Φωνάζουμε ντροπή στον φεουδάρχη βαρόνο που απαγόρευε σε έναν χωρικό την καλλιέργεια μιας μικρής έκτασης γης εάν δεν παρέδιδε στον άρχοντά του το ένα τέταρτο της σοδειάς του. Αποκαλούμε τις εποχές αυτές βάρβαρες. Όμως αν και οι μορφές έχουν αλλάξει, οι σχέσεις έχουν παραμείνει ίδιες, και ο εργαζόμενος υποχρεώνεται, στο όνομα του ελεύθερου συμβολαίου, να αποδεχθεί φεουδαρχικές υποχρεώσεις. Γιατί όπου και αν στραφεί, δεν μπορεί να βρει καλύτερες συνθήκες. Τα πάντα έχουν μετατραπεί σε ιδιωτική ιδιοκτησία, και πρέπει να συναινέσει, ή να πεθάνει από την πείνα.
–Peter Kropotkin
Στα θεμέλια κάθε μεγάλης περιουσίας βρίσκεται ένα μεγάλο έγκλημα.
–Leo Tolstoy
Παρά το προφανές γεγονός ότι η γη υπάρχει ανεξάρτητα από την ανθρώπινη προσπάθεια, η ιδιοκτησία της δεν διαφέρει και τόσο από οποιαδήποτε άλλη μορφή ιδιοκτησίας. Ας εξετάσουμε πρώτα την υλική ιδιοκτησία – οτιδήποτε φτιαγμένο από μέταλλο, ξύλο, πλαστικό, φυτά ή ζώα, ορυκτά, και ούτω καθεξής. Μήπως δεν είναι τίποτα περισσότερο από κομμάτια γης, τροποποιημένα από την ανθρώπινη επέμβαση; Η διάκριση μεταξύ της γης και των βελτιώσεων που πραγματοποιούνται σε αυτή – η διάκριση ανάμεσα σε αυτό που ήδη υπάρχει και εκείνο που η ανθρώπινη προσπάθεια δημιουργεί – δεν είναι περισσότερο ή λιγότερο βάσιμη για τη γη από ότι για οποιοδήποτε άλλο υλικό αγαθό. Όλα όσα χρησιμοποιούμε και μας ανήκουν, αποτελούνται από τροποποιημένα κομμάτια γης. Όλα μαζί αποτελούν «φυσικό κεφάλαιο» – τον πλούτο και τα καλά που μας έχει κληροδοτήσει η γη. Αρχικά τίποτα από όλα αυτά δεν αποτελούσε ιδιοκτησία· μπήκαν στη σφαίρα της ιδιοκτησίας καθώς η τεχνολογία πολλαπλασίαζε τις δυνατότητές μας και η λογική της διάστασης επέτεινε την επιθυμία μας να κατέχουμε. Σήμερα, μορφές φυσικού κεφαλαίου που μας ήταν σχεδόν άγνωστες έχουν γίνει ιδιοκτησία: το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο, σειρές DNA, και έμμεσα, η οικολογική ποικιλότητα και η δυνατότητα της γης να απορροφά βιομηχανικά απόβλητα.(1)
Είτε πρόκειται για κάτι που έχει μετατραπεί σε ένα άμεσο αντικείμενο ιδιοκτησίας, όπως είναι η γη, το πετρέλαιο, τα δέντρα, είτε πρόκειται για όσα ακόμα αποτελούν τα κοινά αγαθά τα οποία χρησιμοποιούμε για να δημιουργήσουμε άλλες μορφές ιδιοκτησίας, όπως η ανοιχτή θάλασσα, τα πρωταρχικά Μεγάλα Κοινά έχουν ξεπουληθεί: με τη μετατροπή τους αρχικά σε ιδιοκτησία και μετά σε χρήμα. Αυτό είναι το τελικό στάδιο που επιβεβαιώνει ότι κάτι έχει όντως ολοκληρώσει την μεταμόρφωσή του σε ιδιοκτησία. Το να είμαστε σε θέση να αγοράζουμε και να πουλάμε κάτι ελεύθερα, σημαίνει ότι έχει αποσυνδεθεί από το αρχικό πλέγμα των σχέσεών του· με άλλα λόγια ότι έχει καταστεί «απαλλοτριώσιμο». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το χρήμα έχει γίνει εκπρόσωπος της γης και όλων των άλλων μορφών ιδιοκτησίας, και ο λόγος για τον οποίο η χρέωση ενοικίου (τόκου) για τη χρήση του φέρει τα ίδια αποτελέσματα και μετέχει στην ίδια αδικία με τη χρέωση ενοικίου στη γη.
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Το φυσικό κεφάλαιο είναι μία από τις τέσσερις μεγάλες κατηγορίες των κοινών αγαθών που περιλαμβάνουν επίσης το κοινωνικό, πολιτιστικό και πνευματικό κεφάλαιο. Η κάθε κατηγορία περιλαμβάνει αγαθά που κάποτε ήταν ελεύθερα, αποτελούσαν μέρος της αυτάρκειας ή της οικονομίας του δώρου, αγαθά για τα οποία πλέον είμαστε υποχρεωμένοι να πληρώνουμε. Η κλοπή λοιπόν δεν γίνεται από τη μητέρα γη, αλλά από την πολιτιστική «μητέρα».
Η πιο συνήθης από αυτές τις μορφές κεφαλαίου που απαντά στον οικονομικό διάλογο είναι το πολιτιστικό κεφάλαιο, το οποίο προσδιορίζεται ως πνευματική ιδιοκτησία. Τα παλιά τα χρόνια, το μεγάλο απόθεμα ιστοριών, ιδεών, τραγουδιών, καλλιτεχνικών μοτίβων, εικόνων, και τεχνικών εφευρέσεων αποτελούσε μια δεξαμενή κοινών αγαθών από την οποία ο καθένας μπορούσε να αντλήσει κάτι είτε για την ευχαρίστησή του και την αύξηση της παραγωγικότητάς του, είτε για να το χρησιμοποιήσει φτιάχνοντας κάτι καινούριο. Στον Μεσαίωνα, οι τροβαδούροι άκουγαν ο ένας τα τραγούδια του άλλου και δανείζονταν τις νέες μελωδίες που τους άρεσαν, τις τροποποιούσαν, και τις κυκλοφορούσαν εκ νέου για να γίνουν με τη σειρά τους μέρος της δεξαμενής των πολιτιστικών κοινών. Σήμερα οι καλλιτέχνες και οι εταιρικοί τους χορηγοί σπεύδουν να προστατέψουν με πνευματικά δικαιώματα κάθε νέα δημιουργία, και διώκουν με αποφασιστικότητα οποιονδήποτε επιχειρεί να ενσωματώσει τα τραγούδια τους σε μία δική του σύνθεση. Το ίδιο συμβαίνει σε κάθε δημιουργικό πεδίο.(2)
Η ηθική αιτιολόγηση για την ύπαρξη πνευματικής ιδιοκτησίας ακολουθεί την εξής συλλογιστική: «Αφού εγώ ανήκω στον εαυτό μου, και η δύναμη του μόχθου μου ανήκει σε μένα, τότε ό,τι φτιάχνω μου ανήκει». Αλλά ακόμα κι αν συμφωνήσουμε με την αρχή του ότι «Εγώ ανήκω στον εαυτό μου», η υπονοούμενη αξίωση ότι η καλλιτεχνική και πνευματική δημιουργία αποτελούν παρθενογένεση από την πλευρά του δημιουργού, ανεξάρτητα από ένα πολιτιστικό πλαίσιο αναφοράς, είναι παράλογη. Κάθε πνευματική δημιουργία (συμπεριλαμβανομένου αυτού του βιβλίου) αντλεί διάφορα κομμάτια από τον ωκεανό του πολιτισμού που μας περιβάλλει, και από τη δεξαμενή των εικόνων, μελωδιών, και ιδεών που έχουν εντυπωθεί βαθιά στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση ή ίσως υπήρχαν από πάντα εκεί. Όπως το έθεσε ο Lewis Mumford, «Ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας αποτελεί μηχανισμό που επιτρέπει σε κάποιον να διεκδικήσει ειδικές οικονομικές ανταμοιβές επειδή αποτελεί τον τελευταίο κρίκο στη σύνθετη κοινωνική διαδικασία που παρήγαγε την εφεύρεση».(3) Το ίδιο ισχύει για τα τραγούδια, τις ιστορίες, και την υπόλοιπη πολιτιστική παραγωγή. Με το να τα μετατρέπουμε σε ιδιωτική ιδιοκτησία, περιφράσσουμε κάτι το οποίο στην πραγματικότητα δεν μας ανήκει. Κλέβουμε από τα πολιτιστικά κοινά. Και επειδή, όπως και η γη, μέρος των πολιτιστικών κοινών παράγουν συνεχώς νέο πλούτο, η κλοπή αυτή είναι ένα συνεχιζόμενο έγκλημα που συντείνει στη διαίρεση ανάμεσα στους έχοντες και τους μη έχοντες, τους ιδιοκτήτες και τους ενοικιαστές, τους πιστωτές και τους οφειλέτες. Ο Ρώσος αναρχικός Peter Kropotkin διατύπωσε πειστικά αυτό το γενικό επιχείρημα:
Κάθε μηχανή έχει την ίδια ιστορία – ένα μακρύ ιστορικό από νύχτες αϋπνίας και φτώχια, από απογοητεύσεις και χαρές, από επιμέρους βελτιώσεις που πραγματοποιήθηκαν από πολλές γενεές ανώνυμων εργατών, οι οποίοι πρόσθεσαν στην αρχική εφεύρεση αυτές τις μικρο-βελτιώσεις, χωρίς τις οποίες και η πιο γόνιμη ιδέα δεν θα καρποφορούσε. Κι ακόμα περισσότερο: κάθε νέα εφεύρεση αποτελεί σύνθεση, τη συνισταμένη αμέτρητων εφευρέσεων που προηγήθηκαν στο αχανές πεδίο της μηχανικής και της βιομηχανίας.
Η επιστήμη και η βιομηχανία, η γνώση και η εφαρμογή, η ανακάλυψη και η πρακτική εφαρμογή που οδηγούν σε νέες ανακαλύψεις, η δεξιοτεχνία του μυαλού και των χεριών, ο διανοητικός και σωματικός μόχθος – λειτουργούν ομαδικά. Κάθε ανακάλυψη, κάθε πρόοδος, κάθε συνεισφορά στους ανθρώπινους θησαυρούς, οφείλουν την ύπαρξή τους στην κοπιώδη χειρονακτική και διανοητική εργασία του παρελθόντος και του παρόντος.
Με ποιο δικαίωμα μπορεί κάποιος με οποιονδήποτε τρόπο να οικειοποιηθεί και το παραμικρό κομμάτι από αυτό το απέραντο όλον και να πει – Αυτό είναι δικό μου, όχι δικό σου;(4)
Τέτοιες θεωρήσεις γεννούν μέσα μου την επιθυμία να διαθέσω τα βιβλία μου ελεύθερα στο Διαδίκτυο, προσπερνώντας ορισμένα από τα συνήθη πνευματικά δικαιώματα. Δεν θα ήμουν σε θέση να συγγράψω αυτό το βιβλίο χωρίς το οργανικό πλαίσιο ενός απέραντου πλέγματος ιδεών, χωρίς τον πλούτο του πολιτιστικού κεφαλαίου που δεν δικαιούμαι να περιχαρακώσω.(5)
Το πνευματικό κεφάλαιο είναι πιο δυσδιάκριτο. Αναφέρεται στις ικανότητες του νου και των αισθήσεων, για παράδειγμα, στην ικανότητα που έχουμε να συγκεντρωνόμαστε, να δημιουργούμε νέους φανταστικούς κόσμους και να αντλούμε ικανοποίηση από την εμπειρία της ζωής. Όταν ήμουν μικρός, τις τελευταίες μέρες πριν την κυριαρχία της τηλεόρασης και των βιντεοπαιχνιδιών στην αμερικανική παιδική ηλικία, δημιουργούσαμε δικούς μας κόσμους με περίτεχνες ιστορίες, κάνοντας χρήση των «ψυχικών τεχνολογιών» που οι ενήλικες μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να διαμορφώσουν τη ζωή τους και τη συλλογική τους πραγματικότητα: δημιουργούσαμε μια φαντασίωση, λέγαμε μια ιστορία γι’ αυτήν τη φαντασίωση προσδιορίζοντας νοήματα και ρόλους, παίζαμε αυτούς τους ρόλους, και ούτω καθεξής. Σήμερα, αυτοί οι κόσμοι της φαντασίας έρχονται προκατασκευασμένοι από τηλεοπτικά στούντιο και εταιρίες λογισμικού, και τα παιδιά περιπλανώνται σε ευτελείς, φανταχτερούς, συχνά βίαιους κόσμους, που δημιουργήθηκαν από μακρινούς άγνωστους. Οι κόσμοι αυτοί συνοδεύονται από προκατασκευασμένες εικόνες, και έτσι η δυνατότητα των παιδιών να σχηματίζουν δικές τους εικόνες (αυτή η ικανότητα αποκαλείται φαντασία), ατροφεί. Ανίκανο να οραματιστεί έναν νέο κόσμο, το παιδί μεγαλώνει με τη συνήθεια να αποδέχεται οποιαδήποτε πραγματικότητα του σερβίρουν.(6) Μήπως αυτό συμβάλλει στην πολιτική παθητικότητα του αμερικανικού λαού;
Άλλη μία μείωση του πνευματικού κεφαλαίου προκαλείται από την έντονη αισθητηριακή διέγερση των ηλεκτρονικών μέσων. Οι σύγχρονες ταινίες δράσης, για παράδειγμα, έχουν τόσο έντονο ρυθμό, είναι τόσο φανταχτερές, τόσο ακραία διεγερτικές, με αποτέλεσμα παλαιότερες ταινίες να φαντάζουν σε σύγκριση πληκτικές, για να μην αναφέρουμε τα βιβλία ή τον κόσμο της φύσης. Παρόλη την προσπάθειά μου να περιορίσω την έκθεση των παιδιών μου στις σύγχρονες υπερβολές, μετά βίας μπορούν να παρακολουθήσουν μία ταινία γυρισμένη πριν από το 1975. Άπαξ και συνηθίσουμε στην έντονη διέγερση, κατά την απουσία της αισθανόμαστε το στερητικό σύνδρομο που αποκαλούμε πλήξη. Γινόμαστε εξαρτημένοι, με αποτέλεσμα να πληρώνουμε για την απόκτηση εκείνου που κάποτε ήταν διαθέσιμο μόνον και μόνον επειδή ζούσαμε. Ένα βρέφος ή ένας κυνηγός-τροφοσυλλέκτης μαγεύεται από τις αργές διεργασίες της φύσης: ένα κλαδάκι που επιπλέει στο νερό, μία μέλισσα που επισκέπτεται ένα λουλούδι, και άλλα πράγματα που διαφεύγουν της αναιμικής προσοχής του σύγχρονου ενήλικα. Όπως οι Ρωμαίοι πάροικοι έπρεπε να πληρώνουν για τη χρήση της γης την οποία είχαν ανάγκη για την επιβίωσή τους, έτσι και ο σύγχρονος άνθρωπος καλείται να πληρώσει τους ιδιοκτήτες των διεργασιών, των ΜΜΕ, και του κεφαλαίου που απαιτούνται για τη δημιουργία της ακραίας αισθητήριας διέγερσης που χρειάζεται για να αισθανθεί ζωντανός.
Μπορεί εκ πρώτης όψεως να μην είναι προφανές ότι το πνευματικό κεφάλαιο είναι ένα κοινό αγαθό. Εκείνο όμως που έχει συμβεί είναι η οικειοποίηση της συγκέντρωσης της προσοχής μας. Οι δυνατότητες του ανθρώπινου νου που αποκαλώ πνευματικό κεφάλαιο δεν υφίστανται σε απομόνωση· είναι η ανατροφή μας, η αγωγή μας και η κουλτούρα μας που τις ενισχύουν και τις κατευθύνουν. Η ικανότητά μας να αναπτύσσουμε τη φαντασία και να παίρνουμε ικανοποίηση από τις αισθήσεις μας είναι σε μεγάλο βαθμό μία συλλογική ικανότητα, την οποία δεν μπορούμε πλέον να αντλούμε από τις ελεύθερα διαθέσιμες πηγές του νου και της φύσης, αλλά καλούμαστε να αγοράσουμε από τους νέους ιδιοκτήτες της.
Η συλλογική προσοχή της ανθρώπινης φυλής ανήκει στα κοινά αγαθά όπως η γη και ο αέρας. Όπως κι αυτά, αποτελεί την πρώτη ύλη της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Για να φτιαχτεί ένα εργαλείο, για να γίνει οποιαδήποτε εργασία, για να γίνει οτιδήποτε εν γένει, πρέπει κάποιος να συγκεντρώσει όλη του την προσοχή στην εν λόγω εργασία αντί για κάποιας άλλη. Η παρουσία της διαφήμισης και των ΜΜΕ σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής συντελεί στην απόσπαση της συλλογικής ανθρώπινης προσοχής και την απώλεια της θείας κληρονομιάς μας. Στον δρόμο, οπουδήποτε κι αν στρέψω το βλέμμα μου, βλέπω έναν πίνακα διαφημίσεων. Στο μετρό, στο διαδίκτυο, στον δρόμο, γινόμαστε δέκτες εμπορικών μηνυμάτων που αποσπούν την προσοχή μας. Διεισδύουν στην ίδια μας τη σκέψη, στις «αφηγήσεις» μας, στον εσωτερικό μας διάλογο, και διαμέσου αυτών, στα συναισθήματά μας, τις επιθυμίες μας και τις πεποιθήσεις μας, για να φτιάξουν νέα προϊόντα και να αποκομίσουν κέρδη. Η προσοχή μας μετά βίας μας ανήκει πια – τόσο εύκολα που χειραγωγείται από την εξουσία της πολιτικής και του εμπορίου.
Η προσοχή μας, αφού πρώτα έγινε αντικείμενο χειρισμού, κατακερματίστηκε, εθίστηκε στα έντονα ερεθίσματα και περιπλανήθηκε σε μια σειρά φανταχτερά αλλά κενά αντικείμενα επί μακρόν, έχει πλέον τέτοια διάσταση που δεν μπορούμε να τη διατηρήσουμε για όσο χρόνο χρειάζεται προκειμένου να δημιουργήσουμε κάτι πέρα από τα προγράμματα που μας περιβάλλουν. Χάνουμε την ικανότητά μας να διατηρήσουμε τη σκέψη, να αντιληφθούμε τις «λεπτές αποχρώσεις», να βάλουμε τον εαυτό μας στη θέση του άλλου. Επιρρεπείς σε οποιαδήποτε απλοϊκή αφήγηση που στοχεύει άμεσα στο συναίσθημά μας, γινόμαστε εύκολοι στόχοι όχι μόνο για τη διαφήμιση, αλλά και για την προπαγάνδα, τη δημαγωγία και τον φασισμό. Με διάφορους τρόπους, όλα αυτά υπηρετούν την εξουσία του χρήματος.
Η ΑΠΟΓΥΜΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ
Η πιο σημαντική μορφή κεφαλαίου για τους σκοπούς αυτής της συζήτησης είναι το κοινωνικό κεφάλαιο. Το κοινωνικό κεφάλαιο αναφέρεται πρωτίστως στις σχέσεις και τις δεξιότητες, στις «υπηρεσίες» που οι άνθρωποι κάποτε πρόσφεραν στους εαυτούς τους και ο ένας στον άλλον στις οικονομίες δώρου, όπως το μαγείρεμα, η φροντίδα των παιδιών, οι υπηρεσίες υγείας, η φιλοξενία, η διασκέδαση, η παροχή συμβουλών και η καλλιέργεια τροφής, η ύφανση ρούχων και η κατασκευή σπιτιών. Μόλις μία η δύο γενεές πίσω, πολλές από τις λειτουργίες αυτές ήταν πολύ λιγότερο εμπορευματοποιημένες από ότι είναι σήμερα. Όταν ήμουν παιδί, οι περισσότεροι άνθρωποι που γνώριζα σπάνια έτρωγαν σε εστιατόρια, και οι γείτονες φρόντιζαν ο ένας τα παιδιά του άλλου μετά το σχολείο. Η τεχνολογία έδρασε καταλυτικά στη μεταφορά των ανθρώπινων σχέσεων στην επικράτεια των «υπηρεσιών», καθώς και στη μεταφορά κομματιών από τα σκοτεινά βάθη της γης στην επικράτεια των αγαθών. Για παράδειγμα, η τεχνολογία του φωνόγραφου και του ραδιοφώνου μετέτρεψε τη μουσική από κάτι που οι άνθρωποι έφτιαχναν για τους εαυτούς τους, σε κάτι για το οποίο πλήρωναν. Οι τεχνολογίες αποθήκευσης και μεταφορών έκαναν το ίδιο με την επεξεργασία των τροφίμων. Γενικά, ο λεπτομερής καταμερισμός της εργασίας που συνοδεύει την τεχνολογία έχει δημιουργήσει μία εξάρτηση από αγνώστους για τα περισσότερα πράγματα που χρησιμοποιούμε, και καθιστά απίθανη την περίπτωση οι γείτονές μας να εξαρτώνται από εμάς για κάτι που εμείς οι ίδιοι παράγουμε. Έτσι, οι οικονομικοί δεσμοί διαχωρίζονται από τους κοινωνικούς δεσμούς, αφήνοντας μας με ελάχιστα πράγματα για να προσφέρουμε στους γείτονές μας και άρα ελάχιστες πιθανότητες να τους γνωρίσουμε.
Η «χρηματοποίηση» του κοινωνικού κεφαλαίου οδηγεί στην απογύμνωση της κοινότητας. Δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη ότι το χρήμα εμπλέκεται βαθιά στη διάλυση της κοινότητας, μια και το χρήμα είναι η επιτομή του απρόσωπου. Πάρτε δύο διαφορετικά δάση, μετατρέψτε τα σε χρήμα, και θα έχετε το ίδιο ακριβώς πράγμα. Στον πολιτισμό, η ίδια αρχή, δημιουργεί με ταχείς ρυθμούς μια παγκόσμια μονοκουλτούρα στην οποία κάθε υπηρεσία πληρώνεται. Όταν το χρήμα διαμεσολαβεί σε όλες μας τις σχέσεις, τότε κι εμείς με τη σειρά μας χάνουμε τη μοναδικότητα μας και μετατρεπόμαστε σε τυποποιημένους καταναλωτές τυποποιημένων προϊόντων και υπηρεσιών, και σε τυποποιημένους υπαλλήλους που εκτελούν άλλα καθήκοντα. Καμία προσωπική οικονομική σχέση δεν είναι σημαντική αφού πάντα μπορούμε να «πληρώσουμε κάποιον άλλο να το κάνει». Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν, ότι όσο κι αν προσπαθούμε, δυσκολευόμαστε να δημιουργήσουμε μία κοινότητα. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι αισθανόμαστε τόσο ανασφαλείς, τόσο αντικαταστάσιμοι. Για όλα ευθύνεται η μεταμόρφωση του μοναδικού και ιερού, με κίνητρο, όπως θα δούμε, τον τόκο, σε εκχρηματισμένο και τυποποιημένο. Στο βιβλίο μου The Ascent of Humanity έγραψα,
«Στην πραγματικότητα δεν χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο.» …Τι καλύτερη περιγραφή από αυτό για την απώλεια της αίσθησης της κοινότητας στον σημερινό κόσμο; Δεν χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο. Δεν χρειάζεται να γνωρίσουμε τον άνθρωπο που παράγει, μεταφέρει και επεξεργάζεται την τροφή μας, που φτιάχνει τον ρουχισμό μας, χτίζει το σπίτι μας, δημιουργεί τη μουσική μας, κατασκευάζει ή επισκευάζει το αυτοκίνητό μας· δεν χρειάζεται καν να γνωρίσουμε τον άνθρωπο που φροντίζει τα μωρά μας ενώ βρισκόμαστε στη δουλειά. Είμαστε εξαρτημένοι από τον ρόλο, αλλά εντελώς συμπτωματικά από τον άνθρωπο που εκπληρώνει αυτόν τον ρόλο. Ότι κι αν είναι, μπορούμε απλούστατα να πληρώσουμε κάποιον να το κάνει (ή να πληρώσουμε κάποιον άλλον να το κάνει) αρκεί να έχουμε τα χρήματα. Και πως βρίσκουμε τα χρήματα; Εκπληρώνοντας έναν άλλο εξειδικευμένο ρόλο ο οποίος, κατά πάσα πιθανότητα, συνοψίζεται στο να μας πληρώνει κάποιος για να κάνουμε κάτι για αυτόν…
Η εξυπηρέτηση των αναγκών της ζωής έχουν ανατεθεί σε ειδικούς, με αποτέλεσμα να μην μας μένει τίποτα ουσιαστικό να κάνουμε (εκτός της εξειδίκευσής μας) εκτός από το να αναζητούμε ψυχαγωγία. Ταυτόχρονα, οι δραστηριότητες της καθημερινότητας που μας απομένουν, είναι κυρίως μοναχικές δραστηριότητες: η οδήγηση, η αγορά προϊόντων, η πληρωμή λογαριασμών, η προετοιμασία πρόχειρου φαγητού, οι οικιακές εργασίες. Καμία από αυτές δεν απαιτεί τη βοήθεια των γειτόνων, συγγενών ή φίλων. Έχουμε την επιθυμία να έρθουμε πιο κοντά στους γείτονές μας· θεωρούμε τους εαυτούς μας φιλικά άτομα που με ευχαρίστηση θα τους βοηθούσαν. Αλλά υπάρχουν λίγα πράγματα στα οποία μπορούμε να παρέχουμε βοήθεια. Στα σπίτια-κουτιά που ζούμε, είμαστε αυτάρκεις. Ή μάλλον είμαστε αυτάρκεις σε σχέση με τους ανθρώπους που γνωρίζουμε αλλά εξαρτημένοι όσο ποτέ από αγνώστους που κατοικούν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά.
Με την εμπορευματοποίηση των κοινωνικών σχέσεων μας δεν μας μένει τίποτα άλλο να κάνουμε με τους συνανθρώπους μας πέρα από το να καταναλώνουμε. Η συλλογική κατανάλωση δεν συντελεί στη δημιουργία μίας κοινότητας μια και δεν απαιτεί την ανταλλαγή δώρων. Πιστεύω ότι η κενότητα των περισσοτέρων κοινωνικών συγκεντρώσεων στις οποίες συχνά μετανιώνουμε την ώρα και τη στιγμή που πήγαμε, προέρχεται από τη στοιχειώδη γνώση ότι «Εγώ δεν σε έχω ανάγκη». Δεν έχω ανάγκη τη βοήθειά σου για να καταναλώσω τροφή, ποτό, φάρμακα, ή ψυχαγωγία. Η κατανάλωση δεν χρειάζεται τα δώρα κανενός, δεν ζητάει την αλήθεια της ύπαρξης κανενός. Το πνεύμα της κοινότητας και της οικειότητας δεν μπορούν να προέλθουν από τη συλλογική κατανάλωση, αλλά μόνο από την προσφορά και τη συν-δημιουργία.
Όταν οι ελευθεριακοί επικαλούνται την ιερότητα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, άθελά τους δημιουργούν την ανάγκη της Μεγάλης Κυβέρνησης που τόσο περιφρονούν. Γιατί με την απουσία των δεσμών της κοινότητας, τα αποξενωμένα άτομα που απομένουν εξαρτώνται από μία απόμακρη εξουσία – ένα νομικά θεσμοθετημένο κράτος – για πολλές από τις κοινωνικές λειτουργίες που κάποτε εκπλήρωναν οι δομές της κοινότητας: ασφάλεια, επίλυση αντιπαραθέσεων και την κατανομή του συλλογικού κοινωνικού κεφαλαίου. Η ιδιωτικοποίηση του οικονομικού φάσματος μας αφήνει, για να δημιουργήσω μία έκφραση, απελπιστικά ανεξάρτητους – ανεξάρτητους από όλους όσους γνωρίζουμε, και εξαρτημένους από απρόσωπους, καταναγκαστικούς θερμούς που μας κυβερνούν εξ αποστάσεως.
Όταν ρωτάω ανθρώπους τι είναι εκείνο που λείπει περισσότερο από τη ζωή τους, η πιο συνηθισμένη απάντηση είναι η «κοινότητα». Αλλά πως μπορούμε να χτίσουμε μία κοινότητα όταν τα δομικά της στοιχεία – τα πράγματα που κάνουμε ο ένας για τον άλλον έχουν μετατραπεί σε χρήμα; Ο ιστός της κοινότητας υφαίνεται από δώρα. Σε αντίθεση με τις χρηματικές συναλλαγές και τις συναλλαγές του αντιπραγματισμού, όπου δεν απομένει καμιά υποχρέωση μετά το πέρας της συναλλαγής, τα δώρα πάντα υπονοούν μελλοντικά δώρα. Όταν λαμβάνουμε, χρωστάμε· η ευγνωμοσύνη είναι η γνώση ότι λάβαμε μαζί με την επιθυμία να ανταποδώσουμε. Αλλά τι έχει μείνει που να μπορούμε να δώσουμε; Σίγουρα όχι τα χρειώδη, η τροφή, η στέγη, ο ρουχισμός, η ψυχαγωγία, οι ιστορίες, οι υπηρεσίες υγείας: ο καθένας μας πληρώνει για να αγοράσει αυτά τα πράγματα. Εξ ου και η επιθυμία να απομακρυνθούμε από όλα αυτά, να επιστρέψουμε σε μία πιο αυτάρκη ζωή όπου εμείς οι ίδιοι χτίζουμε τα σπίτια μας και καλλιεργούμε την τροφή μας και φτιάχνουμε τα ρούχα μας, μέσα σε μια κοινότητα. Ωστόσο παρόλο που αυτό το κίνημα είναι σημαντικό, δεν πιστεύω πως θα είναι πολλοί αυτοί που θα ξαναρχίσουν να κάνουν τα πράγματα με τον παλιό, δύσκολο τρόπο μόνο και μόνο για να αναδημιουργήσουν την κοινότητα. Υπάρχει μία άλλη λύση πέρα από το να αναστρέψουμε την πορεία της εξειδίκευσης της εργασίας και της υψηλής παραγωγικότητας που βασίζεται στη μηχανή στη σύγχρονη εποχή, και απορρέει από γεγονός ότι το χρήμα δεν ανταποκρίνεται καθόλου σε πολλές από τις ανάγκες μας. Πολύ σημαντικές ανάγκες παραμένουν ανεκπλήρωτες σήμερα, και το χρήμα, λόγω της απρόσωπης φύσης του, αδυνατεί να τις εκπληρώσει Η κοινότητα του μέλλοντος θα γεννηθεί από τις ανάγκες τις οποίες το χρήμα από τη φύση του αδυνατεί να ικανοποιήσει.
Μπορείτε να καταλάβετε τώρα γιατί αποκαλώ το χρήμα «το πτώμα των κοινών αγαθών». Η μετατροπή του φυσικού, πολιτιστικού, κοινωνικού, και πνευματικού κεφαλαίου σε χρήμα αποτελεί την εκπλήρωση της δύναμής του, όπως περιγράφει ο Richard Seaford· να κάνει ομοιόμορφα όλα όσα αγγίζει. «Όταν υποβαθμίζουμε την ατομικότητα στην ομοιογένεια του απρόσωπου», γράφει, «η δύναμη του χρήματος μοιάζει με τη δύναμη του θανάτου»(7). Πράγματι, όταν κάθε δάσος έχει μετατραπεί σε ξυλεία, όταν κάθε οικοσύστημα έχει καλυφθεί με τσιμέντο, όταν κάθε ανθρώπινη σχέση έχει αντικατασταθεί από μία υπηρεσία, οι ίδιες οι διεργασίες του πλανήτη και της κοινωνικής ζωής θα πάψουν να υφίστανται. Το μόνο που θα απομείνει θα είναι το ψυχρό, νεκρό χρήμα, όπως μας προειδοποίησε ο μύθος του Βασιλιά Μίδα πριν από πολλούς αιώνες. Θα είμαστε νεκροί – αλλά πάρα πολύ πλούσιοι.
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΑΝΑΓΚΩΝ
Οι οικονομολόγοι θα υποστηρίξουν ότι εξελίξεις όπως ο φωνόγραφος, η μπουλντόζα και άλλα τεχνολογικά επιτεύγματα έχουν εμπλουτίσει τη ζωή μας, δημιουργώντας νέα αγαθά και νέες υπηρεσίες που μέχρι πρότινος δεν υπήρχαν. Αν εμβαθύνουμε, όμως, οι ανθρώπινες ανάγκες που ικανοποιούν τα αυτά πράγματα δεν είναι καινούριες. Απλώς τις ικανοποιούν με διαφορετικό τρόπο – έναν τρόπο για τον οποίο τώρα πληρώνουμε.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τις τηλεπικοινωνίες. Τα ανθρώπινα όντα δεν έχουν μία γενική ανάγκη για επικοινωνία μεγάλων αποστάσεων. Έχουμε την ανάγκη να διατηρήσουμε επαφή με τους ανθρώπους με τους οποίους έχουμε συναισθηματικούς και οικονομικούς δεσμούς. Στο παρελθόν, οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονταν συνήθως κοντά μας. Ένας κυνηγός-τροφοσυλλέκτης ή ένας Ρώσος χωρικός του δέκατου τέταρτου αιώνα δεν θα είχαν ιδιαίτερη ανάγκη το τηλέφωνο. Το τηλέφωνο ξεκίνησε να ανταποκρίνεται σε μία ανάγκη μόνον όταν άλλες εξελίξεις στην τεχνολογία και τον πολιτισμό σκόρπισαν τους ανθρώπους μακρύτερα μεταξύ τους και διέσπασαν την εκτεταμένη οικογένεια και την τοπική κοινότητα. Οπότε η βασική ανάγκη που καλύπτουν δεν αποτελεί κάτι καινούριο.
Ας δούμε μια άλλη προσφορά της τεχνολογίας, μια προσφορά που ασκεί ακαταμάχητη έλξη στα παιδιά μου, προς μεγάλη μου απογοήτευση: τα διαδικτυακά παιχνίδια ρόλων σε φανταστικούς κόσμους με τη μαζική συμμετοχή πολλαπλών παικτών. Η ανάγκη που ικανοποιούν επίσης δεν είναι κάτι καινούριο. Οι προέφηβοι και οι έφηβοι έχουν μία ισχυρή ανάγκη να εξερευνήσουν, να έχουν συμμετέχουν σε περιπέτειες, και να βρουν μια ταυτότητα μέσω των συναναστροφών με συνομήλικους που αποτελούν σημείο αναφοράς αυτής της εξερεύνησης και της περιπέτειας. Στο παρελθόν, αυτό συνέβαινε στον πραγματικό κόσμο, έξω από το σπίτι. Όταν ήμουν παιδί δεν είχαμε ούτε κατά διάνοια την ελευθερία των προηγούμενων γενεών, όπως ίσως έχετε διαβάσει στον Τομ Σόγιερ, παρόλα αυτά, οι φίλοι μου κι εγώ μερικές φορές περιπλανιόμασταν για χιλιόμετρα, πότε σε ένα ρυάκι ή ένα εγκαταλελειμμένο λατομείο, πότε σε έναν άχτιστο λόφο ή τις ράγες του τρένου. Σήμερα, σπανίως βλέπουμε παρέες παιδιών να περιπλανιούνται, αφού κάθε κομμάτι γης είναι περιφραγμένο και σηματοδοτημένο με πινακίδες «Απαγορεύεται η Διέλευση», αφού η κοινωνία έχει εμμονή με την ασφάλεια, και αφού τα παιδιά έχουν εξουθενωτικά προγράμματα που αποσκοπούν στις υψηλές επιδόσεις. Η τεχνολογία και η κουλτούρα στερούν στα παιδιά κάτι που το έχουν μεγάλη ανάγκη – και μετά, τους το πουλάνε με τη μορφή βιντεοπαιχνιδιών.
Θυμάμαι τη μέρα που αντιλήφθηκα τι συνέβαινε. Έτυχε να παρακολουθήσω ένα επεισόδιο του τηλεοπτικού προγράμματος Πόκεμον, το οποίο στην ουσία ασχολείται με τρία παιδιά που περιπλανιούνται και ζουν μαγικές περιπέτειες. Αυτοί οι φανταστικοί χαρακτήρες της μικρής οθόνης (που είναι και σήμα κατατεθέν), ζούσαν τις μαγικές περιπέτειες τις οποίες κάποτε ζούσαν τα πραγματικά παιδιά τα οποία σήμερα καλούνται να πληρώσουν (μέσω της διαφήμισης) για να έχουν το προνόμιο να τις παρακολουθήσουν. Το αποτέλεσμα είναι ότι το ΑΕΠ αυξάνεται. Νέα «αγαθά και υπηρεσίες» (πράγματα που εξ ορισμού ανήκουν στην οικονομία του χρήματος) δημιουργήθηκαν, για να αντικαταστήσουν πράγματα που κάποτε γίνονταν δωρεάν.
Αν σκεφτούμε λίγο θα διαπιστώσουμε ότι σχεδόν κάθε αγαθό και υπηρεσία σήμερα ικανοποιούν ανάγκες οι οποίες κάποτε ικανοποιούνταν δωρεάν. Τι έχετε να πείτε για την ιατρική τεχνολογία; Συγκρίνετε την κακή υγεία μας με τη θαυμάσια υγεία των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών και των πρωτόγονων γεωργών, και είναι φανερό ότι αγοράζουμε, με μεγάλο κόστος, την ικανότητα του σώματός μας να λειτουργεί. Τη φροντίδα των παιδιών; Την επεξεργασία των τροφίμων; Τις μεταφορές; Την υφαντουργία; Χάριν συντομίας δεν θα αναλύσω καθένα από τα παραπάνω σε ποιο είδος πρώτης ανάγκης αντιστοιχεί που κλάπηκε από εμάς για να μας το πουλήσουν στη συνέχεια. Θα παρουσιάσω όμως ένα ακόμα πειστήριο που ενισχύει την άποψή μου: αν η γιγάντωση του χρήματος ενίσχυε την τεχνολογική και πολιτιστική κάλυψη νέων αναγκών, τότε δεν θα αισθανόμασταν πιο πλήρεις από όλες τις προηγούμενες γενεές;
Είναι οι άνθρωποι σήμερα πιο ευτυχισμένοι, πιο πλήρεις, επειδή βλέπουν ταινίες αντί να ακούν τους παραμυθάδες της φυλής, επειδή χρησιμοποιούν συσκευές MP3 αντί να μαζεύονται γύρω από ένα πιάνο; Είμαστε πιο ευτυχισμένοι που καταναλώνουμε τρόφιμα μαζικής παραγωγής από ότι αν τρώγαμε από το χωράφι του γείτονα ή τον δικό μας κήπο; Είναι οι άνθρωποι πιο ευτυχισμένοι μέσα σε προκατασκευασμένα σπίτια ή τυποποιημένες επαύλεις από ότι ήταν στα παλιά πετρόχτιστα αγροτόσπιτα της Νέας Αγγλίας ή στις σκηνές των Ινδιάνων; Είμαστε πιο ευτυχισμένοι; Έχει εκπληρωθεί κάποια νέα ανάγκη;
Ακόμα κι αν η απάντηση είναι όχι, δεν θα απορρίψω το σύνολο της τεχνολογίας παρόλη την καταστροφή που έχει προκαλέσει στη φύση και στην ανθρωπότητα. Στην πραγματικότητα, τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας εκπληρώνουν σημαντικές ανάγκες, ανάγκες που αποτελούν την κινητήρια δύναμη των ιερών οικονομικών. Περιέχουν την ανάγκη για εξερεύνηση, για παιχνίδι, για γνώση και για τη δημιουργία όσων εμείς στο κίνημα της Νέας Οικονομίας αποκαλούμε «τα πραγματικά σπουδαία πράγματα». Σε μία ιερή οικονομία, η επιστήμη, η τεχνολογία και η εξειδίκευση στην εργασία που τις συνοδεύει θα εξακολουθήσουν να είναι ανάμεσα στα στοιχεία που συντελούν στην ικανοποίηση αυτών των αναγκών. Ήδη μπορούμε να δούμε αυτόν τον υψηλότερο σκοπό της επιστήμης και της τεχνολογίας, σαν ένα υπολειπόμενο γονίδιο που επανεμφανίζεται με επιμονή παρά την ατέλειωτη εμπορευματοποίησή του. Βρίσκεται στην καρδιά κάθε αληθινού επιστήμονα και εφευρέτη: στο πνεύμα του θαύματος, του ενθουσιασμού και της έξαψης που συνοδεύει την καινοτομία. Κάθε θεσμός του παλαιού κόσμου έχει αντίστοιχό του στον νέο, την ίδια νότα σε διαφορετική οκτάβα. Δεν ζητάμε μία επανάσταση που θα καταστρέψει τον παλιό κόσμο και θα δημιουργήσει έναν νέο εκ του μηδενός. Αυτό το είδος της επανάστασης έχει δοκιμαστεί στο παρελθόν, με τα ίδια αποτελέσματα κάθε φορά, μια και η ίδια η λογική αυτή είναι μέρος του παλιού κόσμου. Τα ιερά οικονομικά είναι μέρος μιας εντελώς διαφορετικής επανάστασης, ενός μετασχηματισμού και όχι μίας εκκαθάρισης. Σε αυτή την επανάσταση, οι ηττημένοι δεν θα αντιληφθούν καν ότι έχασαν.
Μέχρι τώρα, ελάχιστα από τα προϊόντα της οικονομίας και της τεχνολογίας μας έχουν υπηρετήσει τις προαναφερθείσες ανάγκες. Δεν είναι μόνο ότι οι ανάγκες μας για παιχνίδι, εξερεύνηση και θαύμα παραμένουν ανεκπλήρωτες σε μεγάλο βαθμό, αλλά και το γεγονός ότι μεγάλο άγχος και αγώνας συνοδεύουν ακόμα και την εκπλήρωση των υλικών μας αναγκών. Αυτό αντικρούει τον ισχυρισμό των οικονομολόγων πως ακόμα κι αν δεν έχουν ικανοποιηθεί νέες ανάγκες, η τεχνολογία και ο καταμερισμός της εργασίας μας επιτρέπουν να ικανοποιούμε τις υπάρχουσες ανάγκες πιο αποτελεσματικά. Λέγεται ότι μία μηχανή μπορεί να κάνει τη δουλειά χιλίων ανδρών· ένας υπολογιστής μπορεί να συντονίσει την εργασία χιλίων μηχανών. Παρομοίως, οι μελλοντολόγοι από τον δέκατο όγδοο αιώνα και μετά διαρκώς προβλέπουν την έλευση μιας εποχής με απεριόριστο ελεύθερο χρόνο. Αυτή η εποχή ποτέ δεν έφτασε και μάλιστα, τα τελευταία 35 χρόνια δείχνει να ξεμακραίνει ακόμα περισσότερο στον ορίζοντα. Είναι προφανές ότι κάτι δεν λειτουργεί.
Μία από τις δύο βασικές υποθέσεις των οικονομικών είναι ότι οι άνθρωποι σε κανονικές συνθήκες ενεργούν με γνώμονα το εύλογο προσωπικό τους συμφέρον, κι ότι αυτό το συμφέρον εξισώνεται με το χρήμα. Δύο άνθρωποι θα πραγματοποιήσουν μεταξύ τους μία συναλλαγή (π.χ. θα αγοράσουν κάτι με χρήματα) μόνο αν έχουν όφελος αμφότεροι. Έτσι, όσο περισσότερες συναλλαγές γίνονται, τόσο περισσότερα οφέλη αποκομίζονται. Γι’ αυτό οι οικονομολόγοι συνδέουν το χρήμα με τον «ωφελιμισμό» του Bentham- με άλλα λόγια, με το καλό. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που η οικονομική ανάπτυξη (με την έννοια της γιγάντωσης) αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της οικονομικής πολιτικής – όταν η οικονομία γιγαντώνεται, τότε θεωρητικά αυξάνεται το καλό στον κόσμο. Ποιος πολιτικός δεν θα ήθελε να πάρει τα εύσημα για την οικονομική ανάπτυξη;
Η λογική των οικονομικών μας λέει πως όταν δημιουργείται ένα νέο προϊόν ή μια νέα υπηρεσία, το γεγονός ότι κάποιος είναι διατεθειμένος να πληρώσει για αυτό δείχνει ότι η δημιουργία γίνεται προς όφελος κάποιου. Κατά μία περιορισμένη έννοια, αυτό ισχύει. Αν σου κλέψω τα κλειδιά του αυτοκινήτου σου, μπορεί να είναι προς όφελός σου να τα αγοράσεις στη συνέχεια από εμένα. Αν κλέψω τη γη σου, μπορεί να είναι προς όφελός σου να τη νοικιάσεις από εμένα προκειμένου να επιβιώσεις. Αλλά το να λέμε ότι οι συναλλαγές σε χρήμα αποτελούν απόδειξη μιας καθολικής αύξησης της ωφελιμότητας είναι παράλογο· ή, διαφορετικά, προϋποθέτει ότι οι ανάγκες που εκπληρώθηκαν ήταν καταρχήν ανεκπλήρωτες. Αν απλώς πληρώνουμε για κάτι που μας παρείχε άλλοτε η αυτάρκεια ή η οικονομία του δώρου, τότε η λογική της οικονομικής ανάπτυξης είναι εσφαλμένη. Εδώ ακριβώς έγκειται ένα κρυμμένο ιδεολογικό κίνητρο της υπόθεσης ότι η πρωτόγονη ζωή ήταν, σύμφωνα με τον Hobbes, «μοναχική, φτωχή, άσχημη, κτηνώδης και σύντομη». Ένα τέτοιο παρελθόν θα δικαιολογούσε το παρόν, το οποίο πράγματι φέρει τις ιδιότητες που περιγράφει ο Hobbbes ποικιλοτρόπως. Τι είναι η ζωή στο εσωτερικό κάθε Μεγάλου Μικρόκοσμου των Προαστίων αν όχι μοναχική; Τι είναι η ζωή στην Ισημερινή Αφρική αν όχι σύντομη;(8) Και υπάρχει περίοδος της ιστορίας που να μπορεί να συναγωνιστεί τον περασμένο αιώνα σε ασχήμια και κτηνωδία; Ίσως η άποψη του Hobbes αναφορικά με το ότι το παρελθόν ήταν ένας σκληρός αγώνας επιβίωσης να αποτελεί μία ιδεολογική προβολή της δικής μας κατάστασης.
Για να αναπτυχθεί η οικονομία, πρέπει να αναπτυχθεί και το πεδίο των αγαθών και υπηρεσιών που ορίζονται από το χρήμα. Το χρήμα οφείλει να ανταποκρίνεται σε όλο και περισσότερες από τις ανάγκες μας. Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, εξάλλου, ορίζεται ως το σύνολο όλων των αγαθών και υπηρεσιών που παράγει ένα έθνος. Μετράνε μόνον όσα από αυτά μπορούν να ανταλλαχθούν με χρήματα.
Εάν φυλάω τα παιδιά σου δωρεάν, οι οικονομολόγοι δεν το υπολογίζουν ως υπηρεσία ούτε προστίθεται στο ΑΕΠ. Δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτήν την υπηρεσία για να εξοφλήσω ένα οικονομικό χρέος· ούτε μπορώ να πάω στο σούπερ μάρκετ και να πω, «Σήμερα το πρωί φύλαξα τα παιδιά του γείτονα οπότε σας παρακαλώ, δώστε μου φαγητό». Αν όμως ανοίξω έναν παιδικό σταθμό και αρχίσω να χρεώνω χρήματα για αυτό, έχω δημιουργήσει μία «υπηρεσία». Το ΑΕΠ αυξάνεται και σύμφωνα με τους οικονομολόγους, η κοινωνία έχει γίνει πιο πλούσια. Έχω συντείνει στην ανάπτυξη της οικονομίας και στη βελτίωση της ποιότητας του κόσμου μας. Τα «αγαθά» είναι τα πράγματα για τα οποία δαπανούμε χρήματα. Χρήμα = Αγαθό (καλό). Αυτή είναι η εξίσωση της εποχής μας.
Το ίδιο ισχύει αν κόψω όλα τα δέντρα ενός δάσους και πουλήσω την ξυλεία. Όσο καιρό το δάσος υπάρχει άθικτο και απροσπέλαστο, δεν αποτελεί προϊόν. Γίνεται «προϊόν» μόνον όταν ανοίξω έναν δασικό δρόμο, προσλάβω εργάτες, κόψω τα δέντρα και τα μεταφέρω σε έναν αγοραστή. Μετατρέπω το δάσος σε ξυλεία, σε εμπόρευμα, και το ΑΕΠ αυξάνεται. Παρομοίως, αν γράψω ένα τραγούδι και το μοιραστώ αφιλοκερδώς, το ΑΕΠ δεν αυξάνεται και η κοινωνία δεν θεωρείται πλουσιότερη, αν όμως κατοχυρώσω τα πνευματικά του δικαιώματα και το πουλήσω, γίνεται αγαθό. Ή μπορώ να βρω μια παραδοσιακή κοινωνία που χρησιμοποιεί βότανα και θεραπευτικές μεθόδους των σαμάνων, να καταστρέψω την κουλτούρα της και να εξαρτήσω τα μέλη της από προϊόντα της φαρμακοβιομηχανίας τα οποία πρέπει να αγοράσουν, να τους διώξω από τη γη τους ώστε να πάψουν να είναι αυτοσυντήρητοι γεωργοί και να πρέπει να αγοράζουν τροφή, να αποψιλώσω τη γη τους και να τους προσλάβω σε μία μπανανοφυτεία – κι έτσι έχω κάνει τον κόσμο μας πλουσιότερο. Μετέφερα διάφορες λειτουργίες, σχέσεις, και φυσικούς πόρους στην επικράτεια του χρήματος.
Κάθε φορά που κάποιος πληρώνει για οτιδήποτε λάμβανε ως δώρο στο παρελθόν ή έκανε από μόνος του, η «ποιότητα» του κόσμου μας βελτιώνεται. Κάθε δέντρο που κόβεται και μετατρέπεται σε χαρτί, κάθε ιδέα που συλλαμβάνεται και μετατρέπεται σε πνευματική ιδιοκτησία, κάθε παιδί που παίζει βιντεοπαιχνίδια αντί να δημιουργεί φανταστικούς κόσμους, κάθε ανθρώπινη σχέση που μετατρέπεται σε πληρωμένη υπηρεσία, εξαντλεί ένα κομμάτι των φυσικών, πολιτιστικών, πνευματικών και κοινωνικών κοινών αγαθών και τα μετατρέπει σε χρήμα.
Ισχύει ότι είναι πιο παραγωγικό (αναφορικά με τις εργατοώρες) οι επαγγελματίες ενός παιδικού σταθμού να φροντίζουν τριανταέξι παιδιά παρά μια ομάδα γονέων να μένει στο σπίτι για να κάνει το ίδιο. Επίσης είναι πιο παραγωγικό να καλλιεργούνται εκτάσεις χιλιάδων στρεμμάτων με μηχανικό εξοπλισμό και χημικά παρά να παραχθεί η ίδια ποσότητα τροφής σε εκατό μικρότερα χωράφια με χειροκίνητα εργαλεία. Όμως όλη αυτή η παραγωγικότητα ούτε έχει αυξήσει τον ελεύθερο χρόνο μας ούτε έχει ανταποκριθεί σε κάποια θεμελιωδώς νέα ανάγκη. Όλη αυτή η παραγωγικότητα καταλήγει να ανταποκρίνεται σε παλιές ανάγκες με μία διαρκή, εξωφρενική τελειοποίηση, φτάνοντας τελικά σε ακρότητες όπως οι γεμάτες ντουλάπες με ρούχα και παπούτσια που φοριούνται ελάχιστα προτού να καταλήξουν στη χωματερή.
Ο περιοριστικός χαρακτήρας των ανθρώπινων αναγκών παρουσίασε προβλήματα από την αρχή κιόλας της βιομηχανικής εποχής, αρχής γενομένης από την βιομηχανία της υφαντουργίας. Εξάλλου, πόσες φορεσιές μπορεί να έχει ανάγκη ένας άνθρωπος; Η λύση για την εκκολαπτόμενη κρίση της υπερπαραγωγής ήταν η χειραγώγηση του κόσμου υπερκαλύπτοντας την ανάγκη του για ρούχα. Εξ ου και η παρουσία της βιομηχανίας της μόδας, η οποία, με έναν απίστευτα συνειδητό και κυνικό τρόπο, προέτρεψε τους επίδοξους δανδήδες να ακολουθούν τη μόδα. Ένας από τους λόγους που ο κόσμος αγκάλιασε αυτή την ιδέα είναι επειδή η ενδυμασία κατέχει ιδιαίτερη θέση σε κάθε πολιτισμό, εκπληρώνοντας ανάγκες για ιερότητα, χαρά, λύπη, ευθυμία, και συνεισφέρει σημαντικά στη βαθύτερη ανάγκη μιας κοινωνικής ταυτότητας. Είναι το ίδιο φυσικό να στολίζουμε τα σώματά μας όσο το να προσθέτουμε καρυκεύματα στην τροφή μας. Το ζήτημα είναι πως καμία νέα ανάγκη δεν εκπληρώθηκε. Ολοένα και περισσότερη παραγωγή αφιερώνεται στην ικανοποίηση της ίδιας ανάγκης, με όλο και πιο εξεζητημένο τρόπο.
Επιπλέον, η ίδια η εκβιομηχάνιση που έφερε την μαζική παραγωγή στην υφαντουργία προκάλεσε επίσης την κοινωνική αποσύνθεση που κατακερμάτισε τις παραδοσιακές κοινότητες κι έκανε τους ανθρώπους ευάλωτους στις προσταγές της βιομηχανίας της μόδας. Αυτό το περιέγραψα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο στο βιβλίο The Ascent of Humanity:
Για να εισάγετε τον καταναλωτισμό σε μία μέχρι πρότινος απομονωμένη κουλτούρα πρέπει πρώτα από όλα να καταστρέψετε την αίσθηση ταυτότητάς της. Και να πώς: Διασπάστε τα δίκτυα αμοιβαιότητας με την εισαγωγή ξένων καταναλωτικών αγαθών. Διαβρώστε την αυτοεκτίμησή της με λαμπρές και εντυπωσιακές εικόνες της Δύσης. Απαξιώστε τη μυθολογία της μέσω των ιεραποστολών και της επιστημονικής εκπαίδευσης. Δώστε τέλος στους παραδοσιακούς τρόπους μετάδοσης τοπικής γνώσης με την εισαγωγή ξένης παιδείας. Καταστρέψτε τη γλώσσα της με την παροχή αυτής της παιδείας στα Αγγλικά ή σε μία άλλη εθνική ή παγκόσμια γλώσσα. Ελαχιστοποιήστε τους δεσμούς της με τη γη με την εισαγωγή φθηνής τροφής για να γίνει ασύμφορη η ντόπια γεωργική παραγωγή. Τότε θα έχετε δημιουργήσει έναν λαό πεινασμένο για το κατάλληλο αθλητικό παπούτσι.
Η κρίση της υπερπαραγωγής που προκύπτει όταν μία ανάγκη έχει γενικώς ικανοποιηθεί, επιλύεται με την έκφρασή της σε μία άλλη ανάγκη. Μια άλλη αντιστοιχία για να το αντιληφθούμε είναι με την παρατήρηση ότι το ένα μετά το άλλο, όλα τα είδη των κοινών αγαθών – φυσικά, κοινωνικά, πολιτιστικά και πνευματικά κοινά – μετατρέπονται σε ιδιοκτησία και χρήμα. Όταν το κοινωνικό κεφάλαιο για τη δημιουργία ρουχισμού (δηλαδή οι τεχνικές, οι παραδόσεις και τα μέσα διάδοσής τους) μετατρέπεται σε αγαθό, και κανείς πλέον δεν φτιάχνει ρούχα έξω από το πλαίσιο της «χρηματοποιημένης» οικονομίας, τότε έχει φτάσει ο καιρός για να πουληθούν ακόμα περισσότερα ρούχα καταστρέφοντας άλλες κοινωνικές δομές διατήρησης της ταυτότητας των λαών. Η ταυτότητα γίνεται εμπόρευμα και εκπροσωπείται από τα ρούχα και άλλα καταναλωτικά αγαθά.
Η κοινωνική οικολογία του δώρου – οι δεξιότητες και τα ήθη και τα έθιμα που μοιραζόμαστε, οι κοινωνικές δομές μέσα στις οποίες ο ένας καλύπτει τις ανάγκες του άλλου – είναι μια τόσο μεγάλη πηγή πλούτου και κρύβει τόσους θησαυρούς όσο και η οικολογία της φύσης και το υπέδαφος μαζί. Το ερώτημα είναι, τι θα συμβεί όταν όλες αυτές οι μορφές κεφαλαίου των κοινών αγαθών εξαντληθούν; Τι θα συμβεί όταν δεν θα υπάρχουν άλλα ψάρια να μετατραπούν σε θαλασσινά εδέσματα, άλλα δάση να μετατραπούν σε χαρτί, άλλο έδαφος για να μετατραπεί σε σιρόπι γλυκόζης ή άλλα πράγματα που να κάνουμε ο ένας για τον άλλον δωρεάν;
Εκ πρώτης όψεως, δεν θα έπρεπε να έχουμε καμία κρίση. Γιατί πρέπει να συνεχιστεί αυτή η «ανάπτυξη»; Αν όλες μας οι ανάγκες καλύπτονται επαρκώς, για ποιο λόγο δεν μπορούμε να εργαζόμαστε λιγότερο; Γιατί η εποχή του απεριόριστου ελεύθερου χρόνου που μας υποσχέθηκαν δεν ήρθε ποτέ; Όπως θα δούμε, με το υπάρχον οικονομικό σύστημα, δεν πρόκειται να έρθει ποτέ. Κανένα νέο τεχνολογικό θαύμα δεν θα είναι αρκετό. Το οικονομικό σύστημα που κληρονομήσαμε θα μας σπρώχνει συνέχεια να επιλέγουμε την «ανάπτυξη» έναντι του ελεύθερου χρόνου.
Κάποιος ενδέχεται να υποστηρίξει πως το χρήμα έχει καλύψει μία ανάγκη που δεν μπορούσε να καλυφθεί παλαιότερα – την ανάγκη του ανθρώπινου είδους να αναπτυχθεί και να λειτουργήσει σε κλίμακα εκατομμυρίων ή ακόμα και δισεκατομμυρίων. Οι ανάγκες μας για τροφή, μουσική, ιστορίες, φάρμακα και ούτω καθεξής μπορεί να μην ικανοποιούνται σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι στη Λίθινη Εποχή, αλλά έχουμε καταφέρει, για πρώτη φορά, να δημιουργήσουμε πράγματα που απαιτούν τον συντονισμό εκατομμυρίων ειδικών σε όλο τον κόσμο. Το χρήμα έχει συμβάλει στην ανάπτυξη ενός μετά-ανθρώπινου οργανισμού με επτά δισεκατομμύρια κύτταρα, το συλλογικό σώμα του ανθρώπινου είδους. Είναι σαν ένα μόριο-σηματοδότης, που συντονίζει τη συνεισφορά ατόμων και φορέων προς την επίτευξη στόχων που καμία μικρότερη ομάδα δεν θα μπορούσε να πετύχει. Όλες οι ανάγκες που το χρήμα δημιούργησε ή άλλαξε από προσωπικές σε τυποποιημένες έχουν αποτελέσει τμήμα αυτής της οργανισμικής ανάπτυξης. Ακόμα και η βιομηχανία της μόδας είναι μέρος αυτής της ανάπτυξης, ως ένα μέσο δημιουργίας ταυτότητας και αίσθησης του ανήκειν, που καταλύει τις μεγάλες κοινωνικές διαφορές.
Η ανθρωπότητα ως συλλογικό σώμα, σαν πολυκύτταρος οργανισμός που είναι, έχει ανάγκη από όργανα, επιμέρους συστήματα και τα μέσα για να τα συντονίζει. Το χρήμα, παράλληλα με τη συμβολική κουλτούρα, τις τεχνολογίες επικοινωνίας, την εκπαίδευση και όλα τα άλλα, έχει υπάρξει καταλυτικό στην ανάπτυξή τους. Έχει λειτουργήσει σαν μία ορμόνη ανάπτυξης, ενεργοποιώντας την ανάπτυξη και συγχρόνως ελέγχοντας τον τρόπο εκδήλωσης αυτής της ανάπτυξης. Σήμερα, όπως όλα δείχνουν, αγγίζουμε τα όρια αυτής της ανάπτυξης και άρα φτάνουμε στο τέλος της παιδικής ηλικίας της ανθρωπότητας. Όλα τα όργανά μας έχουν σχηματιστεί πλήρως· ορισμένα, μάλιστα, δεν είναι πλέον χρήσιμα και μπορούν να ατροφήσουν. Ωριμάζουμε. Ίσως είμαστε έτοιμοι να στρέψουμε τη νέα μας ανακάλυψη, τη δημιουργική δύναμη της ανθρωπότητας, προς τον ώριμο σκοπό της. Ίσως, συνεπώς, χρειαζόμαστε ένα νέο είδος χρήματος, που θα συνεχίσει να συντονίζει το τεράστιο σύμπλεγμα του μετα-ανθρώπινου οργανισμού χωρίς να τον εξαναγκάζει σε περαιτέρω ανάπτυξη.
Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ
Οι αναρίθμητες μορφές ιδιοκτησίας που υπάρχουν σήμερα έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα: όλες μπορούν να αγοραστούν και να πουληθούν έναντι χρημάτων. Όλες ισοδυναμούν με χρήμα, γιατί όποιος έχει χρήματα στην κατοχή του, μπορεί να γίνει ιδιοκτήτης οποιασδήποτε άλλης μορφής κεφαλαίου και της παραγωγικής δύναμης που τη συνοδεύει. Και κάθε μία από αυτές τις μορφές, θυμηθείτε, προήλθε από τα κοινά αγαθά, και δεν ήταν κτήμα κανενός, όμως τελικά αποσπάστηκε από τα κοινά αγαθά και μετατράπηκε σε αντικείμενο ιδιοκτησίας. Το ίδιο πράγμα που συνέβη με τη γη έχει συμβεί με τα πάντα κι έχει οδηγήσει εξίσου σε συγκέντρωση πλούτου και εξουσίας στα χέρια αυτών που κατέχουν. Οι πρώτοι πατέρες της Εκκλησίας, καθώς και ο Proudhon, ο Marx και ο George, γνώριζαν πολύ καλά ότι είναι ανήθικο να κλέβουμε την περιουσία κάποιου και μετά να τον υποχρεώνουμε να πληρώνει για να μπορεί να τη χρησιμοποιεί. Ωστόσο, αυτό συμβαίνει κάθε φορά που χρεώνουμε ενοίκιο για τη γη ή τόκο στο χρήμα. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι σχεδόν όλες οι θρησκείες του κόσμου απαγορεύουν την τοκογλυφία. Δεν πρέπει να αποκομίζουμε οφέλη απλώς και μόνον από την ιδιοκτησία εκείνου που προϋπήρχε της ιδιοκτησίας, και το χρήμα σήμερα αποτελεί την ενσάρκωση όλων εκείνων που προϋπήρχαν της ιδιοκτησίας, το απόσταγμα της ιδιοκτησίας.
Ωστόσο, τα νομισματικά συστήματα αντί-τόκων που θα προτείνω και θα περιγράψω σε αυτό το βιβλίο δεν έχουν μόνο ως κίνητρο την ηθική. Ο τόκος είναι κάτι παραπάνω από απλή πρόσοδος ενός εγκλήματος, κάτι παραπάνω και από τη συνεχιζόμενη κάρπωση των απολαβών ενός εγκλήματος που διαπράχθηκε στο παρελθόν. Είναι η ατμομηχανή μιας συνεχιζόμενης ληστείας· είναι μια δύναμη που μας εξαναγκάζει όλους, ανεξάρτητα από το πόσο αγαθές είναι οι προθέσεις μας, να λειτουργούμε, με τη θέλησή μας ή όχι, ως συνεργοί στην εξάντληση των πόρων αυτού του πλανήτη.
Στα ταξίδια μου, αρχικά σε νοερό επίπεδο και μετέπειτα ως ομιλητής και συγγραφέας, έχω πολλάκις έρθει αντιμέτωπος με την οδύνη και την αίσθηση ανημποριάς που προκαλείται από την απανταχού παρουσία του μηχανισμού που καταβροχθίζει τη γη και από το σχεδόν ακατόρθωτο της μη-συμμετοχής μας σε αυτή τη διαδικασία. Για να δώσω ένα παράδειγμα ανάμεσα στα εκατομμύρια που υπάρχουν, ο κόσμος που μαίνεται κατά της Wal-Mart, εξακολουθεί να ψωνίζει εκεί ή σε καταστήματα που συμμετέχουν εξίσου στην αλυσίδα παγκόσμιας λεηλασίας, μόνο και μόνο επειδή θεωρεί ότι δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να ψωνίσει αλλού στη διπλάσια τιμή ή ότι δεν αντέχει να ζήσει χωρίς αυτά τα αγαθά. Και τι να πούμε για τον ηλεκτρισμό που τροφοδοτεί με ενέργεια τα σπίτια μας – άνθρακας που αποσπάμε από τις κορυφές των βουνών; Τι να πούμε για τη βενζίνη που μας μετακινεί και που φέρνει στην πόρτα μας αγαθά όταν μας κυριεύει η απληστία; Μπορούμε να περιορίσουμε τη συμμετοχή μας στον αδηφάγο μηχανισμό που καταβροχθίζει τον πλανήτη αλλά δεν μπορούμε να την αποφύγουμε εντελώς. Πολλοί άνθρωποι μόλις αντιληφθούν ότι και μόνο με το να ζουν μέσα στη σημερινή κοινωνία, συμμετέχουν έμμεσα στα δεινά αυτού του κόσμου, συχνά περνούν ένα στάδιο στο οποίο επιθυμούν να βρουν μία πλήρως απομονωμένη και αυτάρκη κοινότητα – αλλά τι νόημα έχει αυτό, όταν την ίδια στιγμή η Ρώμη φλέγεται; Τι σημασία έχει, αν δεν συμβάλλεις στον μικρό βαθμό που σου αναλογεί, στη ρύπανση που καταστρέφει τη Γη; Αυτή θα συνεχιστεί με γοργούς ρυθμούς είτε ζεις στο δάσος και τρέφεσαι με ρίζες φυτών και φρούτα είτε ζεις σε προάστιο και τρέφεσαι με προϊόντα που ταξιδεύουν με φορτηγά από την Καλιφόρνια.(9) Η επιθυμία να απαλλαγούμε εμείς προσωπικά από τις αμαρτίες που κουβαλάει η κοινωνία μας είναι ένα είδος φετίχ, παρόμοιο με την τοποθέτηση ηλιακών συσσωρευτών στην οροφή μιας κατοικίας 400τ.μ.
Παρόλο που η διάθεσή μας μπορεί να είναι αξιέπαινη, τα κινήματα για το μποϋκοτάζ του Wal-Mart, για μεταρρυθμίσεις στον τομέα της υγείας, της παιδείας ή της πολιτικής ή οπουδήποτε αλλού, σύντομα μετατρέπονται σε ασκήσεις ματαιότητας όταν έρχονται αντιμέτωπες με την εξουσία του χρήματος. Η προσπάθειά μας να επηρεάσουμε τα πράγματα μοιάζει με κοπιώδη κολύμβηση κόντρα στο ρεύμα, και μόλις σταθούμε να ξεκουραστούμε, κάποιο καινούριο κακό μας παρασύρει πάλι μακριά, μια νέα επίθεση στη φύση, την κοινότητα, την υγεία, το πνεύμα, για χάρη του χρήματος.
Τι ακριβώς είναι αυτή η «εξουσία του χρήματος»; Δεν πρόκειται – όπως μερικές φορές δείχνει – για μία διαβολική κολεκτίβα τραπεζιτών που ελέγχουν τον κόσμο μέσω της Λέσχης Μπίλτνερμπεργκ, της Τριμερούς Επιτροπής, κι άλλων οργάνων των «Ιλουμινάτι». Στα ταξίδια μου και στην αλληλογραφία μου, μερικές φορές έρχομαι σε επαφή με ανθρώπους που έχουν διαβάσει βιβλία του David Icke και άλλων που αναπτύσσουν πειστική επιχειρηματολογία για μία πανάρχαια διεθνή συνομωσία που αποσκοπεί σε μία «Νέα Τάξη», με σύμβολο το μάτι που βλέπει τα πάντα από την κορυφή μιας πυραμίδας, ελέγχοντας κάθε κυβέρνηση και κάθε οργανισμό και που διοικείται παρασκηνιακά από μία μικρή, μυστική κλίκα αχρείων, διψασμένων για εξουσία, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται και οι Ρότσιλντ και Ρόκφελερ. Θα πρέπει να είμαι πολύ αφελής, ή πολύ αδαής, για να μην μπορώ να αντιληφθώ την αληθινή φύση του προβλήματος.
Αν και παραδέχομαι πως είμαι αφελής, ωστόσο δεν είμαι αδαής. Έχω διαβάσει πολύ υλικό για τα παραπάνω κι έχω μείνει ανικανοποίητος. Αν και είναι σαφές ότι υπάρχουν πολλά που δεν γνωρίζουμε για γεγονότα όπως η 11η Σεπτεμβρίου και οι δολοφονίες των Κένεντι, κι ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οργανωμένο έγκλημα, και η πολιτική εξουσία αλληλοσυνδέονται, πιστεύω ότι σε γενικές γραμμές, οι θεωρίες συνομωσίας δίνουν υπερβολική βαρύτητα στην ικανότητα των ανθρώπων να διαχειριστούν επιτυχώς και να ελέγξουν περίπλοκα συστήματα. Σίγουρα κάτι μυστηριώδες συμβαίνει, και οι «συμπτώσεις» στις οποίες αναφέρονται άνθρωποι όπως ο Icke έρχονται σε αντίθεση με συμβατικές εξηγήσεις, αλλά αν αφήσετε λίγο χώρο στη μεταφυσική, πιστεύω ότι εκείνο που εντέλει συμβαίνει είναι ότι οι βαθιά ριζωμένες ιδεολογίες και τα πιστεύω μας, και οι ασυνείδητες αντανακλάσεις τους, δημιουργούν ένα πλέγμα από συγχρονικότητες που μοιάζει πολύ με συνομωσία. Ουσιαστικά πρόκειται για μία συνομωσία χωρίς συνωμότες. Όλοι είμαστε μαριονέτες αλλά απουσιάζει αυτός που κινεί τα νήματα.
Επιπλέον, η απήχηση που έχουν οι θεωρίες συνομωσίας, οι οποίες συνήθως δεν μπορούν να επαληθευτούν ούτε να διαψευστούν, έχει ψυχολογική και εμπειρική βάση. Οι θεωρίες συνομωσίας ασκούν μία σκοτεινή έλξη επειδή απευθύνονται στην πρωτογενή οργή που υπάρχει μέσα στον καθένα μας, δημιουργώντας συγκεκριμένους στόχους για να διοχετεύσουμε την οργή μας, να κατηγορήσουμε και να μισήσουμε. Δυστυχώς όμως, όπως ανακαλύπτουν πολλοί επαναστάτες, όποτε ανατρέπουν κάποια ολιγαρχία, το μίσος αυτό έχει λάθος αντικείμενο. Ο πραγματικός ένοχος βρίσκεται πολύ βαθύτερα και διαπερνά τα πάντα. Υπερβαίνει τη συνειδητή ανθρώπινη δράση, ακόμα και οι ίδιοι οι τραπεζίτες και οι ολιγάρχες ζουν κάτω από τον ζυγό του. Οι πραγματικοί ένοχοι είναι οι εξωγήινοι επικυρίαρχοι που κυβερνούν τον πλανήτη από τους ιπτάμενους δίσκους τους. Αστειεύομαι φυσικά.(10) Ο πραγματικός ένοχος, εκείνος που χειραγωγεί τις ελίτ μας παρασκηνιακά, είναι το ίδιο το χρηματικό μας σύστημα: ένα σύστημα βασισμένο στον δανεισμό, κινούμενο από τον τόκο που προέρχεται από το πανάρχαιο διαρκώς διογκούμενο παλιρροϊκό κύμα της διάστασης· που δημιουργεί ανταγωνισμό, πόλωση και απληστία· που επιβάλλει μία ατελείωτη εκθετική ανάπτυξη· και, πάνω απ’ όλα, που φτάνει στο τέλος του σήμερα καθώς τα καύσιμα γι’ αυτήν την ανάπτυξη – το κοινωνικό, φυσικό, πολιτιστικό και πνευματικό κεφάλαιο – τελειώνουν.
Τα αμέσως επόμενα κεφάλαια περιγράφουν αυτή τη διαδικασία και τη δυναμική του τόκου, επαναπροσδιορίζοντας την παρούσα οικονομική κρίση ως την κλιμάκωση μιας τάσης που διαμορφώνεται εδώ και αιώνες. Υπό αυτό το πρίσμα, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα το πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε όχι μόνο ένα νέο χρηματικό σύστημα, αλλά ένα νέο είδος χρηματικού συστήματος, το οποίο θα έχει τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επέφερε το σημερινό σύστημα: μοίρασμα αντί για απληστία, ισότητα αντί για πόλωση, εμπλουτισμό των κοινών αγαθών αντί για τη λεηλασία τους και βιωσιμότητα αντί για «ανάπτυξη». Επιπλέον, αυτό το νέο είδος χρηματικού συστήματος θα εκφράσει με πιο ουσιαστικό τρόπο την ήδη παρατηρούμενη μετάβαση της ανθρώπινης ταυτότητας προς τον συνδεδεμένο εαυτό, που ενώνεται με όλη την πλάση μέσα από τον κύκλο του δώρου. Όποια μορφή χρήματος αποτελέσει μέρος αυτής της Επανασύνδεσης, αυτής της Μεγάλης Μεταστροφής, σίγουρα αξίζει να αποκαλείται ιερή.
Σημειώσεις
-
Οι πιστωτικές μονάδες ρύπανσης και παρόμοια συστήματα έχουν στόχο να μετατρέψουν την απορροφητική ικανότητα της γης σε προϊόν ιδιοκτησίας. Ωστόσο, ακόμα και χωρίς αυτά τα συστήματα, ήδη αποτελεί ένα αόρατο, αναπόσπαστο συστατικό κάθε κατασκευασμένου προϊόντος· ένα συστατικό με πολύ περιορισμένα αποθέματα. Ακόμα και χωρίς να υπάρχουν σαφή δικαιώματα ιδιοκτησίας, αυτή η απορροφητική ικανότητα αφαιρείται από τα κοινά αγαθά.
-
Οι δημιουργοί ταινιών, για παράδειγμα, χρειάζονται ολόκληρα νομικά τμήματα “εκκαθάρισης δικαιωμάτων” ώστε να είναι βέβαιοι πως δεν χρησιμοποίησαν άθελά τους στην ταινία τους κάποια εικόνα που τελεί υπό καθεστώς πνευματικής ιδιοκτησίας. Μπορεί να πρόκειται για εικόνες από επώνυμα έπιπλα, κτίρια, λογότυπα, και ρούχα – σχεδόν ο,τιδήποτε στο δομημένο περιβάλλον. Το αποτέλεσμα είναι ότι καταπνίγεται η δημιουργικότητα και περιθωριοποιείται ως παράνομο ένα μεγάλο κομμάτι των έργων τέχνης που παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον .(Αυτό είναι αναπόφευκτο όταν η τέχνη χρησιμοποιεί ως θέμα της τα αντικείμενα που μας περιβάλλουν, τα οποία όμως βρίσκονται ήδη στην επικράτεια της ιδιοκτησίας).
-
Mumford, Technics and Civilization, 142. Βέβαια, ο άνθρωπος που βρίσκεται πίσω από το τελικό στάδιο της διαδικασίας εφεύρεσης δικαιούται επιβράβευση για την επινοητικότητα και τον κόπο που κατέβαλε, πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε και τη συνεισφορά του ευρύτερου κοινωνικού πλαισίου. Αυτό πλέον συμβαίνει όλο και πιο σπάνια, καθώς τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας και τα πνευματικά δικαιώματα έχουν επεκταθεί πέρα από την αρχική τους διάρκεια που ήταν μία ή δύο δεκαετίες και πλέον διαρκούν μέχρι και έναν αιώνα.
-
Kropotkin, The Conquest of Bread, κεφάλαιο 1.
-
Μία λεπτομερής εξέταση του ζητήματος των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας δεν εμπίπτει στο αντικείμενο αυτού του βιβλίου. Οπωσδήποτε, έχω συνεισφέρει σε αυτό το πλέγμα ιδεών (τουλάχιστον έτσι νομίζω!) και δικαιούμαι να βγάζω τα προς το ζην από τη δουλειά μου . Παρόλα αυτά, μου φαίνεται μίζερο το να εμποδίσω άλλους να ενσωματώσουν τα γραπτά μου ή άλλες δημιουργίες μου σε νέα δικά τους δημιουργήματα. Πρακτικά, αυτό που πρεσβεύω είναι μία εκτεταμένη διεύρυνση της αρχής της “δίκαιης χρήσης” και μία σημαντική μείωση της διάρκειας προστασίας των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των ευρεσιτεχνιών.
-
Μπορεί να αρνείται να αποδεχτεί οποιαδήποτε πραγματικότητα, απορρίπτοντας τα πάντα σαν ένα σωρό από εικόνες και σύμβολα. Από τη μία, αυτό του επιτρέπει να “αντιληφθεί την αλήθεια μέσα στο σκουπιδαριό”. Από την άλλη, καταλήγει κυνικό και αποκαμωμένο.
-
Seaford, Money and the Early Greek Mind, 157.
-
Και η σύγχρονη ζωή είναι σύντομη: παρά το σχετικά μεγάλο προσδόκιμο ζωής, εξακολουθεί να μοιάζει σύντομη για ένα βιαστικό και πολυάσχολο άτομο.
-
Και όμως, οι προσπάθειες που καταβάλλουν οι άνθρωποι ώστε να μειώσουν τη συνέργειά τους στην καταστροφή του κόσμου είναι πολύ σημαντικές σε τελετουργικό επίπεδο. Τελετουργικό είναι ουσιαστικά η χειραγώγηση των συμβόλων με σκοπό να επηρεάσουμε την πραγματικότητα – ακόμα και το χρήμα είναι ένα όργανο τελετουργίας – και συνεπώς ασκεί μεγάλη εξουσία. Έτσι λοιπόν σας παρακαλώ να μην αφήσετε τα λεγόμενά μου να σας αποτρέψουν από το να μποϋκοτάρετε το Wal-Mart. Για μία πιο αναλυτική μελέτη, διαβάστε στο διαδίκτυο το δοκίμιό μου “Rituals for Lover Earth”, κατά προτίμηση αφού έχετε ολοκληρώσει το Κεφάλαιο 8 του παρόντος βιβλίου.
-
Όχι ακριβώς. Ο υπαινιγμός ότι εξωγήινες ή υπερφυσικές οντότητες ασκούν κακόβουλο έλεγχο συμβολίζει μία βάσιμη αντίληψη: ότι η πηγή του κακού στον κόσμο μας είναι πέρα από τον έλεγχο της συνειδητής ανθρώπινης δράσης . Υπάρχουν οι χειραγωγοί που κινούν τα νήματα, αλλά πρόκειται για συστήματα και ιδεολογίες, όχι για ανθρώπους. Όσον αφορά στους εξωγήινους, δυσκολεύομαι να απαντήσω για το αν “πιστεύω ότι υπάρχουν”. Ίσως η ερώτηση για το εάν “υπάρχουν” εισάγει λαθραία οντολογικές υποθέσεις που δεν ισχύουν, ιδιαίτερα την υπόθεση ότι υπάρχει ένα ουδέτερο φόντο στο οποίο τα πράγματα αντικειμενικά υπάρχουν ή δεν υπάρχουν. Έτσι, συνήθως, η απάντησή μου στην ερώτηση είναι “ναι”.