ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6: Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΤΟΚΟΓΛΥΦΙΑΣ (Part 2)

Η ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ

Επειδή ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης είναι σχεδόν πάντα χαμηλότερος από τα επιτόκια, αυτό που συνήθως συμβαίνει κάτω από αυτές τις συνθήκες σίγουρα δεν αποτελεί μυστήριο. Αν οι δανειζόμενοι δεν μπορούν συνολικά να καλύψουν τους τόκους με τον νέο πλούτο που δημιουργούν, θα χρειαστεί να παραχωρούν ολοένα και περισσότερο από τον υφιστάμενο πλούτο τους στους δανειστές τους και/ή να ενεχυριάζουν ένα όλο και μεγαλύτερο ποσοστό του σημερινού και του μελλοντικού τους εισοδήματος προς εξυπηρέτηση του χρέους τους. Όταν τα περιουσιακά τους στοιχεία και το διαθέσιμο εισόδημά τους εξαντληθούν, τότε αναγκαστικά θα χρεοκοπήσουν. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος, από τη στιγμή που η μέση απόδοση στις επενδύσεις είναι χαμηλότερη από τον μέσο τόκο στα κεφάλαια που έχουν επενδυθεί. Η χρεοκοπία είναι αναπόφευκτη για ένα συγκεκριμένο ποσοστό των οφειλετών.

Θεωρητικά τουλάχιστον, η χρεοκοπία δεν είναι απαραιτήτως κάτι αρνητικό: δημιουργεί αρνητικές επιπτώσεις για αποφάσεις που δεν προάγουν το γενικό καλό – με άλλα λόγια, που δεν οδηγούν σε μία πιο αποδοτική παραγωγή αγαθών που ο κόσμος έχει ανάγκη. Οι δανειστές θα είναι επιφυλακτικοί και δεν θα δανείσουν σε κάποιον που συγκεντρώνει λίγες πιθανότητες να συνεισφέρει κάτι στην οικονομία, και οι δανειολήπτες θα δέχονται πιέσεις να συμπεριφέρονται με τρόπους που πραγματικά συνεισφέρουν στην οικονομία. Ακόμα και σε ένα σύστημα μηδενικών επιτοκίων, μπορούν να υπάρχουν άνθρωποι που θα χρεοκοπήσουν λόγω κακών επιλογών, αλλά δεν θα υπάρχει μία εγγενής, οργανική αναγκαιότητα για χρεοκοπίες.

Εκτός από τους οικονομολόγους, κανένας δεν συμπαθεί τη χρεοκοπία – και λιγότερο από όλους οι δανειστές μια και τα χρήματά τους χάνονται. Ένας τρόπος για να αποφευχθεί η χρεοκοπία, τουλάχιστον προσωρινά, είναι να δοθούν περαιτέρω δάνεια στον οφειλέτη ώστε να συνηθίσει να είναι σε θέση να εξυπηρετεί το αρχικό δάνειο. Αυτό μπορεί να δικαιολογηθεί αν ο οφειλέτης αντιμετωπίζει μια προσωρινή δυσκολία ή αν υπάρχει η πεποίθηση ότι σύντομα θα αυξηθεί η παραγωγικότητα τόσο ώστε να εξοφληθούν όλα τα δάνεια. Τις περισσότερες φορές όμως, οι δανειστές θα επιμείνουν στη χορήγηση νέων δανείων σε υπερχρεωμένους οφειλέτες, μόνο και μόνο για να μην διαγράψουν τα δάνεια από τους ισολογισμούς τους και να υποστούν ζημίες, οι οποίες με τη σειρά τους μπορούν να οδηγήσουν τους ίδιους τους δανειστές στη χρεοκοπία. Για όσο καιρό ο οφειλέτης πραγματοποιεί πληρωμές, ο δανειστής μπορεί να παριστάνει πως όλα βαίνουν καλώς.

Αυτή είναι η κατάσταση η οποία υφίσταται στην παγκόσμια οικονομία τα τελευταία χρόνια. Μετά από χρόνια ή και δεκαετίες στη διάρκεια των οποίων τα επιτόκια υπερέβαιναν κατά πολύ τον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης, χωρίς μία αντισταθμιστική αύξηση στις χρεοκοπίες, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα υπερβολικά μεγάλο χρέος στο σύνολο της οικονομίας. Οι κυβερνήσεις, ικανοποιώντας το αίτημα του χρηματοπιστωτικού κλάδου (δηλαδή των πιστωτών, των ιδιοκτητών χρήματος), έχουν κάνει ότι περνάει από τα χέρια τους για να περιορίσουν τις χρεοκοπίες, διατηρώντας έτσι την πλήρη αξία των δανείων στους ισολογισμούς τους, πάντα με την ελπίδα ότι η επιστροφή σε μία ισχυρή οικονομική ανάπτυξη θα επιτρέψει τη συνέχιση της εξυπηρέτησής τους.(3) Πάντα ελπίζουν ότι «με την ανάπτυξη θα καλύψουμε τα χρέη».

Στο επίπεδο της πολιτικής, άρα, υπάρχει η ίδια πίεση για τη δημιουργία «οικονομικής ανάπτυξης» όπως ακριβώς στο ατομικό και στο επιχειρηματικό επίπεδο. Ο οφειλέτης δέχεται συνεχείς πιέσεις να πουλήσει κάτι – αυτό μπορεί να είναι η εργασία του – μόνο και μόνο για να εξοφλήσει χρέη. Αυτό στην ουσία κάνουν και οι φιλικές προς την ανάπτυξη πολιτικές – καθιστούν την πώληση αγαθών και υπηρεσιών πιο εύκολη· με άλλα λόγια, διευκολύνουν τη μετατροπή του φυσικού, του κοινωνικού και των άλλων μορφών κεφαλαίου σε χρήμα. Όταν χαλαρώνουμε τους ελέγχους στη μόλυνση της ατμόσφαιρας, θυσιάζουμε την ποιότητα της ατμόσφαιρας που συντηρεί τη ζωή για ένα χρηματικό αντάλλαγμα. Όταν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) πιέζει κυβερνήσεις να ιδιωτικοποιήσουν τις κοινωφελείς υπηρεσίες και να περικόψουν τις δαπάνες, εξωθεί την μετατροπή κοινωνικού κεφαλαίου σε χρήμα.

Για αυτό τον λόγο, στην Αμερική, τόσο οι Δημοκράτες όσο και οι Ρεπουμπλικάνοι επιθυμούν εξίσου το «άνοιγμα νέων αγορών», «την επιβολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας», και ούτω καθεξής. Αυτός είναι και ο λόγος που οτιδήποτε ανήκει στα κοινά και δεν είναι διαθέσιμο προς εκμετάλλευση, όπως το πετρέλαιο στο Καταφύγιο Άγριων Ζώων της Αλάσκας, οι τοπικές οικονομίες παραγωγής τροφίμων που προστατεύονται από δασμολόγιο ή οι προστατευόμενες περιοχές της Αφρικής, πρέπει να υπομένει διαρκείς πιέσεις από πολιτικούς, επιχειρήσεις ή λαθροκυνηγούς. Αν το βασίλειο του χρήματος πάψει να μεγαλώνει, τότε ο ενδιάμεσος χώρος μεταξύ των χρεοκοπιών και της πόλωσης του πλούτου εκμηδενίζεται, οδηγώντας σε κοινωνική αναταραχή κι εντέλει, σε επανάσταση. Χωρίς την ανάπτυξη, δεν υπάρχει εναλλακτική όταν τα χρέη αυξάνονται εκθετικά σε έναν πεπερασμένο κόσμο.

Αν αυτή η ανάπτυξη της γιγάντωσης, αυτή η μετατροπή του κοινού πλούτου σε χρήμα, συντελείται με έναν ρυθμό μεγαλύτερο του επιτοκίου, τότε όλα βαίνουν ομαλώς (τουλάχιστον από οικονομικής σκοπιάς κι όχι από την ανθρώπινη ή οικολογική σκοπιά). Αν υπάρχει αρκετή ζήτηση για κοτόπουλα και αρκετοί φυσικοί πόροι για την εκτροφή τους, οι χωρικοί μπορούν να δανείζονται με 10% και να αυξάνουν των αριθμό τους κατά 20%. Για να χρησιμοποιήσουμε πιο συμβατική οικονομική ορολογία, η επένδυση κεφαλαίου δημιουργεί κέρδη που υπερβαίνουν το κόστος κεφαλαίου· ο δανειζόμενος δημιουργεί πλούτο πέρα από το μερίδιο που αντιστοιχεί στον πιστωτή του. Αυτή ήταν η γενικευμένη κατάσταση στο μακρινό παρελθόν, όταν υπήρχαν πολλά κοινά αγαθά ελεύθερα για αρπαγή. Αυτό εξακολουθεί να συμβαίνει σε μια κοινωνία όπου οι κοινωνικές σχέσεις δεν έχουν εκχρηματιστεί πλήρως – στην οικονομική αργκό μιλάμε για μία «μη αναπτυγμένη αγορά». Μόνο με την οικονομική ανάπτυξη μπορούν όλοι να «κρατηθούν στην επιφάνεια» – και οι πιστωτές να πλουτίσουν, και οι δανειζόμενοι να ευημερήσουν.

Αλλά ακόμα και στις καλές εποχές, ο ρυθμός της ανάπτυξης σπανίως είναι αρκετά ταχύς για να ισοφαρίσει το επιτόκιο. Φανταστείτε για μία στιγμή πως οι χωρικοί μπορούν να αυξήσουν την παραγωγή τους στα κοτόπουλα κατά 5% ετησίως. Αντί να δώσουν ένα τμήμα του νέου πλούτου που έχουν δημιουργήσει στους τραπεζίτες, καλούνται τώρα (κατά μέσο όρο) να τον παραχωρήσουν ολόκληρο, συν ένα τμήμα του ήδη υπάρχοντος πλούτου τους και /ή των μελλοντικών εσόδων τους. Η συγκέντρωση πλούτου – εισοδημάτων και περιουσιακών στοιχείων μαζί – αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της διαδικασίας στην οποία τα χρέη αυξάνονται ταχύτερα από την ανάπτυξη νέων αγαθών και υπηρεσιών.

Οι οικονομικοί διανοητές από την εποχή του Αριστοτέλη έχουν αναγνωρίσει το βασικό αυτό πρόβλημα. Ο Αριστοτέλης παρατήρησε ότι από τη στιγμή που το χρήμα είναι «στείρο» (δηλ. δεν παράγει απογόνους όπως τα ζωντανά ή το σιτάρι), είναι άδικο να δανείζεται έναντι τόκου. Η συνεπακόλουθη συσσώρευση πλούτου ήδη είχε παρατηρηθεί πολλές φορές μέχρι το 350 πΚΕ, και θα συνέβαινε πολλές φορές στη συνέχεια. Ξανασυνέβηκε κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους. Για όσο καιρό η αυτοκρατορία επεκτεινόταν ραγδαία, με την προσάρτηση νέων γαιών και είσπραξη περισσοτέρων φόρων, τα πάντα δούλευαν αρκετά καλά και δεν υπήρχε ακραία συγκέντρωση πλούτου. Μόνο όταν ο ρυθμός επέκτασης της αυτοκρατορίας επιβραδύνθηκε, η συσσώρευση πλούτου σε λίγα χέρια εντάθηκε, και η κάποτε πολυπληθής τάξη των μικροκαλλιεργητών που αποτελούσε το κύριο στήριγμα των λεγεώνων, μπήκε σε καθεστώς πεονίας. Δεν πέρασε πολύς καιρός και η αυτοκρατορία μετατράπηκε σε μία οικονομία δούλων.

Δεν θεωρώ απαραίτητο να εξαντλήσω τους παραλληλισμούς ανάμεσα στη Ρώμη και τον σημερινό κόσμο. Καθώς ο ρυθμός ανάπτυξης έχει επιβραδυνθεί, πολλοί είναι εκείνοι σήμερα, είτε πρόκειται για ιδιώτες είτε για κράτη, που περιέρχονται σε μία κατάσταση παρόμοια με το καθεστώς της ρωμαϊκής πεονίας. Ένα ολοένα και αυξανόμενο ποσοστό του εισοδήματος διατίθεται για την εξυπηρέτηση του χρέους, κι όταν αυτό δεν επαρκεί, τα προϋπάρχοντα περιουσιακά στοιχεία υποθηκεύονται κι εν συνεχεία δημεύονται μέχρι του σημείου που δεν απομένει τίποτα. Γι’ αυτό το λόγο στις ΗΠΑ εδώ και μισό αιώνα, μειώνεται η ιδιοκτησία κατοικίας, από 85% το 1950 σε 40% σήμερα (συμπεριλαμβανομένου του ενός τρίτου που έχουν ιδιοκτησίες καθαρές και απαλλαγμένες βάρους). Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι δεν έχουν δικό τους σπίτι πλέον. Ο περισσότερος κόσμος που γνωρίζω δεν έχει ούτε δικό του αυτοκίνητο αλλά ουσιαστικά το νοικιάζει ένα με τραπεζικό δάνειο. Ακόμα και οι επιχειρήσεις λειτουργούν κάτω από πολύ υψηλά επίπεδα δανεισμού, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος του τζίρου τους να πηγαίνει στις τράπεζες και τους ομολογιούχους. Το ίδιο ισχύει και για τα περισσότερα έθνη, με τα διογκωμένα χρέη σε σχέση με το ΑΕΠ τους. Σε κάθε επίπεδο γινόμαστε ολοένα και περισσότερο δούλοι του χρέους, οι καρποί του μόχθου μας πάνε στους πιστωτές μας.

Ακόμα κι αν δεν έχετε χρέη, το κόστος του τόκου είναι ενσωματωμένο σε οτιδήποτε αγοράζετε. Για παράδειγμα, περίπου το 10% των δαπανών της κυβέρνησης των ΗΠΑ (και των εσόδων από φόρους) χρησιμοποιείται για την πληρωμή τόκων του δημοσίου χρέους. Αν νοικιάζετε το σπίτι σας, το μεγαλύτερο τμήμα του ενοικίου αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο έξοδο του ιδιοκτήτη – το ενυπόθηκο δάνειο επί του ακινήτου. Όταν τρώτε ένα γεύμα σε ένα εστιατόριο, οι τιμές αντανακλούν εν μέρει το κόστος κεφαλαίου του εστιάτορα. Επιπροσθέτως, το κόστος ηλεκτροδότησης του εστιατορίου, προμήθειας τροφίμων και ενοικίου περιλαμβάνει και τον τόκο κεφαλαίου που εκείνοι οι προμηθευτές με τη σειρά τους είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν, και ούτω καθεξής. Όλα αυτά τα χρήματα είναι σαν ένας φόρος υποτελείας, ένας φόρος σε οτιδήποτε αγοράζουμε, που συγκεντρώνεται στα χέρια των ιδιοκτητών του χρήματος.

Ο τόκος αποτελείται από έξι επιμέρους συνιστώσες: το ασφάλιστρο κινδύνου, τα έξοδα που σχετίζονται με τη χορήγηση του δανείου, το πριμ πληθωρισμού, το πριμ ρευστότητας, το πριμ ωρίμανσης και το πριμ επιτοκίου μηδενικού ρίσκου.(4) Μία πιο βαθιά ανάλυση των συνεπειών του τόκου οδηγεί στο συμπέρασμα πως μόνο οι τελευταίες τρεις συνιστώσες και ειδικά το τελευταίο – είναι τοκογλυφική. Χωρίς αυτές, η συσσώρευση πλούτου παύει να είναι δεδομένη καθώς εκείνο το τμήμα των χρημάτων φεύγει από τα χέρια των δανειστών. (Πάντως, η πίεση ανάπτυξης των οικονομικών μεγεθών θα εξακολουθούσε να υφίσταται). Στο τρέχον σύστημά μας όμως και τα έξι στοιχεία του τόκου αθροιστικά, διαμορφώνουν τα επιτόκια. Αυτό σημαίνει ότι όσοι έχουν χρήματα μπορούν να αυξήσουν τον πλούτο τους απλά και μόνο με το να τα έχουν στην κατοχή τους. Εκτός κι αν οι οφειλέτες μπορούν να αυξήσουν την περιουσία τους με ανάλογο ρυθμό, κάτι το οποίο μπορεί να συμβεί μόνο σε μία αναπτυσσόμενη οικονομία, τότε ο πλούτος θα συγκεντρώνεται στα χέρια των δανειστών.

Ας το θέσω απλά: ένα τμήμα του επιτοκίου μας λέει, «Έχω χρήματα κι εσύ τα χρειάζεσαι, οπότε θα σε χρεώσω για να έχεις πρόσβαση σε αυτά – μόνο και μόνο επειδή μπορώ, επειδή τα έχω στην κατοχή μου, κι εσύ όχι». Για την αποφυγή της πόλωσης του πλούτου, το τμήμα αυτό πρέπει να είναι χαμηλότερο από τον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης· διαφορετικά, από μόνη της η ιδιοκτησία χρήματος δίνει τη δυνατότητα σε κάποιον να αυξήσει τον πλούτο του γρηγορότερα από τη μέση οριακή αποδοτικότητα παραγωγικής επένδυσης κεφαλαίων. Με άλλα λόγια, πλουτίζεις γρηγορότερα έχοντας στην κατοχή σου χρήματα παρά συμμετέχοντας στην παραγωγική διαδικασία. Στην πράξη, αυτό συμβαίνει σχεδόν πάντα, μια και όταν ο ρυθμός ανάπτυξης επιταχύνεται, οι αρχές αυξάνουν τα επιτόκια. Η λογική για αυτό είναι να αποφευχθεί ο πληθωρισμός αλλά παράλληλα αποτελεί κι έναν μηχανισμό αύξησης του πλούτου και της δύναμης των ιδιοκτητών του χρήματος.(5) Με την απουσία μέτρων αναδιανομής του πλούτου, η συγκέντρωσή του εντείνεται τόσο σε καιρούς οικονομικής ευημερίας όσο και σε περιόδους ύφεσης.

Ο γενικός κανόνας είναι ότι όσο περισσότερα χρήματα έχεις, τόσο λιγότερο επιτακτική αισθάνεσαι την ανάγκη να τα ξοδέψεις. Από την εποχή της Αρχαίας Ελλάδας και μετά, οι άνθρωποι έχουν εκείνο που ο Keynes αποκάλεσε «μία προτίμηση για ρευστότητα»: μία προτίμηση για χρήματα έναντι των αγαθών, με εξαίρεση τις εποχές στις οποίες υπάρχει επείγουσα ανάγκη για κάποια αγαθά. Αυτή η προτίμηση είναι αναπόφευκτη από τη στιγμή που το χρήμα έχει μετατραπεί σε οικουμενικό μέσο και οικουμενικό σκοπό. Εκείνοι που χρειάζονται χρήματα τώρα πρέπει να πληρώσουν εκείνους δεν τα χρειάζονται προκειμένου να τους επιτρέψουν οι τελευταίοι να τα χρησιμοποιήσουν. Η πληρωμή αυτή – ο τόκος του δανείου – πρέπει να προέλθει από μελλοντικά έσοδα. Αυτός είναι άλλος ένας τρόπος να κατανοήσουμε πως ο τόκος λειτουργεί σαν ένα σιφόνι που ρουφάει χρήματα από τους φτωχούς και τα διοχετεύει στους πλούσιους.

Θα μπορούσε κάποιος να δικαιολογήσει την πληρωμή τόκου σε μη-ρευστοπιήσιμες μακροπρόθεσμες επενδύσεις υψηλού κινδύνου, ως αμοιβή για την απώλεια ρευστότητας. Συνάδει με τις αρχές της οικονομίας του δώρου, όταν κάνεις ένα δώρο, συχνά να λαμβάνεις ως ανταπόδοση ένα δώρο μεγαλύτερης αξίας στο μέλλον (όμως όχι πάντα και ποτέ δεν είναι απολύτως εγγυημένο, εξ ου ο κίνδυνος). Όμως στο παρόν σύστημα, ακόμα και οι καταθέσεις που ασφαλίζονται από την κυβέρνηση και τα μηδενικού κινδύνου βραχυπρόθεσμα χρεόγραφα δημοσίου φέρουν τόκο, δίνοντας τη δυνατότητα στους «επενδυτές» να αποκομίζουν κέρδη κρατώντας επί της ουσίας και τα χρήματα στην κατοχή τους. Αυτό το στοιχείο του μηδενικού κινδύνου προστίθεται ως ένα κρυφό πριμ σε όλα τα άλλα δάνεια, διασφαλίζοντας ότι όσοι έχουν χρήματα θα έχουν στο μέλλον όλο και περισσότερα.(6)

Η δύο μορφές πίεσης που έχω περιγράψει – προς τη συνεχή ανάπτυξη της επικράτειας του χρήματος και προς την πόλωση του πλούτου – αποτελούν δύο όψεις της ίδιας δύναμης. Είτε το χρήμα αυξάνεται σε βάρος του μη εκχρηματισμένου πεδίου, είτε τρώει τις σάρκες του. Καθώς το μη εκχρηματισμένο πεδίο εξαντλείται, η πίεση για την πραγματοποίηση του δεύτερου σεναρίου αυξάνεται και η συγκέντρωση πλούτου κλιμακώνεται. Όταν συμβεί αυτό, εμφανίζεται μια άλλη πίεση προκειμένου να διασωθεί το σύστημα: η αναδιανομή του πλούτου. Εξάλλου, η διαρκώς εντεινόμενη πόλωση πλούτου και η ανέχεια δεν μπορούν να διατηρηθούν για πάντα.

 

Η ΑΝΑΔΙΑΝΟΜΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ

Χωρίς την ανακατανομή του πλούτου, το κοινωνικό χάος είναι αναπόφευκτο σε ένα έντοκο χρηματικό σύστημα που βασίζεται στον δανεισμό, ειδικά από τη στιγμή που η ανάπτυξη επιβραδύνεται. Παρόλα αυτά, η ανακατανομή πλούτου λαμβάνει χώρα πάντα ενάντια στην αντίσταση των πλουσίων, μια και η δική τους περιουσία είναι εκείνη που ανακατανέμεται. H οικονομική πολιτική λοιπόν αντιπροσωπεύει μια πράξη εξισορρόπησης ανάμεσα στην αναδιανομή και τη διατήρηση του πλούτου, με μία τάση σε βάθος χρόνου προς την ελάχιστη αναδιανομή που απαιτείται για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.

Κατά παράδοση, οι φιλελεύθερες κυβερνήσεις επιδιώκουν την εξομάλυνση του φαινομένου της συγκέντρωσης πλούτου με πολιτικές αναδιανομής όπως είναι ηι αύξουσα και προοδευτική κλίμακα φορολόγησης, οι φόροι κληρονομιάς, τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας, οι υψηλοί κατώτατοι μισθοί, η καθολική υγειονομική περίθαλψη, η δωρεάν τριτοβάθμια εκπαίδευση και άλλα κοινωνικά προγράμματα. Οι πολιτικές αυτές είναι πολιτικές αναδιανομής διότι ενώ οι φόροι επιβαρύνουν δυσανάλογα τους πλούσιους, οι δαπάνες και τα κοινωνικά προγράμματα ωφελούν όλους εξίσου ή μπορούν ακόμα και να ευνοήσουν τους φτωχούς. Αντισταθμίζουν τη φυσική ροπή προς τη συγκέντρωση πλούτου σε ένα έντοκο νομισματικό σύστημα. Βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον, λειτουργούν επίσης αντίθετα στα συμφέροντα των πλουσίων, κι αυτός είναι ο λόγος που στο τρέχον συντηρητικό πολιτικό κλίμα, οι πολιτικές αυτές χαρακτηρίζονται ως πάλη των τάξεων.

Με την εναντίωσή τους στις πολιτικές αναδιανομής του πλούτου, οι συντηρητικές κυβερνήσεις δείχνουν να θεωρούν τη συγκέντρωση πλούτου ως κάτι θετικό. Μπορεί κι εσύ να συμφωνούσες αν ήσουν πλούσιος, από τη στιγμή που η συγκέντρωση πλούτου σημαίνει περισσότερα για σένα και λιγότερα για όλους τους υπόλοιπους. Η εργασία στοιχίζει λιγότερο. Ο συγκριτικός σου πλούτος, η δύναμή σου και τα προνόμιά σου αυξάνονται.(7) Οι κυβερνήσεις που υπηρετούν τα [βραχυπρόθεσμα] συμφέροντα των πλουσίων συνηγορούν υπέρ των πολιτικών που δεν αποσκοπούν στην ανακατανομή πλούτου: ενιαίους φορολογικούς συντελεστές, μείωση φόρου κληρονομιάς, συρρίκνωση κοινωνικών προγραμμάτων, ιδιωτικοποίηση του κλάδου υγείας και ούτω καθεξής.

Στη δεκαετία του 1930, οι Ηνωμένες Πολιτείες και πολλές άλλες χώρες βρέθηκαν αντιμέτωπες με ένα δίλημμα: είτε να αναδιανείμουν τον πλούτο ήπια και σταδιακά μέσω κοινωνικών δαπανών και φορολόγησης των πλουσίων, είτε να επιτρέψουν τη συγκέντρωση πλούτου οδηγώντας σε επανάσταση και σε μία βίαιη αναδιανομή. Μέχρι τη δεκαετία του 1950, οι περισσότερες χώρες είχαν υιοθετήσει τον κοινωνικό συμβιβασμό, που σφυρηλατήθηκε με το Νιου Ντιλ: οι πλούσιοι παρέμειναν στην κορυφή, αλλά χρειάστηκε να κάνουν παραχωρήσεις μέσω της φορολόγησης, αντισταθμίζοντας έτσι τα οφέλη της ιδιοκτησίας του κεφαλαίου. Ο συμβιβασμός αυτός λειτούργησε για ένα διάστημα, όσο ο ρυθμός ανάπτυξης παρέμενε υψηλός, όπως συνέβαινε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970.

Παρόλα αυτά, ακόμα κι αυτή η ήπια λύση έχει πολλές ανεπιθύμητες παρενέργειες. Η υψηλή φορολόγηση «τιμωρεί» εκείνους που έχουν υψηλά εισοδήματα λόγω της εργασίας τους και όχι εκείνους που έχουν μεγάλη ιδιοκτησία. Επίσης διαμορφώνει μία κατάσταση ατελείωτης πάλης ανάμεσα στις φορολογικές αρχές και τους πολίτες, που εντέλει βρίσκουν τρόπους να παρακάμψουν ένα μέρος τουλάχιστον της φορολόγησης, απασχολώντας δεκάδες χιλιάδες δικηγόρων και φοροτεχνικών σε αυτή τη διαδικασία. Αυτό αποτελεί άραγε μία καλή χρήση ανθρώπινων πόρων; Επιπροσθέτως, είναι ένα σύστημα στο οποίο δίνουμε με το ένα χέρι στους ιδιοκτήτες του χρήματος και τους παίρνουμε με το άλλο.

Σε ένα σύστημα που βασίζεται στον τόκο, ο ταξικός πόλεμος είναι αναπόφευκτος, είτε είναι σιωπηρός είτε έχει ρητή έκφραση. Τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα των κατόχων του πλούτου αντιτίθενται στα συμφέροντα της τάξης των οφειλετών. Καθώς γράφω αυτό το βιβλίο, η πλάστιγγα έχει γείρει υπέρ των πλουσίων, από τη στιγμή που οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι έχουν διαλύσει το μωσαϊκό των κοινωνικών προγραμμάτων αναδιανομής του πλούτου που δημιουργήθηκαν τη δεκαετία του 1930 στις περισσότερες δυτικές χώρες. Για ένα διάστημα, στην εποχή που ακολούθησε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης συγκάλυψαν την ταξική πάλη που υφίσταται εγγενώς στην κοινωνία, αλλά η εποχή αυτή έχει παρέλθει. Μέχρι το χρηματικό σύστημα να υποστεί μία ριζική αλλαγή, θα πρέπει να αναμένουμε την κλιμάκωση της ταξικής πάλης στα προσεχή χρόνια. Το βιβλίο αυτό στοχεύει να αλλάξει τους βασικούς κανόνες και να εξαλείψει τη βάση της ταξικής πάλης.

Καθώς το κοινωνικό συμβόλαιο που διαμορφώθηκε τη δεκαετία του 1930 σπάει και τα χρέη πάρει διαστάσεις κρίσης, ίσως χρειαστούν πιο ριζοσπαστικά μέτρα. Στην αρχαιότητα, κάποιες κοινωνίες αντιμετώπισαν την πόλωση πλούτου με περιοδική κατάργηση των χρεών. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν η Σεισάχθεια του Σόλωνα, μία «απαλλαγή από τα βάρη», με την οποία τα χρέη ακυρώθηκαν και η εργασία για την αποπληρωμή χρεών καταργήθηκε, καθώς και το Ιωβηλαίο των αρχαίων Εβραίων. «Δι’ επτά ετών ποιήσεις άφεσιν. 2 και ούτω το πρόσταγμα της  αφέσεως· αφήσεις παν χρέος ίδιον, ο οφείλει σοι ο πλησίον, και τον αδελφόν σου ουκ απαιτήσεις, επικέκληται γαρ άφεσις Κυρίω τω Θεώ σου.» (Δευτερονόμιο 15:1-2). Και οι δύο αυτές αρχαίες πρακτικές υπήρξαν πιο ριζοσπαστικές από τη χρεοκοπία μια επειδή ο οφειλέτης μπορούσε να κρατήσει την περιουσία του και ό,τι είχε βάλει ως εγγύηση. Στην περίπτωση του Σόλωνα, ακόμα και οι γαίες επιστράφηκαν στους αρχικούς της ιδιοκτήτες.

Ένα πιο πρόσφατο παράδειγμα παραγραφής χρεών είναι η μερική ακύρωση των εξωτερικών χρεών για χώρες εξαθλιωμένες, πληγμένες από κάποια καταστροφή. Για παράδειγμα, το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα και η Δια-Αμερικανική Τράπεζα Ανάπτυξης (IADB) ακύρωσαν το εξωτερικό χρέος της Αϊτής το 2008. Ένα ευρύτερο κίνημα υφίσταται εδώ και δεκαετίες για την ακύρωση του χρέους των χωρών του Τρίτου Κόσμου αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει τύχει σημαντικής απήχησης.

Μία συγγενής μορφή αναδιανομής του πλούτου είναι η χρεοκοπία, στην οποία ο οφειλέτης απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις του, συνήθως όμως με την παραχώρηση του μεγαλύτερου τμήματος της ιδιοκτησίας του στους δανειστές. Αυτή όμως καθιστά μία ονομαστική μεταβίβαση περιουσίας από τον πιστωτή στον δανειστή, μια και η αξία της ιδιοκτησίας είναι χαμηλότερη από το οφειλόμενο χρέος. Στις μέρες μας, στις Ηνωμένες Πολιτείες, έχει γίνει πολύ πιο δύσκολο για έναν ιδιώτη να χρεοκοπήσει, καθώς οι νόμοι (που αναθεωρήθηκαν προς όφελος των εκδοτών πιστωτικών καρτών) υποχρεώνουν τον οφειλέτη να ενταχθεί σε ένα πλάνο αποπληρωμής σύμφωνα με το οποίο μέρος του εισοδήματός του αποδίδεται αυτόματα στον πιστωτή για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.(8) Με το πέρασμα του χρόνου γίνεται αδύνατον να απαλλαγεί κάποιος από τα χρέη του τα οποία διεκδικούν για πάντα μερίδιο στην εργασία του οφειλέτη, ο οποίος βρίσκεται σε καθεστώς πεονίας. Σε αντίθεση με τη Σεισάχθεια και το Ιωβηλαίο, η χρεοκοπία μεταβιβάζει περιουσιακά στοιχεία στον πιστωτή, ο οποίος από το σημείο αυτό κι έπειτα έχει τον έλεγχο τόσο του υλικού όσο και του οικονομικού κεφαλαίου. Παράλληλα, ο πρώην οφειλέτης έχει πολύ περιορισμένες επιλογές και συνήθως αναγκάζεται να δανειστεί εκ νέου. Οι χρεοκοπίες δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια παροδική κάμψη στη διαδικασία συγκέντρωσης πλούτου.

Πιο ακραία είναι η ολοκληρωτική αποκήρυξη του χρέους – η άρνηση πληρωμής του χρέους ή της μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων στον πιστωτή. Υπό κανονικές συνθήκες, ο πιστωτής μπορεί να μηνύσει τον οφειλέτη και να επιστρατεύσει την ισχύ της πολιτείας για να κατασχέσει την περιουσία του. Μόνο όταν το νομικό σύστημα και η ίδια η νομιμότητα του κράτους αρχίσουν να καταρρέουν είναι δυνατή η αποκήρυξη χρέους.(9) Μία τέτοια κατάρρευση αποκαλύπτει την πραγματική φύση χρήματος και της ιδιοκτησίας ως κοινωνικών συμβάσεων. Αν απογυμνωθεί από όλα εκείνα που βασίζονται στη συμβατική ερμηνεία των συμβόλων, ο Warren Buffet δεν είναι πλουσιότερος από εμένα, απλώς έχει μεγαλύτερο σπίτι. Στον βαθμό που του ανήκει εξαιτίας κάποιου συμβολαίου, ακόμα κι αυτό είναι καθαρά θέμα συμβάσεων.

Τη στιγμή που γράφεται αυτό το βιβλίο, η αποκήρυξη χρέους δεν αποτελεί πραγματική επιλογή για τους ιδιώτες. Για τα επίσημα κράτη όμως τα πράγματα φαινομενικά είναι εντελώς διαφορετικά. Θεωρητικά, τα κράτη με ευπροσάρμοστη εγχώρια οικονομία και παραγωγικούς πόρους για να συναλλάσσονται με τα γειτονικά κράτη θα μπορούσαν κάλλιστα να αθετήσουν τις δανειακές τους συμβάσεις με άλλα κράτη. Στην πράξη όμως, σπάνια το πράττουν. Οι κυβερνήσεις, δημοκρατικές και μη, συνήθως συμμαχούν με το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κατεστημένο και λαμβάνουν τεράστιες ανταμοιβές για να το κάνουν. Αν το αψηφήσουν, αντιμετωπίζουν διάφορες μορφές εχθρότητας. Ο Τύπος στρέφεται εναντίον τους· οι αγορές ομολόγων στρέφονται εναντίον τους· χαρακτηρίζονται ως «ανεύθυνοι», «αριστερίζοντες», ή «αντιδημοκρατικοί»· οι πολιτικοί τους αντίπαλοι δέχονται την υποστήριξη των εκάστοτε παγκόσμιων υπερδυνάμεων· μπορεί μάλιστα να αποτελέσουν στόχο πραξικοπήματος ή εισβολής. Οποιαδήποτε κυβέρνηση αντιστέκεται στη μετατροπή κοινωνικού και φυσικού κεφαλαίου σε χρήμα δέχεται πιέσεις και τιμωρείται. Αυτό συνέβη με την Αϊτή όταν ο Aristide αντιστάθηκε στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και ανατράπηκε με στρατιωτικό πραξικόπημα το 1991 και συνέβη ξανά το 2004· στην Ονδούρα το 2009· έχει συμβεί σε όλο τον πλανήτη, εκατοντάδες φορές. (Απέτυχε στην Κούβα και πιο πρόσφατα στη Βενεζουέλα, που μέχρι στιγμής έχει αποφύγει το στάδιο της εισβολής). Πιο πρόσφατα, τον Οκτώβριο του 2010 μόλις που κατάφεραν να σταματήσουν ένα πραξικόπημα στο Εκουαδόρ – τη χώρα που αποκήρυξε 3,9$ δις χρέους και που το 2008 το αναδιάρθρωσε με ένα κούρεμα της τάξης του 65 τοις εκατό. Αυτή είναι η μοίρα κάθε έθνους που αντιστέκεται στο καθεστώς του χρέους.