ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10: Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΣΤΗΝ ΠΗΓΗ (Part 1)

 

 

Ο σοσιαλισμός απέτυχε επειδή δεν μπόρεσε να πει την οικονομική αλήθεια·

ο καπιταλισμός ίσως αποτύχει επειδή δεν μπόρεσε να πει την οικολογική αλήθεια.

-Lester Brown

 

Μία βεβαιότητα είναι η εξής: η γραμμική μετατροπή των παραγωγικών πόρων σε απορρίμματα δεν είναι συντηρήσιμη σε έναν πεπερασμένο πλανήτη. Ωστόσο, ακόμα λιγότερο μπορεί να συντηρηθεί η εκθετική ανάπτυξη, είτε πρόκειται για τη χρήση των πόρων, είτε πρόκειται για τα χρήματα ή τον πληθυσμό.

Όχι μόνο δεν μπορεί να συντηρηθεί· είναι επίσης κάτι το αφύσικο. Σε ένα οικολογικό σύστημα, κανένα είδος δεν παράγει απορρίμματα τα οποία δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τα άλλα είδη – εξ ου και το γνωμικό «Τα απορρίμματα είναι τροφή». Κανένα άλλο είδος δεν παράγει αυξανόμενες ποσότητες ουσιών που είναι τοξικές για τα υπόλοιπα έμβια όντα, όπως οι διοξίνες, τα PCB, και τα ραδιενεργά απόβλητα. Η οικονομία μας με την γραμμική/εκθετική της ανάπτυξη ολοφάνερα παραβιάζει τον φυσικό νόμο της επιστροφής στην πηγή, την κυκλική πορεία των πόρων.

Μία ιερή οικονομία είναι προέκταση της οικολογίας και υπακούει σε όλους τους κανόνες της, ανάμεσα τους και τον νόμο της επιστροφής στην πηγή. Ειδικότερα, αυτό σημαίνει ότι κάθε ουσία που παράγεται μέσω βιομηχανικών διαδικασιών ή άλλων ανθρώπινων δραστηριοτήτων είτε χρησιμοποιείται σε κάποια άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα είτε στο τέλος επιστρέφει στο οικολογικό σύστημα σε μία μορφή, και σε έναν ρυθμό, που τα άλλα έμβια όντα μπορούν να επεξεργαστούν.(1) Σημαίνει ότι δεν υπάρχει αυτό που λέμε βιομηχανικά απόβλητα. Καθετί κάνει τον κύκλο του και επιστρέφει στην πηγή προέλευσής του. Όπως συμβαίνει και στην υπόλοιπη φύση, τα απορρίμματά μας γίνονται η τροφή κάποιου άλλου.

Γιατί αποκαλώ μια τέτοια οικονομία «ιερή» αντί να την αποκαλέσω οικονομία της φύσης ή οικολογική οικονομία; Την αποκαλώ «ιερή» λόγω της ιερότητας των δώρων. Το να υπακούς στον νόμο της επιστροφής στην πηγή σημαίνει να τιμάς το πνεύμα του Δώρου επειδή λαμβάνουμε αυτό που μας δίνεται, και από εκείνο το δώρο, δίνουμε κι εμείς με τη σειρά μας. Τα δώρα είναι για να περνούν από τον έναν στον άλλον. Είτε τα κρατάμε για ένα διάστημα και μετά τα δίνουμε σε κάποιον άλλον είτε τα χρησιμοποιούμε, τα αφομοιώνουμε, τα κάνουμε μέρος της ζωής μας και τα δίνουμε σε κάποιον άλλον σε τροποποιημένη μορφή. Το γεγονός ότι αυτό είναι μία ιερή ευθύνη είναι προφανές τόσο από θεϊστική όσο και από αθεϊστική άποψη.

Από τη θεϊστική άποψη, σκεφτείτε την προέλευση του κόσμου που μας δόθηκε. Θα ήταν θανάσιμο σφάλμα να πιστέψουμε, όπως μου είπαν κάποιοι ευαγγελικοί, ότι είναι αποδεκτό να χρησιμοποιούμε τη φύση με καταστροφικό τρόπο, αφού στο κάτω-κάτω ο Θεός μας τη δώρισε. Το να χαραμίζεις ένα δώρο, να το χρησιμοποιείς με άσχημο τρόπο, σημαίνει να υποτιμάς το δώρο και να προσβάλλεις τον δωρητή. Αν δώσεις σε κάποιον ένα δώρο και αυτός το καταστρέψει μπροστά στα μάτια σου, μπορεί να νιώσεις προσβεβλημένος  ή απογοητευμένος· το βέβαιο είναι ότι θα σταματήσεις να δίνεις δώρα σε εκείνο το άτομο. Πιστεύω ότι οποιοσδήποτε που πιστεύει πραγματικά στον Θεό δεν θα τολμούσε να μεταχειριστεί την Πλάση με τέτοιο τρόπο παρά θα έκανε ό,τι πιο όμορφο μπορούσε με τη ζωή, τη γη και ό,τι υπάρχει πάνω σ’ αυτή. Αυτό σημαίνει ότι τη μεταχειριζόμαστε ως το θείο δώρο που είναι. Ευγνώμονες, τη χρησιμοποιούμε καλά και ανταποδίδουμε με τη σειρά μας. Αυτή είναι η θεϊστική αιτία για την οποία αποκαλώ ιερή μία οικονομία μηδενικών απορριμμάτων.

Από την αθεϊστική άποψη, μία οικονομία μηδενικών απορριμμάτων είναι η οικονομική υλοποίηση της αλληλοσύνδεσης όλων των έμβιων όντων. Ενσαρκώνει την αλήθεια πως ό,τι κάνω στους άλλους, κάνω και στον εαυτό μου. Στον βαθμό που συνειδητοποιούμε ό,τι όλα είναι ένα, επιθυμούμε να προωθήσουμε τα δώρα μας σε άλλους ανθρώπους, να μην κάνουμε κακό και να αγαπάμε τους άλλους όπως αγαπάμε τον εαυτό μας.

Στην πράξη, αυτό το όραμα της ιερής οικονομίας απαιτεί να εξαλείψουμε αυτό στο οποίο αναφέρονται οι οικονομολόγοι με τον όρο «εξωτερικοί παράγοντες» (externalities). Το εξωτερικό κόστος είναι κόστος που συνδέεται με την παραγωγή που όμως δεν αντανακλάται στο κόστος παραγωγής αλλά πληρώνεται από κάποιον άλλον. Για παράδειγμα, ένας λόγος που τα λαχανικά από την Κεντρική Πεδιάδα της California κοστίζουν φθηνότερα από στην Pennsylvania από τα αντίστοιχα τοπικά προϊόντα είναι ότι η τιμή τους δεν αντιπροσωπεύει το πλήρες κόστος τους. Αφού οι παραγωγοί δεν είναι υπεύθυνοι από τον νόμο να πληρώσουν το παρόν και το μελλοντικό κόστος για την εξάντληση του υδροφόρου ορίζοντα, τη δηλητηρίαση από τα παρασιτοκτόνα, την αλάτωση του εδάφους και άλλες συνέπειες των γεωργικών μεθόδων που χρησιμοποιούν, αυτά τα κόστη δεν αποτελούν μέρος της τιμής  ενός λάχανου. Επιπλέον, το κόστος της μεταφοράς με φορτηγά του προϊόντος από τη μία άκρη της ηπείρου στην άλλη επιδοτείται σε υψηλό βαθμό. Η τιμή ενός ντεπόζιτου καυσίμου δεν περιλαμβάνει το κόστος της ρύπανσης που παράγει ούτε το κόστος των πολέμων που έγιναν για να εξασφαλίσουν αυτά τα καύσιμα ή το κόστος των πετρελαιοκηλίδων. Το κόστος μεταφοράς δεν αντικατοπτρίζει την κατασκευή και τη συντήρηση των αυτοκινητοδρόμων. Αν όλα αυτά τα κόστη ήταν ενσωματωμένα στην τιμή ενός λάχανου, τότε τα λάχανα της Καλιφόρνια θα ήταν απαγορευτικά ακριβά στην Pennsylvania. Θα αγοράζαμε μόνον πολύ ιδιαίτερα πράγματα από μακρινά μέρη.

Πολλοί κλάδοι της βιομηχανίας μπορούν και λειτουργούν σήμερα μόνον και μόνον επειδή έχουν εξωτερικεύσει τα κόστη τους. Για παράδειγμα οι νομοθετικές ρυθμίσεις για την ευθύνη των πετρελαιοκηλίδων και της υπερθέρμανσης του κεντρικού τμήματος πυρηνικών αντιδραστήρων κάνουν τις θαλάσσιες γεωτρήσεις για πετρέλαιο και την πυρηνική ενέργεια επικερδείς για τους φορείς που τις εκμεταλλεύονται, παρόλο που η συνολική τους επίδραση στην κοινωνία είναι αρνητική. Ακόμα κι αν η BP χρεοκοπήσει προσπαθώντας, δεν υπάρχει περίπτωση η εταιρεία να πληρώσει ή να μπορεί να πληρώσει το πλήρες κόστος για την πετρελαιοκηλίδα στον κόλπο του Μεξικού. Η κοινωνία θα πληρώσει το κόστος, μεταθέτοντας στην ουσία κοινό πλούτο στους επενδυτές της εταιρείας.(2) Κάθε κλάδος της βιομηχανίας που έχει το δυναμικό για καταστροφικές ζημίες ουσιαστικά κάνει μία μετάθεση του πλούτου από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα, από τα χέρια των πολλών στα χέρια των λίγων. Αυτοί οι κλάδοι της βιομηχανίας λειτουργούν με δωρεάν ασφάλιση. Αυτοί παίρνουν τα κέρδη, εμείς αναλαμβάνουμε τους κινδύνους. Το ίδιο ισχύει για τον χρηματοοικονομικό τομέα, όπου οι μεγαλύτεροι κερδοσκόποι της αγοράς έχουν τη δυνατότητα να πάρουν τεράστια ρίσκα γνωρίζοντας ότι θα λάβουν κρατική οικονομική βοήθεια αν αποτύχουν. Η εξωτερίκευση του κόστους καθιστούν οικονομικά συμφέροντα πράγματα που στην πραγματικότητα είναι ασύμφορα, όπως οι θαλάσσιες γεωτρήσεις βαθέων υδάτων για πετρέλαιο και η πυρηνική ενέργεια.

Η εξουδετέρωση των εξωτερικών παραγόντων ανατρέπει το επιχειρηματικό σχέδιο πολλών χρόνων: «Εγώ κρατάω τα έσοδα και κάποιος άλλος πληρώνει το κόστος». Λιπαίνω το χωράφι μου με νιτρώδη λιπάσματα, και οι αλιείες των γαρίδων πληρώνουν το κόστος του ευτροφισμού στα κατάντη του ποταμού. Χρησιμοποιώ γαιάνθρακα για να παράγω ηλεκτρισμό, και η κοινωνία πληρώνει το κόστος της ιατρικής περίθαλψης για τις εκπομπές υδραργύρου και το περιβαλλοντικό κόστος της όξινης βροχής. Όλες αυτές οι στρατηγικές είναι παραλλαγές του ίδιου θέματος που έχω ήδη περιγράψει: του εκχρηματισμού των κοινών. Η ικανότητα της γης να απορροφά διάφορα είδη αποβλήτων είναι ένα είδος κοινού πλούτου, όπως και η γονιμότητα του εδάφους, ο πλούτος των θαλασσών και των υδροφόρων οριζόντων. Ο συνολικός ελεύθερος χρόνος της κοινωνίας μπορεί ίσως να θεωρηθεί κι αυτός ένα κοινό αγαθό, το οποίο εξαντλείται όταν κάποιοι προκαλούν ρύπανση που ο υπόλοιπος κόσμος καλείται να καθαρίσει.

Η φράση «Εγώ κρατάω τα έσοδα και κάποιος άλλος πληρώνει το κόστος» αντικατοπτρίζει τη νοοτροπία του απομονωμένου εαυτού σύμφωνα με την οποία η δική σου ευημερία είναι βασικώς αποκομμένη από τη δική μου. Τι σημασία έχει τι συμβαίνει σε σένα; Τι με νοιάζει εμένα αν είσαι φτωχός ή άρρωστος ή στη φυλακή εφόσον εγώ είμαι επαρκώς απομονωμένος από την κοινωνική και περιβαλλοντική τοξικότητα που υπάρχει κάπου μακριά; Τι με νοιάζει εμένα αν ο κόλπος του Μεξικού πεθαίνει εξαιτίας μιας πετρελαιοκηλίδας; Εγώ απλώς θα πάω να ζήσω κάπου αλλού. Τι με νοιάζει εμένα αν υπάρχει μία νησίδα από πλαστικό πλάτους χιλίων χιλιομέτρων στον Ειρηνικό Ωκεανό; Από την οπτική της διάστασης, δεν έχει καμία σημασία – θεωρητικά, μπορούμε να απομονώσουμε τους εαυτούς μας από τις συνέπειες των πράξεών μας. Το να επωφελούμαστε από την εξωτερίκευση του κόστους είναι αναπόσπαστο μέρος αυτής της οπτικής. Όμως από την οπτική του εαυτού, που είναι συνδεδεμένος με τους άλλους ανθρώπους και με τον πλανήτη, η δική σου ευημερία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη δική μου επειδή εσύ κι εγώ δεν είμαστε καταρχήν απομονωμένοι. Η απορρόφηση κάθε κόστους είναι απλώς η οικονομική ενσάρκωση εκείνης της αρχής της αλληλο σύνδεσης: «Ό,τι κάνω στους άλλους, κάνω και στον εαυτό μου».

Η απορρόφηση του κόστους επίσης ανακλά τις αντιλήψεις της κουλτούρας του δώρου. Στον κύκλο του δώρου, η δική σου καλή τύχη είναι και δική μου καλή τύχη, και η δική σου ζημία είναι και δική μου ζημία επειδή θα έχεις αντιστοίχως περισσότερα ή λιγότερα να δώσεις. Σύμφωνα με αυτήν τη κοσμοθεωρία, είναι ζήτημα κοινής λογικής να συμπεριλάβουμε στους ισολογισμούς μας τη ζημία για την κοινωνία ή τη φύση. Αν εγώ εξαρτώμαι από σένα για τα δώρα που μου δίνεις, τότε είναι παράλογο εγώ να πλουτίζω από τη δική σου εξαθλίωση. Σε έναν τέτοιο κόσμο, η καλύτερη επιχειρηματική απόφαση είναι εκείνη που κάνει όλους πλουσιότερους: και την κοινωνία και τον πλανήτη. Μία ιερή οικονομία πρέπει να εκφράζει αυτήν την αρχή, ευθυγραμμίζοντας το κέρδος με το δημόσιο συμφέρον.

Έχοντας αντιληφθεί αυτήν την αρχή, κάποιοι οραματιστές επιχειρηματίες προσπαθούν να την υλοποιήσουν με τη θέλησή τους μέσα από έννοιες όπως η «κάλυψη των τριών βασικών στόχων» (triple bottom line) και η «ολιστική κοστολόγηση» (full-cost accounting). Η ιδέα είναι ότι η εταιρεία τους θα δραστηριοποιηθεί όχι μόνο για να μεγιστοποιήσει τα κέρδη της, αλλά για να καλύψει και τους τρεις βασικούς στόχους, κοινωνικούς, περιβαλλοντικούς και επίτευξη κερδών. Το πρόβλημα είναι ότι αυτές οι εταιρείες έχουν να ανταγωνιστούν άλλες που κάνουν ακριβώς το αντίθετο: εξάγουν τα κόστη τους στην κοινωνία και στον πλανήτη. Η κάλυψη των τριών βασικών στόχων και η ολιστική κοστολόγηση είναι χρήσιμα ως μέθοδοι αξιολόγησης της πολιτικής του δημοσίου (επειδή δεν περιλαμβάνουν μόνον τα οικονομικά οφέλη) όμως όταν πρόκειται για ιδιωτική επιχειρηματικότητα, συχνά οι δύο πρώτοι στόχοι αντιμάχονται τον τρίτο. Αν είμαι ψαράς που προσπαθώ να χρησιμοποιήσω βιώσιμες μεθόδους αλιείας και έχω να συναγωνιστώ στόλο από μηχανότρατες με δίχτυα μήκους εκατό χιλιομέτρων, το υψηλότερο κόστος των δικών μου μεθόδων θα με βγάλει εκτός συναγωνισμού. Αυτός είναι ο λόγος που χρειάζεται κάποιο μέσο επιβολής της απορρόφησης του κόστους και ενοποίησης των τριών βασικών στόχων σε έναν βασικό στόχο που θα περιλαμβάνει και τους τρεις. Δεν γίνεται απλώς να ελπίζουμε ότι οι άνθρωποι «θα το καταλάβουν». Πρέπει να δημιουργήσουμε ένα σύστημα που ευθυγραμμίζει το ατομικό συμφέρον με το δημόσιο συμφέρον.

Ένας τρόπος για να κάνουμε τα κόστη που έχουμε εξωτερικεύσει (και τα οφέλη που έχουμε εξωτερικεύσει) μέρος του ισολογισμού είναι μέσω των συστημάτων ανωτάτων ορίων και εμπορίας εκπομπών ρύπων (cap-and-trade) και άλλων εισφορών εκπομπής ρύπων που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αγοραπωλησίας.(3) Παρόλο που τέτοια συστήματα έχουν επιφέρει ανάμεικτα αποτελέσματα στην πράξη (τα ανώτατα όρια διοξειδίου του θείου είχαν σχετική επιτυχία ενώ οι πιστωτικές μονάδες άνθρακα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν σκέτη αποτυχία), θεωρητικά μας επιτρέπουν να θέσουμε σε ισχύ μια συλλογική συμφωνία για το τι θεωρείται ανώτατο επιτρεπτό όριο. Το «ανώτατο επιτρεπτό όριο» εξαρτάται από την ικανότητα του πλανήτη ή της βιοπεριοχής να αφομοιώνει την εν λόγω ουσία. Για το διοξείδιο του θείου, η Ευρώπη και η Αμερική μπορεί να έχουν διαφορετικά ανώτατα επιτρεπτά όρια για ελέγξουν την όξινη βροχή· το Λος Άντζελες μπορεί να έχει το δικό του ανώτατο επιτρεπτό όριο για το όζον ή το νιτρώδες οξείδιο· ο πλανήτης μπορεί να έχει ένα ενιαίο ανώτατο επιτρεπτό όριο για το CO2 και τα CFC. Η επιβολή ανώτατων επιτρεπτών ορίων καταστρατηγεί το παράδοξο του Jevon, το οποίο λέει ότι οι βελτιώσεις στην αποδοτικότητα δεν οδηγούν απαραιτήτως σε μικρότερη κατανάλωση ωστόσο μπορεί να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη κατανάλωση με τη μείωση των τιμών και την απελευθέρωση διαθέσιμου κεφαλαίου για ακόμα μεγαλύτερη παραγωγή.(4)

Πολλή αμφισβήτηση περιβάλλει τις σημερινές προτάσεις ανωτάτων ορίων και εμπορίας εκπομπών ρύπων (cap-and trade), και σε γενικές γραμμές, συμφωνώ με τους κριτές αυτών των προτάσεων. Ένα πραγματικά αποτελεσματικό πρόγραμμα εισφορών για τις εκπομπές ρύπων θα ήταν ένα σύστημα δημοπράτησης χωρίς αντισταθμίσματα, χωρίς δωρεάν πιστωτικές μονάδες, χωρίς ρήτρες κεκτημένων δικαιωμάτων και με αυστηρές κυρώσεις για τα κράτη που δεν συμμορφώνονται με τα μέτρα. Ακόμα κι έτσι, παραμένουν προβλήματα: η αστάθεια των τιμών, η διακίνηση κερδοσκοπικών παραγώγων και η διαφθορά. Η εφαρμογή είναι ένα ιδιαίτερα κρίσιμο πρόβλημα επειδή το σύστημα ανωτάτων ορίων και εμπορίας εκπομπών ρύπων δίνει ένα μεγάλο πλεονέκτημα στους βιομήχανους σε χώρες όπου η εφαρμογή των ορίων είναι πιο χαλαρή, πράγμα που θα μπορούσε να επιφέρει περισσότερη συνολική ρύπανση από το σημερινό ρυθμιστικό πλαίσιο.(5) Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι στα συστήματα ανωτάτων ορίων και εμπορίας εκπομπών ρύπων, ο περιορισμός του ενός βιομηχάνου οδηγεί στην αποδέσμευση παραγωγικών πόρων ή επιδομάτων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από κάποιον άλλο βιομήχανο, δημιουργώντας ένα αίσθημα προσωπικής αδυναμίας.

Τα προβλήματα με τα συστήματα ανωτάτων ορίων και εμπορίας εκπομπών ρύπων (cap-and-trade) προτείνουν μια διαφορετική προσέγγιση: άμεσους φόρους στη ρύπανση, όπως ο φόρος διοξειδίου του άνθρακα του Paul Hawken. Τα ορυκτά καύσιμα θα μπορούσαν να φορολογηθούν κατά την εισαγωγή τους στη χώρα, και τα έσοδα από τη φορολόγηση να επιστραφούν στην κοινωνία. Αυτός είναι ένας άλλος τρόπος να επιβάλουμε την απορρόφηση του κόστους και θα ταίριαζε πολύ σε καταστάσεις όπου το κοινωνικό και περιβαλλοντικό κόστος είναι εύκολο να προσδιοριστούν ποσοτικά και να αποκατασταθούν. Όπως και στην περίπτωση του συστήματος ανωτάτων ορίων και εμπορίας εκπομπών ρύπων, η διεθνής εφαρμογή του μέτρου είναι μεγάλο πρόβλημα, καθώς η βιομηχανία θα γινόταν έτσι πιο συμφέρουσα σε χώρες που θα αρνιόνταν να επιβάλουν το φόρο ή που θα ήταν ανεπαρκείς στην είσπραξη του φόρου. Επίσης, ίσως χρειάζεται συχνή ρύθμιση του ποσοστού για να φτάσουμε στο επιθυμητό ανώτατο όριο.

Εκείνοι οι αναγνώστες που οπισθοχωρούν στο άκουσμα ενός ακόμα φόρου, ας λάβουν υπόψη τους πως οι δύο μηχανισμοί που περιέγραψα, τα συστήματα ανωτάτων ορίων και εμπορίας εκπομπών ρύπων και οι «πράσινοι» φόροι, στην πραγματικότητα δεν επιβάλλουν νέους φόρους στην κοινωνία. Ούτως ή άλλως, κάποιος θα πληρώνει το κόστος των περιβαλλοντικών καταστροφών. Με το σημερινό σύστημα, αυτός ο κάποιος είναι είτε αθώοι παρευρισκόμενοι είτε οι μελλοντικές γενιές. Αυτές οι προτάσεις απλώς μετατοπίζουν αυτό το κόστος σε εκείνους που το δημιουργούν και κερδίζουν από αυτό.

Όταν γίνεται απορρόφηση του κόστους της ρύπανσης, με όποιο τρόπο και αν όπως και αν κατορθώνεται αυτό, η καλύτερη επιχειρηματική απόφαση ευθυγραμμίζεται με την καλύτερη περιβαλλοντική απόφαση. Ας υποθέσουμε ότι είστε εφευρέτης και σας έρχεται μια εκπληκτική ιδέα για το πώς ένα εργοστάσιο θα μειώσει τη ρύπανση που δημιουργεί κατά 90 τοις εκατό με μηδενική απώλεια στην παραγωγικότητά του. Σήμερα, εκείνο το εργοστάσιο δεν έχει κανένα κίνητρο να εφαρμόσει την ιδέα σας επειδή δεν πληρώνει το κόστος της ρύπανσης που δημιουργεί. Αν, όμως, γινόταν απορρόφηση του κόστους της ρύπανσης, η εφεύρεσή σας θα γινόταν περιζήτητη. Μία ολόκληρη νέα σειρά οικονομικών κινήτρων προκύπτει από την απορρόφηση του κόστους. Η καλή μας καρδιά που επιθυμεί να σταματήσει τη ρύπανση ακόμα κι αν κάτι τέτοιο δεν είναι οικονομικό, δεν θα χρειάζεται πια να πολεμά τις πιέσεις του χρήματος.

Παρόλο που τόσο τα προγράμματα ανωτάτων ορίων και εμπορίας εκπομπών ρύπων όσο και οι φόροι για τη ρύπανση έχουν να διαδραματίσουν έναν ρόλο στην απορρόφηση του κοινωνικού και οικολογικού κόστους, θα μπορούσαμε επίσης να τα ενσωματώσουμε στη δομή του ίδιου του χρήματος, ενός είδους χρήματος που έχει πρόθεση και εκφράζει τον σεβασμό μας για τον πλανήτη και τη νέα μας αναδυόμενη αντίληψή μας για τον ρόλο και τον σκοπό της ανθρωπότητας πάνω στη γη. Συνενώνει την απορρόφηση των δαπανών με την επανόρθωση της μεγάλης αδικίας της ιδιοκτησίας που περιγράφηκε στο Κεφάλαιο 4, επιστρέφοντας τα κοινά αγαθά στους ανθρώπους αλλά παράλληλα προσφέροντας ελευθερία στο πνεύμα της δημιουργικής επιχειρηματικότητας. Εφαρμόζει την αρχή του Κεφαλαίου 9: να καταστήσουμε το χρήμα ιερό διασφαλίζοντάς το με τα πράγματα που έχουν γίνει ιερά για εμάς. Ανάμεσα στα πράγματα αυτά βρίσκονται ακριβώς τα ίδια πράγματα που οι πράσινοι φόροι και τα παρόμοια αποσκοπούν να συντηρήσουν. Παρόλο που οι λεπτομέρειες του συστήματος ανωτάτων ορίων και εμπορίας εκπομπών ρύπων, του νομίσματος και ούτω καθεξής μπορεί να έχουν μία αίσθηση του τεχνοκρατικού, το κίνητρο που βρίσκεται κάτω από αυτά και που θα αναπτύξουμε στο επόμενο κεφάλαιο, είναι να ευθυγραμμίσουμε το χρήμα με τα πράγματα που θεωρούμε ιερά.

Είτε αυτό επιτευχθεί μέσω της παραδοσιακής φορολόγησης είτε με το σύστημα ανωτάτων ορίων και εμπορίας εκπομπών ρύπων είτε με την ενσωμάτωση στο ίδιο το χρήμα, το βέβαιο είναι ότι ξεκινάμε μία απολύτως διαφορετική σχέση με τη Γη. Στις μέρες της Ανόδου, της ιστορίας της ανάπτυξης της ανθρώπινης επικράτειας και της κατάκτησης της άγριας φύσης, στην εποχή της παιδικής ηλικίας της ανθρωπότητας, όταν ο κόσμος έμοιαζε να έχει άπειρο χώρο για να φιλοξενήσει την ανθρωπογενή ανάπτυξη, δεν χρειαζόντουσαν συλλογικές συμφωνίες για το πόσο ψάρια θα αλιεύαμε, πόσα δέντρα θα κόβαμε, πόσα μεταλλεύματα θα εξορύσσαμε ή το πόση από την ικανότητα της ατμόσφαιρας να απορροφά ρύπους θα χρησιμοποιούσαμε. Σήμερα, η σχέση μας με την υπόλοιπη φύση αλλάζει ουσιαστικά, αφού είναι αδύνατον να αγνοήσουμε τα όρια του περιβάλλοντος. Τα αλιευτικά πεδία, τα δάση, το καθαρό νερό και ο καθαρός αέρας, όλα τους πλέον είναι ξεκάθαρα πολύ κοντά στην εξάντλησή τους. Έχουμε τη δύναμη να καταστρέψουμε τη γη ή τουλάχιστον να της προκαλέσουμε σοβαρότατη ζημιά. Εκείνη είναι ευάλωτη απέναντί μας, όπως είναι ευάλωτος ο ένας εραστής απέναντι στον άλλον. Με αυτήν την έννοια, δεν είναι πια πρεπούμενο να σκεφτόμαστε τη Γη μόνον ως μητέρα μας. Ένα παιδί, που έχει ισχυρές επιθυμίες, δεν υπολογίζει τα όρια της μητέρας του. Όμως ανάμεσα στους εραστές τα πράγματα είναι διαφορετικά. Αυτός είναι ο λόγος που προβλέπω ένα μέλλον στο οποίο διατηρούνται τα ανώτατα τοπικά, περιφερειακά και παγκόσμια όρια χρήσης των διαφόρων παραγωγικών πόρων. Τα αλιεύματα, η χρήση του υπόγειου νερού, οι εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα, η συγκομιδή της ξυλείας, η εξάντληση της καλλιεργήσιμης γης και πολλά άλλα θα παρακολουθούνται συστηματικά και θα διατηρούνται σε βιώσιμα επίπεδα. Αυτοί οι πόροι – καθαρό νερό, καθαρός αέρας ορυκτά, η πανίδα και η χλωρίδα και άλλα – θα είναι ιερά για εμάς, τόσο ιερά που αμφιβάλλω αν θα τα αποκαλούμε στο μέλλον «πόρους» όπως δεν αποκαλούμε τα δικά μας ζωτικά όργανα πόρους ούτε μας περνάει από το μυαλό η ιδέα να τα εξαντλήσουμε.

Στην πραγματικότητα, εξαντλούμε τα δικά μας ζωτικά όργανα, για επιδιώξεις ανάλογες με εκείνες που εξαντλούμε τα ζωτικά όργανα της γης. Όπως θα περίμενε κάποιος από την κατανόηση του συνδεδεμένου εαυτού, ό,τι κάνουμε στη γη, κάνουμε και στον εαυτό μας. η ομοιότητα φτάνει πολύ βαθιά, οπότε χάριν συντομίας, θα περιοριστώ μόνο σε ένα σημείο: στην ομοιότητα ανάμεσα στην εξάντληση των ορυκτών καυσίμων που βρίσκονται αποθηκευμένα μέσα στη γη και την εξάντληση των επινεφρίδιων μέσω χημικών και ψυχολογικών διεγερτικών. Στην παραδοσιακή κινεζική ιατρική, τα επινεφρίδια αποτελούν μέρος του συστήματος των νεφρών, που θεωρούνται το ρεζερβουάρ του αρχικού τσι, της δύναμης της ζωής, καθώς και η πύλη για μια συνεχή παροχή επίκτητου τσι. Όταν είμαστε σε αρμονία με τον σκοπό της ζωής μας, αυτές οι πύλες προς τη δύναμη της ζωής ανοίγουν διάπλατα και μας προσφέρουν ένα συνεχές απόθεμα ενέργειας. Όμως όταν χάνουμε αυτήν την εναρμόνιση, πρέπει να χρησιμοποιούμε ολοένα και δριμύτερες μεθόδους (καφέ, τεχνικές παρακίνησης, απειλές) για να τραβήξουμε τη δύναμη της ζωής μέσα από τα επινεφρίδια. Παρόμοια, η τεχνολογία που χρησιμοποιούμε για να φτάσουμε στα ορυκτά καύσιμα γίνεται όλο και πιο βίαιη – της υδραυλικής ρωγμάτωση, αποψίλωση εδαφών, εκμετάλλευση πετρελαιοφόρων ασφαλτωδών άμμων και ούτω καθεξής – και χρησιμοποιούμε αυτά τα καύσιμα για επιπόλαιους ή καταστροφικούς σκοπούς που ολοφάνερα δεν ευθυγραμμίζονται καθόλου με το σκοπό του ανθρώπινου είδους πάνω στη γη. Ό,τι γίνεται σε προσωπικό επίπεδο και ό,τι γίνεται σε πλανητικό επίπεδο καθρεφτίζονται μεταξύ τους. Συνδέονται με κάτι περισσότερο από μια απλή αναλογία: το είδος της δουλειάς που εξαναγκάζουμε τους εαυτούς μας να εκτελέσουμε καταναλώνοντας καφέ και χρησιμοποιώντας εξωτερική κινητοποίηση (π.χ. χρήματα) είναι ακριβώς το είδος της δουλειάς που συμβάλλει στη λεηλασία του πλανήτη. Δεν θέλουμε στην πραγματικότητα να το κάνουμε αυτό στο σώμα μας· δεν θέλουμε στην πραγματικότητα να το κάνουμε αυτό στον πλανήτη.

Θέλουμε να γίνουμε αυτοί που προσφέρουν δώρα και όχι μόνο αυτοί που παίρνουν στη σχέση μας με τη Γη. Έχοντας αυτό κατά νου, θα θίξω με άλλη μία όψη του νόμου της επιστροφής στην πηγή και την συμπαντική ενότητα της προσφοράς και της αποδοχής. Φαίνεται πως υπάρχει μια κατάφωρη εξαίρεση στον νόμο της επιστροφής στην πηγή στη φύση, κάτι που δεν ανακυκλώνουν τα οικοσυστήματα, κάτι που ανανεώνεται συνεχώς και υπάρχει πάντοτε ως κατάλοιπο. Αυτό το κάτι είναι η ενέργεια. Ακτινοβολούμενη από τον ήλιο, αιχμαλωτίζεται από τα φυτά και μετατρέπεται από τη μια μορφή στην άλλη στην τροφική αλυσίδα, κινούμενη αμετάκλητα προς τον τελικό προορισμό της: πλεονάζουσα θερμότητα. Αργά ή γρήγορα, όλη η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία χαμηλής εντροπίας από τον ήλιο ακτινοβολείται από τη γη πίσω προς τον ήλιο ως θερμότητα υψηλής εντροπίας.(6)

Δεν με εκπλήσσει που οι αρχαίοι λαοί λάτρευαν τον ήλιο, το μοναδικό από τα πράγματα που γνωρίζουμε το οποίο δίνει χωρίς προσδοκία ή έστω δυνατότητα ανταπόδοσης. Ο ήλιος είναι υλοποιημένη γενναιοδωρία. Δίνει ενέργεια σε ολόκληρο το βασίλειο της ζωής, και, με τη μορφή ορυκτών καυσίμων, ηλιακής, αιολικής και υδροηλεκτρικής ενέργειας, μπορεί να δώσει ενέργεια και στην τεχνόσφαιρα. Θαυμάζοντας αυτήν την ουσιαστικά αστείρευτη πηγή δωρεάν ενέργειας, μπορώ να αισθανθώ την απόλυτη, σχεδόν παιδιάστικη, ευγνωμοσύνη που πρέπει να ένιωθαν οι αρχαίοι προσκυνητές του ήλιου.

Όμως, υπάρχει και συνέχεια σε αυτό. Στην παράδοση της πνευματικότητας υπάρχει μια διήγηση που λέει ότι κι εμείς προσφέρουμε στον ήλιο· ότι μάλιστα ο ήλιος συνεχίζει να λάμπει εξαιτίας της ευγνωμοσύνης μας. Οι αρχαίες τελετές για τον ήλιο δεν ήταν μόνο για να ευχαριστήσουν τον ήλιο – ήταν και για να συνεχίσει εκείνος να λάμπει. Η ηλιακή ενέργεια είναι το φως της γήινης αγάπης που ανακλάται πίσω σε εμάς. Κι εδώ λειτουργεί το πνεύμα του δώρου. Δεν είμαστε απομονωμένοι ούτε ακόμα από αυτόν τον ήλιο, και, ίσως, είναι αυτό το αίτιο που μερικές φορές μπορούμε να νιώσουμε έναν εσωτερικό ήλιο να λάμπει μέσα μας και να φωτίζει όλους τους άλλους με τη ζεστασιά και το φως της γενναιοδωρίας.