ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14: ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΜΕΡΙΣΜΑ
ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΧΡΟΝΟΥ Ένα μεγάλο τμήμα της ιστορίας της τεχνολογίας είναι η ιστορία των μέσων εξοικονόμησης εργατικού δυναμικού. Ένας εκσκαφέας μπορεί να κάνει όση δουλειά κάνουν πεντακόσιοι άνδρες με φτυάρια. Μια μπουλντόζα το έργο πεντακοσίων υλοτόμων με τσεκούρια. Ένας υπολογιστής την εργασία πεντακοσίων λογιστών της παλαιάς εποχής που είχαν μολύβι και χαρτί. Μετά από αιώνες τεχνολογικής προόδου γιατί εργαζόμαστε τόσο πολύ, όσο πάντα; Γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι στη γη εξακολουθούν να ζουν σε μια καθημερινή εμπειρία της έλλειψης; Για αιώνες, οι μελλοντολόγοι προέβλεπαν μια επικείμενη εποχή του ελεύθερου χρόνου. Γιατί αυτό δεν συνέβη ποτέ; Ο λόγος είναι ότι, σε κάθε ευκαιρία, επιλέξαμε να παράγουμε περισσότερο αντί να εργαζόμαστε λιγότερο. Είμαστε ανήμποροι να επιλέξουμε διαφορετικά. Σύμφωνα με το ισχύον σύστημα, η αύξηση του ελεύθερου χρόνου είναι αδύνατη χωρίς κάποιο είδος ανακατανομής του πλούτου. Φανταστείτε τι θα συνέβαινε αν, ξαφνικά, βρισκόταν μια μαγική τεχνολογία που θα μπορούσε να διπλασιάσει την παραγωγικότητα του κάθε εργαζόμενου. Τώρα, η ίδια ποσότητα αγαθών είναι διαθέσιμη με το ήμισυ του εργατικού δυναμικού. Αν (όπως σε μια σταθερή κατάσταση ή αποανάπτυξη της οικονομίας) η ζήτηση δεν αυξηθεί, τότε οι μισοί εργαζόμενοι θα γίνουν περιττοί. Για να παραμείνουν ανταγωνιστικές, οι επιχειρήσεις πρέπει να απολύσουν τους μισούς εργαζομένους τους, να τους μετατρέψουν σε εργαζόμενους μερικής απασχόλησης ή να τους καταβάλουν λιγότερα. Συγκεντρωτικά οι μισθοί θα μειωθούν κατά το ήμισυ, αφού κανείς δεν θα πληρώνει εργαζόμενους περισσότερο από τα έσοδα που αυτοί δημιουργούν για τον εργοδότη. Οι εργαζόμενοι που απολύθηκαν δεν θα έχουν πλέον τα χρήματα για να αγοράσουν τα προϊόντα, αν και θα είναι περίπου 50 τοις εκατό φθηνότερα. Τελικά, παρότι περισσότερα αγαθά θα είναι διαθέσιμα με μικρότερη προσπάθεια, τα χρήματα που θα χρειάζονται γι αυτά τα αγαθά δεν θα φθάνουν σ’ αυτούς που θα μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν. Ο ελεύθερος χρόνος μεγάλωσε, ονομάζεται «ανεργία» – και τα αποτελέσματα είναι καταστροφικά: μια ταχεία συγκέντρωση του πλούτου, αποπληθωρισμός, πτωχεύσεις, και ούτω καθεξής όπως περιγράφεται στο Κεφάλαιο 6. Η επακόλουθη κοινωνικοοικονομική καταστροφή μπορεί να αποφευχθεί με δύο τρόπους: ανακατανομή του πλούτου ή ανάπτυξη. Για να επιτευχθεί το πρώτο, θα μπορούσαμε απλά να πάρουμε χρήματα από τους εργαζόμενους και να τα δώσουμε στους άνεργους, να επιδοτήσουμε επιχειρήσεις για την διατήρηση περιττών εργαζόμενων, ή να δώσουμε στον καθένα ένα κοινωνικό μισθό ανεξάρτητα από το αν εργάζεται ή όχι. Αυτές οι αναδιανεμητικές πολιτικές μειώνουν τον σχετικό πλούτο και την δύναμη των κατόχων του χρήματος. Η άλλη λύση, στο παραπάνω σενάριο, θα ήταν να διπλασιαστεί η ζήτηση έτσι ώστε να έχουν όλοι απασχόληση.
Δεδομένου ότι, σε γενικές γραμμές, οι πλούσιοι έχουν τον έλεγχο των πραγμάτων και δεν θέλουν τον πλούτο τους να αναδιανεμηθεί, η παραδοσιακή λύση στο πρόβλημα της υπερπαραγωγής και της υποαπασχόλησης είναι να δημιουργηθεί με κάποιο τρόπο οικονομική ανάπτυξη, πράγμα που σημαίνει αύξηση της ζήτησης για νέα προϊόντα και υπηρεσίες. Ένας τρόπος να γίνει αυτό είναι μέσω των εξαγωγών. Προφανώς, η λύση αυτή δεν μπορεί να λειτουργήσει σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ένας άλλος τρόπος να αυξηθεί η ζήτηση είναι, όπως έχω επαρκέστατα περιγράψει, η κατάληψη των αγαθών της μη χρηματικής – να υποχρεωθούν οι άνθρωποι να αγοράζουν ότι κάποτε ήταν δωρεάν. Τέλος, μπορούμε απλά να καταστρέψουμε την πλεονάζουσα παραγωγή με πόλεμο ή σπατάλη. Όλα αυτά τα μέτρα θα κρατήσουν τις θέσεις εργασίας παρότι η ζήτηση θα έχει κορεστεί.
Η ιδεολογία της ανάπτυξης, η ιστορία της Ανόδου, λέει ότι η φυσική ζήτηση ποτέ δεν μπορεί να κορεστεί, διότι είναι απείρως (προς τα πάνω) ελαστική. Υποθέτει μια ατέλειωτη σειρά από νέες αγορές, νέες ανάγκες, και νέες επιθυμίες. Αλλά όπως έχω παρατηρήσει, το μόνο αντικείμενο που δεν γνωρίζει κορεσμό είναι το χρήμα. Η υπόθεση απεριορίστων αναγκών και επομένως απεριόριστης ζήτησης καθοδηγεί την παράνοια που βλέπουμε σήμερα – και την οικονομική λογική που βρίσκεται από πίσω της.(1) Στο παρελθόν είχαμε πάντα μια επιλογή για το τι θα κάναμε με ό,τι κερδίζαμε σε αποδοτικότητα: λιγότερη εργασία ή μεγαλύτερη κατανάλωση. Εξαναγκαστήκαμε από ένα χρηματικό σύστημα που εξαρτάται από την ανάπτυξη να επιλέγουμε σταθερά το τελευταίο. Αντί να εργαζόμαστε λιγότερο σκληρά για να καλύψουμε τις υπάρχουσες ανάγκες μας ευκολότερα, δημιουργούσαμε συνεχώς νέες ανάγκες προς κάλυψη ή, πιο συχνά, μεταφέραμε ανάγκες από την επικράτεια του δώρου στην επικράτεια του χρήματος ή προσπαθούσαμε να καλύψουμε ανάγκες απεριόριστου χαρακτήρα με πράγματα πεπερασμένου χαρακτήρα. Αυτά οδήγησαν την άνοδό μας, την ανάπτυξη των δώρων του χεριού και του μυαλού. Αν και το τίμημα για την φύση, τον πολιτισμό, το πνεύμα και την ανθρωπότητα ήταν υψηλό, στην εξέλιξη αυτή δεν έλλειπε ένας σωστός σκοπός. Σήμερα, που o φυσικός και πολιτιστικός κοινός πλούτος έχει εξαντληθεί, το πλαίσιο της επιλογής μας – αν θα εργαζόμαστε λιγότερο ή θα καταναλώνουμε περισσότερο-αλλάζει. Η εποχή της ανόδου φθάνει προς το τέλος της, και επιδιώκουμε να χρησιμοποιήσουμε τα δώρα που έχουμε αναπτύξει για τον αληθινό σκοπό τους σε μια νέα σχέση με την γη. Η εποχή της ανάπτυξης τελείωσε. Ο John Maynard Keynes εξέφρασε ένα προαίσθημα αυτής της κοσμοϊστορικής αλλαγής στο Economic Consequences of the Peace: Από τη μία πλευρά οι εργαζόμενες τάξεις αποδέχτηκαν … μια κατάσταση όπου αποκαλούσαν δικό τους ένα πολύ μικρό κομμάτι της πίτας που η φύση και οι καπιταλιστές συν-εργαζόντουσαν για να παράγουν. Και από την άλλη πλευρά, οι καπιταλιστικές τάξεις μπορούσαν να αποκαλούν δικό τους το καλύτερο κομμάτι της πίτας και ήταν θεωρητικά ελεύθεροι να το καταναλώσουν, με τον σιωπηρό αφανή όρο ότι θα καταναλώσουν πολύ λίγο από αυτό στην πράξη. Το καθήκον της «εξοικονόμησης» έγινε μεγάλη αρετή και η αύξηση της πίτας το αντικείμενο μιας αληθινής θρησκείας. Γύρω από την μη κατανάλωση της πίτας αναπτύχθηκαν όλα αυτά τα ένστικτα του πουριτανισμού ο οποίος σε άλλες εποχές σήμαινε να αποσύρεται κάποιος από τα εγκόσμια και να παραμελεί τις τέχνες της παραγωγής καθώς και εκείνες της απόλαυσης. Και έτσι η πίτα μεγάλωσε, αλλά για ποιο σκοπό δεν ήταν ξεκάθαρο. Οι άνθρωποι παροτρύνονταν όχι τόσο πολύ να απέχουν όσο να αναβάλλουν, και να καλλιεργούν τις χαρές της ασφάλειας και της προνοητικότητας. Η αποταμίευση ήταν για τα γηρατειά ή τα παιδιά σου, αλλά αυτό ήταν στη θεωρία – η αρετή έγκειτο στο ότι η πίτα δεν έπρεπε ποτέ να καταναλωθεί, ούτε και από τα παιδιά σου μετά από το θάνατό σου.(2) Σε συλλογικό επίπεδο, η μη κατανάλωση της πίτας σημαίνει επιλογή της ανάπτυξης αντί του ελεύθερου χρόνου. Η πιο αποτελεσματική τεχνολογία μας επιτρέπει είτε να εργαζόμαστε λιγότερο ή να εργαζόμαστε το ίδιο σκληρά αλλά να παράγουμε περισσότερα προϊόντα. Το οικονομικό μας σύστημα απαιτεί και εκφράζει την τελευταία επιλογή. Όμως, παρά τον σημερινό συνδυασμό της «κεϋνσιανής» οικονομίας με δημοσιονομικά κίνητρα, ο ίδιος ο Keynes ποτέ δεν είδε τα κίνητρα ως μόνιμη λύση. Ως κοινωνία, δημιουργούμε τεχνητή τόνωση της ζήτησης εδώ και εβδομήντα χρόνια, μέσα από τις στρατιωτικές δαπάνες, την κατασκευή αυτοκινητοδρόμων, καθώς και επιδοτήσεις για την επιτάχυνση των εξορύξεων, των κατασκευών, της κατανάλωσης και του ιμπεριαλισμού. Προσπαθώντας να διατηρήσουμε την οικονομική ανάπτυξη και να κρατήσουμε την οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου πάνω από το επιτόκιο, έχουμε παγιδευτεί σε ένα σχήμα όλο και μεγαλύτερης παραγωγής, είτε την χρειαζόμαστε είτε όχι. Προσαρμοζόμενη σε αυτή την παγίδα, η οικονομική θεωρία, με την παραδοχή των άπειρων «θέλω», μας λέει ότι πάντα θα «το χρειαζόμαστε», πάντα θα χρειαζόμαστε να παράγουμε όλο και περισσότερα, αν όχι στην μια βιομηχανία τότε στη άλλη. Έχω περιγράψει αυτή την διαδικασία διαφορετικά: ως εξάντληση πρώτα ενός τομέα και μετά ενός άλλου του φυσικού, κοινωνικού, πολιτιστικού και πνευματικού κεφαλαίου. Ο Keynes δεν το αναφέρει τόσο ρητά, διότι ζούσε στο ιδεολογικό πλαίσιο της Ανόδου, αλλά σαφώς το διαισθανόταν. Η χρήση του αόριστου χρόνου από τον Keynes στο παραπάνω απόσπασμα υποδηλώνει, τουλάχιστον σε μένα, ότι μια μέρα θα φθάσει η ώρα να φάμε την πίτα: να επιλέξουμε λιγότερη εργασία αντί για περισσότερα αγαθά. Ένα θετικό επιτόκιο μηδενικού κινδύνου είναι η οικονομική πλευρά της «προτροπής» του Keynes στους ανθρώπους «να καλλιεργούν τις χαρές της ασφάλειας και της προνοητικότητας» ή, στη δική μου γλώσσα, η υποθήκευση της παρούσας στιγμής στο μέλλον, η επιλογή της ασφάλειας, ή μια επίφαση αυτής, αντί της ελευθερίας. Βλέπετε, η οικονομική λογική που περιέγραψα έχει και μια προσωπική διάσταση. Την περασμένη εποχή, είχαμε ένα κίνητρο να επιλέξουμε εργασία αντί για ελεύθερο χρόνο, ακόμα και όταν δεν χρειαζόμαστε τα χρήματα, διότι το επιτόκιο μας υποσχόταν ότι θα μπορούσαμε να αγοράσουμε ακόμα περισσότερο ελεύθερο χρόνο στο μέλλον. Με την αποχή από την ευχαρίστηση και τον ελεύθερο χρόνο – και μάλιστα πολύ συχνά, ωθούμενοι από τις καλύτερες παρορμήσεις μας – θα μπορούσαμε να πετύχουμε την οικονομική εκδοχή του παραδείσου: πρόωρη συνταξιοδότηση. Όμως, όπως γίνεται και στην θρησκεία, η υπόσχεση του παραδείσου χρησιμεύει μόνο για να μας κρατά δέσμιους. Η εποχή της δουλείας μας όμως, πέρασε. Η κατάσταση του πλανήτη σήμερα επειγόντως απαιτεί να στρέψουμε την προσοχή μας μακριά από την «αύξηση της πίτας».
Η ΑΠΑΞΙΩΣΗ ΤΩΝ «ΘΕΣΕΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ» Από την αυγή της βιομηχανικής εποχής, κατεχόμαστε από ένα πανταχού παρών άγχος ότι θα αντικατασταθούμε από τις μηχανές. Και πράγματι αυτό συνέβη σε πολλούς, διότι οι μηχανές ανάλαβαν πολλά καθήκοντα που εκτελούσαν οι άνθρωποι. Ο μόνος τρόπος για να διατηρηθεί η πλήρης απασχόληση ήταν μέσω της ανάπτυξης, και να που έρχομαι εγώ να ζητήσω το τέλος της ανάπτυξης καθώς και το τέλος της πλήρης απασχόλησης (με χρήματα). Έτσι, δεδομένου ότι το μακροχρόνιο άγχος μας έχει καταλάβει, ας εξετάσουμε, ακριβώς, τι σημαίνει να αντικατασταθεί η εργασία μας από ένα μηχάνημα. Για να αντικατασταθεί η εργασία ενός ανθρώπου από ένα μηχάνημα, θα πρέπει να ήταν επαναλαμβανόμενη από την αρχή. Όσο προχωρούσε η μηχανοποίηση ολόκληρης της κοινωνίας, όλο και περισσότερες εργασίες έπαιρναν τις ιδιότητες της ομοιομορφίας, της ρουτίνας, και της τυποποίησης που χαρακτήριζαν τις μηχανές. Αυτό ήταν αναπόφευκτο όταν οι εργασίες αυτές ήταν η λειτουργία μηχανημάτων ή οι συνδέσεις σε διαδικασίες όπου κυριαρχούσαν μηχανές. Εδώ βρίσκεται μια πολύ βαθύτερη πηγή του άγχους μας: όχι ότι θα αντικατασταθούμε από μηχανές, αλλά ότι θα γίνουμε μηχανές, ότι θα ζούμε και θα εργαζόμαστε σαν μηχανές. Το πιο διάσημο κίνημα εναντίον των μηχανών, οι Λουδίτες των αρχών του δέκατου ένατου αιώνα, το γνώριζαν αυτό. Σύμφωνα με τον ερευνητή Kirkpatrick Sale, αυτοί δεν έτρεφαν ένα τυφλό, δεισιδαίμον μίσος για τις μηχανές πίστευαν ότι οι μηχανές είχαν μια σωστή θέση. Είχαν εξοργιστεί όχι μόνο από την απώλεια των προς το ζην τους αλλά και από τα κακής ποιότητας προϊόντα, την κουραστική μονοτονία, τον διαρκή κίνδυνο, και τις απάνθρωπες συνθήκες των εργοστασίων. Αντιστεκόντουσαν στην μηχανοποίηση της εργασίας. Η αντικατάσταση μιας αυτόνομης παραγωγής υψηλής εξειδίκευσης από εξευτελιστική, επικίνδυνη δουλειά στο εργοστάσιο αποτελεί προσβολή στο ανθρώπινο πνεύμα. Ο στόχος μιας ευσπλαχνικής οικονομίας, ως εκ τούτου, δεν είναι η παροχή «θέσεων εργασίας» όπως οι περισσότεροι φιλελεύθεροι πολιτικοί φαίνεται να πιστεύουν. Άπαξ και η εργασία γίνει μηχανική, είναι κατά μια έννοια πολύ αργά – η απάνθρωπη εργασία θα μπορούσε κάλλιστα και αυτή να γίνει από μηχανές. Δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω την ανοησία των οικονομικών προγραμμάτων που επιδιώκουν να δημιουργήσουν περισσότερες «θέσεις εργασίας», λες και χρειαζόμαστε περισσότερα αγαθά ή περισσότερες υπηρεσίες. Γιατί θέλουμε να δημιουργήσουμε περισσότερες θέσεις εργασίας; Για να έχουν οι άνθρωποι χρήματα να ζήσουν. Για το σκοπό αυτό, θα μπορούσαν κάλλιστα να σκάβουν τρύπες στο έδαφος και να τις ξαναγεμίζουν, όπως είπε ο Keynes χαριτολογώντας. Οι παρούσες οικονομικές πολιτικές επιχειρούν ακριβώς αυτό: κοιτάξτε τις τρέχουσες προσπάθειες να αναθερμανθεί η κατασκευή κατοικιών σε μια εποχή που υπάρχουν 19 εκατομμύρια κενές οικιστικές μονάδες στις Ηνωμένες Πολιτείες!(3) Δεν θα ήταν καλύτερα να πληρώνονται οι άνθρωποι χωρίς να κάνουν απολύτως τίποτα, και να απελευθερωθεί η δημιουργική ενέργεια τους για να ανταποκριθούν στις επείγουσες ανάγκες του κόσμου; Σαφώς διαθέτουμε τα μέσα και αντιμετωπίζουμε την αναγκαιότητα να έχουμε μικρότερη ανάπτυξη, να εργαζόμαστε λιγότερο και να στρέψουμε την ενέργειά μας σε άλλα πράγματα. Ήρθε ο καιρός να εξαργυρώσουμε την παλαιά υπόσχεση της βιομηχανίας: ότι η τεχνολογία θα επιτρέψει τη δραματική μείωση της εργάσιμης εβδομάδας και θα εγκαινιάσει την «εποχή του ελεύθερου χρόνου». Δυστυχώς, ο όρος ελεύθερος χρόνος υπονοεί επιπολαιότητα και σπατάλη που δεν συνάδουν με τις επείγουσες ανάγκες του πλανήτη και τους ανθρώπους στην αλλαγή εποχής. Υπάρχει ένας τεράστιος όγκος σημαντικής εργασίας που πρέπει να επιτελεστεί, εργασία που συνάδει με την αποαανάπτυξη διότι δεν θα παράγει αναγκαστικά εμπορεύσιμο προϊόν. Υπάρχουν δάση για αναδάσωση, άρρωστοι που πρέπει να φροντιστούν, και ένας ολόκληρος πλανήτης να θεραπευτεί. Νομίζω ότι θα είμαστε πολύ απασχολημένοι. Θα εργαστούμε σκληρά κάνοντας πολύ σημαντικά πράγματα που δεν χρειάζεται πια να δώσουν μάχη με τη ροή του χρήματος, την επιτακτική ανάγκη της ανάπτυξης. Ταυτόχρονα όμως πιστεύω ότι θα έχουμε περισσότερο ελεύθερο χρόνο – την εμπειρία της αφθονίας του χρόνου – από ότι έχουμε σήμερα. Η έλλειψη χρόνου είναι ο λόγος που υπερκαταναλώνουμε, προσπαθώντας να αντισταθμίσουμε την απώλεια αυτού του πλέον αρχέγονου πλούτου. Ο χρόνος είναι η ζωή. Πραγματικός πλούτος είναι η κυριαρχία στον χρόνο μας. Μέχρι στιγμής έχω περιγράψει ένα σύστημα που μετατοπίζει τα οικονομικά κίνητρα προς την συντήρηση και την επέκταση του οικοσυστήματος και των υπόλοιπων κοινών αγαθών, επιτρέποντας στο χρήμα να ρέει προς αυτούς που το έχουν ανάγκη, χωρίς την παρουσία της ανάπτυξης. Υπάρχει όμως ένας ακόμα πιο ριζοσπαστικός τρόπος για να τερματισθεί η αρχή του «το χρήμα θα πηγαίνει σε αυτούς που θα παράγουν ακόμα περισσότερο χρήμα» στην οποία βασίζεται το σύγχρονο τραπεζικό σύστημα. Γιατί να μην δώσουμε απλώς χρήματα στους ανθρώπους; Σε όλους τους ανθρώπους;(4) Αυτή είναι η ιδέα του «κοινωνικού μερίσματος» ή του «κοινωνικού μισθού» που υποστήριξε στη δεκαετία του 1920 ο Major Douglas, ιδρυτής του κινήματος κοινωνικής πίστωσης. Η ιδέα έχει τόσο οικονομική όσο και ηθική λογική. Ο Douglas, ένας Βρετανός μηχανικός, παρατήρησε το ίδιο πράγμα με τον Μαρξ – ότι οι εργαζόμενοι λαμβάνουν ένα ολοένα συρρικνούμενο μερίδιο των εσόδων όσο η βιομηχανία γίνεται λιγότερο έντασης εργασίας και περισσότερο έντασης κεφαλαίων – πράγμα που τελικά οδηγεί στην φτώχεια, στην πόλωση του πλούτου και την οικονομική ύφεση λόγω της πτώσης της ζήτησης. Ως λύση, πρότεινε την έκδοση χρήματος κατ’ εντολήν σε ποσά επαρκή για όλους τους πολίτες να αγοράσουν τα προϊόντα της εργασίας τους, τόσο ως άμεση κατά-κεφαλή πληρωμή όσο και ως επιστροφή στις αγορές – έναν αρνητικό φόρο κατανάλωσης. Η πρόταση αυτή δεν απέχει πολύ την επικρατούσα οικονομική πρακτική όσο μπορεί να νομίσετε – οι επιταγές κινήτρου που εστάλησαν σε όλα τα νοικοκυριά των ΗΠΑ το 2008 ήταν ένα κοινωνικό μέρισμα σε αραιωμένη μορφή και είχαν ως στόχο ακριβώς το αποτέλεσμα που οραματίστηκε ο Douglas: να πάρουν χρήματα αυτοί που θα τα ξοδέψουν και να αντιμετωπιστεί η οικονομική ύφεση.(5) Αυτές δεν ήταν επιταγές της κοινωνικής πρόνοιας που δόθηκαν μόνο στους φτωχούς. Ήταν επιταγές κινήτρου που δόθηκαν σε όλους. Η εναλλακτική λύση στην ανάπτυξη που στηρίζεται στον ελεύθερο χρόνο και την αναδιανομή του πλούτου κερδίζει σε αξιοπιστία καθώς η οικονομική ύφεση επιμένει. Στη Γερμανία, το Kurzarbeit, ή «σύντομη εργασία», είναι ένα πρόγραμμα που επιδοτεί εβδομαδιαίες εργατοώρες μικρότερης διάρκειας προκειμένου να αποφευχθεί η ανεργία, σε κατάφωρη άρνηση της λεγόμενης πλάνης για απώλεια εργασίας (βλέπε σημείωση (1)). Αντί να απολύσει το 20 τοις εκατό του εργατικού δυναμικού της, μια επιχείρηση μειώνει τις εβδομαδιαίες εργατοώρες του καθενός κατά 20 τοις εκατό. Το μεγαλύτερο μέρος της περικοπής του μισθού του κάθε εργαζόμενου επιστρέφεται στον εργαζόμενο από το κράτος. Οι εργαζόμενοι μπορούν να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας τους, δουλεύοντας 20 τοις εκατό λιγότερο με μια μείωση της αμοιβής τους 4 ή 8 τοις εκατό.(6) Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά: η ανεργία στην Γερμανία παρέμεινε χαμηλότερη από την αναμενόμενη κατά την διάρκεια της ύφεσης, και στην αυτοκινητοβιομηχανία, όπου η πολιτική αυτή εφαρμόστηκε πιο δυναμικά, δεν χάθηκε ούτε μια θέση πλήρης απασχόλησης κατά το πρώτο εξάμηνο του 2009.(7) Το πρόγραμμα Kurzarbeit μπορεί να παρομοιαστεί με ένα κοινωνικό μέρισμα σε περιορισμένη κλίμακα, και κινείται από ένα παρόμοιο οικονομικό και ανθρωπιστικό κίνητρο. Υπάρχει επίσης μια φιλοσοφική ή ηθική λογική για το κοινωνικό μέρισμα που αντιλήφθηκα ως έφηβος όταν διάβασα μια ιστορία του Philip Jose Farmer με τίτλο “Riders of the Purple Wage”. Απηχώντας τον Douglas, o Farmer θεμελίωσε λογικά ότι η βιομηχανική τεχνολογία έχει δώσει στην ανθρωπότητα πρόσβαση σε τέτοιο τεράστιο, σχεδόν άκοπο πλούτο ώστε να μην είναι απαραίτητο για κάποιον να εργαστεί πολύ σκληρά για να λάβει τα απαραίτητα της ζωής. Η εύκολη ευημερία που έγινε δυνατή χάρη στην τεχνολογία, και τον φυσικό πλούτο της γης, είναι ο συλλογικός θησαυρός ολόκληρου του ανθρώπινου γένους· μόνο με το γεγονός της γέννησής του, κάθε άνθρωπος δικαιούται μερίδιο σε αυτόν. Σίγουρα κανένας δεν έχει περισσότερο δικαίωμα από οποιονδήποτε άλλον να επωφεληθεί, ας πούμε, από τις εφευρέσεις του Robert Boyle και του Thomas Edison, ή το τεράστιο πολιτισμικό πλαίσιο που έκανε το έργο τους δυνατό. Εσείς ή εγώ δεν έχουμε περισσότερα δικαιώματα σε αυτό το πολιτιστικό κληροδότημα από ότι έχουμε στη γη ή στο γονιδίωμα. Έρχεται σε μας ως το δώρο του συνόλου της ανθρωπότητας· είναι το δώρο των προγόνων μας, όπως ακριβώς και η γη είναι το δώρο του πλανήτη, της φύσης ή του Δημιουργού. Ας μην βιαστούμε να αποδεχτούμε την επιφανειακή φράση που αράδιασα παραπάνω «Η εύκολη ευημερία που έγινε δυνατή χάρη στην τεχνολογία» Αυτή η φράση οδηγεί στην αποδοχή της ιδεολογίας της Ανόδου, που όπως περιέγραψα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιδεολογία της ατέλειωτης οικονομικής ανάπτυξης. Περιέργως, παρά τις τεχνολογίες εξοικονόμησης εργασίας ολόκληρων αιώνων, δεν έχουμε περισσότερο ελεύθερο χρόνο από τους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες, τους χωρικούς της νεολιθικής εποχής ή τους αγρότες του Μεσαίωνα. Ο λόγος είναι η υπερπαραγωγή και υπερκατανάλωση εκείνων των προϊόντων που μπορεί να παράγει η τεχνολογία και η υποπαραγωγή και υποκατανάλωση των προϊόντων που δεν μπορεί. Συνήθως, αυτά τα τελευταία προϊόντα είναι ακριβώς εκείνα που αψηφούν την ομογενοποιημένη, αποπροσωποποιημένη εξουσία του χρήματος: ό,τι είναι μοναδικό, οικείο και προσωπικό. Θα επανέλθω στο θέμα αυτό αργότερα· για την ώρα, απλώς παρατηρήστε ότι στο χώρο των αναγκών που επιδέχονται την ποσοτικοποίηση, οι ανάγκες μας ικανοποιούνται εύκολα. Δεν χρειάζεται να πρέπει να εργαστούμε πολύ για να προμηθευτούμε τα υλικά χρειώδη της ζωής: τροφή ένδυση, και στέγη. Σίγουρα δεν θα πρέπει να εργαστούμε περισσότερο από τον μέσο όρο των είκοσι ωρών που εργάζονταν οι ιθαγενείς Καλαχάρι για την επιβίωση, σε μια σκληρή έρημο με τα εργαλεία της Λίθινης Εποχής, το 1970. Σίγουρα, δεν θα αισθανόμαστε λιγότερο ανασφαλείς ή περισσότερο ανήσυχοι για την «εξασφάλιση των προς το ζην» από τους αγρότες στη μέση εποχή του Μεσαίωνα που είχαν 150 ημέρες αργιών αφιερωμένες σε διάφορους αγίους.
Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΓΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ Ποιος παραλογισμός θα μας οδηγούσε να οικοδομήσουμε περισσότερα περιττά σπίτια αντί, λόγου χάρη, να γλυτώσουμε τα αυγά της θαλάσσιας χελώνας από πετρελαιοκηλίδες; Σε τελευταία ανάλυση, αυτό ισοδυναμεί με το να θεωρούμε την εξάντληση των κοινών αγαθών κερδοφόρο και την αποκατάστασή τους ζήτημα αλτρουισμού. Οι λύσεις που προτείνονται σε αυτό το βιβλίο αντιστρέφουν αυτή την δυναμική. Η εσωτερίκευση του κόστους ανακατευθύνει τη ροή του χρήματος, και τη ροή της ανθρώπινης δραστηριότητας, μακριά από την κατανάλωση και προς την ιερότητα. Τα χρήματα από αρνητικά επιτόκια επιτρέπουν τις επενδύσεις σε δραστηριότητες που δεν παράγουν ακόμη περισσότερα χρήματα από αυτά που επενδύθηκαν και τερματίζει την προεξόφληση του μέλλοντος. Ωστόσο, αυτά τα μέτρα από μόνα τους μπορεί να μην αρκούν διότι ορισμένες από τις εργασίες που απαιτούνται για τη θεραπεία του κόσμου είναι θεμελιωδώς αντιοικονομικές.(8) Το ερώτημα, λοιπόν, είναι πως να δημιουργηθούν οι συνθήκες που επιτρέπουν στους ανθρώπους να κάνουν σημαντικό έργο το οποίο δεν παράγει οικονομικό όφελος. Όπως και με την αναδιανομή του πλούτου, υπάρχουν ουσιαστικά δύο τρόποι. Ο πρώτος είναι το κοινωνικό μέρισμα που έχω περιγράψει, το οποίο υφίσταται σήμερα σε αραιωμένη μορφή ως επιταγές κινήτρου, φορολογικές ελαφρύνσεις, πληρωμές κοινωνικής πρόνοιας, και ούτω καθεξής. Αυτό δίνει στους ανθρώπους την οικονομική ελευθερία να ασκήσουν δραστηριότητες που κανείς δεν θα τους προσλάβει για να κάνουν (επειδή δεν θα δημιουργήσουν έσοδα για τον εργοδότη) και που δεν θα παράγουν απολύτως τίποτα εμπορεύσιμο. Ο δεύτερος τρόπος για την προώθηση αντιοικονομικής εργασίας είναι το κράτος (ή κάποιος άλλος φορέας) να πληρώσει τους ανθρώπους να κάνουν τα όμορφα και απαραίτητα πράγματα που έχουμε σε εκτίμηση. Είδαμε έναν προάγγελο αυτής της ιδέας κατά την διάρκεια του Νιου Ντιλ, όταν προσλήφθηκαν εκατομμύρια άνεργοι όχι μόνο για την κατασκευή υποδομών που μια μέρα θα δημιουργούσαν μια θετική οικονομική απόδοση, αλλά και να κάνουν πράγματα όπως η συλλογή και διατήρηση της λαϊκής μουσικής και η δημιουργία χώρων αναψυχής. Σε μεγαλύτερη κλίμακα, αυτό είναι ουσιαστικά το όραμα του κρατικού σοσιαλισμού. Ωστόσο, ο κεντρικός σχεδιασμός συχνά παραλείπει σημαντικές ανάγκες, ενθαρρύνει την ολοκληρωτισμό και την κατάχρηση εξουσίας, και αποτυγχάνει να ενεργοποιήσει την δημιουργικότητα ατόμων και των οργανώσεων λαϊκής βάσης. Με το κοινωνικό μέρισμα, εμπιστευόμαστε ότι, οι άνθρωποι, χωρίς περιορισμούς της οικονομικής ανάγκης, θα επιλέξουν καλό και απαραίτητο έργο. Αυτές οι ελεύθερες, αβίαστες επιλογές – η φυσική συνέχεια της αποδεσμευμένης επιθυμίας – θα βοηθήσουν να αναγνωρίσουμε ότι η εργασία είναι ιερή. Αυτά που διακυβεύονται είναι δυο ανταγωνιστικά οράματα για την ανθρώπινη φύση, και ως εκ τούτου δυο οράματα για το πως θα διοικείται η κοινωνία. Το ένα λέει, «απελευθέρωσε τους ανθρώπους από την οικονομική ανάγκη, και θα κάνουν όμορφη δουλειά». Το άλλο λέει, «Πρόσφερε όμορφη δουλειά, και χρησιμοποίησε την οικονομική ανάγκη να παρακινήσεις τους ανθρώπους να την κάνουν». Το πρώτο εμπιστεύεται την φυσική επιθυμία των ανθρώπων για δημιουργία και την ικανότητά τους να αυτο-οργανώνονται. Το δεύτερο τοποθετεί την απόφαση για το πως θα διατεθεί η ανθρώπινη εργασία στα χέρια των φορέων χάραξης πολιτικής. Πιστεύω ότι και τα δυο οράματα θα έχουν τη θέση τους για πολύ καιρό, και ότι τελικά, καθώς οι πολιτικές διαδικασίες γίνονται περισσότερο συμπεριληπτικές, περισσότερο λαϊκής βάσης και με περισσότερη αυτό-οργάνωση, τα δυο οράματα θα συγχωνευθούν σε ένα.
|