που θα καταναλώνονταν για την παραγωγή τους. Κάποιοι ίσως αντιτείνουν ότι αυτό το σύστημα θα χρειαζόταν πολλή γραφειοκρατία και πολύ χαρτομάνι, αφού απαιτεί την καταγραφή κάθε ρυπαντικής ουσίας και κάθε κοινωνικού κόστους που προκύπτουν στη διάρκεια της παραγωγής. Η απάντησή μου σε αυτό είναι διττή: Πρώτον, αυτό το σύστημα εκφράζει τη νέα αντίληψη της περιβαλλοντικής ευθύνης που θέλει να γνωρίζει και να παίρνει την ευθύνη για τα αποτελέσματα των πράξεών μας σε άλλα όντα. Δείτε τι συμβαίνει στη γη, όταν είμαστε άμοιροι ευθυνών για τις πετρελαιοκηλίδες και τις πυρηνικές καταστροφές. Ολοένα και περισσότερο, θέλουμε να γνωρίζουμε τι κάνουμε, θέλουμε να γνωρίζουμε τα αποτελέσματα των πράξεών μας και θέλουμε να αναλαμβάνουμε την ευθύνη τους. Αυτή η στάση είναι πολύ φυσική για τον συνδεδεμένο εαυτό που γνωρίζει πως «Ό,τι κάνω στον άλλον, κάνω και στον εαυτό μου». Δεύτερον, αυτό που περιέγραψα είναι στην πραγματικότητα πολύ λιγότερο περίπλοκο από το σημερινό δαιδαλώδες και αντιοικονομικό σύστημα ρύθμισης, που αναγκάζει την περιβαλλοντική ευθύνη και το χρηματικό κέρδος να είναι αντίθετα μεταξύ τους. Από την πλευρά του χρήστη, δεν είναι τίποτα παραπάνω από μία μετατόπιση της φορολόγησης από τις πωλήσεις και το εισόδημα προς τις πρώτες ύλες και τη ρύπανση. Οι παραγωγοί/κατασκευαστές θα πρέπει να πληρώνουν για πράγματα που σήμερα είναι «δωρεάν» – δωρεάν για εκείνους τουλάχιστον. Ίσως αυτό το βλέπετε σαν ένα είδος έμμεσης φορολόγησης, όμως ένας άλλος τρόπος να το δει κανείς είναι ότι οι παραγωγοί/κατασκευαστές απλώς πληρώνουν για πράγματα που παίρνουν από τα κοινά αγαθά, τα πράγματα που παίρνουν από όλους εμάς. Είναι απλώς δίκαιο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μία τέτοια φορολόγηση είναι απλώς η εφαρμογή της αρχής ότι «εκείνοι που έχουν όφελος από την ευρύτερη κοινότητα της ζωής πρέπει και να συνεισφέρουν στην ευρύτερη κοινότητα στης ζωής». Εκείνοι που παίρνουν από τον κοινό πλούτο πρέπει να συνεισφέρουν στο κοινό καλό σε ίσο βαθμό. Το είδος των φόρων, οι μέθοδοι είσπραξης των συνεισφορών για το κοινό καλό που έχουμε σήμερα είναι σχεδόν το αντίθετο από αυτό που θέλουμε να δημιουργήσουμε στον κόσμο μας. Μπορούμε να πάρουμε από τα κοινά αγαθά– αυτά που δεν θα έπρεπε να είναι στην ιδιοκτησία κανενός– χωρίς να πληρώνουμε γι’ αυτό, ωστόσο, το ένα και μοναδικό πράγμα που θα μπορούσε να ειπωθεί ότι μας ανήκει– το προϊόν της παραγωγικής εργασίας μας –υπόκειται σε φορολόγηση με τη μορφή του φόρου εισοδήματος. Συγχρόνως, μας υποχρεώνουν να πληρώνουμε φόρο για την κυκλοφορία των εμπορευμάτων– έναν φόρο κατανάλωσης – ενώ δεν υπάρχει φόρος για τη συσσώρευση του πλούτου που δεν χρησιμοποιείται για συναλλαγές. Το έχουμε κάνει ανάποδα. Το νομισματικό σύστημα που περιγράφω σε αυτό το κεφάλαιο αντιστρέφει τον φόρο εισοδήματος, μετατοπίζοντας τους φόρους από αυτά που κερδίζεις με τον κόπο σου σε αυτά που παίρνεις από τα κοινά αγαθά. Το επόμενο κεφάλαιο περιγράφει μία παρόμοια αντιστροφή στον φόρο κατανάλωσης, που μετατοπίζει το κόστος από αυτόν που ξοδεύει σε αυτόν που συσσωρεύει. Παρά το γεγονός ότι έχω μεγαλώσει σε μία οικογένεια που ασπάζεται τον φιλελευθερισμό και που υποστηρίζει τον φόρο εισοδήματος με το σκεπτικό ότι το μεγαλύτερο φορτίο του φόρου βαραίνει αυτούς που είναι ικανοί να πληρώσουν, εγώ πάντοτε αισθανόμουν ένα είδος πρωτόγονης αγανάκτησης για τον φόρο εισοδήματος. Φαίνεται άδικο. Γιατί θα πρέπει οι πιο παραγωγικοί ή οι πιο εργατικοί άνθρωποι να πληρώνουν περισσότερο; Είναι πολύ πιο λογικό να κάνουμε τους ανθρώπους να πληρώνουν για αυτό που παίρνουν. Για τον αναγνώστη που δεν είναι εξοικειωμένος με τη μη συμβατική οικονομική σκέψη, θέλω να τονίσω ότι αυτή η πρόταση εντάσσεται μέσα σε ένα αξιοσέβαστο ιστορικό πλαίσιο. Είναι μία σύνθεση αρκετών επιμέρους στοιχείων. Η ιδέα της μετατόπισης των φόρων στους ρυπαντές και την κατανάλωση πλουτοπαραγωγικών πόρων αναπτύχθηκε από τον A. C. Pigou στις αρχές του εικοστού αιώνα και εξελίχθηκε στη συνέχεια από ανθρώπους όπως ο Herman Daly, ο Paul Hawken και από πολλούς περιβαλλοντολόγους. Η ιδέα του αποκλεισμού του κέρδους από την ιδιοκτησία των κοινών αγαθών ανάγεται στην παράδοση του Henry George που εξέτασα στο Κεφάλαιο 4. (3) Πολλοί σύγχρονοι στοχαστές έχουν προτείνει το νόμισμα να έχει ως αγαθό αναφοράς την ενέργεια ή άλλους πόρους (ωστόσο, απ’ όσο γνωρίζω δεν έχουν σκεφτεί να χρησιμοποιήσουν ως αγαθό αναφοράς την ενέργεια και τους πόρους που βρίσκονται ακόμα κάτω από το έδαφος). Αυτό που περιγράφω σε αυτό το κεφάλαιο είναι η φυσική προέκταση των ιδεών του Henry George και του Silvio Gessel στην εποχή της οικολογίας, στέρεα θεμελιωμένη σε δύο-τρείς συγκλίνουσες παραδόσεις σκέψης. Το πιο σημαντικό στοιχείο των κοινών αγαθών είναι αναμφισβήτητα η ίδια η γη, αντικείμενο της αρχικής κριτικής του θεσμού της ιδιοκτησίας. Οι εισηγήσεις του George και του Gesell που προκύπτουν από αυτήν την κριτική εντάσσονται ομαλά στο νομισματικό σύστημα που περιέγραψα. Διότι τι άλλο είναι ο «μοναδικός εφάπαξ φόρος» του George παρά μία εισφορά που πληρώνεται για το δικαίωμα χρήσης των κοινών αγαθών (της γης); Αυτός ο φόρος, που εφαρμόζεται στην εγγενή αξία της γης ανεξάρτητα από τις βελτιώσεις (π.χ. καλλιέργεια, χτίσιμο) που τυχόν φέρει, (4) θα μπορούσε επίσης να πάρει τη μορφή εκμίσθωσης, ή πληρωμής για το δικαίωμα χρήσης. Προφανώς, αφού οι βελτιώσεις στη γη είναι αμετακίνητες και συχνά χρειάζονται χρόνια για να γίνουν, οι μισθωτές θα πρέπει να απολαμβάνουν πρώτοι το δικαίωμα της ανανέωσης. Έχουν προταθεί πολλοί σταδιακοί και ήπιοι τρόποι για να υλοποιηθεί η απόδοση της γης στο κοινό· δεν συντρέχει λόγος να δημεύσουμε ακίνητη ή κτηματική περιουσία, χρειάζεται μόνο να θεσμοθετήσουμε την αρχή ότι η γη ανήκει σε όλους.(5) Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να επιτρέπεται σε κανέναν να έχει οικονομικό όφελος από την ιδιοκτησία της γης. Το ίδιο ισχύει για το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα, τα ορυκτά κάτω από τη γη, το γονιδίωμα και το συσσωρευμένο κεφάλαιο της ανθρώπινης γνώσης. Όλα αυτά πρέπει να είναι διαθέσιμα προς εκμίσθωση, όχι προς κτήση, και τα ενοίκια να αποδίδονται στο κοινό. Προφανώς, εκείνοι που μπορούν να κάνουν την καλύτερη χρήση αυτών των περιουσιακών στοιχείων θα έχουν τη μεγαλύτερη προθυμία να τα ενοικιάσουν. Θα συνεχίσει να υπάρχει περιθώριο για επιχειρηματικότητα – και μάλιστα περισσότερο από σήμερα αφού η πρόσβαση στους πόρους θα βασίζεται όχι σε στην προγενέστερη ιδιοκτησία αλλά σε στην πιο αποτελεσματική χρήση. Δεν θα υπάρχει περιθώριο για κέρδος που πηγάζει από το ότι «Εγώ έχω ιδιοκτησία κι εσύ δεν έχεις». Η προηγούμενη αναφορά στο θέμα του νομίσματος ίσως άφησε την εντύπωση ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση είναι αυτή που θα δημιουργήσει το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων. Δεν είναι αυτό που οραματίζομαι. Πολλά από τα κοινά αγαθά στα οποία θα βασιστεί το χρήμα είναι καλύτερα διαχειρίσιμα με το σύστημα των βιοπεριοχών. Για παράδειγμα, βλέπουμε τα πιο καταστρεπτικά αποτελέσματά πολλών ρυπαντών στα τοπικά οικοσυστήματα, και μόνον έμμεσα στο σύνολο του πλανήτη. Δεν χρησιμεύει και πολύ να περιορίζουμε τις παγκόσμιες εκπομπές του όζοντος όταν η ζημιά που γίνεται από το όζον στους ανθρώπους και τα δέντρα προέρχεται από τις τοπικές συγκεντρώσεις του. Γι’ αυτό, η πολιτεία της California ή ίσως κάποια μικρότερη περιφέρειά της (δεν είμαι σίγουρος) εκδίδουν νόμισμα που στηρίζεται στις εισφορές για την εκπομπή όζοντος. Σε κάποιες περιπτώσεις, όταν υπάρχει αλληλεπικάλυψη των τοπικών και παγκόσμιων συνεπειών, ίσως χρειαστεί αυτοί που ρυπαίνουν να πληρώσουν δύο διαφορετικές εισφορές για τον ίδιο ρυπαντή. Το πιο σημαντικό κοινό αγαθό, η γη, είναι επίσης από τη φύση της ένα κοινό αγαθό με τοπικό χαρακτήρα – για την ακρίβεια, η γη αποτελεί τον ορισμό του «τοπικού». Συνολικά, η στήριξη του χρήματος στα κοινά αγαθά καθιστά αναγκαία μία γενική εκχώρηση οικονομικής και τελικά πολιτικής εξουσίας στο τοπικό επίπεδο. Βέβαια, υπάρχουν κάποια είδη κοινού πλούτου και κάποια ανθρώπινα επιτεύγματα που αφορούν ολόκληρο τον πλανήτη· αναπόδραστα λοιπόν πρέπει να υπάρχει μια πολιτική εξουσία σε διεθνές επίπεδο με την ικανότητα να συντονίζει την ανθρώπινη δραστηριότητα, πιθανώς χρησιμοποιώντας χρήμα. Όμως οι διεθνείς ή οι τοπικές κυβερνήσεις δεν θα πρέπει να διαχειρίζονται κανένα είδος κοινού αγαθού που είναι από τη φύση του περιφερειακό ή τοπικό. Από τη στιγμή που τόσο μεγάλο μέρος των κοινών αγαθών –η γη, οι υδροκρίτες, τα ορυκτά, κάποια αλιευτικά πεδία, και η ικανότητα του οικοσυστήματος να απορροφά πολλούς τύπους ρύπανσης– είναι τοπικά, το χρηματικό σύστημα που περιγράφω αντιστοιχεί σε μία απομάκρυνση της πολιτικής εξουσίας από τις συγκεντρωτικές κυβερνήσεις. Οι τοπικές κυβερνήσεις θα έχουν τη δικαιοδοσία να εκδώσουν χρήμα που στηρίζεται σε αληθινό πλούτο. Μέχρι τώρα περιέγραψα πως οι εθνικές και τοπικές κυβερνήσεις μπορούν να εκδώσουν χρήμα που βασίζεται στον φυσικό πλούτο που διαχειρίζονται προς όφελος των κοινοτήτων, της ανθρωπότητας και του πλανήτη. Ωστόσο, κάθε πηγή πλούτου δε προέρχεται απαραιτήτως από τα κοινά αγαθά. Οι επικριτές της ιδιοκτησίας από τα χρόνια των πρώτων Πατέρων της Εκκλησίας αναγνώρισαν ότι ένας άνθρωπος έχει δικαιώματα ιδιοκτησίας τουλάχιστον πάνω στον χρόνο του, την προσωπική εργασία του και τη ζωή του. Εξάλλου, γεννιόμαστε μόνο με αυτά και θα επιστρέψουμε στο χώμα χωρίς ούτε καν αυτά. Αν μη τι άλλο, η ζωές μας είναι δικές μας. Δεν πρέπει λοιπόν οι άνθρωποι να μπορούν να εκδώσουν χρήμα ή να αποκτούν πίστωση που να «στηρίζεται» στις δικές τους παραγωγικές δυνάμεις; Εντάξει, γίνεται ήδη αυτό σήμερα όταν οι ιδιωτικές εταιρείες και οι ιδιώτες δημιουργούν χρήμα μέσω της τραπεζικής πίστωσης. Ακόμα κι αν δεν είμαστε σε θέση να πούμε ότι «μας ανήκουν» οι ζωές μας», σίγουρα είμαστε οι διαχειριστές του χρόνου μας, της ενέργειάς μας και της δημιουργικής δύναμης που κατοικεί μέσα μας. Αν μια κυβέρνηση μπορεί να κυκλοφορήσει νόμισμα που βασίζεται στον παραγωγικό πλούτο που διαχειρίζεται, γιατί δεν μπορεί να κάνει το ίδιο και ένας ιδιώτης; Κάνω αυτήν την ερώτηση επειδή κάποιοι μεταρρυθμιστές του νομισματικού συστήματος πιστεύουν ότι πρόκειται για μια κακή ιδέα και έχουν οικοδομήσει ολόκληρες οικονομικές φιλοσοφίες γύρω από νομισματικά συστήματα χρυσού ή χρήματος αναγκαστικής κυκλοφορίας στα οποία η τραπεζική κλασματικών αποθεμάτων και η ιδιωτική δημιουργία πιστωτικού χρήματος απαγορεύονται. Θα ασχοληθώ με αυτό το θέμα σε βάθος επειδή αντιπροσωπεύει έναν σημαντικό τρόπο σκέψης στη Νέα Οικονομική. Πρόσφατες εισηγήσεις από τον νομισματικό ιστορικό Stephen Zarlenga αντιμετωπίστηκαν έως και με συμπάθεια στoυς περιθωριακούς κύκλους της αμερικανικής πολιτικής, ιδιαίτερα από το μέλος του Κογκρέσου Ron Paul. Η κατάργηση της τραπεζικής κλασματικών αποθεμάτων είναι επίσης μέρος της φιλοσοφίας ορισμένων οπαδών του κινήματος κοινωνικής πίστης (social credit movement), της Αυστριακής οικονομικής σχολής και πολλών άλλων. Η λογική τους μου φάνηκε ακαταμάχητη στην αρχή και παρείχε μια πολύ ικανοποιητική εξήγηση για τα καταστροφικά αποτελέσματα της γιγάντωσης του χρέους στα μέσα και το τέλος του εικοστού αιώνα, όταν το χρήμα αποσυνδέθηκε από τον χρυσό. Ένα σύστημα τραπεζικής πλήρων αποθεμάτων (100-percent reserve system) υποτίθεται ότι θα απέτρεπε το χρέος από το να υπερβεί τα αποθέματα χρήματος –όμως πώς μπορεί στη συνέχεια να αποφευχθεί η συγκέντρωση του πλούτου ενώ υπάρχει ο τόκος; Εκτός από τη Αυστριακή σχολή, οι περισσότεροι υπέρμαχοι της τραπεζικής πλήρων αποθεμάτων υποστηρίζουν επίσης και κάποιο είδος οικονομικής αναδιανομής ή νομισματικής διεύρυνσης όπως το άμεσο ξόδεμα του χρήματος αναγκαστικής κυκλοφορίας που έχει η κυβέρνηση μέσα στην οικονομία ώστε να μπορέσουν οι οφειλέτες να αποκτήσουν αρκετά χρήματα για την αποπληρωμή των δανείων τους, του κεφαλαίου και των τόκων. Ο Frederick Soddy, ένας από τους πρώτους σύγχρονους οικονομολόγους που αναγνώρισε την αδυναμία της απεριόριστης εκθετικής ανάπτυξης και που έκανε διάκριση ανάμεσα στο χρήμα και τον πλούτο, πρότεινε ως προϋπόθεση πλήρη αποθέματα για τις τράπεζες, εξαιρώντας τις από τη δημιουργία χρήματος, με την προϋπόθεση ότι η κυβέρνηση θα τύπωνε χρήμα, στο επίπεδο που αρκεί για να αποφευχθεί ο αποπληθωρισμός. Ο Irving Fisher, ιδρυτής των μαθηματικών οικονομικών και σαφώς ο σπουδαιότερος οικονομολόγος της Αμερικής, εισηγήθηκε μία πρόταση που την ονόμασε «100 τοις εκατό χρήμα» (100-percent money). O Major Douglas προχώρησε ακόμα περισσότερο υποστηρίζοντας την πληρωμή ενός κοινωνικού μερίσματος σε όλους τους πολίτες. Μου πήρε αρκετό χρόνο να αποφασίσω αν η τραπεζική κλασματικών αποθεμάτων ή η τραπεζική πλήρων αποθεμάτων ταιριάζει περισσότερο με τα ιερά οικονομικά. Αφού πάλεψα με τις φοβερές περιπλοκότητες του θέματος και διάβασα εφημερίδες φτάνοντας μέχρι το 1930, μια μέρα τα παράτησα και ξάπλωσα στον καναπέ, όπου, όπως ήταν αναμενόμενο και με κάποια στενοχώρια μου, αντιλήφθηκα ότι τα δύο συστήματα δεν ήταν τόσο ριζικά διαφορετικά όπως πίστευε ο περισσότερος κόσμος. Η σύγχυση, η οποία είναι πολύ διαδεδομένη στο διαδίκτυο, προέρχεται σε ένα πρώτο επίπεδο από την απλουστευτική και λανθασμένη άποψη για το πώς δουλεύει στην πραγματικότητα η τραπεζική κλασματικών αποθεμάτων και σε ένα βαθύτερο επίπεδο από μία τεχνητή και άστοχη διάκριση ανάμεσα στη σύμβαση και στην πραγματικότητα. Εγώ παρουσιάζω μία εναλλακτική άποψη στο παράρτημα. Εδώ, αρκεί να σας πω ότι οι προτάσεις αυτού του βιβλίου μπορούν να ταιριάξουν και στα δύο συστήματα. Γενικά, είμαι ευνοϊκά διατεθειμένος σε ένα σύστημα που περιλαμβάνει την ιδιωτική πίστωση, πρώτον επειδή επιτρέπει την οργανική, ενδογενή δημιουργία χρήματος ανεξάρτητα από την κεντρική εξουσία· δεύτερον, επειδή ενσωματώνει πιο εύκολα νέους τρόπους οικονομικής συνεργασίας όπως τους δακτύλιους εμπορικού αντιπραγματισμού και τα συστήματα αμοιβαίας πίστωσης· τρίτον, επειδή επιτρέπει πολύ μεγαλύτερη ευελιξία στη χρηματοοικονομική διαμεσολάβηση και στον σχηματισμό κεφαλαίου· και τέταρτον, επειδή απλοποιεί τη συμψηφιστική εκκαθάριση πιστώσεων μεταξύ τραπεζών. Επιπλέον, όπως άρχισαν να αντιλαμβάνονται μερικοί συνεργάτες του Irving Fisher στα μέσα της δεκαετίας του 1930, είναι σχεδόν αδύνατον να εμποδίσουμε τις καταθέσεις κλασματικών αποθεμάτων να εμφανιστούν σε συγκαλυμμένες μορφές.(6) Επισημαίνω αυτό το σημείο στο παράρτημα, όμως προσέξτε: ακόμα και αν εκδώσετε μία γραπτή αναγνώριση οφειλής για έναν φίλο σας, και ο φίλος σας τη δώσει σε έναν άλλον φίλο αντί για χρήματα, αυξάνετε την προσφορά χρήματος. Όποια κι αν είναι τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της ιδιωτικής δημιουργίας χρήματος μέσω πίστωσης και είτε η κυβέρνηση εκδίδει χρήμα αναγκαστικής κυκλοφορίας είτε δημιουργεί πιστωτικό χρήμα σε σύμπραξη με μία κεντρική τράπεζα, θα προκύψει ένα απείρως μεγαλύτερο ποσοστό χρήματος με προέλευση εκτός του ιδιωτικού τραπεζικού συστήματος από ότι συμβαίνει σήμερα. Ο λόγος είναι πολύ απλός: μεγάλο μέρος του κοινού πλούτου στον οποίο βασίζεται η δημιουργία της ιδιωτικής πίστωσης, θα γίνει δημόσιο κτήμα. Για παράδειγμα, δεν θα μπορεί πλέον μία εταιρεία να παίρνει ένα επιχειρηματικό δάνειο που βασίζεται στα κέρδη που υπολογίζονται ότι θα προέλθουν στο μέλλον από την εξάντληση ενός υδροφόρου ορίζοντα. Τα μελλοντικά κόστη από την εξάντληση του υδροφόρου ορίζοντα θα απορροφούνται και θα επιστρέφονται στο κοινό μέσω των πληρωμών δικαιωμάτων χρήσης. Μπορεί ωστόσο να υπάρχει ακόμα ευκαιρία κέρδους – για παράδειγμα, αν κάποιος βρει μια πιο αποδοτική ή πιο παραγωγική χρήση της ίδιας ποσότητας νερού. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν μια σωστή βάση για τη δημιουργία ιδιωτικής πίστωσης· αυτό που είναι αθέμιτο είναι να δημιουργούμε χρήματα παίρνοντας αγαθά που θα έπρεπε να ανήκουν σε όλους. Λόγω της συγκεντρωμένης ιδιωτικής ιδιοκτησίας του κοινού πλούτου σήμερα, τα κέρδη που προέρχονται απλώς και μόνον από την ιδιοκτησία είναι επίσης πολύ συγκεντρωμένα. Όταν οι παραγωγοί/κατασκευαστές (και τελικά οι καταναλωτές) πληρώνουν το συνολικό κόστος για την ενέργεια και τις πρώτες ύλες και τη θεμιτή τιμή ενοικίου για τη γη και άλλα κοινά αγαθά, τότε μεγάλο μέρος του πλούτου που σήμερα συγκεντρώνεται στα χέρια λίγων θα περάσουν στους διαχειριστές των κοινών αγαθών. Η κατάσταση θα είναι ανάλογη με αυτό που συμβαίνει όταν μία χώρα όπως η Βραζιλία ή η Βολιβία κρατικοποιεί τα πετρελαϊκά της πεδία. Αυτό το μέρος του κέρδους πηγαίνει στη χώρα. Τι συμβαίνει σε αυτά τα χρήματα εξαρτάται από την πολιτική – μπορεί να πάνε σε μια κλίκα διεφθαρμένων αξιωματούχων, μπορεί να πάνε σε δημόσια έργα ή μπορεί να πληρωθούν απευθείας στο λαό σαν πληρωμή δικαιώματος (όπως στην Αλάσκα, όπου ο κάθε κάτοικος παίρνει μία ετήσια πληρωμή αρκετών χιλιάδων δολαρίων). Αν αυτό επεκταθεί από το πετρέλαιο σε όλα τα κοινά αγαθά, γίνονται διαθέσιμα τεράστια ποσά χρημάτων σε διάφορα επίπεδα της κυβέρνησης, ιδιαίτερα σε τοπικό επίπεδο και σε επίπεδο βιοπεριοχής, αντικαθιστώντας τις τρέχουσες μορφές φορολόγησης. Μία άλλη συνέπεια του νομίσματος που βασίζεται στα κοινά αγαθά είναι ότι θα πληρώναμε πολύ περισσότερο για πράγματα που είναι φτηνά σήμερα επειδή οι τιμές τους θα ενσωμάτωναν κόστη που σήμερα τα μεταβιβάζουμε σε άλλους ανθρώπους ή στις επόμενες γενιές. Τα εμπορεύματα θα γίνονταν πιο ακριβά σε σχέση με τις υπηρεσίες, προσφέροντας ένα κίνητρο για επισκευή, επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση. Θα εξαφανίζονταν τα διαστρεβλωμένα οικονομικά που κάνουν φτηνότερο το να αγοράσεις μια καινούρια τηλεόραση από το να επισκευάσεις μία παλιά. Θα εξαφανιζόταν το σημερινό οικονομικό κίνητρο για εσκεμμένη παλαίωση. Ένα νέο επιχειρηματικό μοντέλο (που ήδη αναδύεται σε κάποιες βιομηχανίες) θα άνθιζε: ιδιαίτερα ανθεκτικά, εύκολα επισκευάσιμα μηχανήματα που ενοικιάζονται αντί να πωλούνται στους καταναλωτές. Μόλις πριν δύο γενιές, μικροσυσκευές ταπεινές όσο μία τοστιέρα, πήγαιναν για επισκευή. Ακόμα και τα παπούτσια και τα ρούχα επιδιορθώνονταν. Τέτοιες υπηρεσίες όχι μόνον είναι εγγενώς τοπικές, βοηθώντας έτσι να αναζωογονηθούν οι τοπικές οικονομίες, αλλά συνεισφέρουν σε μια στάση φροντίδας για τα υλικά μας υπάρχοντα, και κατ’ επέκταση για την υλικότητα. Μία ζωή γεμάτη από πράγματα μιας χρήσης δεν είναι μία πλούσια ζωή. Πως μπορούμε να έχουμε μια ιερή οικονομία αν δεν μεταχειριζόμαστε τα αντικείμενά της –τα πράγματα που οι άνθρωποι δημιουργούν και ανταλλάσσουν – με σεβασμό; Bρίσκω πολύ ικανοποιητικό ότι ένα οικονομικό σύστημα που βασίζεται στην προστασία και τον σεβασμό προς τη φύση ενθαρρύνει, σε ατομικό επίπεδο, την ίδια στάση σεβασμού προς τα αντικείμενα που φτιάχνουμε από φυσικές πρώτες ύλες. Σε συλλογικό επίπεδο, αυτός ο σεβασμός θα πάρει τη μορφή μίας εντελώς διαφορετικής προσέγγισης των κυβερνητικών δαπανών. Η μεγάλη ποσότητα των πλουτοπαραγωγικών πόρων που θα προκύψει από την ανάκτηση των κοινών αγαθών για το κοινό καλό μπορεί να γίνει μέρος της θεραπείας των κοινών αγαθών από τη λεηλασία που υπέστησαν τους περασμένους αιώνες. Οι οικολογικές καταστροφές θα κατευθύνουν διαρκώς την προσοχή μας στην επείγουσα ανάγκη να θεραπεύσουμε τα δάση, τους υγρότοπους, τους ωκεανούς, την ατμόσφαιρα και κάθε άλλο οικοσύστημα από τον όλεθρο που προκάλεσε η βιομηχανική εποχή. Το επείγον αυτής της ανάγκης θα στρέψει την ενέργειά μας μακριά από την κατανάλωση και τους πολέμους. Ο πόλεμος είναι ένα αναπόφευκτο συμπλήρωμα ενός οικονομικού συστήματος που απαιτεί την ανάπτυξη. Είτε μέσω του αποικισμού εκτάσεων γης είτε μέσω της υποδούλωσης λαών, υπάρχει η συνεχής ανάγκη της πρόσβασης σε νέες πηγές κοινωνικού και φυσικού κεφαλαίου για να ταΐσουμε τη μηχανή του χρήματος. Οι πόλεμοι επίσης αυξάνουν την κατανάλωση, μετριάζοντας την κρίση της υπερβάλλουσας παραγωγικής ικανότητας που περιγράφηκε νωρίτερα. Ο ανταγωνισμός για πλουτοπαραγωγικούς πόρους και αγορές ήταν λοιπόν ένα βασικό κίνητρο των πολέμων του εικοστού αιώνα, τόσο ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις όσο και ενάντια σε καθέναν που αντιστεκόταν στον αποικισμό και τον ιμπεριαλισμό. Ο περιορισμός της κατανάλωσης πρώτων υλών είναι ένας από τους πυλώνες μιας οικονομίας σταθερής κατάστασης ή οικονομίας αποανάπτυξης, που βραχυκυκλώνει αυτήν την πρωτόγονη παρόρμηση για πόλεμο και απελευθερώνει τεράστιες ποσότητες πλουτοπαραγωγικών πόρων για την επίτευξη της θεραπείας του πλανήτη. Το νομισματικό σύστημα που περιέγραψα συντελεί ουσιαστικά στην αναστροφή της παλιάς αδικίας της ιδιοκτησίας και της πλεονεξίας των λίγων ενάντια στους πολλούς και ενάντια στο μέλλον που ενυπάρχει στην εκμετάλλευση των κοινών αγαθών. Ωστόσο, λείπει ένα μεγάλο κομμάτι από το παζλ: όπως τεκμηριώθηκε στο Κεφάλαιο 5, η ίδια αδικία που ενυπάρχει στην ιδιοκτησία ενυπάρχει και στο χρήμα. Έχω περιγράψει την καινούρια ιστορία της αξίας και πως θα την ενσωματώσουμε στο χρήμα όμως μέχρι τώρα έχω αφήσει απέξω την εμμονή του χρήματος που είναι ανεξάρτητη από την ιστορία της αξίας και διέπει είτε την ανάπτυξη είτε τη συγκέντρωση του πλούτου (ή και τα δύο). Είναι δυνατόν να μεταχειριζόμαστε το χρήμα σαν ένα κοινό αγαθό με τον ίδιο τρόπο που μεταχειριζόμαστε τη γη ή την ατμόσφαιρα; Είναι δυνατόν να αντιστρέψουμε το μηχανισμό του τόκου, ο οποίος, όπως η οικειοποίηση των κοινών αγαθών, επιτρέπει σε εκείνους που τον έχουν να κερδίζουν απλώς επειδή έχουν την ιδιοκτησία του; Με αυτό το καίριο ζήτημα ασχοληθούμε στη συνέχεια.
Σημειώσεις
|